Δημοσιεύθηκε την 18 Απριλίου, 2021


Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση LaDeleuziana. Ο Jean-Sébastien Laberge είναι διδακτορικός φοιτητής του Πανεπιστημίου της Οτάβα. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας 

 

Ο φασισμός, ο σταλινισμός ήταν συλλογικά σκληρά ναρκωτικά.

Η καταναλωτική κοινωνία συρρικνώνει την φυλή σε

Παθητικότητα και θάνατο. Δεν υπάρχει ανάγκη πλέον

Για το χτίσιμο στρατοπέδων εξόντωσης· τα διαμορφώνουμε

μέσα μας

Félix Guattari, 1977




Σε αυτόν το καινούριο πολιτικό χειμώνα, μπροστά στις πρωτοφανείς οικολογικές αλλαγές και την επιστροφή των φασιστικών οπτικών που τον χαρακτηρίζουν, τι μπορεί να μας πει η σχιζοανάλυση για αυτές τις διεργασίες; Σε έναν κόσμο όπου οι μεταμορφώσεις και η απώλεια σημείων αναφοράς συνεχίζονται με πρωτόγνωρο ρυθμό, όπου οι ατομικές και συλλογικές υποκειμενικότητες όλο και περισσότερο πλησιάζουν μεταξύ τους, τροφοδοτημένες από την συμφωνία των κυρίαρχων νοηματοδοτήσεων που επιβάλλονται από το κεφάλαιο, ποιο μάθημα μπορεί να μας ανοίξει στις πιθανότητες αυτού του κόσμου; Πρακτικά, αλλά όχι καινούρια, αυτά τα ερωτήματα απασχολούσαν τον Félix Guattari σε ολόκληρη τη ζωή του, και κυρίως προσέφερε μια συναρπαστική σύλληψη που τις αναλύει σε όλη τους την πολυπλοκότητα. Εξηγώντας όχι μόνο πως το Κεφάλαιο ευνοεί τις μικροφασιστικές τάσεις του καθενός, δηλαδή την ομοιότητα που τείνει προς την παθολογική ομογενοποίηση, αλλά και πως η σχιζοανάλυση μας προσφέρει επίγνωση για το κοσμικό γίγνεσθαι που μας διαπερνά και μας προσφέρει πρόσβαση στα αποτελέσματα που μιλούν μέσα από εμάς, δηλαδή το άνοιγμα που επιτρέπει την δυναμική ετερογένεια, ο Guattari έτσι κάνει δυνατή την κατανόηση του προβλήματος καθώς και της δημιουργίας ζητημάτων.

Το ζήτημα της συγγένειας του καπιταλισμού με το φασισμό διατρέχει το έργο του Guattari έτσι ώστε είναι αναγκαίο να καλύψουμε αρκετές έννοιες που θα αναφέρουμε και θα επαναλαμβάνονται περισσότερο καθώς προχωράμε. Μπορεί να προχωράμε γρήγορα και να αγνοούμε τις αλλαγές στη σκέψη του Guattari, αλλά ο σκοπός μας είναι να εκφράσουμε την τελική του θέση στη δεκαετία του 1990. Για αυτό, πριν αναφερθούμε άμεσα στην σχιζοαναλυτική σύλληψη του καπιταλισμού, είναι χρήσιμο να παρουσιάσουμε εν συντομία δυο πτυχές της γκουαταριανής σκέψης: το συλλογικό συναρμολόγημα έκφρασης και την εγκαρσιότητα. Ακολουθώντας την αντίληψη του περί μηχανιστικού ασυνείδητου, ο Guattari αναπτύσσει μια πρωτοποριακή περιγραφή των διεργασιών της υποκειμενοποίησης την οποία αποκαλεί  συλλογικό συναρμολόγημα έκφρασης. Αυτή η οπτική πιστεύει πως η υποκειμενικότητα είναι πάντοτε συλλογική και προέρχεται από ουσιαστικά ετερογενή στοιχεία που δρουν ως μερικοί εκφραστές. Είναι έτσι ένα πολυποίκιλο συναρμολόγημα, ένα κολλάζ, εν ολίγοις, ένα πλήθος. «Μια μερική υποκειμενικότητα – προ-προσωπική, πολυμορφική, συλλογική και μηχανιστική». Ενάντια στις διάφορες μορφές  αναγωγής που απλοποιούν το πλούτο της υποκειμενικότητας, ο Guattari προτείνει μια χαρτογραφία που κάνει δυνατή την κατανόηση  αυτών τον περίπλοκων διαδικασιών έκφρασης και προσπαθεί να τις εμπλουτίσει. Πρέπει να τονιστεί πως για να πούμε με σιγουριά πως τα συλλογικά συναρμολογήματα έκφρασης  αποτελούνται από ένα πλήθος ετερογενών στοιχείων σημαίνει πως η αλλότητα υπάρχει μέσα στην υποκειμενικότητα, δεν είναι εξωτερικό στοιχείο, αλλά ένα εσωτερικό στοιχείο το οποίο, επιπλέον, είναι τόσο συνδεδεμένο με την πολυπλοκότητα όσο και με την απειλή του χάους , θα επιστρέψουμε σε αυτό. Επιπρόσθετα, με τον ίδιο τρόπο που η ψυχανάλυση, ο αυλικός έρωτα ή ο χριστιανισμός έχουν επινοήσει νέες μορφές υποκειμενοποίησης, η σχιζοανάλυση στοχεύει να δημιουργήσει μια νέα διαδικασία υποκειμενοποίησης που να ευνοεί την έκφραση νέων ευαισθησιών και αξιών. Ενάντια στην απάθεια του κανονικοπαθή, επιθυμούν να προκαλέσουν στην επανοικειοποίηση των μέσων παραγωγής της υποκειμενικότητας.

Η έννοια της εγκαρσιότητας του Guattari αναφέρεται, μεταξύ άλλων, την διάκριση που κάνει ο Jean-Paul Sartre μεταξύ σειριακής ομάδας και συγχωνευμένης ομάδας που ο Guattati αποκαλεί καθυποταγμένη-ομάδα και ομάδα-υποκείμενο, δηλαδή  μεταξύ των συναρμολογημάτων που παθητικά δέχονται τις αποφάσεις από έξω και εκείνες που είναι υπεύθυνες για την δική τους έκφραση. «Θα μπορούσε να πει κανείς για την ομάδα-υποκείμενο πως εκφράζει κάτι, ενώ για την καθυποταγμένη-ομάδα, ‘ακούγεται η υπόθεση της’» καθώς αυτή συμμορφώνεται στις συνηθισμένες δηλώσεις και εκείνη εκφράζει την δική της συλλογιστική. Είναι έτσι αυτοί δυο πόλοι μεταξύ των οποίων τα συναρμολογήματα  αμφιταλαντεύονται. Υπό την οπτική αυτή, η εγκαρσιότητα της ομάδας-υποκείμενο είναι αντίθετη με την ιεραρχία της καθυποταγμένης ομάδας που οργανώνει, υποτάσσει και κατάσχει την έκφραση με την ομογενοποίηση της, ενώ η εγκαρσιότητα ανοίγει την δημιουργική ετερογένεια της έκφρασης. Ο «συντελεστής εγκαρσιότητας» είναι έτσι αντιληπτός ως ο «βαθμός ανοιχτότητας» ενός συναρμολογήματος στην ετερογένεια των στοιχείων του, στην δική του αλλότητα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η εγκαρσιότητα ως συναρμολόγημα είναι η ετερογένεια που εκδηλώνεται μέσα της και έτσι ο βαθμός του αλόγου, της διαφωνίας που ανέχεται. Πόσο επιβάλει μια ομάδα ομοφωνία και επιτρέπει αποκλίνουσες απόψεις να εκφραστούν; Έτσι ώστε στην περίπτωση της καθυποταγμένης ομάδας, το άλογο, η διαφωνία, η ίδια της η περατότητα γίνεται αισθητή σαν ένα εξωτερικό φαινόμενο  που βιώνεται σαν εσωτερική ρήξη που επιτρέπει μια (επανα)μοναδοποίηση. Θα αναφερθεί πως η εγκαρσιότητα  της ομάδας υποκείμενο υπονοεί μια συνεχή επαναμοναδοποίηση, μια κίνηση, όπως ο κανονικοπαθής είναι μια συνειδητή υποκειμενικότητα που υποβάλλεται στην κενή επανάληψη του σημαινομένου. Ο Guattari συνεχώς επεξεργάζονταν την διάκριση αυτή μεταξύ των δύο πόλων που περιλαμβάνουν τόσο ένα βαθμό ανοιχτότητα και μια σχέση στα κυρίαρχα νοήματα, η οποία θα γίνει τελικά το 1992 εκείνη μεταξύ της ομογενοποίησης και της ετερογένειας.

Ήταν τον Δεκέμβριο του 1973 που ο Guattari παρουσίασε την ιδέα του για μια «Μικροπολιτική της Επιθυμίας» για να κατανοήσει τον καπιταλισμό και τον φασισμό. Έτσι έχει χρησιμοποιηθεί εξαρχής η μικροπολιτική για την κατανόηση του καπιταλισμού και του φασισμού. Αναφέρει στην παρέμβαση του το 1973 πως η μεταμόρφωση της της υλικής διαδικασίας της παραγωγής απελευθερώνει ροές επιθυμίας μοριοποιημένες, αλλά το Κεφάλαιο πρέπει να συρρικνώσει το μηχανισμό του για τα τις πιάσει. Η μεταμόρφωση των μεθόδων παραγωγής  είναι επίσης μετάλλαξη της διαδικασίας υποκειμενοποίησης. Η εξέλιξη των επιστημών, τεχνικών και τεχνών έχει μεταμορφώσει αμετάκλητα  τους τρόπους ζωής μας ανοίγοντας το δρόμο προς την ομογενοποίηση μέσω του κομφορμισμού παρά στην πειραματική ετερογένεια. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ωστόσο, πως ο καπιταλισμός διαπρέπει στην ικανότητα του να εκμεταλλεύεται την πρόοδο για να ενσωματώνει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις λειτουργίες του.

Αυτή η κίνηση αποεδαφικοποίησης και επανεδαφικοποίησης είναι στην πράξη χαρακτηριστικό της κατανόησης του Guattari της καπιταλιστικής διαδικασίας που θα εξηγήσει ξεκάθαρα στις Σχιζοαναλυτικές Χαρτογραφίες:

«Η καπιταλιστική επιθυμία πάντοτε έφερνε μαζί δυο θεμελιώδη συστατικά: πρώτο, που χαρακτηρίζω ως αποεδαφικοποίηση, την καταστροφή των κοινωνικών περιοχών, των συλλογικών ταυτοτήτων και παραδοσιακών αξιακών συστημάτων. Το άλλο, της επανασύστασης, ακόμη και με τα πιο τεχνητά των μέσων, των εξατομικευμένων προσποιημένων πλαισίων, των σχεδίων εξουσίας και μοντέλων υποταγής που είναι, αν όχι απόλυτα παρόμοια με εκείνα που έχει καταστρέψει, τουλάχιστον ομοθετικά προς αυτά από μια λειτουργική σκοπιά. Είναι αυτό τελευταίο που χαρακτηρίζω ως κίνηση επανεδαφικοποίησης.

Η συνεχής διαδικασία οδηγεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση και μοριοποίηση της ροή ς της επιθυμίας, αναγκάζοντας έτσι τον καπιταλισμό να συρρικνώνει συνεχώς τις μηχανές σύλληψης του. Έτσι, σύμφωνα με τον Guattari, αντίθετα από τον ιταλικό φασισμό και το ναζισμό, οι οποίοι λειτουργούσαν με τεράστιους καταπιεστικούς μηχανισμούς ενώ κινητοποιούσαν τις μάζες, «οι καπιταλιστικές απολυταρχικές μηχανισμούς, ενώ συλλαμβάνει την ενέργεια της επιθυμίας των εργατών, επίσης άρχισε να τους διαιρεί, να τους ιδιωτικοποιεί και να του μοριοποιεί […] ενώ βολεύονται στο ίδιο το κέντρο της υποκειμενικότητας τους και στην άποψη τους για το κόσμο». Με τέτοιο τρόπο που ο ιστορικός μακροφασισμός δεν μοιάζει ικανός να ελέγξει μακροπρόθεσμα, με την βοήθεια των ωμών μηχανισμών του, τη μικροφασιστική επιθυμία των μαζών που κινητοποιεί, ενώ ο καπιταλισμός-ολοκληρωτισμός, που φοβάται τα μεγάλα μαζικά κινήματα, πέτυχε να πλαισιώσει το κοινωνικό με τόση λεπτομέρεια  που η μικροπολιτική του συλλαμβάνει την επιθυμία όλων με το να τοποθετείται απευθείας στην σημειωτική (σημειολογία). «Στην ουσία, τα σημειωτικά συστατικά της υποδούλωσης αποτελούν τα βασικά εργαλεία που επιτρέπουν στις κυρίαρχες τάξεις να εδραιώνουν την εξουσία τους πάνω στους παράγοντες της παραγωγής. Το ‘θαύμα’ του καπιταλισμού είναι πως έχει πετύχει να διευθύνει την γλώσσα». Το μικροπολιτικό επίπεδο είναι κυρίως αυτό της σημειωτικής. Ο Guattari έτσι μας προσκαλεί να μοριοποιήσουμε την ανάλυση για να κατανοήσουμε την καπιταλιστική μικροπολιτική που συλλαμβάνει την επιθυμία αλλά επίσης για να «κατανοήσουμε πιο ξεκάθαρα πως ο ίδιος φασισμός συνεχίζει να λειτουργεί σήμερα, με άλλες μορφές, στην οικογένεια, στο σχολείο, στο εργατικό σωματείο». Τουλάχιστον από το 1973, επιμένει να λέει πως ένας νέος τύπος φασισμού διαχέεται στις κοινωνίες μας: ο μικροφασισμός.

Παρόλα αυτά, πέρα από αυτή τη διάκριση μεταξύ φασιστικών καθεστώτων και ολοκληρωτικών-καπιταλιστικών καθεστώτων, και τα δυο βασίζονται σε αυτό που ο Guattari αποκαλεί αποτέλεσμα της μαύρης τρύπας. «Αυτό το αποτέλεσμα της μαύρης τρύπας παράγεται από το νοηματικό κόμβο που εμφανίζεται όταν ένα σημείο επανατοποθέτησης δημιουργείται μεταξύ σημειωτικών πλεονασμών». Πηγάζει από μια πραγμάτωση του σημαίνοντος ταυτόχρονα με μια άρνηση του προβληματικού, δηλαδή από την ομογενοποίηση που μειώνει την πολυπλοκότητα και επιτρέπει την αντήχηση στοιχείων που αποτελούν έτσι αποδυνάμωση. «Είναι το ίδιο αποτέλεσμα μαύρης τρύπας που αποκαλύπτει μια υπερβατική μορφή, μια οριοθέτηση των αντικειμένων, των χώρων και του χρόνου, μια υποκειμενικότητα, μια συνειδητότητα, συστήματα νοηματοδότησης και ερμηνείας». Οι μικροφασισμοί όπως και ο καπιταλισμός λειτουργούν μέσα από την συντονισμό των μαύρων τρυπών μέσα από ένα σύστημα συγκεντρωτισμού, που είναι η ομογενοποίηση μέσω συντονισμού. Η πραγμάτωση των σημαινόντων που αποδυναμώνουν έρχεται με την όρθωση ιεραρχιών και δυισμών έτσι ώστε η μαύρη τρύπα «χρησιμοποιεί έναν γραμμομοριακό κόσμο προσομοίωσης του οποίου οι μικρότερες εσοχές στοιχειώνονται από το πάθος της κατάργησης που εκκρίνεται από την υποκειμενική μαύρη τρύπα». Πριν στραφούμε σε αυτό που ο Guattari εννοεί με το πάθος της κατάργησης, ας πούμε μερικές κουβέντες για τον γραμμομοριακό κόσμο της προσομοίωσης. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε πως αν και οι έννοιες της μαύρης τρύπας και του μικροφασισμού σχεδόν εξαφανίζονται από το γκαταριανό λεξιλόγιο, η αντίληψη του για το καπιταλισμό παρέμεινε, όπως θα δούμε, αδιαχώριστη από αυτές.

Η μαύρη τρύπα «αποτελεί ένα σημείο σημειωτικής αδυναμίας με τον ίδιο τρόπο που αποτελεί σημείο μηχανιστικής υπερδύναμης», δηλαδή τόσο μια μοριακή υποβολή όσο την απελευθέρωση των ροών της μοριακής επιθυμίας. Αυτό που χαρακτηρίζει σύμφωνα με τον Guattari το μοριακό «είναι η δημιουργία ενός κόσμου στρωματοποιημένων, ταυτισμένων, ή ιεραρχικοποιημένων αντικειμένων και υποκειμένων», ενώ για το μοριακό είναι «ο βαθμός ελαστικότητας των συναρμολογημάτων για να υποκύψουν στις διάφορες δυνάμεις επιβολής και υποδούλωσης». Η γραμμομοριακή/μοριακή διάκριση δεν αναφέρεται στην μάκρο/μίκρο αντίθεση, «αλλά προκύπτει από μια εναλλακτική μιας μικροπολιτικής τάξης, μια εναλλακτική τάξη συνοχής». Ένα συναρμολόγημα θα θεωρηθεί έτσι γραμμομοριακό όταν λειτουργεί γύρω από μια μαύρη τρύπα και πως θα είναι, τρόπος του λέγειν, σταθεροποιημένο, ενώ ένα μοριακό συναρμολόγημα δεν είναι κεντρικοποιημένο και είναι σε κίνηση. «Η γραμμομοριακή πολιτική είναι ο βαθμός μηδέν της μοριακής πολιτικής· οδηγεί στην ακαμψία ή στην μαύρη τρύπα». Αυτοί είναι έτσι οι δύο πόλοι ενός συνεχούς όπου όλα αφορούν το ξεπέρασμα ουδών. Έτσι, η γραμμομοριακή/μοριακή διάκριση της μικροπολιτικής του Guattari, ως οι υποθετικές σχιζοαναλυτικές χαρτογραφίες του, στοχεύουν κυρίως στο να αποτελέσουν πολεμικές μηχανές εναντίον των κυρίαρχων σημασιών που επιβάλλονται από τις δομές εξουσίας.

Υπό μια αρχική ματιά ο ίλιγγος της κατάργησης συνδέεται με την κανονική ομογενοποίηση στο βαθμό που είναι αδιαχώριστη από την μαύρη τρύπα που χαρακτηρίζει το συνειδητό προσωπικό πλαίσιο της καπιταλιστικής υποκειμενικότητας. Το αποτέλεσμα της μαύρης τρύπας αναπόφευκτα υπονοεί μια σημειολογική αδυναμία, μια σημειολογική κατάρρευση που ο Guattari περιγράφει ως την σαρτρική εμπειρία της ναυτίας, την κατάργηση του εγώ. Είναι αυτή η ενδόρηξη που απελευθερώνει την μοριακή ροή και ωθεί το αποτέλεσμα της μαύρης τρύπας να προσφέρει ένα γραμμομοριακό κόσμο που θα αναπληρώσει την κατάρρευση. Έτσι, η επιβεβαίωση μιας συλλογιστικής συνδέεται με την κατάργηση του εγώ στον κόσμο: «Είμαι στο κόσμο επειδή είμαι ο κόσμος». Αυτό είναι που ο Guattari αποκαλεί επανεδαφικοποίηση, ομογενοποίηση ή χαοσμωτική κατάδυση, αυτή η ομογενοποίηση είναι κανονική στο βαθμό που σταματά πριν πάει πολύ μακριά και πολύ βαθιά στην χαοσμωση με το να συμμορφωθεί με την κυρίαρχη σημασία. Δηλαδή πως δεν τείνει πολύ προς τον χαοτικό μικροφασισμό, την παθολογική ομογενοποίηση, την κατάργηση, ή ούτε προς την πολύπλοκη ετερογένεια, την δημιουργία. Η χαοσμωτική κατάδυση είναι ένα μπρος πίσω σε απροσδιόριστη ταχύτητα μεταξύ πολυπλοκότητας και χάους, όλου και τίποτα και καπιταλισμού που την καταστέλλει, την παγιδεύει για να την συλλάβει.

Στην ενυπάρχουσα μορφή του όλου και τίποτα πρέπει να αντιπαραθέσουμε την υπερβατική μορφή  του όλου ή τίποτα. Η υπερβατικότητα του σημαινόμενου πραγμάτωσε γραμμομοριακές τμηματικότητες με ζεύγη όπως καλό/κακό και αληθές/ψευδές, που παρουσιάζει έτσι το ίδιο ως αιώνιο. Σε μια τέτοια περίπτωση αποποίησης της ίδιας της περιπλοκότητας, το συναρμολόγημα καταργείται στο χάος του δυισμού, αρνούμενο, ας πούμε, την εκφραστική του ικανότητα με το να υιοθετήσει τους συνήθεις συμβολισμούς. Ο διαχωριστικός δυισμός της  υπερβατικής μορφής  λειτουργεί με μια διεργασία όλου ή τίποτα: είτε όλο το κυρίαρχο νόημα ή το τέλος του κοινωνικού, είτε το εγώ ή η κατάρρευση. Η καπιταλιστική επιθυμία είναι έτσι μια απομάκρυνση από τις ροές με το να καταστέλλει την πρόσβαση στις πολύπλοκές πιθανότητες, εμποδίζοντας έτσι την δημιουργία νέων περιοχών, και με το να υποτάσσεται στην προσομοίωση των περιοχών, εμποδίζοντας έτσι την χαοτική εμπειρία της υπαρξιακής αγωνίας που πιθανά οδηγεί σε επαναμοναδοποίηση. Με άλλα λόγια, αποτρέπει την ετερογένεια και καταδικάζει σε ομογενοποίηση, μια κενή επανάληψη αντήχησης που γίνεται όλο και πιο παθολογική. Το ερώτημα είναι έτσι αυτό ενός ανοίγματος τόσο στο χάος ως περατότητα και στην πολυπλοκότητα ως πιθανότητα, για να φέρει ίσως επαναμοναδοποίηση.

Υπάρχει ακόμη ένας τύπος σχέσης με τον ίλιγγό της κατάργησης που είναι το πάθος για κατάργηση. Ο Guattari τοποθετεί «την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου τύπου υποκειμενικής μαύρης τρύπας που θα περιγράψει ως μικροφασιστική», δηλαδή «μοριακά συναρμολογήματα επιθυμίας που αποκρυσταλλώνουν την υποκειμενικότητα σε ένα ίλιγγο κατάργησης». Ο Guattari έτσι μιλά για ναρκωτικά που σηματοδοτούν και διακρίνει σκληρά ναρκωτικά, που ταυτίζει με την μικροφασιστική αποκρυστάλλωση καθώς είναι αποτρεπτικά και έτσι περιορίζουν στη μοναξιά, και μαλακά ναρκωτικά, που παρουσιάζει ως αντιαποτρεπτικά καθώς προωθούν μοριακές επαναστάσεις και είναι πιθανότερα συλλογικά. Υπό την έννοια αυτή, ο καπιταλισμός και ο φασισμός είναι και τα δύο σκληρά ναρκωτικά καθώς οι σημειολογικοί κόμβοι τους βασίζονται σε ένα κεντρικό σημείο αγωνίας και ενοχής. Είναι έτσι αποτρεπτικοί καθώς αποκρυσταλλώνουν την υποκειμενικότητα σε ένα πάθος κατάργησης. Όπως με το φασισμό, ο καπιταλισμός μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους μετέχοντας μόνο σε έναν αγώνα για επιβίωση. Το όλα ή τίποτα τρέφεται από μια αέναη αίσθηση καταστροφής.

Ο Guattari ισχυρίζεται προβοκατόρικα πως ο «μικροφασισμός εμφανίζεται από τα έξω, αλλά η ενέργεια του έρχεται από τον πυρήνα της επιθυμίας μέσα στον καθένα μας». η επιθυμία για κατάργηση είναι η επιθυμία για απόλυτη απεδαφικοποίηση, το θάνατο ενός συναρμολογήματος μέσα από την απώλεια της συνοχής του. Είναι να είναι έτοιμο να κάνει οτιδήποτε για να καταργήσει μια εναλλακτικότητα κατανοητή ως απειλή στην βάση ενός δυισμού που συσκοτίζει την πολυπλοκότητα και πως ρισκάρει το κόσμο της προσομοίωσης, δηλαδή τα πάντα, και κινδυνεύει να αποκαλύψει την αδυναμία, την αγωνία του τίποτα. Το συναρμολόγημα έτσι βυθίζεται σε μια μοναξιά δίχως μέτρο. Ωστόσο, η σχιζοανάλυση δεν θεωρεί το πάθος της κατάργησης ως την ψυχαναλυτική επιθυμία θανάτου, αλλά «το βαθμό μηδέν της μηχανιστικής επιθυμίας, που μπορεί επιπλέον να συμπίπτει με το σημείο μέγιστης έντασης της». Η κατάργηση ενός συναρμολογήματος, η ένταση μηδέν, δεν είναι, υπό αυτή την έννοια, διακριτή από την εδραίωση ενός νέου συναρμολογήματος το οποίο υποθέτει την κατάργηση του προηγούμενου.

Ας θυμηθούμε πως σε ένα μικροπολιτικό επίπεδο, η επιτυχία του καπιταλισμού είναι ο απολυταρχισμός του Κεφαλαίου ως σημαίνον που φέρνει μια σημειωτική υποταγή  και ανικανότητα μέσα από την προσταγή της γενικευμένης ισοδυναμίας των αξιών. Το Κεφάλαιο κινητοποιεί την παθολογική πτυχή της ομογενοποίηση και κατορθώνει να εμποδίζει την ετερογένεια. «Το να επιλέξεις το Κεφάλαιο, το Σημαίνον ή το Είναι, είναι να συμμετέχεις σε μια παρόμοια ηθικοπολιτική επιλογή. Το Κεφάλαιο διαλύει κάθε άλλο τρόπο απονομής αξίας. Το Σημαίνον αποσιωπά τις ατελείωτες εικονικότητες των μικρότερων γλωσσών και μερικών εκφράσεων» η υποταγή είναι αξιολογική, σημειωτική και οντολογική. Το Κεφάλαιο ομογενοποιεί τις αξίες με το να τις συντονίζει, είναι έτσι ο βαθμός μηδέν της αξιολόγησης, όπως το σημαίνον είναι ο βαθμός μηδέν του διαλόγου και το Είναι εκείνο του γίγνεσθαι, τα καρκινικά σώματα δίχως όργανα που καλλιεργεί το πάθος της μικροφασιστικής κατάργησης.

«Στην πράξη, η καπιταλιστική αξία δεν είναι ούτε ξεχωριστή ούτε και άσχετη με τα συστήματα απόδοσης αξίας· αποτελεί την φονική τους καρδιά, αντιστοιχώντας στο πέρασμα του απερίγραπτου ορίου μεταξύ μιας ελεγχόμενης, χαοσμικης απεδαφικοποίησης – υπό την αιγίδα κοινωνικών, αισθητικών και αναλυτικών πρακτικών – και ιλιγγιώδους κατάρρευσης μέσα στην μαύρη τρύπα του τυχαίου, κατανοητή ως μια παροξυσμική δυική αναφορά, που αδιάλλακτα διαλύει όλη την συνοχή των Συμπάντων αξίας που θα μπορούσαν να αποτελέσουν διαφυγή από το καπιταλιστικό νόμο».

Υπό την οπτική αυτή ο Guattari αναφέρει πως η «η αλλότητα τείνει να χάσει όλη της την επιφανειακή ασυνέχεια». Η απλουστευτική καπιταλιστική ομογενοποίηση διαλύει τις περιοχές έτσι ώστε η οικολογική κρίση είναι τόσο η απώλεια της βιοποικιλότητας όσο και η απώλεια πολιτισμικής ποικιλίας. Η σχιζοανάλυση έτσι μας προσκαλεί να αντιμετωπίσουμε από κοινού την εξαθλίωση της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και πνευματικής οικολογίας, τις τρείς οικολογίες ή οικοσοφία, στις σχέσεις της με το καπιταλισμό. Είναι έτσι ένα ζήτημα πειραματισμού με την έκφραση που παρακάμπτει και αποτρέπει τα αποτελέσματα των μαύρων τρυπών, για να δώσει συνοχή σε νέες ευαισθησίες και αξίες, που φέρνει πιθανά το πέρασμα σε μια αλλότητα.

Επιπλέον, ο Guattari αναφέρει πως η συνύπαρξη του περίπλοκου και του χάους, «μεταξύ της μεγαλύτερης περιπλοκότητας και της κατάργησης της είναι δυνατή. Πείτε την χαόσμωση». Έτσι ώστε το περίπλοκο πάντοτε απειλεί να καταργηθεί από τα μέσα, να γίνει χαοτική, να μετατραπεί σε δίπολο σε μια ομογενετική συνήχηση. Η καπιταλιστική υποκειμενικότητα είναι έτσι «τόσο ιστορικός ορίζοντας, του οποίου η εμφάνιση είναι χρονολογημένη, και μια αξιολογική ανισορροπία που φτάνει ως την αυγή του χρόνου. Παντού, πάντοτε υπήρχε μια απειλή εσωτερικής κατάργησης της αναγνωρισμένης περιπλοκότητας. Το χάος κατοικεί στο περίπλοκο· το περίπλοκο ζει στο χάος». Σημαίνει επίσης πως είναι πάντοτε δυνατό να περιπλέκουμε, να συμμετέχουμε σε δημιουργικές, ετερογενείς διαδικασίες. Μικροφασιστική είναι η αέναη απειλή του μπρος πίσω μεταξύ περιπλοκότητας και χάους της χαοσμικής απεδαφικοποίησης να τείνει στο βαθμό μηδέν, αντιληπτή ως συναρμολόγημα παρά ως πέρασμα ενός ουδού συνέχειας όπου μια μοριακή διαφορά φέρνει μια αλλαγή, μια ετερογένεια αντιληπτή ως η δημιουργία μιας νέας υπαρξιακής περιοχής. Για αυτό ο μικροφασισμός δεν μπορεί να καταργηθεί παρά να αντιμετωπίζεται συνεχώς.

Ο καπιταλισμός έτσι επεκτείνει την λαβή του με το να κρύβει την αλλότητα και την ύπαρξη ορίων. Με το να επιβάλει έναν αυστηρό κομφορμισμό προς της κυρίαρχες σημασίες, καταστέλλει την πρόσβαση σε δυνατότητες και έτσι εμποδίζει την διαδικασία να προχωρήσει από την υπαρξιακή αγωνία σε μια πιθανή αναμοναδοποίηση. Επιπλέον, με το να καταδικάζει σε ομογενοποίηση, ο καπιταλισμός συνεχώς ενισχύει το διαχωρισμό του ενώ αναπόφευκτα εξαθλιώνει οικολογίες . με το τρόπο αυτό ευνοεί τις μικροφασιστικές τάσεις: «Τι προκαλεί την συλλογική ηλιθιότητα τύπου Le Pen; Το γεγονός πως όλοι οι παράγοντες αλλότητας, όλοι οι παράγοντες μοναδοποίησης έχουν συστηματικά εξολοθρευθεί, απορριφθεί στην κοινωνική ‘κανονικότητα’, στο κομφορμισμό στα τυποποιημένα πρότυπα». Με την εμπόδιση των υποκειμενικοτήτων σε έναν αποκλειστικό διπολισμό, όλες οι μορφές αλλότητας γίνονται επικίνδυνες στο βαθμό που απειλούν την κυρίαρχη αλήθεια. Αισθανόμενος την καταστροφή ως πάντοτε επικείμενη, οι υποκειμενικότητες αποκρυσταλλώνονται σε ένα πάθος για κατάργηση που μπορεί να πραγματωθεί σε κάθε είδος ξενοφοβίας και οδηγεί σε άνευ ορίων καταπίεση. Αν ο Guattari διαβεβαιώνει πως, «ο μικροφασισμός αναγεννιέται πάντοτε αλλά όχι απαραίτητα ως μακροφασισμός», είναι παρόλα αυτά πεσιμιστικό, καθώς λείπει η αναγκαία έμφαση στην αλλότητα και τη δημιουργία πρακτικών αναμοναδοποίησης της ζωής, θεωρεί πως η «χαόσμωση θα συνεχίσει να στρέφεται εναντίον του εαυτού της και θα οδηγήσει σε συστήματα όπως χιτλερικοί και μουσσολινικοί φασισμοί θα εμφανιστούν σε εμάς ως αστείο συγκριτικά με απίστευτα συστήματα αγριότητας». Για αυτό είναι περισσότερο από αναγκαίο να εκτιμήσουμε την ετερογένεια, την ασυμφωνία προς την ομογενετική συναίνεση, να στηρίζουμε  την εμπλουτιστική ετερογένειας έναντι της απλουστευτικής καπιταλιστικής ομογενοποίησης. Η οικοσοφία του Guattari έτσι δείχνει «την δυνατότητα μιας ηθικοπολιτικής επιλογής ποικιλομορφίας, δημιουργικής διαφωνίας, ευθύνης σχετικά με την διαφορά και της αλλότητα». Ενάντια στην απάθεια του κανονικοπαθή, επιθυμεί να προκαλέσει μια επανοικειοποίηση των μέσων παραγωγής της υποκειμενικότητας.

Καταλήγοντας, επιτρέψτε μου να αναφέρω δυο πτυχές που προχωρούν προς την κατεύθυνση της ετερογένειας. Τοποθετώντας την ανάλυση του στο μικροπολιτικό επίπεδο, ο Guattari δείχνει την σημασία των σημειωτικών ζητημάτων και έτσι των προπροσωπικών πτυχών της υποκειμενικότητας, δηλαδή την υποταγή στο σημαίνον Κεφάλαιο, που εμποδίζει την έκφραση άλλων λόγων, άλλων υποκειμενικοτήτων, εμποδίζοντας την διατύπωση άλλων αξιών και ευαισθησιών, αλλοπαθηκών και μη-συλλογιστικών (πρωτο)ευαισθησιών που είναι τα αποτελέσματα που γίνονται αντιληπτά ως το κοσμικό γίγνεσθαι που περνά από μέσα μας. Έτσι αναλογιζόμενοι την σημειωτική υποταγή, «Όπως το σύμπτωμα του φροϋδισμού, η ρήξη της λογικής, η διαφωνία, γίνεται προνομιακό πρωτογενές υλικό». Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για πειραματισμό με μεταλλαγμένα αποτελέσματα και να εμπλουτίσουμε την συλλογιστικότητα, κάθε ρήξη της λογικής είναι πιθανώς η έκφραση μιας δίχως προηγούμενη παθησιακής υποκειμενικότητας και η έκφραση ενός λόγου που βγαίνει εκτός των συνηθισμένων. Ο Olivier Zahm έτσι θεωρεί πως ο Guattari στοχεύει προς «μια μόνιμη παραγωγή  ρήξεων στην καθιερωμένη ισορροπία. Σχίσματα, ρήξεις, ρωγμές μέσα στην όλο και μεγαλύτερη ομογενοποίηση που υπονομεύει την υποκειμενικότητα, που τυποποιεί». Από την άποψη αυτή, ο Guattari λέει πως η Τέχνη είναι μια πολύτιμη βοήθεια καθώς μας ανοίγει στην δική μας ετερογένεια, δηλαδή, στην πολλαπλότητα που είμαστε και μας επιτρέπει να πειραματιστούμε με την εγκαρσιότητα και έτσι της πολυμορφικής πτυχής της έκφρασης. «[Η παθησιακή υποκειμενικότητα] είναι κάτι για το οποίο εργάζεσαι. Αυτό είναι η τέχνη, αυτό το άγνωστο σημείο, αυτό το σημείο της μη-λογικής που δουλεύει ο καλλιτέχνης». Για αυτό, η τέχνη είναι γιγαντιαίας σημασίας για τον Guattari, όχι λόγω έμφυτης αξίας, αλλά ως λειτουργικό στοιχείο. Αυτό δεν γίνεται επειδή κατέχει «μονοπώλιο στην δημιουργία, αλλά επειδή χρειάζεται την ικανότητα της να επινοεί μεταλλαγμένες συντεταγμένες στα άκρα». Η τέχνη επιτρέπει πειραματισμό, επιτρέπει την επαναδιεκδίκηση  των μέσω παραγωγής της υποκειμενικότητας. Εν συντομία, «Η τέχνη κινείται προς την κατεύθυνση ενάντια στην ομογενοποίηση του καπιταλισμού»

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com/2021/04/18/schizoanalysis_capitalism_microfascism/