Κείμενο που περιλαμβάνεται στον τόμο Gendered Wars, Gendered Memories: Feminist Conversations on War, Genocide and Political Violence (Routledge, 2016). Η Katerina Stefatos είναι επικουρη καθηγήτρια στο τμήμα ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης και συντονίστρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας


Δημοσιεύθηκε την 25 Απριλίου, 2021


Προειδοποίηση Περιεχομένου: Αναφορές και περιγραφές σεξουαλικών βασανιστηρίων

Το κείμενο αυτό εξετάζει τα έμφυλα χαρακτηριστικά της τρομοκρατίας των σεξουαλικών βασανιστηρίων και τραύματος των γυναικών πολιτικών αντιφρονούντων στη διάρκεια της στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974). Το πραξικόπημα του 1967 κατέληξε σε μία παρατεταμένη περίοδο πολιτικών διώξεων, φυλάκισης και τρομοκρατίας. Για τις γυναίκες ιδιαίτερα, το καθεστώς ενίσχυσε έναν εσκεμμένο μηχανισμό διώξεων και τρομοκρατίας με ειδικά έμφυλα χαρακτηριστικά. Η πολιτική βία και η κακοποίηση των αντιφρονουσών γυναικών δεν αποτελούσε καινούριο φαινόμενο, σχετιζόταν στενά με την αντικομμουνιστική εθνικιστική ρητορική και τις δράσεις κατά των πολιτικά υπόπτων πολιτών στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Όμως η βία και το σεξουαλικό βασανιστήριο στη διάρκεια της χούντας ήταν οργανωμένα και εφαρμόστηκε ως επίσημη κρατική πρακτική, συστηματοποιήθηκε και ευχήθηκε επιστημονικά από στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ειδικά εκπαιδευμένων βασανιστών και  υψηλόβαθμων αξιωματούχων.

Παρακάτω, ερευνώ τις αφηγήσεις των αντιφρονουσών γυναικών όπως αναφέρθηκαν στις προφορικές στις γραπτές μαρτυρίες τους ή που βρέθηκαν σε αρχεία και δευτερεύουσες πήγες ώστε να αναπτυχθεί μία έμφυλη ανάλυση της περιόδου του έντονου πολιτικού τρόμου και να διατυπωθούν οι έμφυλες μνήμες της κακοποίησης που βιώθηκαν από τις πολιτικά ενεργές γυναίκες. Το κείμενο αυτό είναι χωρισμένο σε τρία μέρη. Το πρώτο παρουσιάζει  μία «τοπογραφία» των θυμάτων, των πρακτικών, των τόπων και των δραστών του βασανιστηρίων. Το δεύτερο κοιτά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις βασανισμού και κακοποίησης γυναικών όπως τις αφηγήθηκαν οι γυναίκες που εμπλέκονται, και αυτές οι αφηγήσεις αναλύονται μέσα από τους φακούς του εθνικισμού και του φύλου. Το τελευταίο μέρος εξετάζει την συνάντηση και την περίπλοκη αλληλεπίδραση του «φύλου», των εθνικιστικών ιδανικών και της σεξουαλικότητας, καθώς και του τραύματος και της μνήμης, στις προσωπικές αφηγήσεις.

Δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα αιτία και στις συνέπειες σχετικά με την  αποσιώπηση και την περιθωριοποίηση των τραυματικών εμπειριών των γυναικών όπως εμφανίζεται τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό μνημονικό επίπεδο.

[…]

Συγκειμενοποιώντας το Βασανισμό: Θύματα και Πρακτικές, Τόποι και Δράστες

Τα θύματα των βασανιστηρίων ήταν συνήθως φοιτητές μεταξύ των ηλικιών 18-25, μέλη των διάφορων παράνομων αντιχουντικών οργανώσεων (κυρίως αριστερών, αλλά συχνά από ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα από ότι οι παρόμοιοι αντιφρονούντες της περιόδου του εμφυλίου πολέμου), ανάμεσα του ο Ρήγας Φεραίος , το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), και η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας (ΚΝΕ), καθώς και εργάτες και επαγγελματίες. Καθώς δεν ήταν γνωστά μέλη είτε του Κομμουνιστικού Κόμματος ή άλλων αριστερών κομμάτων ή της ελληνικής διανόησης ήταν ευκολότερο να υποβληθούν σε βασανιστήρια· ακόμη και αν οι υποθέσεις τους γνωστοποιούνταν, τα επίπεδα ενδιαφέροντος και αγανάκτησης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, δεν ήταν τόσο μεγάλα. Επιπλέον, οι αρχές χρησιμοποιούσαν τα βασανιστήρια όχι μόνο για να τιμωρήσουν ψυχικά και σωματικά και για να παραδειγματίσουν εκείνους που δήθεν απειλούσαν την ασφάλεια και την ηθική  του έθνους, αλλά και για να αποσπάσουν πληροφορίες για αντιχουντικές δραστηριότητες, τα θύματα επιλέγονταν με βάση την ευαλωτότητα τους υπό ανάκριση και βασανιστήριο. Η Ζωή, μια πρώην αντιφρονούσα και φοιτήτρια, κρατούνταν δίχως επικοινωνία με τον έξω κόσμο επί δυόμιση μήνες από την Ασφάλεια, τόνισε στη διάρκεια της συνέντευξης μας: «Όταν σε καλούσαν για ανάκριση η στάση σου έπρεπε να είναι όλο ευθύτητα, μη διαπραγματεύσιμη […] έπρεπε να τους κάνεις να συνειδητοποιήσουν πως ήσουν αποφασισμένη να μη σπάσεις».

Μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας το 1968 σχετικά με την Ελλάδα αναφέρει πως αν και ο σωματικός ξυλοδαρμός ήταν κοινή πρακτική εκφοβισμού, μπορούσε να θεωρηθεί βασανιστήριο μόνο αν γίνονταν με συστηματικό τρόπο. Στην ελληνική χούντα, η φυσική και ψυχολογική βία εναντίον των κρατούμενων ήταν σίγουρα συστηματική και εσκεμμένη. Επιπλέον οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στόχευαν τις έμφυλες ταυτότητες των αντιφρονούντων. Αν και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μια ιδιαίτερα βίαιη περίοδος, η ανάκριση και οι μέθοδοι βασανισμού της στρατιωτικής χούντας ήταν ρουτίνα και γραφειοκρατικοποιημένοι, ειδικά στην έμφυλη διάσταση τους.

Οι φυλακισμένες βασανίζονταν για ώρες κάθε μέρα, συνήθως γυμνές ή ημίγυμνες, σε κάποιες περιπτώσεις με τα μάτια τους καλυμμένα. Πέντε με έξι αξιωματικοί ανέλαβαν το ρόλο του βασανιστή και πολλοί περισσότεροι ήταν παρόντες. Πέρα από την φάλαγγα, οι μέθοδοι βασανισμού περιλάμβαναν το χτύπημα των γυμνών σωμάτων με καλώδια, το κάψιμο με τσιγάρα, και την πραγματοποίηση ηλεκτροσόκ. Περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων αναφέρονταν επίσης. Στην περίπτωση των γυναικών, αυτές περιλάμβαναν βιασμό ή απόπειρα βιασμού και διείσδυση των γενετικών οργάνων με αντικείμενα και νερό. Για τους άνδρες, το σεξουαλικό βασανιστήριο περιλάμβανε πολλαπλά χτυπήματα και ηλεκτροσόκ στην περιοχή των γενετικών οργάνων και διείσδυση στον πρωκτό με αντικείμενα.

Το βασικό κέντρο κράτησης όπου οι Έλληνες αντιφρονούντες ανακρίνονταν, βασανίζονταν και φυλακίζονταν για σύντομες περιόδους ήταν οι εγκαταστάσεις της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κέντρο της Αθήνας. Τα κελιά της απομόνωσης ήταν 1,5 μέτρα με 1,8 μέτρα· ήταν συνήθως γυμνά με τσιμεντένια πατώματα και στερούνταν εξαερισμού και φωτισμού. Ήταν πολύ βρώμικα, καθώς οι τουαλέτες για το κοινό στα πατώματα υπερχείλιζαν, αφήνοντας βρομόνερα να μπουν στα κελιά. Η αυστηρή απομόνωση σήμαινε οι κρατούμενοι μπορούσε να κρατούνται για σχεδόν τέσσερις μέρες δίχως φαγητό ή νερό και αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν το κελί τους ως αποχωρητήριο. Οι αξιωματικοί χρησιμοποιούσαν την απομόνωση για πιέσουν πολιτικά τους αντιφρονούντες, αλλά και για να τους μειώσουν σε ανθρώπινο επίπεδο. Για παράδειγμα, κάποιες γυναίκες στερήθηκαν νερό και φαγητό μέχρι και 20 μέρες ή αναγκάστηκαν να φάνε κόπρανα.

Το πλυσταριό, που εμφανίζεται συχνά στις μαρτυρίες, βρίσκονταν στην οροφή (γνωστή ως η ταράτσα της Μπουμπουλίνας) του κτιρίου της Ασφάλειας· οι περισσότερες πράξεις βασανισμού πραγματοποιούνταν εκεί. Ήταν ένα δωμάτιο διαστάσεων 2,5 μέτρων με 3,5 μέτρα, και περιείχε δυο με τρια ντους. Στη μέση του δωματίου ήταν ένας πάγκος εργασίας με σκοινιά και ένα μπόιλερ που το χτυπούσα στη διάρκεια των βασανιστηρίων για να αποφύγουν να γίνουν ακουστές οι φωνές των θυμάτων· συχνά χρησιμοποιούνταν μια μηχανή που μιμούταν τον θόρυβο μιας μοτοσυκλέτας και συχνά χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο.

Όταν οι αντιφρονούντες μεταφέρονταν τελικά στα κελιά τους μετά την ανάκριση και τα βασανιστήρια, ο χώρος λειτουργούσε σαν καταφύγιο, γίνονταν ο ιδιωτικός τους χώρος. Η Ζωή ξεκίνησε την αφήγηση της με μια πολύ λεπτομερή περιγραφή όχι μόνο του κελιού της (Αριθ. 6) αλλά και επίσης ολόκληρου του κτιρίου της Ασφάλειας, περιλαμβανόμενων των σκαλιών που οδηγούσαν στη διαβόητη ταράτσα όπου πήγαιναν για ανάκριση και βασανιστήρια. Τα λιγοστά αντικείμενα στο κελί τους, τα βρώμικα, ματωμένα ρούχα τους, μερικές χαρτοπετσέτες, ένα βιβλίο, χαρτί και στυλό ή μολύβι (συνήθως παρμένο κρυφά από τα γραφεία ανάκρισης, καθώς το υλικό για ανάγνωση ήταν απαγορευμένο) πρόσφεραν ένα είδος ιδιωτικότητας και προσωπικού χώρου. Ακόμη και οι ψύλλοι είχαν μετατραπεί σε «δείγμα ζωής». Στη διάρκεια μιας πρόσφατης συνέντευξης για ένα blog, η Μέλπω Λεκατσά, φοιτήτρια φαρμακολογίας που ανακρίθηκε και βασανίστηκε από την Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΑΤ/ΕΣΑ) τον Ιανουάριο του 1974, έδειξε το χαρτί περιτυλίγματος από τις σοκολάτες που της έδωσε ο γιατρός όταν λιποθύμησε λόγω χαμηλού σακχάρου. Στα μικρά αυτά χαρτάκια, κατάφερε να κρατήσει ένα ημερολόγιο φυλακής.

Η Scarry σημειώνει πως «ο υλικός κόσμος του φυλακισμένου είναι περιορισμένος στο δωμάτιο και τα περιεχόμενα του· δεν υπάρχουν άλλα χειροπιαστές ενσαρκώσεις του πολιτισμού που να περνούν την πόρτα». Αυτό φαίνεται στην περίπτωση της Αναστασίας Τσίρκα· μετά το βασανισμό της, την πέταξαν από τις σκάλες κάνοντας την να αποβάλλει το επόμενο πρωί στο κελί της. Στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1974 αναφέρει πως παρόλα αυτά, «αγαπούσε» το κελί της: «Το κελί ήταν σκοτεινό, βρώμικο, γεμάτο ψύλλους […] μετά άρχισα να αγαπώ αυτό το κελί, ξάπλωσα και άρχισα να κοιμάμαι φυσιολογικά, σαν να μην μου είχε συμβεί τίποτα».

Όπως παρατηρήθηκε παραπάνω, τα βασανιστήρια συχνά είχαν σεξουαλική φύση. Νεαρές γυναίκες (και σε κάποιες περιτπώσεις άνδρες), συνήθως φοιτήτριες, ήταν τα βασικά θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης  και τρομοκρατίας. Αυτό το είδος βίας ασκούνταν από το Σπουδαστικό στο κτίριο της Ασφάλειας υπό την διεύθυνση των Καραπαναγιώτη και Γκραβαρίτη, που ήταν ειδικός στα σεξουαλικής φύσης βασανιστήρια. Περιπτώσεις βιασμού από την Στρατιωτική Αστυνομία (ΑΣΑ) έχουν αναφερθεί επίσης, αλλά τα θύματα (επίσης συνήθως φοιτήτριες) φοβόντουσαν να καταγγείλουν τους δράστες. Γυναίκες από την επαρχία ήταν ιδιαίτερα διστακτικές στο να καταγγείλουν βιασμό. Ο Περικλής Κοροβέσης, άνδρας θύμα σεξουαλικής επίθεσης στη διάρκεια της ανάκρισης, ανέφερε σε μια συνέντευξη πως περιστατικά βιασμού – μερικές φορές περιλάμβαναν την χρήση ψαριών – δεν γνωστοποιούνταν από τις γυναίκες, ακόμη και όταν τα θύματα ήταν γνωστά μέλη ομάδων της αντίστασης κατά της χούντας, λόγω της ντροπής που έπεφτε στις τοπικές τους κοινότητες. Στο ίδιο πλαίσιο, περιστατικά δια της βίας γονιμοποίησης πραγματοποιούνταν από ειδικά ορισμένους δράστες παραμένουν κρυμμένες και συζητιούνται σπάνια. Μια 18χρονη γυναίκα κακοποιήθηκε σεξουαλικά με ένα ξύλο, που μετά το χρησιμοποίησαν για να την κρεμάσουν από το τοίχο· το βασανιστήριο της έγινε στην ταράτσα του κτιρίου της Ασφάλειας, όπου έμεινε γυμνή για δυο μέρες. Σε άλλες περιπτώσεις, τα στήθη γυναικών χτυπιόνταν με ξύλινα ραβδιά και σκοινιά, και διεισδύονταν σεξουαλικά με αντικείμενα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το βασανισμένο σώμα γίνεται εργαλείο ντροπής, ιδιαίτερα το εκτεθειμένο γυμνό σώμα. Η γύμνια χρησιμοποιούνταν συστηματικά στη διάρκεια των βασανιστηρίων και της ανάκρισης για να ασκήσουν μιλιταριστική και πατριαρχική κυριαρχία. Καθώς περιφρονούσε τους κοινωνικούς κανόνες και απομακρύνονταν από τις πολιτισμικές συμβάσεις, ενίσχυε την αίσθηση ευαλωτότητας του θύματος, φόβου και ταπείνωσης, ενώ πρόσβαλε την έμφυλη και την πολιτική της ταυτότητα. Ήταν κοινή πρακτική να αναγκάζουν τις γυναίκες να γυμνώνονται, να κάνουν μπάνιο ή να χρησιμοποιούν την τουαλέτα μπροστά στους φύλακες ή σε στρατιώτες· οι γυναίκες κρατούμενες ήταν επίσης γυμνές καθώς υποβάλλονταν σε άλλες μορφές φυσικού μαρτυρίου. Η Μαρία Καλλέργη, 24χρονη φοιτήτρια, σύρθηκε γυμνή στο χιόνι στο στρατόπεδο του Διονύσου και της πέταξαν παγωμένο νερό.

Στις αφηγήσεις γυναικών κρατουμένων που βασανίστηκαν σοβαρά, οι έμφυλες δυναμικές της κακοποίησης τους και του τραύματος τους συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στις γυναικείες λειτουργίες  όπως η εμμηνόρροια (για παράδειγμα, η Αναστασία Τσίρκα και η Ασπασία Καρρά). Γυναίκες πολιτικές κρατούμενες τονίζουν την καθυπόταξη και την ταπείνωση τους όταν αναγκάζονταν να πλυθούν μπροστά στους φύλακες τους, ή όταν μετά τα βασανιστήρια είχαν εμμηνόρροια και τους απαγορεύονταν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα ή να πλυθούν. Η Μέλπω Λεκατσά περιγράφει το πρώτο μπάνιο που έκανε μετά από ένα μήνα βασανιστηρίων ως τραυματική εμπειρία. Σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα το 1997 (και βασισμένη στο ημερολόγιο γραμμένο πάνω στα περιτυλίγματα σοκολάτας που αναφέραμε), λέει:

«Τρεις στρατιώτες με πήγαν σε ένα υπαίθριο μπάνιο […] και με ανάγκασαν να γδυθώ […] Για ένα ολόκληρο μήνα που ήμουν φυλακισμένη δεν είχα καμιά επαφή με νερό. Η βρώμα είχε κολλήσει στο δέρμα μου και έμοιαζα με λεπρή […] ξαφνικά την βρώμα διαδέχτηκε κάτι χειρότερο. Τρία ζευγάρια από αχόρταγα βλέμματα κοιτάζουν το σώμα μου […] οι σταγόνες του νερού μοιάζουν με αγκαθωτό σύρμα πάνω μου. Οι πόνοι και οι σπασμοί γίνονται εντονότεροι […] Θέλω να ουρλιάξω»

Με το τρόπο αυτό οι γυναίκες μετατρέπονται σε μια αναλώσιμη, αποπροσανατολισμένη ανθρώπινη μάζα. Η Ασπασία Καρρά, καθηγήτρια Φιλολογίας, που ήταν ημιπαράλυτη την εποχή της σύλληψης και του βασανισμού του ως αποτέλεσμα πολιομυελίτιδας, είπε στην διάρκεια μιας συνάντησης το 2006 πάνω στο θέμα των γυναικών που συμμετείχαν  στον αντιδικτατορικό αγώνα: «Υπέθεσα για μια στιγμή που το έκαναν, ώστε να μισήσω το σώμα μου και να τους παραδώσω την ψυχή μου. Ίσως… αλλά το αγάπησα ακόμη περισσότερο, επειδή άντεξε».

