Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 09 Οκτ 2023
ΠΕΡΙ «ΜΕΤΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» ΚΑΙ «ΜΕΤΑΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ…
Κλίκ για μεγέθυνση











«Με ενδιαφέρει κάτι πολύ περισσότερο από την πολιτική. Η μεταπολιτική. Μια πολιτική που δεν είναι αιχμάλωτη των σκοπιμοτήτων της συγκυρίας, που δεν φλερτάρει ούτε άμεσα ούτε έμμεσα και κομψά με τον λαϊκισμό. Ο ενεργός και ενήμερος πολίτης δεν αφήνει ανυπεράσπιστο το πεδίο της πολιτικής, δηλαδή το πεδίο της Ιστορίας εν τω γίγνεσθαι, στα χέρια μιας στερεοτυπικής αντιπαράθεσης μεταξύ κομμάτων».

Ευάγγελος Βενιζέλος

«Εκτός από την ένδειξη εκφυλισμού του σοβαρού διαλόγου, της καταφυγής στη βιομηχανία του θεάματος για την άντληση ιδεών που θα τονώσουν το ενδιαφέρον των πολιτών για την πολιτική, της όλο και μεγαλύτερης αδυναμίας των σύγχρονων πολιτών να ξεκαθαρίσουν τα συμφέροντα τους και της αυξανόμενης τεχνικής πολυπλοκότητας των θεμάτων, το φαινόμενο της προσωπολατρείας μπορεί να ερμηνευθεί και ως αντίδραση σε ορισμένα από τα προβλήματα της μεταδημοκρατίας».

Colin John Crouch, Μεταδημοκρατία (2003)

Έχουμε τονίσει επανειλημμένα στο παρελθόν, ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που ασκούν πολιτική, περίοπτη θέση καταλαμβάνουν εκείνοι, οι οποίοι έχουν πλήρη επίγνωση της σημασίας της και εφαρμόζουν όλες τις μεθόδους και τεχνικές, που απορρέουν από αυτήν την κατ’ ουσίαν επιστήμη της εξαπάτησης και της χειραγώγησης.

 

Πρόκειται για τις διαμορφωμένες και συγκροτημένες ομάδες εξουσίας, που διαθέτουν την ικανότητα και τους πόρους να ανακαλύπτουν και να χρησιμοποιούν συνεχώς όλο και πιο περίπλοκα μέσα και τρόπους, με τους οποίους αναπαράγουν της ισχύ τους και εδραιώνουν την θέση τους απέναντι στους υποταγμένους. Η πολιτική αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν ένα απρόσωπο σύνολο, που άγεται και χρησιμοποιείται για τη διεκπεραίωση επί μέρους διαδικασιών και έτσι, αφ’ ενός τους υποβιβάζει στην κατάσταση της λεγόμενης μάζας και αφ’ ετέρου επιδιώκει συστηματικά τη διατήρησή τους σ’ αυτή την κατάσταση.

Τα κόμματα αποτέλεσαν και συνεχίζουν ν’ αποτελούν τα πολιτικά εργαλεία για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών. Σύμφωνα με τον Max Weber , το «πολιτικό κόμμα» είναι παράγωγο του μαζικού εκλογικού δικαιώματος, που συνοδεύει την επέκταση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάγκης για μαζική προσέλκυση οπαδών, μελών και φίλων και ως εκ τούτου συνιστά πριν απ’ όλα την πολιτική συγκρότηση των σχέσεων εκπροσώπησης και ανάθεσης, που αναπαράγονται μέσα σε συνθήκες κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού.

Μεταπολιτευτικά τα μαζικά κόμματα λειτούργησαν ως ιμάντες μεταφοράς των κοινωνικών αιτημάτων, στηριζόμενα στα πελατειακά δίκτυα και  επαναπροσδιορίζοντας την σχέση τους με το κράτος. Τα μεσαία στρώματα, τα οποία αναδείχθηκαν και ενισχύθηκαν μέσω της τόνωσης της κοινωνικής κινητικότητας, αλλά και οι μέχρι πρότινος αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες, απέκτησαν πρόσβαση στους μηχανισμούς εξουσίας πετώντας το γάντι στους παραδοσιακούς μέχρι τότε εκπροσώπους των οικονομικών συμφερόντων.

Η διαδικασία αυτή (παρ’ ότι έδειξε κάποια σημάδια κόπωσης κατά την δεύτερη τετραετία του Πασοκ την δεκαετία του ’80) δεν εξασφάλισε μόνον πόρους σ’ όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, μηδενός αριστερού ή κομμουνιστικού εξαιρουμένου, αλλά, επίσης, συνέβαλε στην μεγιστοποίηση της δυνατότητας του κράτους, ως μια  θεσµοποιηµένη δοµή, να ενισχύει τους δικτυωµένους και µυηµένους και να αποκλείει εκείνους οι οποίοι δεν έχουν παρεισφρήσει στα εσώτερα των ανάλογων δικτύων. Τα κόμματα, επομένως, δίπλα στην αντιπροσωπευτική τους ιδιότητα, έθεσαν και αυτήν του κρατικού θεσμού, με την οποίαν συμμετέχουν οργανικά στην παραγωγή συναίνεσης και νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών.

Έχουμε, επίσης, αναφερθεί συχνά στην με χρονικό βάθος διαδικασία αντικατάστασης των μαζικών κομμάτων από τα κόμματα καρτέλ, τα οποία χαρακτηρίζονται, εκτός των άλλων, από την πολυσυλλεκτικότητα με στόχο την εκλογική επιτυχία, με την χρήση των επικοινωνιακών εργαλείων, των νέων ψηφιακών μέσων και με δεδομένη την συνεχιζόμενη υποχώρηση των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων, που χαρακτήριζαν έντονα τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η απουσία μαζικών κομμάτων, με σταθερά και δραστήρια μέλη, η λεγόμενη από-ιδεολογικοποίηση, η απουσία διαχωριστικών γραμμών, η συνεχιζόμενη ρευστοποίηση της κομματικής βάσης των λεγομένων κομμάτων καρτέλ, άνοιξε για τα καλά την σχετική συζήτηση. «Μετα-κόμματα», «μετα-δημοκρατία», «μετα-πολιτική», «μετα-συνέδρια» κομμάτων, «μετα-ηγέτες», που ψηφίζονται από στιγμιαία μέλη, περαστικούς, φίλους, σύμφωνα με την αμερικάνικη μέθοδο, και από πίσω οι γκουρού της επικοινωνίας, οι μάγοι των δημοσκοπήσεων και των προβλέψεων και οι κάθε λογής τελάληλες της περιβόητης συμμετοχικής δημοκρατίας.

Όπως τονίζουν εδώ και καιρό οι ανησυχούντες δημοσιολόγοι, χαρακτηριστικό γνώρισμα του «μεταδημοκρατικού εκφυλισμού» ή της «μετα-δημοκρατικής μετάλλαξης» του πολιτικού συστήματος αποτελεί η αυξανόμενη επιρροή των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, των τεχνοκρατών-ειδημόνων, των Μ.Κ.Ο. (μη κυβερνητικές οργανώσεις), των διαπεπλεγμένων ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων –εθνικών και κυρίως πολυεθνικών– με την πολιτική ελίτ στη λειτουργία του κράτους, τη δράση των κομμάτων και εν τέλει «στη διαμόρφωση του συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων και την έκφραση της πολιτικής βούλησης, ιδίως στο κορυφαίο επίπεδο της λαϊκής ετυμηγορίας». Και φυσικά η ανάδειξη μη πολιτικών προσώπων, όπως ο Τραμπ, ο Μακρόν ή το πρόσωπο των ημερών ο Στέφανος Κασελάκης, που προέρχονται από τραπεζικούς ή επιχειρηματικούς κύκλους δίχως  κομματική προϋπηρεσία. Η περίπτωση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μάλιστα, είναι η πλέον χαρακτηριστική, καθώς αναδύθηκε στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 και ενώ κατέρρεαν τα χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα στην Ιταλία. Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος, παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε στενούς δεσμούς με το «παλαιό» καθεστώς και φυσικά με την μαφία, εισέβαλλε στο πολιτικό σκηνικό και μέσα σε ελάχιστους μήνες κατασκεύασε ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα στην Ιταλία. Το κόμμα του, η Forza Italia, δεν είχε ούτε μέλη, ούτε ακτιβιστές, στηρίχθηκε όμως στους πόρους που αντλήθηκαν από μια οικονομική αυτοκρατορία, σ’ ένα εκτεταμένο δίκτυο επιχειρήσεων το οποίο περιελάμβανε τηλεοπτικούς σταθμούς, μεγάλη και ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα, αλυσίδα σούπερ-μάρκετ κ.ά..

