Στα σαράντα χρόνια που έζησα στο Λονδίνο δεν έχασα εκλογές στην Ελλάδα. Ερχόμουνα κάθε φορά, πήγαινα στις τελευταίες προεκλογικές συγκεντρώσεις και ψήφιζα στον Πειραιά. Παραπονιόμαστε μόνιμα οι απόδημοι γιατί δεν μπορούμε να ψηφίζουμε στον τόπο κατοικίας μας ή επιστολικά όπως οι Βρετανοί.

Είναι δίκαιο αίτημα. Τώρα ήρθε η ώρα. Γιατί υπάρχουν διαφωνίες με το σχέδιο της κυβέρνησης;

Μετά τη μεταπολίτευση έγιναν πέντε αποτυχημένες πρωτοβουλίες για ψήφιση νόμου που θα έδινε το δικαίωμα ψήφου στους αποδήμους, η πιο πρόσφατη με την κυβέρνηση ΝΔ το 2009 από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο.

 

Ο κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν ο φόβος των κομμάτων του δικομματισμού ότι η ψήφος των αποδήμων θα επηρέαζε το αποτέλεσμα εναντίον τους. Το 2007, σε προσφυγή δυο Ελλήνων κατοίκων Γαλλίας εναντίον της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για άρνηση του εκλογικού της δικαιώματος, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είπε δημόσια ότι όλοι πίστευαν αλλά δεν αναγνώριζαν. Δεν υπάρχει δικαίωμα ψήφου γιατί διαμένουν στο εξωτερικό περίπου 3.700.000 ομογενείς, γύρω στo 1.850.000 στις ΗΠΑ και 558.000 στην Αυστραλία.

Μια de facto αύξηση του εκλογικού σώματος με δικαίωμα ψήφου όλων τρομοκρατούσε τα κόμματα και δεν μπορούσε να δημιουργήσει την απαραίτητη ευρύτερη συναίνεση. Δεν ξέρω πως βγήκαν αυτοί οι αριθμοί πριν την κρίση που κατά την ΕΛΣΤΑΤ οδήγησε σε μετανάστευση άλλους 600,000. Διαφωνεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί φοβάται ότι η Αστόρια και η Μελβούρνη θα ψηφίζουν τη ΝΔ και θα αποτρέψουν «θεσμικά» μελλοντική νίκη της Αριστεράς; Μόνο εν μέρει υιοθετεί η αριστερά τους φόβους του παλιού δικομματισμού. Η λογική της είναι κυρίως ιδεολογική και θεσμική.

«Πολιτειότητα» και εθνότητα

Οι δύο άξονες πολίτης/ιθαγενής και δημοκρατική συμμετοχή/πολιτική εκπροσώπηση καθορίζουν τις αρχές και αξίες που διέπουν το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων. Το δικαίωμα αυτό είναι μόνο ένα από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη ως μέλους του λαού σε μια πολιτειακά συντεταγμένη κοινωνία.

Πολιτικές και νομικές αποφάσεις καθορίζουν σε κάθε κράτος ποιος είναι πολίτης. Σε μας η ιδιότητα του πολίτη ονομάζεται ιθαγένεια ή υπηκοότητα. Ετυμολογικά ενδιαφέροντες αλλά προβληματικοί όροι. Ο ιθαγενής είναι ο αυτόχθονας, κάποιος που γεννήθηκε εδώ (ιθε) και ανήκει στο γένος. Ονομάζουμε ιθαγενείς, π.χ. τους αυτόχθονες τής Αμερικής και της Αφρικής.

Ο όρος δεν καλύπτει επομένως τους μη ομογενείς πολίτες. Ο υπήκοος, από την άλλη, είναι ο υπάκουος, κάποιος που ακούει και υπακούει τον νόμο και τους ανωτέρους. Αλλά στην δημοκρατία, ο πολίτης είναι αυτο-νόμος, δίνει τον νόμο στον εαυτό του: άμεσα τον ηθικό νόμο, μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων το θετό κρατικό δίκαιο.

Η «εθνικότητα», από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στο έθνος, τη φυλετική καταγωγή, το άτομο ως μέλους ενός γένους με όλα τα προβλήματα ορισμού του «έθνους». Αυτές οι επιφανειακά λεξικολογικές αλλά βαθιά ιδεολογικές διαφοροποιήσεις κυριάρχησαν την συζήτηση για την Συμφωνία των Πρεσπών.

