Η είδηση των τελευταίων ημερών πως στην Ελλάδα χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια, απειλούνται και διασύρονται από ιστοσελίδα, εντός της οποίας διακινούνται προσωπικές τους φωτογραφίες και βίντεο, αποτέλεσε ένα ακόμη περιστατικό του φαινομένου που ονομάζεται «εκδικητική πορνογραφία» (revenge porn). Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις, το βράδυ της Παρασκευής η σελίδα «έπεσε» και πολλοί μιλούν για μια πρώτη νίκη στη μάχη κατά του «revenge porn».

Το συγκεκριμένο φαινόμενο, που προέκυψε μέσα στα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την εξάπλωση  του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφορά τη δημοσιοποίηση και διασπορά φωτογραφιών και βίντεο, που κυρίως απεικονίζουν γυναίκες, σε διάφορες ιστοσελίδες, δίχως τη συγκατάθεση τους.

Μάλιστα, η εκδικητική πορνογραφία αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο διογκώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του lockdown. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ιρλανδία, η υπουργός Δικαιοσύνης Helen McEntee κατέθεσε νέα νομοθετική διάταξη που αφορούσε αποκλειστικά τις προσπάθειες να περιοριστεί το φαινόμενο του revenge porn, μόλις πριν από μερικές ημέρες.

Αρκετά περιστατικά εκδικητικής πορνογραφίας εντοπίζονται και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με πολλά εξ’ αυτών να έχουν φτάσει στις δικαστικές αίθουσες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η υπόθεση του David Elam II, που κλήθηκε να πληρώσει αποζημίωση 6 εκατομμυρίων ευρώ στην πρώην σύντροφο του, λόγω της δημοσιοποίησης γυμνών φωτογραφιών και βίντεο της, έπειτα από απόφαση δικαστικού σώματος της Καλιφόρνια το 2019.

Πως μπορεί να προστατευτεί νομικά ένα θύμα της εκδικητικής πορνογραφίας;

Νομικοί υπογραμμίζουν πως υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των θυμάτων.  «Το πρώτο που πρέπει να κάνει ένα θύμα του revenge porn είναι να ζητήσει αρχικά νομική συμβουλή και παράλληλα να επιδιώξει να κατέβει το υλικό από την εκάστοτε ιστοσελίδα», αναφέρει ο δικηγόρος, Βασίλης Σωτηρόπουλος στο tvxs.gr, για να συνεχίσει, επισημαίνοντας πως «είναι καλύτερο το θύμα να ζητήσει νομική συμβουλή αρχικά, καθότι, υπάρχουν κίνδυνοι, εάν πράξει μεμονωμένα, πηγαίνοντας απλώς στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος».

Αφού λοιπόν το θύμα φτάσει στο «δεύτερο βήμα»και απευθυνθεί στη Δίωξη, εκεί «υποβάλλει μήνυση, είτε κατά αγνώστου, είτε κατά συγκεκριμένου προσώπου, εάν γνωρίζει ποιος είναι ο δράστης», σύμφωνα με τον κύριο Σωτηρόπουλο, ο οποίος τονίζει πως «στην περίπτωση που ο δράστης βγει κατηγορούμενος και δικαστεί σε ένα ποινικό δικαστήριο, υπάρχει και η δυνατότητα αποζημίωσης, μέσω αγωγής, λόγω ηθικής βλάβης», ξεκαθαρίζοντας βέβαια πως «η αγωγή βέβαια και η μήνυση είναι δύο διαφορές δικαστικές ενέργειες».

«Το θύμα πρέπει να βοηθήσει τις Αρχές, και να τους πει ποιος πιστεύει ότι προέβη στη συγκεκριμένη ανάρτηση. Αρκετές φορές, είναι εύκολο να εντοπιστεί ο δράστης. Βέβαια, αυτό δεν είναι απολύτως σίγουρο. Ενδέχεται δηλαδή ο δράστης να μεταβιβάσει το υλικό σε κάποιον και μετά να υπάρξει διασπορά. Τότε, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί το ποιος έκανε την ανάρτηση και, εάν κατηγορηθεί το λάθος άτομο, υπάρχει κίνδυνος ακόμη και για να υπάρξει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση προς το θύμα», δηλώνει παράλληλα ο δικηγόρος.

Σχετικά με τις νομικές ευθύνες του παρόχου, δηλαδή της ιστοσελίδας στην οποία δημοσιεύεται το υλικό, ο κ. Σωτηρόπουλος δηλώνει πως: «Ο νόμος για την ανάρτηση περιεχομένου από τους χρήστες, που είναι ένα προεδρικό διάταγμα του 2003, υποστηρίζει πως ο πάροχος της πλατφόρμας στην οποία δημοσιεύεται το υλικό, δεν είναι υποχρεωμένος να ερευνήσει από μόνος του το κατά πόσο το υλικό δημοσιοποιήθηκε νόμιμα ή παράνομα. Ο νόμος, επί της ουσίας λέει ότι , μόνο αν ενημερωθεί ο πάροχος ότι το υλικό είναι παράνομο και δεν το αποσύρει άμεσα, έχει νομική ευθύνη και μπορεί να στραφεί το θύμα εναντίον του παρόχου».

Όπως επισημαίνει ο δικηγόρος, «πρέπει αρχικά να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει συγκατάθεση», τονίζοντας πως «το δικαστήριο, πάντα κινείται στη λογική να προστατευθεί το θύμα, ενώ, είναι ιδιαίτερα δύσκολο, κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει συγκατάθεση, ενώ δεν υπάρχει».

Και η ψυχολογία του θύματος;

Ασφαλώς βέβαια, παρά την αδιαμφισβήτηση σημασία της νομικής προστασίας, άξια αναφοράς είναι και η ψυχολογική διαχείριση του ζητήματος από το θύμα. «Πρέπει το θύμα να κρατήσει την ψυχραιμία του/της και να προχωρήσει στις καταγγελίες. Δεν υπάρχει λόγος για δημιουργία "σεναρίων", εκτός εάν η υποψία είναι βάσιμη και είχε προηγηθεί απειλή, ενώ, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει το θύμα να ενδωσει σε οποιεσδηποτε απειλές», δηλώνει στο tvxs.gr ο Ορέστης Γιωτάκος, ψυχίατρος, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτής της ΑΜΚΕ «Ομπρέλα- νευροεπιστήμες & και ψυχική υγεία», για να συνεχίσει, αναφέροντας πως «στην αρχική φάση, το θύμα, δεν πρέπει να προχωρήσει σε απόδοση ευθυνών και ασφαλώς, δεν πρέπει να αφήσει περιθώρια για ανάπτυξη ενοχών», καθότι, κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για την «ψύχραιμη»αντιμετώπιση του ζητήματος, στην οποία αναφέρθηκε ο κύριος Γιωτάκος.

«Οι οποιεσδήποτε επιπτώσεις του τραυματικού αυτού γεγονότος, καλο είναι να συζητηθούν και να αντιμετωπισθούν απο κάποιον ειδικό, σε απώτερο χρόνο», συμπληρώνει ο ψυχίατρος. Όσον αφορά, το ψυχολογικό προφίλ των ατόμων τα οποία προβαίνουν στη δημοσίευση τέτοιου υλικού, ο κύριος Γιωτάκος είναι κατατοπιστικός: «Συνήθως πρόκειται για άτομα ψυχοπαθητικά, με μειωμένη ενσυναίσθηση και συνήθως με ιστορικό παρόμοιων περιστατικών εκβιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Συχνά συνυπάρχουν προβλήματα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, κλπ. Μάλιστα, αν εντοπίζονται στο στενό τους περιβάλλον ορισμένες καταστάσεις ζήλειας ή εκδίκησης, αυτές μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα της συγκεκριμένης δραστηριότητας ».

Βέβαια, σημειωτέον, πως η λέξη «συνήθως» που χρησιμοποιεί ο καθηγητής Γιωτάκος, αντικατοπτρίζει τη μη ύπαρξη καθολικής συμφωνίας και αντιστοιχίας, στα χαρακτηριστικά του ατόμου που διακινεί τέτοιου είδους υλικό, με την Emma Short, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Λέστερ, να δηλώνει στο Cosmopolitan πως «εν δυνάμει, όλοι ενδέχεται να δημοσιεύσουν περιεχόμενο εκδικητικής πορνογραφίας».

Η «ρίζα» βρίσκεται στην κοινωνική μεταχείριση 

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η νομική όσο και η ψυχολογική προστασία των θυμάτων, κρίνεται ως εξαιρετικά σημαντική, σε ένα φαινόμενο το οποίο έχει σοβαρότατες επιπτώσεις σε εκατομμύρια ανθρώπους (κυρίως γυναίκες) παγκοσμίως. Βέβαια, όπως εξηγούσε η ψυχολόγος Caterina McNulty «εάν οι γυναίκες δεν κρίνονταν και δεν είχαν αυτή τη μεταχείριση από την κοινωνία, η εκδικητική πορνογραφία δε θα ήταν εκτεταμένη», με τη δήλωση της να συμβαδίζει με την απάντηση του Charlie Evens, χάκερ που διακινούσε περιεχόμενο εκδικητικής πορνογραφίας, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο του CNN για τους λόγους που επέλεγε υλικό, στο οποίο απεικονίζονταν γυναίκες. Η απάντηση του ήταν χαρακτηριστική: «Επειδή αυτό θέλει η αγορά».

πηγη: