Κείμενο από το βιβλίο Φύλο και Μετανάστευση, τόμος 2: Η καθημερινή ζωή των μεταναστριών από την Αλβανία και την Ουκρανία (Gutenberg, 2007).

Η Νέλλη Καμπούρη είναι ερευνήτρια πολιτικών επιστημών και μέλος του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου του Πάντειου Πανεπιστημίου.




Στον επίσημο λόγο για τη μετανάστευση στην Ελλάδα, η διάσταση του φύλου ως κοινωνικοπολιτική σχέση είτε αγνοείται είτε αποσιωπάται στρατηγικά. Αντίθετα οι γυναίκες αποτελούν προνομιακό αντικείμενο του λόγου και των πολιτικών που αφορούν στην οικογενειακή συνένωση και στην παράνομη διακίνηση προσώπων. Τόσο η άγνοια όσο κι η στρατηγική αποσιώπηση της διάστασης του φύλου στις επίσημες πολιτικές για τη μετανάστευση πραγματώνεται μέσω δύο παράλληλων πρακτικών: της υιοθέτησης φαινομενικής ουδετερότητας στα κείμενα του νόμου και της κατά κόρον χρησιμοποίησης έμφυλων προτύπων και στερεοτύπων στις συζητήσεις των νομοσχεδίων στη Βουλή. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ουδέτερα υποκείμενα που εγκαλούνται στην επίσημη νομοθεσία παραπέμπουν σχεδόν συνειρμικά σε έμφυλες ταυτότητες που δεν γίνονται άμεσα αντικείμενο πολιτικής. Κατά συνέπεια, το φύλο ως κοινωνικοπολιτική σχέση δεν ορίζεται ποτέ ως κεντρικό πρόβλημα των πολιτικών για τη μετανάστευση στην Ελλάδα. Το κεντρικό πρόβλημα των πολιτικών οικογενειακής συνένωσης ορίζεται με βάση τη σχέση του δημογραφικού ελλείμματος της Ελλάδας και της μετανάστευσης. Στην περίπτωση αυτή, η γυναίκα μετανάστρια αναπαρίσταται ως «συμπλήρωμα» του αρσενικού μετανάστη. Το κεντρικό πρόβλημα των πολιτικών για την παράνομη διακίνηση προσώπων είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος κι η προστασία των γυναικών που διακινούνται από αυτά τα κυκλώματα. Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα μετανάστρια αναπαρίσταται ως «θύμα». Κατά τη διάρκεια των ετών 1991-2005, τα έμφυλα πρότυπα της γυναίκας μετανάστριας ως «συμπλήρωμα» και ως «θύμα» εδραιώθηκαν και ενδυναμώθηκαν στις επίσημες πολιτικές. Το γεγονός ότι τα κείμενα του νόμου χαρακτηρίζονται από φαινομενική ουδετερότητα επιτρέπει στα πρότυπα αυτά να επικρατούν χωρίς ποτέ να γίνονται άμεσα αντικείμενο πολιτικής.

Τα έμφυλα αυτά πρότυπα είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον ελληνικό εθνικισμό που λειτουργεί ως πλαίσιο στις πολιτικές για τη μετανάστευση και αντιμετωπίζει τους μετανάστες ως υποδεέστερα όντα, ταυτίζοντας τους αλληγορικά με «παιδιά» στα οποία πρέπει να επιβάλλεται συγχρόνως και έλεγχος και προστασία. Το Ελληνικό κράτος αναλαμβάνει έτσι ένα πατερναλιστικό ρόλο απέναντι τόσο στη μετανάστρια «συμπλήρωμα» όσο και στη μετανάστρια «θύμα» που επιβάλει συγχρόνως και την αστυνόμευση και την ανθρωπιστική προστασία και αρωγή. Οι γυναίκες μετανάστριες εγκλωβίζονται σε αυτά τα πρότυπα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως μια ενιαία κατηγορία ανεξαρτήτως προέλευσης, φυλής, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης. Αποσιωπάται έτσι, η ποικιλομορφία των ταυτοτήτων που μπορεί να εμπεριέχονται στην κατηγορία των γυναικών- μεταναστριών και αποκλείονται σημαντικές ομάδες και άτομα από τον δημόσιο λόγο. Το φύλο του υποκειμένου της μετανάστευσης δεν είναι απλά μια τεχνική λεπτομέρεια, αλλά ένα ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα. Η αποσιώπηση της πολυμορφίας των γυναικείων μεταναστευτικών ταυτοτήτων δεν είναι απλά ένα κενό ή μια παράληψη στις επίσημες πολιτικές για τη μετανάστευση αλλά ενισχύει την εδραίωση των έμφυλων ανισοτήτων και ασυμμετριών που επικρατούν.

Σε αντίθεση με τις επίσημες πολιτικές για τη μετανάστευση, στο λόγο των εργοδοτριών γίνονται πολύ λίγες σαφείς αναφορές στα πρότυπα της μετανάστριας ως «συμπλήρωμα» και της μετανάστριας ως «θύμα». Εκείνο που κυριαρχεί, όμως, είναι η ιεράρχησή τους με γνώμονα την εθνικότητα. Επικαλούμενες προφανείς «αλήθειες» αλλά και προσωπικές εμπειρίες, οι περισσότερες εργοδότριες κατατάσσουν τις γυναίκες που εργάζονται στο σπίτι τους σε ένα σύστημα ιεράρχησης ανάλογα με την κουλτούρα τους. Η κουλτούρα, όμως, αυτή δεν εξαρτάται από το εκπαιδευτικό επίπεδο, τα ενδιαφέροντα, τις γνώσεις ή ακόμα και τη συμπεριφορά αλλά αποκλειστικά και μόνο από τη χώρα καταγωγής τους. Υπέρμετρα δυνατές, γρήγορες, καταπιεσμένες από τους άνδρες τους, οι Αλβανίδες κατατάσσονται στον πάτο αυτής της ιεραρχίας. Πολιτισμένες αλλά και καταπιεσμένες λόγω των ανδρών αλλά και της ιδιότητας τους ως μετανάστριες. Οι Ουκρανές βρίσκονται σε πιο υψηλό επίπεδο. Ο λόγος για την οικιακή εργασία των μεταναστριών αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός ρατσισμού «χωρίς φυλές», που επικαλείται «μη αναγώγιμες πολιτισμικές διαφορές», προκειμένου να αναπτύξει ιεραρχήσεις που έμμεσα ή άμεσα στρέφονται ενάντια στην επιμειξία των πολιτισμών.  Έτσι κατανέμονται κι οι πρακτικές στον οικιακό χώρο με βάση πολιτισμικά κριτήρια: οι Αλβανίδες θεωρούνται πιο ικανές για τον καθαρισμό και τις δύσκολες δουλειές, ενώ οι Ουκρανές αναδεικνύονται συνήθως πιο «καλές» για τις λεπτοδουλειές, τη φύλαξη παιδιών και ηλικιωμένων αλλά και απλώς «για παρέα». Αντίστοιχα, οι πρακτικές του μαγειρέματος και των ψώνιων, που αξιολογούνται ως πιο σημαντικές καθώς σχετίζονται άμεσα με καταναλωτικά πρότυπα που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία, συνεχίζουν να εξασκούνται από τις ίδιες τις εργοδότριες, οι οποίες μέσω του «καλού φαγητού» και των «σωστών» αγορών μοιάζουν να διατηρούν ανέπαφη την ελληνικότητα του προσωπικού τους χώρου.

Ο χώρος της οικιακής εργασίας, παρά την ιεράρχηση αυτή παραμένει ένας αυστηρά γυναικείος χώρος, όπου κυριαρχούν τα έμφυλα πρότυπα που σχετίζονται με τη νοικοκυροσύνη και την ευπρέπεια. Η παρουσία της «οικιακής βοηθού» μεταθέτει τις υποχρεώσεις της εργοδότριας σε μια άλλη γυναίκα έναντι αμοιβής, χωρίς όμως να αναπροσδιορίζονται οι υποχρεώσεις των ανδρών του σπιτιού. Αντίθετα, η μετανάστρια με την έμμισθη εργασία της καλείται να καλύψει όλες τις ανάγκες του σπιτιού σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και συχνά με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια από αυτά τα οποία θα επέβαλαν οι ίδιες οι εργοδότριες στους εαυτούς τους αν έκαναν την ίδια δουλειά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργοδότριες ακολουθούν στρατηγικές παραδοχής της άγνοιάς τους για τις δουλειές του σπιτιού, αλλά η παραδοχή αυτή δηλώνει αυτόματα και τον υποβαθμισμένο χαρακτήρα της οικιακής εργασίας αλλά και την ανώτερη κοινωνική θέση της εργοδότριας, που επιβεβαιώνεται από την παρουσία της μετανάστριας που δουλεύει στο σπίτι της. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δύο ομάδες, το διακείμενο της συζήτησης είναι πως θα προσδιοριστεί το όριο το οποίο διαχωρίζει εργοδότρια και «οικιακή βοηθό», στο πλαίσιο της ρευστότητας των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν στο χώρο της οικιακής εργασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη θετική στάση απέναντι στις «οικιακές βοηθούς» παραμένει η αυστηρή οριοθέτηση του ρόλου εργοδότριας-εργαζόμενης σε μια σχέση ανισότητας που καθορίζεται με αυστηρά κοινωνικά και κυρίως πολιτισμικά κριτήρια. Τόσο οι εργοδότριες που αυτό-προσδιορίζονται ως «καλές», όσο κι εκείνες που αποδέχονται ανοιχτά ότι είναι ρατσίστριες, αναφέρουν ότι στην καθημερινή ζωή ακολουθούν στρατηγικές (στον καταμερισμό εργασίας, στους μισθούς, στην εικόνα που έχουν σχηματίσει για τις μετανάστριες, στη διαμόρφωση του χώρου και του χρόνου) που προϋποθέτουν και ισχυροποιούν την απόσταση και συχνά την αποξένωσή τους από τις μετανάστριες. Έτσι προκειμένου να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις εργοδότριας-«οικιακής βοηθού», πρέπει διαρκώς να αναπροσδιορίζεται το όριο που τις διαχωρίζει και η πολιτισμική απόσταση που τις απομακρύνει.

Η εστίαση στις εμπειρίες των μεταναστριών που εργάζονται στο χώρο της οικιακής εργασίας θέτει σε αμφισβήτηση τόσο τα όρια που διαχωρίζουν Έλληνες και ξένους, όσο και τα όρια που διαχωρίζουν τις «γυναικείες» από τις «ανδρικές» πρακτικές. Όπως υποστηρίζει η Anderson, η οικιακή εργασία δεν είναι αόρατη αλλά «εξαιρετικά ορατή», καθώς δεν έχει σκοπό μόνο την κάλυψη βασικών «ιδιωτικών» αναγκών, αλλά κατά κανόνα αποσκοπεί στη δημόσια «επίδειξη» του οικιακού χώρου ως συμβόλου του τρόπου ζωής των ιδιοκτητών του.  Παράλληλα, όμως, όπως φαίνεται και από τις συζητήσεις, οι ίδιες οι οικιακές εργαζόμενες διεκδικούν ενεργή συμμετοχή στην «επίδειξη» αυτή, επιθυμούν δηλαδή η εργασία τους να φαίνεται και να αναγνωρίζεται αφήνοντας τα «ίχνη» τους στο χώρο. Οι ίδιες σχέσεις εξουσίας που καθιστούν τις μετανάστριες δέσμιες στην οικιακή εργασία επεκτείνονται και στον ιδιωτικό τους χώρο, όπου εξασκούν και εκεί (με μεγαλύτερη ίσως ένταση) τις οικιακές πρακτικές, χωρίς όμως να αμείβονται. Μια «παθιασμένη προσκόλληση» στις οικιακές πρακτικές μειώνει το χρόνο ξεκούρασης, τις δυνατότητες απόδρασης από την καθημερινότητα.  Η καθημερινή ζωή αποκτά ένα συνεχή ρυθμό. Η δημόσια αυτή διάσταση του ιδιωτικού χώρου τον κάνει να μετατρέπει σε πεδίο αναπροσδιορισμού των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) οι μετανάστριες οικιακός εργαζόμενες ζουν μεταξύ δύο τόπων όπου οι ενδεδειγμένοι ρόλοι του φύλου διαφέρουν και δέχονται διαρκείς επιρροές και πιέσεις και από τους δύο. Οι γυναίκες αυτές αποκτούν χαρακτηριστικά υβριδικά και μεταβατικά, καθώς βρίσκονται μεταξύ δύο γενιών, δύο χωρών και δύο φύλων.

Η μετανάστευση προϋποθέτει έμφυλες διχοτομήσεις καθώς ο μετανάστης ως «άλλος» συνδέεται άρρηκτα με τη διχοτόμηση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Όμως, μεταξύ της γυναίκας ως «άλλου» και του μετανάστη ως «άλλου» υπάρχουν τόσο συνέχειες όσο και ασυνέχειες που δεν αποκρυσταλλώνονται απαραίτητα σε μια διπλή κοινωνική υποβάθμιση για τη γυναίκα μετανάστρια λόγω φύλου και φυλής.  Αυτό έγινε εμφανές στις ομάδες εστιασμένης συζήτησής, όπου η ταυτότητα του υποκειμένου της μετανάστευσης συχνά αμφισβητεί τα όρια που διαχωρίζουν το αρσενικό με το θηλυκό, το ελληνικό με το ξένο. Οι μετανάστριες περιγράφουν τους εαυτούς τους ως εργαζόμενες με στερεότυπα «αρσενικά» χαρακτηριστικά (δύναμη, αντοχή, επαγγελματικότητα τελειομανία). Για να επαναλάβουμε μια φράση της Ρενάτας για το αφεντικό της:

Καλά δεν λέω υπάρχουν κι οι Έλληνες που δουλεύουν πολύ. Εγώ λέω για τον άνδρα του αφεντικού μου, «Δουλεύει σαν Αλβανίδα γυναίκα».

Το υποκείμενο της μετανάστευσης σε αυτή τη φράση είναι θηλυκό, αλλά χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν Έλληνα άνδρα. Η αντιστροφή αυτή τόσο της σχέσης εαυτού-άλλου όσο και της σχέσης αρσενικού-θηλυκού αντικατοπτρίζει την αμφισημία του υποκειμένου της μετανάστευσής και επιτρέπει την αμφισβήτηση της ανωτερότητας των Ελλήνων απέναντι στους ξένους.

Η έμφυλη αμφισημία του υποκειμένου της μετανάστευσης συντελείται, όμως, σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της εργασίας. Οι υπερβολικές ώρες καθημερινής δουλειάς κι η κατάληψη του χωροχρόνου της καθημερινής ζωής από την οικιακή εργασία αποτελούν στρατηγικές που σηματοδοτούνε εναλλακτικές ταυτότητες που βρίσκονται στα όρια μετάξι αρσενικού και θηλυκού, του ελληνικού και του ξένου. Στο λόγο των ίδιων των μεταναστριών μέσα από αυτή την έμφυλη αμφισημία διαφαίνεται πλέον η πιθανότητα απαγκίστρωσής από τις ταυτότητες που τους αποδίδονται στις επίσημές πολιτικές αλλά και στην υποβαθμισμένη τους θέση στον εργασιακό χώρο. Η τάση τους να μετατρέπουν την ιδιότητα της νοικοκυράς σε μια επαγγελματική ταυτότητα ανατρέπει τη διπλή υποβάθμιση μυαλού-σώματος που υφίστανται λόγω του ότι είναι γυναίκες και μετανάστριες. Στο λόγο τους, η οικιακή εργασία απαιτεί μυαλό, εμπειρία, γνώση, που οι Ελληνίδες δεν κατέχουν. Προσδίδοντας δημόσια χαρακτηριστικά σε ταυτότητες που παραδοσιακά σχετίζονται με τον ιδιωτικό χώρο αμφισβητούν τις κυρίαρχες προσλήψεις όχι μόνο για το επάγγελμά τους αλλά και για τη μεταναστευτική τους ιδιότητα και το φύλο τους. Έτσι, ενώ στον οικιακό χώρο ανοίγεται ένα πεδίο έμφυλης χειραφέτησης και μεταναστευτικών διεκδικήσεων, στον δημόσιο χώρο όπου επικρατούν εθνοκεντρικές πολιτικές, οι μεταναστευτικές αυτές ταυτότητες που αμφισβητούν τα όρια μεταξύ Ελλήνων και ξένων, ιδιωτικού και δημοσίου, θηλυκού και αρσενικού είναι ελάχιστα ορατές. Η οικιακή διάσταση της σχέσης φύλου και μετανάστευσης πολύ δύσκολα ξεπερνά τα όρια αυτά προκειμένου να αναδειχτεί σε κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα. Αόρατες στον δημόσιο λόγο, αλλά «εξαιρετικά ορατές» στον ιδιωτικό χώρο της οικιακής εργασίας οι μετανάστριες συμμετέχουν στην παραγωγή της καθημερινής ζωής με ανατρεπτικό τρόπο.

από: https://geniusloci2017.wordpress.com