Ο νομικός όρος «ιθαγένεια» που χρησιμοποιεί αναφέρεται στην πολιτική σχέση με το κράτος και προφανώς δεν αναγνωρίζει Μακεδονικό έθνος, μια που το ένα τρίτο των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας είναι εθνοτικά Αλβανοί. Τα εξηγήσαμε αυτά στον κ. Μητσοτάκη που παρά τη γνώση της Αγγλικής δεν καταλάβαινε. Τώρα τα άλλαξε.

Σήμερα αναδεικνύεται μια άλλη εξ ίσου σημαντική διάσταση της ορολογίας. Ο δεσμός του πολίτη με το κράτος είναι πολιτικός, ανεξάρτητος της καταγωγής. Του ομογενή είναι εθνοτικός. Ο Αντετοκούμπο είναι Έλληνας πολίτης, μέλος του Ελληνικού λαού αλλά όχι του έθνους. Ο Ange Postecoglou, νέος προπονητής της Tottenham, είναι ομογενής από τη Μελβούρνη. Δεν έχει ελληνική ιθαγένεια και είναι επομένως μέλος του Ελληνικού έθνους αλλά όχι του λαού. Η Αγγλική γλώσσα προτίμησε τον όρο citizenship, γιατί στη διάρκεια της αποικιοκρατίας άνθρωποι από τις αποικίες απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα στη Βρετανία αλλά εθνοτικά ήταν Ινδοί ή Νιγηριανοί.

Στις Η.Π.Α., οι πολίτες είναι μετανάστες από πολλές εθνότητες. Έτσι διαχωρίστηκε η εθνοτική καταγωγή από την ιδιότητα του πολίτη. Τώρα όλες οι κοινωνίες μπήκαν, με δυσκολίες βέβαια, στην πολυπολιτισμική εποχή. Η ιδιότητα του πολίτη διαχωρίζεται από την εθνοτική καταγωγή και σταδιακά αναγνωρίζεται ως αποκλειστικά πολιτικός και νομικός δεσμός.

Η σύγχρονη σχολή των citizenship studies, μια από τις πιο σημαντικές στις κοινωνικές επιστήμες, βάζει στο κέντρο τις πολλαπλές ταυτότητες που συνυπάρχουν στους λαούς. Ο πολιτικός δεσμός, το citizenship, δημιουργείται με την ενεργή συμμετοχή στην κοινωνία και την πολιτική. Ο Έλληνας πολίτης είναι μέλος του λαού με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όσων από την γέννηση τους ή με εκούσια πράξη θέλουν να είναι νομικά και πολιτικά Έλληνες.

Ο ορθότερος όρος λοιπόν για το καθεστώς του πολίτη είναι «πολιτειότητα». Ο όρος αποτελεί μετάφραση του citizenship , που έγινε αρχικά από τον Άγγελο Ελεφάντη. Το citizenship αποτελεί γλωσσικό αντιδάνειο, μια και το civitas είναι στα Λατινικά η πόλη. Μια μελλοντική μεταρρύθμιση πρέπει να μετονομάσει τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας σε Κώδικα Ελληνικής Πολιτειότητας.

Αν η βάσικη σχέση του πολίτη με το κράτος είναι πολιτικο-κοινωνική, ποιά δικαιώματα και υποχρεώσεις συνιστούν το πολιτικό δεσμό; Η φιλελεύθερη άποψη δίνει έμφαση στον ιδιωτικό χώρο, στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ατόμου. Βασική πολιτική του δραστηριότητα αποτελεί το δικαίωμα της ψήφου που δεν είναι υποχρεωτικό. Ο ρόλος των βουλευτών είναι να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους.

Όπως έλεγε ο Γάλλος φιλελεύθερος Benjamin Constant, ο πολίτης επιθυμεί «την ασφάλεια στις ιδιωτικές του απολαύσεις» ενώ δουλειά της πολιτικής είναι να εγγυάται την «ήρεμη απόλαυση του πλούτου». Πρόκειται για μια “light” άποψη της πολιτικής – ατομική ιδιοκτησία, δικαιώματα και εκλογές. Αυτή η δημοκρατία μπορεί να γίνει εύκολα “ανελεύθερη” όπως κάνουν ο Όρμπαν, ο Ερντογάν ή ο Πούτιν.

Η δημοκρατία αποπολιτικοποιείται, η ιδιότητα του πολίτη έχει μόνο τυπικό χαρακτήρα. Αντίθετα η κλασική δημοκρατία, το κράτος του δήμου, είναι συμμετοχική και διαβουλευτική. Οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στα κοινά: στα κόμματα, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, σε συλλόγους, σωματεία και ενώσεις αλλά και σε άτυπες συλλογικότητες κοινωνικού, πολιτικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα.

Τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα συμπληρώνουν τα ατομικά και η άμεση μορφή δημοκρατίας δίνει στους πολίτες την δυνατότητα να παίρνουν στα χέρια τους την ζωή τους. Ο πολίτης έχει συνείδηση του εαυτού του ως μέλους μιας ζωντανής αυτοδιοικούμενης κοινότητας με κοινή δημοκρατική κουλτούρα που συνεπάγεται υποχρεώσεις, ευθύνες και δικαιώματα.

Κανονιστικά θεμέλια της ψήφου των αποδήμων

Οι δύο άξονες ιθαγενής /πολίτης και πολιτική εκπροσώπηση/δημοκρατική συμμετοχή αποτελούν τα εναλλακτικά αξιακά θεμέλια για το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων. Στην μία άκρη, όσοι έχουν Ελληνική καταγωγή ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας ή τη χρονική απόσταση από τον Έλληνα πρόγονο δικαιούνται να γίνουν πολίτες.

Ο νόμος επιτρέπει την απόκτηση ιθαγένειας σε όσους αποδεικνύουν ακόμη και μακρινή γενεαλογική σχέση με το έθνος. Οι απανταχού της γης ομογενείς είναι εν δυνάμει Έλληνες πολίτες. Πρόκειται για μια μεταφυσική ιστορικότητα και την ωφελιμιστική πλευρά της: η ύπαρξη και συνέχεια του έθνους εκφράζεται από τον αρχαίο δεσμό του αίματος που δεν χαλαρώνει ποτέ.

Επί πλέον, η απόδοση ιθαγένειας ενισχύει την επιβίωση του έθνους σε χαλεπούς οικονομικά και δημογραφικά καιρούς. Τα πολιτικά δικαιώματα υποβιβάζονται έτσι από βασικό τρόπο οργάνωσης της συλλογικότητας σε ρόλο υποστήριξης μιας συντηρητικής άποψης της εθνικής συνείδησης. Η καθολική ψήφος των απανταχού οιονεί Ελλήνων αποτελεί μια ακόμη ψηφίδα στην αποπολιτικοποίηση της δημοκρατίας.

Αν περάσουμε από τη μεταφυσική στην πολιτική πρέπει να εξετάσουμε τους λόγους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στις εκλογές. Στην μία άκρη, το Ισραήλ και η Ιρλανδία, δύο κράτη με μεγάλη διασπορά όπως και η Ελλάδα, δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα. Έτσι αποφεύγεται η αλλοίωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας από τον μεγάλο αλλά άγνωστο αριθμό ομογενών αλλά δίνεται και η κανονιστικά συνεπής απάντηση. Η πολιτειότητα απαιτεί ενεργή συμμετοχή στη ζωή της χώρας.

Το κρίσιμο ερώτημα επομένως είναι η συμμετοχή στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό είναι το βασικό μέλημα των επιτροπών πολιτογράφησης μεταναστών σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα πριν αποδώσουν την ιθαγένεια. Οι ομογενείς δεν έχουν τέτοια συμμετοχή.

Εφ’ όσον αναγνωρίζεται κάποιας μορφής συμμετοχή, το ερώτημα και οι αντιρρήσεις αλλάζουν. Οι ομογενείς δεν ενδιαφέρονται για τα προβλήματα της χώρας, δεν ασχολούνται με την πολιτική της, δεν υφίστανται άμεσα τις συνέπειες της ψήφου του. Η μαζική συμμετοχή τους στις εκλογές θα μπορούσε να ανατρέψει την θέληση των κατοίκων που θα υποστούν τα αποτελέσματα της εκλογής.

Συνεπώς το δικαίωμα ψήφου πρέπει να περιορίζεται σε όσους έχουν ζωτικό δεσμό με την χώρα. Αυτός εξασφαλίζεται από τυπικές, χρονικές και ποιοτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, οι ομογενείς πρέπει να έχουν εγγραφεί σε εκλογικούς καταλόγους. Στην Ελλάδα όσοι έχουν ή πάρουν ιθαγένεια γράφονται αμέσως. Η ψηφοφορία εξ αποστάσεως μπορεί να γίνεται αυτοπροσώπως σε πρεσβείες, επιστολικά ή μεσω αντιπροσώπου.

Τέλος κάποια κράτη έχουν ως προϋπόθεση της ψήφου την προσωρινή μόνο απουσία από την χώρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί τη διαμονή στη χώρα και εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους την τελευταία δεκαπενταετία. Για τη Γερμανία, οι απόδημοι πρέπει να να μην έχουν απουσιάσει για περισσότερο από 25 χρόνια και να έχουν διαμείνει στη Γερμανία για τρεις συνεχόμενους μήνες. Άλλοι τρόποι διαπίστωσης του δεσμού αναφέρονται στην ύπαρξη οικονομικών σχέσεων με το κράτος. Εδώ ανήκει και η ύπαρξη ΑΦΜ.

Γιατί όμως μια οικονομική σχέση με τις κρατικές αρχές να δίνει το δικαίωμα ψήφου; Η ψήφος είναι μέρος μόνο της πολιτειότητας, ο δεσμός του πολίτη με το κράτος πρέπει να είναι πολιτικός. Η προσθήκη του ΑΦΜ εξαρτά την άσκηση του δικαιώματος από την περιουσιακή κατάσταση επιστρέφοντας στον 19ο αιώνα όταν μόνο οι ιδιοκτήτες περιουσίας είχαν το δικαίωμα ψήφου.

Τέλος έχουμε τις περιπτώσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες προβλέπουν το δικαίωμα εκπροσώπησης των εκτός Επικρατείας είτε μέσω προκαθορισμένου αριθμού βουλευτών που εκλέγονται από τους αποδήμους η/και ειδικών εκλογικών περιφερειών (Αμερική, Αυστραλία, Ευρώπη κλπ).

Έτσι στη Γαλλία εκλέγονται 12 Γερουσιαστές από τους ομογενείς, στην Ιταλία 12 Βουλευτές και 4 Γερουσιαστές, στην Πορτογαλία 4 βουλευτές και στην Ελλάδα 3 βουλευτές Επικρατείας. Παρ’ ότι οι απόδημοι είναι μερικά μόνο πολιτικά ενεργοί στην χώρα έχουν συμφέροντα, ανάγκες και γνώμη για τη πατρίδα. Επομένως συμμετέχουν σε διαφορετική από τους κατοίκους συλλογικότητα που αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα τους και την ειδική σχέση που έχουν και με την Ελλάδα και με την χώρα παραμονής τους.

Οι εκπρόσωποι είναι βουλευτές με πλήρη δικαιώματα αλλά και εκφραστές της απόδημης ιδιαιτερότητας. Στις Ιταλικές εκλογές του 2006, οι τέσσερις γερουσιαστές από την Αυστραλία έδωσαν την πλειοψηφία στον Πρόντι για να φτιάξει κυβέρνηση.

Σε τι οδηγούν αυτές οι αρχές; Εφ’ όσον αναγνωρίζεται η περιορισμένη πολιτική συμμετοχή των αποδήμων, η εκπροσώπηση με ειδικούς κανόνες είναι προτιμότερη από την εκλογή στις υπάρχουσες εκλογικές περιφέρειες. Πρέπει επομένως να έχουν εγγραφεί σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους Επικρατείας ή μεγάλων περιοχών από τους οποίους εκλέγονται πλήρεις βουλευτές. Η δημοκρατία ως συμμετοχή επιβάλλει την αυτοπρόσωπη ψήφο ως μικρή αναγνώριση της ανάγκης φυσικής παρουσίας. Πρέπει οι ψήφοι τους να συνυπολογίζονται στο τελικό αποτέλεσμα; Η αξιακή θεμελίωση δεν δίνει σαφή απάντηση.