Στο επίκεντρο, λοιπόν, μιας ακόμα «κρίσης», όπως χαρακτηρίζεται η «μετα-δημοκρατική μετάλλαξη», βρίσκεται η πολιτική αντιπροσώπευση, η οποία συγκροτεί τον σκληρό, ιστορικό, ιδεοτυπικό και κανονιστικό πυρήνα της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η «κρίση» αυτή, όπως ισχυρίζονται οι «ειδικοί», που αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ενάργεια στην εκλογική διαδικασία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην μετάλλαξη των πολιτικών κομμάτων, τα οποία είναι επιφορτισμένα από τα αστικοδημοκρατικά Συντάγματα με τον κρίσιμο ρόλο διαμεσολάβησης μεταξύ κράτους και κοινωνίας (Δ. Τσάτσος, 2010).

Όπως σημειώνει ο κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας Colin Jhon Crouch στο βιβλίο του Μεταδημοκρατία (2003), οι κομματικές εντάσεις γίνονται οξύτερες, όταν οι ηγεσίες, στην προσπάθειά τους να αλιεύσουν ψήφους από την δεξαμενή του ευρύτερου εκλογικού σώματος, κρίνουν ότι η βάση των πιστών ψηφοφόρων δεν επαρκεί ως στήριγμα του κόμματος, ή όταν η ηγεσία «υποψιάζεται» ότι οι ακτιβιστές αποτελούν στεβλό δείγμα ακόμα και των πιστών ψηφοφόρων του κόμματος.

Όπως εξηγεί ο Crouch, εφ’ όσον η προσπάθεια αυτή στοχεύει την προσέγγιση ομάδων ψηφοφόρων, που είναι ξένες προς στις προτεραιότητες των ακτιβιστών και είναι απομακρυσμένες από το κόμμα στην παρούσα μορφή του, τότε ξεσπούν διαμάχες: «Αν ορισμένες από τις νέες ομάδες ενταχθούν στα ενεργά μέλη του κόμματος, τότε οι συγκρούσεις εκδηλώνονται ανάμεσα στα ίδια τα μέλη, αλλά το κόμμα έχει ανανεωθεί με εποικοδομητικό τρόπο. Αν από την άλλη η επικοινωνία με τις νέες ομάδες γίνεται δια μέσου δημοσκοπήσεων και άλλων μεθόδων πέρα από την ενεργό ένταξη στο κόμμα, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να αναπτυχθεί μια ιδιόρρυθμη σύνδεση του κεντρικού κύκλου με τον εξωτερικό, σε βάρος όλων των ενδιάμεσων σχέσεων».

Μ’ άλλα λόγια, από την ηγετική ομάδα και τα επαγγελματικά στελέχη του κομματικού σχηματισμού ξεκινά μια «γραμμή», που παρακάμπτει την ιστορική κομματική βάση για να συνδεθεί με τους επικοινωνιακούς συμβούλους και τους «ειδικούς» σε ζητήματα πολιτικού σχεδιασμού και φυσικά με τα χαρακτηριζόμενα εξωθεσμικά κέντρα, οικονομικά συμφέροντα και διευθυντικά στελέχη μεγάλων εταιρειών, εθνικών ή πολυεθνικών.

Ας δούμε επιγραμματικά και ορισμένα παραδείγματα.

Μπορούμε να θυμηθούμε λόγου χάριν την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη στην οποία στρατολογήθηκαν ευρέως, ως στελέχη και παράγοντες, πρόσωπα από τον χώρο των τραπεζών, των διοικήσεων διαφόρων επιχειρήσεων, καθηγητές πανεπιστημίων υπό την εποπτεία «ειδικών» επικοινωνιολόγων και συμβούλων. Ο δρόμος αυτός δεν εγκαταλείφθηκε από τους επόμενους διαχειριστές των κρατικών υποθέσεων.

Ο Θοδωρής Ρουσόπουλος υπουργός της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (24-25 Δεκεμβρίου 2006), παρουσίασε το σχέδιο της «επανίδρυσης του κράτους», αναφερόμενος στην πρόσληψη διεθνών εταιρειών για την αναδιοργάνωση της λειτουργίας του δημοσίου, αλλά και για τον ίδιο τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, εξηγώντας ότι ξένοι μάνατζερς θα γίνουν βασικοί παράγοντες της κυβέρνησης.