Οι περισσότερες γυναίκες κρατούμενες λένε πως ακόμη αν και ο σωματικός πόνος ήταν σχεδόν αφόρητος, το κυρίαρχο συναίσθημα στη διάρκεια της ανάκρισης δεν ήταν πόνος, αλλά ένα σύμπλεγμα φόβου, τρόμου και ψυχολογικού μαρτυρίου. Στην διάρκεια της συνέντευξης μας, η Δώρα περιέγραψε την αβεβαιότητα και το φόβο μπροστά στο φόβο του ηλεκτροσόκ: «Δεν ξέρεις τι είναι, από που έρχεται, είσαι στο έλεος τους, είσαι ανίκανη να κατανοήσεις αν αισθάνεσαι πόνο ή να σε σχίζουν στα δύο» η Κίττυ Αρσένη επίσης αναφέρει πως ο φόβος του βασανιστηρίου ξεπερνούσε το σωματικό πόνο.

Η Νάντια έχει παρόμοια άποψη· μια 19χρονη φοιτήτρια που συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, βασανίστηκε στο κτίριο της Ασφάλειας πριν καταδικαστεί από στρατοδικείο και σταλεί στην φυλακή του Κορυδαλλού στην Αθήνα. Η Νάντια ανέφερε πως η εμπειρία της ανάκρισης ήταν τραυματική, αλλά το τραύμα ήταν κυρίως ψυχολογικό. Στη διάρκεια της συνέντευξης μας, η Νάντια μου είπε πως πέρασε τέσσερις μήνες στην απομόνωση στην Ασφάλεια πριν τελικά ανακριθεί και βασανιστεί· αισθάνθηκε πως να ακούει και να βλέπει το βασανισμό άλλων κρατούμενων στην διάρκεια εκείνης της περιόδου ήταν χειρότερο από το φυσικό πόνο της φάλαγγας και τα καψίματα με τσιγάρο που υπέφερε στην συνέχεια.

Η Scarry τονίζει πως μέσα από το τραύμα, η ανάκριση και ο πόνος του θύματος μεταμορφώνεται σε «όχημα αυτό-προδοσίας». Αναφέρει πως το βασανιστήριο αποτελείται από την φυσική πράξη, την πρόκληση πόνου, και μια λεκτική πράξη, στην μορφή της ανάκρισης, στην διάρκεια της οποίας το σώμα συχνά μπορεί να προδώσει το πρόσωπο που βασανίζεται. Η Μέλπω Λεκατσά κρατήθηκε για ένα μικρό διάστημα σε ένα λευκό κελί της ΕΑΤ/ΕΣΑ τον Ιανουάριο του 1974· θυμάται: «Προσπαθούσα συνεχώς να υποβάλλω τον εαυτό μου στην ιδέα πως δεν έπρεπε να παραδοθώ, πως έπρεπε να αντέξω […] αλλά μετά αγχωνόμουν ξανά. Ίσως να μην έχω τα γνωρίσματα ηρωίδας». Στο βιβλίο της η Κίττυ Αρσένη τονίζει πως ο μόνος λόγος για την ύπαρξη της, το μόνο πράγμα που νοιάζονταν, ήταν το να μην αποκαλύψει οτιδήποτε όταν θα την πήγαιναν ξανά στην ταράτσα για να βασανιστεί. Η Νάντια που περίμενε μόνη στο κελί της για μήνες, μου είπε: «Με ένα τρόπο, ήθελα να με βασανίσουν· δεν ήθελα να αντιμετωπίζομαι διαφορετικά από τους συντρόφους μου». Τέτοια αισθήματα πάνε τα βασανιστήρια πέρα από την φυσική αίσθηση του πόνου, σε ένα πεδίο όπου το θύμα αναλαμβάνει την ευθύνη της δικής της θυματοποίησης.

Την ίδια στιγμή, η κατασκευή μιας αίσθησης αυτενέργειας ήταν δυνατή. Για παράδειγμα, αφού η Κίττυ κακοποιήθηκε και βασανίστηκε, κατόρθωσε να γράψει τα παρακάτω:

«Δεν φοβάμαι τους διεστραμμένους βασανιστές, το παρανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, το πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω την γεύση του σφουγγαρόπανου στο στόμα μου, το θόρυβο της μοτοσυκλέτας στα αυτιά μου. Βλέπω το πρόσωπο του Σπανού μπροστά μου, αλλά πάνω από όλα μισώ το σώμα μου που εξασθενεί. Και περιμένω για αυτούς. Για όσο θα έρχονται. Είμαι έτοιμη. Τώρα δεν νοιάζομαι που δεν δουλεύει το μυαλό μου. Δεν το χρειάζομαι… τώρα ξέρω πως τους αντιμετωπίζεις»

Σε μια άλλη περίπτωση, ακόμη και αν ήξερε πως ήταν ανούσιο, η Μέλπω Λεκατσά ζήτησε από τους ανακριτές τους να χρησιμοποιούν πληθυντικό όταν της απευθύνονται ως ένδειξη σεβασμού καθώς ήταν πολιτική κρατούμενη. Και όταν ο Λάμπρου, ο βασανιστής της, έφερε την μητέρα της στο γραφείο του, η Ζωή του απάντησε εμφατικά: «Κάνεις λάθος αν πιστεύεις πως θα με αναγκάσεις να υπογράψω δήλωση μετάνοιας». Με τον ίδιο τρόπο, στην συνέντευξη της, η Μέλπω είπε πως η περίοδος κράτησης ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αλλά τουλάχιστον ο εφιάλτης της αναμονής του βασανιστηρίου τελείωσε. Στο σημείο αυτό είπε: «Είσαι μόνο εσύ, το καθεστώς, οι βασανιστές και κάπως καταφέρνεις να επιβιώσεις». Η συνέντευξη της Μέλπως ολοκληρώθηκε με εκείνη να λέει: «Επιβιώσαμε, έτσι νομίζουμε πως κερδίσαμε, ενώ άλλοι δεν το κατάφεραν». Κατά την γνώμη της Αναστασίας Τσίρκα, επιβίωσαν επειδή είχαν δίκιο και ο σκοπός τους δίκαιος. Προερχόμενες από μια σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένη πολιτική ταυτότητα, οι αφηγήσεις των αντιφρονουσών γυναικών της χούντας, ακόμη και στις περιπτώσεις της ακραίας βίας και τόσο της σωματικής όσο και της πολιτικής ταπείνωσης του γυναικείου σώματος, συντηρούν μια «ένα επίμονο ίχνος, ένα υπόλειμμα του υποκειμένου, ένα σημείο αντίστασης».

Βασανίζοντας Γυναίκες: Φύλο, Έθνος και Σεξουαλικότητα

Τα ηγεμονικά μιλιταριστικά αφηγήματα και οι πατερναλιστικές συμπεριφορές του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος διευκόλυναν την δημιουργία ενός κρατικού μηχανισμού βίας εναντίον γυναικών ενώ τις έστελνε στο «ιδιωτικό» πεδίο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ενεργητική συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική θεωρούνταν αδιανόητο, μη θηλυκό και απειλητικό. Για παράδειγμα στην Κίττυ Αρσένη στη διάρκεια της ανάκρισης της της είπαν: «Παράσιτα σαν και εσένα θα έπρεπε να εκτελούνται. Τι δουλειά έχεις να ανακατεύεσαι με την πολιτική;». Επιπλέον, στην ελληνική χούντα, όπως και στον προγενέστερο εμφύλιο πόλεμο και τις μετά τον εμφύλιο περιόδους πολιτικής δίωξης, ο γυναικείος πολιτικός ακτιβισμός ισοδυναμούσε με ανηθικότητα, δικαιολογώντας έτσι την κακοποίηση τους. όπως σημειώθηκε  από την πολιτική κρατούμενη Γεωργία Σαρηγιαννίδου-Παπαδοπούλου, άνδρες και γυναίκες αντιμετωπίζονταν όμοια στη διάρκεια της κράτησης τους με όρους στέρησης και μεθόδων βασανισμού. Ωστόσο, η προφορική κακοποίηση, τα σεξουαλικά υπονοούμενα και η σεξουαλική κακοποίηση προς τις γυναίκες ήταν ξεχωριστή. Καθώς οι βασανιστές χαρακτήριζαν τις γυναίκες αντιφρονούσες ως ανήθικες για να νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους, τις μεταμόρφωναν σε παρίες – άθεες, κομμουνίστριες, και κοινωνικά ακατάλληλες, ανήθικες γυναίκες. Ο έλεγχος των σωμάτων τους και της σεξουαλικότητας τους ήταν μια απόπειρα να διαλυθεί η πολιτική υποκειμενικότητα των γυναικών ακτιβιστριών κατά της χούντας. Για παράδειγμα η Νάντια θυμάται, στη διάρκεια της φάλαγγας οι βασανιστές έβγαλαν τις τρίχες του εφηβαίου τους· αναφέρει  πως τα θύματα «δεν καταγράφουν το σωματικό πόνο, αλλά υποφέρουν από την άβολη οικειότητα αυτής της χειρονομίας που σκοπός γεν είναι η πρόκληση πόνου, αλλά το ψυχολογικό τσάκισμα τους.

Σκεφτείτε την περίπτωση της Κίττυ Αρσένη, που στη διάρκεια της ανάκρισης της από την Ασφάλεια, κακοποιήθηκε σεξουαλικά με την κάνη ενός όπλου. Στο βιβλίο της, αναφέρει:

«Είκοσι μέρες έχουν περάσει από την σύλληψη μου… με έφεραν στην ταράτσα… Παρά το ότι με χτύπησαν δεν αισθάνομαι πόνο. Θέλω να φωνάξω αλλά δεν έχω φωνή […] Θέλω ένα πυρωμένο σίδερο για να κάψω τα σημεία του σώματός μου που αγγίχτηκαν […] Θυμάμαι τώρα όταν είπες πως, ο φόβος του πόνου είναι μεγαλύτερος από την πραγματικότητα του πόνου. Δεν είδα τίποτα λογικό πάνω τους, κάτι που θα μπορούσα να εξηγήσω στο μυαλό μου. Είδα πως ήθελαν να με κάνουν κομμάτια, κοιτάζοντας σαν κανίβαλοι. Ηδονίζονταν καθώς σφάδαζα. Αυτή ήταν η δουλειά τους. δεν με ήξεραν καθόλου… Εύχομαι να είχαν αφήσει κάποιο σημείο του σώματός μου ελεύθερο ώστε να μπορώ κάπως να αμυνθώ».

Η Αρσένη αναζητά μια εξήγηση, ερευνώντας τους λόγους για την κακοποίηση, αλλά επίσης δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει κάποια λογική για το βασανισμό της. αισθάνεται πως οι βασανιστές της δεν θεωρούσαν το βασανιστήριο ως κομμάτι της τυπικής τους δουλειάς, αλλά το αντιμετώπιζαν ως ώρα ευχαρίστησης και σεξουαλικής ικανοποίησης. Το συνοψίζει: «Ηδονίζονταν καθώς σφάδαζα».

Η σχέση της γυναικείας σεξουαλικότητας και αναπαραγωγής στην μητρότητα ήταν βασική αντίληψη του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος, όπως και σε παρόμοια εθνικιστικά πλαίσια αλλού. Έτσι, οι γυναίκες αντιφρονούσες που απέρριπταν την μητρότητα και τους προκαθορισμένους έμφυλους ρόλους και υιοθετούσαν  ενεργό ρόλο στην πολιτική αρένα έπρεπε να ελεγχθούν. Για τον ίδιο λόγο, η κακοποίηση τους αντιμετωπίζονταν ως δικαιολογημένη από τους βασανιστές τους. Η Ασπασία Καρρά δέχτηκε ηλεκτροσόκ στα υγιή (είχε πολιομυελίτιδα), ενώ οι βασανιστές της φώναζαν: «Δεξί χέρι, αριστερό πόδι, ομφαλός […] Στον ομφαλό για να μην μπορέσεις ποτέ να γεννήσεις κομμουνιστάκια». Παρόμοια, στη διάρκεια της ανάκρισης της, οι ανακριτές της Μαρίας Αγγελάκη της είπαν πως θα την χτυπήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε ποτέ να μην μπορέσει να γίνει μάνα. Το σώμα της πολιτικά επαναστατημένης γυναίκας, όπως υποστηρίζει η Begona Aretxaga, δεν είναι ουδέτερο, αλλά «ένα σώμα που ήδη έχει ποτιστεί με τα νοήματα της σεξουαλικής διαφοροποίησης», και στην ελληνική περίπτωση, πολιτικής διαφοροποίησης. Κατά συνέπεια, η εμπειρία τοΰ εγκλεισμού, η σεξουαλική τρομοκρατία και ο βασανισμός των αντιφρονουσών γυναικών έφερε χαρακτηριστικές έμφυλες διαφοροποιήσεις που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της θυματοποίησης τους και την ανάγκη να αναλυθούν μέσα σε ένα εθνικιστικό, μιλιταριστικό και υπερ-αρρενωπό πλαίσιο που έλεγχε και τιμωρούσε τα σώματα, τις πράξεις, τις απόψεις των γυναικών που ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες έμφυλες και εξουσιαστικές ιεραρχίες. Οι άνδρες αντιφρονούντες την περίοδο της στρατιωτικής χούντας επίσης θυματοποιήθηκαν ιδιαίτερα καθώς εξευτελίζονταν ψυχολογικά, κακοποιούνταν σωματικά και σεξουαλικά και ταπεινώνονταν πολιτικά. Όπως με την κακοποίηση και τρομοκράτηση των γυναικών, ο στόχος ήταν να αποδυναμωθεί το ηθικό των αντιφρονούντων και να τους αναπροσδιορίζει ως εχθρούς ώστε να τους μεταμορφώσει σε κατώτερα όντα και να εκλογικεύσει το βασανισμό τους. Το αρσενικό σώμα μέσα από την σεξουαλική κακοποίηση και βασανισμό, πειθαρχούνταν μέσα από την μεταμόρφωση του σε θηλυκό, ευάλωτο σώμα. Θηλυκοποιώντας το αρσενικό σώμα, η πράξη του βασανιστηρίου κανονικοποιείται και φυσιολογικοποιείται, ενώ ο στόχος της επίθεσης δεν είναι μόνο το φυσικό σώμα  του θύματος, είτε αρσενικό είτε θηλυκό αλλά και ο πολιτικός τόπος που αντιπροσωπεύει. Για αυτό, η σεξουαλική κακοποίηση των ανδρών πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την γυναικεία θυματοποίηση, καθώς είναι στενά συνδεδεμένη με ένα ιεραρχικό σύστημα σχέσεων εξουσίας και φύλου. Έτσι, ήταν μέσα από την κακοποίηση των γυναικών και των θηλυκών σωμάτων ή των θηλυκοποιημένων αρσενικών σωμάτων που αυτοί οι έμφυλοι δείκτες χρησιμοποιούνταν ως εθνικές φαντασιώσεις και προσδοκίες  μέσα στην εξιδανικευμένη εθνικιστική αρσενική πολιτική.

Η Εμφυλοποίηση της Μνήμης: Καταληκτικές Παρατηρήσεις

Μέσα από τις αφηγήσεις τους, τις προφορικές και τις γραπτές μαρτυρίες και βιβλία, οι γυναίκες που αναφέρθηκαν εδώ έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν τις εμπειρίες τους. Τονίζουν τον πόνο, το φόβο και το τραύμα, αλλά επίσης μιλούν για αντίσταση και αγώνα, εκφέροντας έτσι έναν αντίλογο. Με παρόμοιο τρόπο μπαίνουν στην δημόσια μνημονική σφαίρα  μέσα από τελετές μνήμης, προσκυνήματα σε πρώην τόπους εξορίας ή την έκδοση βιβλίων. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις, διακρίνουμε επίσης αυτολογοκρισία ή αποσιώπηση, ειδικά σε σχέση με την σεξουαλικοποιημένη φύση της κακοποίησης. Επιπλέον, η ενεργή γυναικεία συμμετοχή, η πολιτική ταύτιση (δηλ. αριστερή) ιδιαίτερα στην περίοδο της χούντας, και η σ=δίωξη, φυλάκιση και θυματοποίηση των γυναικών που ακολουθούσε, έχουν περιθωριοποιηθεί από την επίσημη ρητορική, τις δημόσιες ιστορίες και τον ακαδημαϊκό διάλογο.

Είναι εμφανές πως υπάρχουν δυο επίπεδα αποσιώπησης: το προσωπικό και το δημόσιο, αδιάσπαστα αλληλένδετα μεταξύ τους. Ο Stanley Cohen τονίζει την περίπλοκη σύνδεση και αντίθεση μεταξύ προσωπικών μαρτυριών και δημόσιων ιστοριών· δίχως τις «συγκρίσεις και αποκλίσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού», λέει ο Cohen, «η συλλογική μνήμη θα γίνονταν αυτό που δεν μπορεί να είναι: το αριθμητικό άθροισμα των όμοιων αναμνήσεων που είναι κοινές μεταξύ όλων των επιζώντων, των δραστών και των αμέτοχων θεατών». Στο πλαίσιο μιας στενά ορισμένης εθνικής συμφιλίωσης, οι εμπειρίες των γυναικών και οι ιστορίες μαρτυρίου και τραύματος περιθωριοποιήθηκαν και αποσιωπήθηκαν. Ωστόσο, η αποσιώπηση της κοινωνικο-πολιτικής αμνησίας δεν ξεκινούσε πάντοτε από τα πάνω, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αυτό-επιβεβλημένη καθώς οι γυναίκες έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ακόμη αδιαχείριστες τραυματικές εμπειρίες, από την ντροπή από τις ακόμη κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες και την ανησυχία για μεταφορά του δικού τους τραύματος στα ίδια τους τα παιδιά και ακόμη και ο ντροπιασμός της τοπικής κοινότητας. Η Μέλπω μίλησε για την κράτηση της και το βασανισμό της μόλις δυο φορές: σε μια συνέντευξη το 1997 σε μια εφημερίδα και σε μια συνέντευξη το 2011 σε ένα blog. Στην τελευταία, η κόρη της – μια νεαρή γυναίκα στα τριάντα της – κάθεται δίπλα της καθώς μιλά για την θυματοποίηση της· η κόρη της ακούει για πτυχές των τραυματικών εμπειριών της μητέρας της για πρώτη φορά. Στη συνέντευξη της, η Νάντια τόνισε πως για να μιλήσει κάποια για τέτοιες εμπειρίες, πρέπει πρώτα να τις επεξεργαστεί πρώτα ώστε να τις μετατρέψει σε λόγο.  αναγκάστηκε να το κάνει αυτό πολύ νωρίς, καθώς έπρεπε να καταθέσει στη δίκη των Βασανιστών της Ασφάλειας τον Νοέμβριο του 1974, μερικούς μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (24 Ιουλίου 1974) και την απελευθέρωση της από τις φυλακές Κορυδαλλού.

Αν και κάποιες από αυτές τις γυναίκες συμμετείχαν στο φεμινιστικό κίνημα ή είναι ακόμη πολιτικά δραστήριες, αποφεύγουν να μιλήσουν για τις σεξουαλικές παραμέτρους  της κακοποίησης τους. για παράδειγμα, αν και η περίπτωση της Κίττυ Αρσένη είναι ευρέως γνωστή, καθώς κατέθεσε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1968 και εκδόθηκε και το βιβλίο της, όταν ρωτήθηκε στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης  για την διαβόητη ταράτσα, ανέφερε την φάλαγγα και τα χτυπήματα αλλά είπε: «Δεν είμαι όμως προετοιμασμένη αυτή τη στιγμή να περιγράψω κάποια από τα βασανιστήρια που γίνονταν εκεί». Και συνέχισε: «Σε κάθε βαθμό, πιστεύω πως έχουν ειπωθεί πολλά και δεν χρειάζεται να μιλήσω και να επαναλάβω». Η σεξουαλικής φύσης βία σπάνια συζητιέται δημόσια ή αναφέρεται σε γραπτές πηγές και προφορικές μαρτυρίες. Σε σχέση με την κυρίαρχη σιωπή, χρειάζεται να έχουμε υπόψιν τις κοινωνικές νόρμες και τις έμφυλες προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν στην ελληνική κοινωνία εκείνη την εποχή και σε μεγάλο βαθμό είναι ακόμη παρούσες. Σύμφωνε με τις νόρμες αυτές, τέτοια ζητήματα είναι προσωπικά. Η θηριωδία του βιασμού θεωρούνταν ιδιωτική και οι γυναίκες έπρεπε να παραμείνουν σιωπηλές. Δίπλα από το εμφανές τραύμα, που το κάνει ιδιαίτερα δύσκολο να μετατραπεί το τραύμα σε αφήγηση, όταν αποφασίζουν να μοιραστούν τις τραυματικές τους εμπειρίες, υπάρχει μια εμφανής απροθυμία να μιλήσουν για την σεξουαλική φύση της θυματοποίησης τους· είναι πολύ πιο εύκολο να μιλήσουν για την  σωματική κακοποίηση και την ψυχολογική βία, ενώ οι αφηγήσεις τους είναι σύντομες, συνοπτικές, και στερούνται λεπτομερειών.

Πέρα από την αυτολογοκρισία, η δημόσια πολιτική της σιωπής συνεχίστηκε μετά το τέλος της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και την υπόσχεση διαφάνειας που ανακοινώθηκε από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Γιατί η γυναικεία συμμετοχή, πολιτική ενασχόληση και η ακόλουθη δίωξη, φυλάκιση και θυματοποίηση περιθωριοποιήθηκε ή αγνοήθηκε από την εθνική ιστοριογραφία και το δημόσιο διάλογο, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις αποσιωπήθηκαν από τις ίδιες τις γυναίκες;

Αρχικά, αυτός ο αποκλεισμός είναι έμφυλος· οι ιστορίες, οι εμπειρίες και τα τραύματα  των γυναικών μπορεί να θεωρούνται λιγότερο σημαντικές για να συζητηθούν ή για να αναλυθούν. Δεύτερο, σε συγκεκριμένες περιοχές, υπήρχε – και ακόμη υπάρχει – περιορισμένη πρόσβαση στη γνώση και την εξουσία για τις γυναίκες. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο και ξανά μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, οι περισσότερες γυναίκες  επέστρεψαν στην ιδιωτική σφαίρα και προσπάθησαν να αποκαταστήσουν προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Τρίτο, η περιθωριοποίηση των εμπειριών των αντιφρονουσών γυναικών συνδέεται επίσης ως ένα βαθμό με την υποχώρηση του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος στην δεκαετία του 1990, παρά την επανεμφάνιση του  το 1974 που πρακτικά έθεσε μια βάση για μια σειρά από σημαντικές πολιτικές που βελτίωσαν σε σημαντικό βαθμό τις ζωές και την θέση των γυναικών στην Ελλάδα. Τέλος, στο πλαίσιο μιας στενά ορισμένης «εθνικής συμφιλίωσης», και υπό το πρόσχημα της συγχώρεσης, ένας δημόσιος διάλογος πάνω στην δίωξη και την σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών (και ανδρών) θα αναζωπύρωνε τα πάθη θα έφερνε στο φως λάθη του παρελθόντος που οι κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλί. Για το λόγο αυτό, στην μεταβατική, μετασυγκρουσιακή περίοδο και μέσα στο πλαίσιο των επίσημων διαδικασιών δικαιοσύνης και εκδημοκρατισμού, η λήθη θεωρούνταν ως η «τέλεια θεραπεία» ενώ η έμφυλη δικαιοσύνη και τα έμφυλα ζητήματα, γενικότερα, δεν θεωρήθηκαν προτεραιότητα.

Η ελληνική περίπτωση φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η δίωξη των πολιτικά ενεργών γυναικών σε κοινωνίες σε σύγκρουση τυπικά έχει αποκλειστεί, χειραγωγηθεί και υποβιβαστεί στην «επίσημη ιστορία της μνήμης», ενώ οι ιστορίες των ανδρών θεσμικοποιούνται για να επιτύχουν εθνική συμφιλίωση. Ο αποκλεισμός και η επακόλουθη αορατότητα των γυναικών συνδέεται με την ανδρική κυριαρχία στην ιστοριογραφία  και την λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, η «κανονική ιστορία συνήθως δεν θεωρεί τις πράξεις και τις εμπειρίες των γυναικών ως κατάλληλες ή επιθυμητές ώστε να ενσωματωθούν» σε αυτή την ιστορία. Αυτό είναι εμφανές στον ελληνικό ακαδημαϊκό διάλογο, όπου το ζήτημα του φύλου και η πολιτική βία, ιδιαίτερα στη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας και του ακραίου μαρτυρίου της σεξουαλικής θυματοποίησης και του βασανισμού που πραγματοποιήθηκαν, παραμένει σχετικά ανεξερεύνητο.

Ωστόσο, πολλές γυναίκες που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν πιστέυουν πως οι ιστορίες τους, οι φωνές τους και οι εμπειρίες τους πρέπει να καταγραφούν, προσφέροντας την ευκαιρία σε «αντι-ιστορίες» και «αντι-μνήμες» να εμφανιστούν. Για παράδειγμα, στην διάρκεια των συνεντεύξεων μας, η Ζωή και η Δώρα τόνισαν, και οι δύο, πως αν και γνωρίζουν τις ιδιαίτερα δύσκολες και τραυματικές διαστάσεις της θυματοποίησης των γυναικών στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, η προσωπική μαρτυρία είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις μελλοντικές γενιές, για την αποφυγή παρόμοιων θηριωδιών και για την επίτευξη έμφυλης δικαιοσύνης.

Προφανώς, υπάρχουν συγκεκριμένες εμπειρίες που ποτέ δεν θα μετατραπούν σε αφήγηση. Η Νάντια παραδέχεται, «Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν λέμε, και που ποτέ δεν είπα». Και η Κίττυ γράφει στο πρόλογο του βιβλίου της: «[…]Υπάρχει επίσης μια ακόμη εμπειρία που με όρισε[…] Εκεί… όπου η μνήμη γίνεται πολύ επώδυνη και η κρίση δεν είναι πολύ ξεκάθαρη». Δεν προσφέρει κάποια εξήγηση αυτής της εμπειρίας. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν οι αλήθειες είναι αποσπασματικές ή ατελείς, αυτές οι «μισαλήθειες», παρά τις παύσεις ή τις μερικές σιωπές, μοιάζει μια πολύ καλύτερη εναλλακτική από ότι απόλυτη σιωπή και αορατότητα. Ίσως αυτές οι κατακερματισμένες μνήμες και μαρτυρίες του τραύματος είναι ένα πρώτο βήμα στο να αποδεχτούμε αυτό το επώδυνο παρελθόν, μια «εμφυλοποίηση της μνήμης» τόσο ιδιωτική όσο και συλλογική, ένα είδος «πολιτικής αντίστασης» και ενδυνάμωση που μεταμορφώνει την «ιδιωτική ντροπή» σε «πολιτική αξιοπρέπεια» και αναστρέφει την ντροπή που η δικτατορία και οι δράστες (της βίας) προσπάθησαν να επιβάλουν στα θύματα μέσα από την σεξουαλική κακοποίηση, το βασανισμό και τον εξευτελισμό. Ακόμη και στις περιπτώσεις ακραίας κακοποίησης που αναλύθηκαν στο κείμενο αυτό, το έμφυλο σώμα, φαινομενικά «απογυμνωμένο από πολιτική αυτενέργεια», μπορεί ακόμη να γίνει σημείο σύγκρουσης και πολιτικής αντίστασης. Για το λόγο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να επαναπροσδιορίσουμε αυτές της βιωμένες εμπειρίες των γυναικών και να τις αναλύσουμε μέσα από μια έμφυλη οπτική, ώστε να αποκαλύψουμε τις δομές εξουσίας που όχι μόνοι δικαιολογούσαν το βιασμό και την σεξουαλική βία, αλλά επίσης φίμωναν τις γυναίκες που θυματοποιούνταν.

Το μαρτύριο των γυναικών, το τραύμα, η κακοποίηση και ο φόβος που συνδέονταν με τον πολιτικό τους ακτιβισμό στη διάρκεια της περιόδου 1967-1974 )και στην διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου) συχνά έχει προσεγγιστεί ως περιθωριακό ζήτημα ή ένα μεμονωμένο περιστατικό πολέμου, σύγκρουσης και κοινωνικο-πολιτικής αναταραχής. Για αυτό το λόγο, στο κείμενο αυτό, συγκειμενοποιώ, ιστορικοποιώ και εμφυλοποιώ τις εμπειρίες , τα τραύματα και τις σιωπές των γυναικών μέσα στην ελληνική εθνικιστική ιδεολογία, την παραδοσιοκρατική ρητορική και τον ακραίο μιλιταρισμό. Η κρατικά οργανωμένη και επίσημα ανεκτή βία, με ιδιαίτερα έμφυλα χαρακτηριστικά, ενσωματωμένη στις πατριαρχικές δομές και σε μιλιταριστικά και εθνικιστικά πλαίσια, δημιουργώντας ένα πεδίο για την κανονικοποίηση σύγχρονων πράξεων βίας, σεξουαλικής επίθεσης και ψυχολογικής καταπίεσης, μισογυνισμού και εξαναγκασμού. Η ενσωμάτωση και η αναγνώριση των ιστοριών ζωής των γυναικών, οι αφηγήσεις, οι αναμνήσεις, και τα τραύματα σε συλλογική μνήμη και το δημόσιο λόγο, δημιουργεί το πλαίσιο για μια νέα πλατφόρμα για αυτενέργεια, δικαιοσύνη, αλήθεια και λιγότερες σιωπές, ρίχνοντας φως την ίδια στιγμή σε παρόμοιες εμπειρίες μεταξύ άλλων καταπιεσμένων ομάδων, όχι μόνο με βάση το φύλο, αλλά επίσης πάνω στην εθνικότητα, την φυλή και την θρησκεία ή σε άλλα πλαίσια εθνικιστικών εξεγέρσεων και κρατικού τρόμου.

πηγη: https://atexnos.gr