Το καλοκαίρι του 2019, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη εισηγήθηκε τον νόμο 4622/2019 που έφερε τον τίτλο «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης». Μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, έχει το γεγονός ότι ήδη από το 2011, την εποχή που τα μνημόνια επιβάλλονταν στον ελλαδικό χώρο δια πυρός και σιδήρου, έκθεση του ΟΟΣΑ ζητούσε ακριβώς το ίδιο πράγμα: «Ο γενικός στόχος αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι να δημιουργηθεί ένα «επιτελικό κράτος» – που θα είναι σε θέση να καθορίσει, κατευθύνει, παρακολουθεί και να υλοποιεί αποφασιστικά επιτελικούς στόχους και στόχους πολιτικής. Στον πυρήνα του διοικητικού μηχανισμού της, η Ελλάδα χρειάζεται απαραιτήτως μια υψηλού επιπέδου δομή, η οποία θα έχει την εξουσία, την αρμοδιότητα και την ικανότητα να ηγηθεί της διαδικασίας διαμόρφωσης ενός στρατηγικού οράματος, δίνοντας μια αίσθηση προσανατολισμού στις δημόσιες πολιτικές για την αποτελεσματική εφαρμογή του οράματος αυτού στην πράξη».

Όσα εξελίσσονται, λοιπόν, στον Συριζα, όχι μόνον δεν αποτελούν καινοφανή γεγονότα σε οποιαδήποτε έκφανσή τους, αλλά έχουν καταγραφεί εδώ και δεκαετίες από τους θεωρητικούς της λεγόμενης «μετα-δημοκρατίας» και της «μετα-πολιτικής», ως συνήθη κομματικά συμπτώματα των «ασθενούντων» μαζικών κομμάτων για διάστημα πλέον των δυο δεκαετιών.

Στο εξουσιαστικό γλωσσάρι, το «παλαιό» και το «νέο» είναι τα φτιασίδια μιας εξουσίας που αναδιανέμεται μέσω ανταγωνισμών, σκοπιμοτήτων, ψεύδους, και εξαπάτησης. Μοιάζουν με αντικατοπτρισμούς και παραισθήσεις σε μια δυστυχώς κοινωνική έρημο στην οποία τείνει να μετατραπεί, άγνωστο για πόσο, ο κοινωνικός χώρος. Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας μεγεθύνεται όσο η γάγγραινα της πολιτικής εξαπλώνεται, όσο τα πλοκάμια της αγκαλιάζουν ασφυκτικά και όσους υποτίθεται αντιμάχονται τις εξουσιαστικές επιδιώξεις.

Οι κάθε λογής εξουσιαστές σχεδιάζουν, εκτός των άλλων, τις εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά την διαδοχή στη διαχείριση των κοινών τους συμφερόντων. Η αριστερά ήταν ανέκαθεν πολύτιμος εταίρος στην προσπάθεια αυτή, αναντικατάστατο αποκούμπι σε κάθε «κρίση» και αδιαμφισβήτητα μοχλός αποσυμπίεσης και αφομοίωσης των κοινωνικών εντάσεων. Η ευρύτερη περίοδος, που σηματοδοτείται από το 2010, με την επιβολή μνημονίων και τον πλήρη ανασχηματισμό των υφιστάμενων κομματικών σχηματισμών, κατά την γνώμη μας, δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Τα «κενά» στο πολιτικό σκηνικό γεμίζουν και αδειάζουν μέσω της κατασκευής, της χρήσης και της απόσυρσης κομμάτων και κομματιδίων μιας ή περισσότερων χρήσεων.

Ο λεγόμενος δικομματισμός, που χαρακτήρισε για δεκαετίες την μεταπολίτευση, έχει δώσει την θέση του σε μια φανερή πλέον σύγκλιση των κομμάτων, που διαχειρίζονται την εξουσία με τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις να αποτελούν εδώ και δεκαετίες φτηνό ανέκδοτο. Η κυβερνώσα αριστερά εξαργύρωσε οριστικά τα κινηματικά γραμμάτια, που κατείχε και ανανέωνε μεταπολιτευτικά, με το αζημίωτο.

Τα κομματικά «βαρίδια» του νέου Συρίζα θα οδηγηθούν στον κάλαθο της εξουσιαστικής ιστορίας, εφ’ όσον το απαιτούν οι νέοι σχεδιασμοί. Τα μεγάλα αφεντικά, ντόπια και ξένα, φαίνεται ότι ήδη έχουν συμφωνήσει την συνέχεια και φυσικά τους όρους διαδοχής, όταν έρθει εκείνη η ώρα, του «νεομητσοτακικού» καθεστώτος.

Μιλάμε για τα προεόρτια ενός Μεγάλου Συνασπισμού;

Όλα δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση… Και τα σκυλιά δεμένα…

Συσπείρωση Αναρχικών

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.241, Οκτώβριος 2023

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου