Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης European Journal of Psychoanalysis. Ο Duane Rousselle είναι ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος και συγγραφέας.




Δημοσιεύθηκε την 11 Οκτωβρίου, 2023

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 






Σε γενικές γραμμές, μοιάζει πως σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με δύο μεγάλες απειλές. Από τη μία, υπάρχει η συνέργεια καπιταλισμού και επιστήμης, η οποία, με έναν τρόπο που έγινε προφανής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έχει σε πρώτο πλάνο βιολογικές και ιατρικές παρεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει γίνει μια προσπάθεια αποκατάστασης της πατριαρχικής εξουσίας, που φαίνεται ξεκάθαρα από την άνοδο του νεοφασισμού. Ο κίνδυνος είναι να υποθέσουμε πως πρόκειται για ξεχωριστές και αντίθετες μεταξύ τους απειλές. Πιστεύω πως ο τελευταίος είναι μια προβληματική απάντηση σε μια αλήθεια που έγινε πιο προφανής από τη πρώτη: ο νεοφασισμός υπάρχει στο πλαίσιο μιας διάβρωσης των κοινωνικών δεσμών (όπου τα εμπορεύματα παρέχουν φευγαλέους και μη βιώσιμους κοινωνικούς δεσμούς). Το πρόβλημα είναι πως ο ρεαλιστικός καπιταλισμός παρουσιάζεται ως η εναλλακτική στον ολοκληρωτισμό (αλλά πάντα από μια αδιάφορη οικουμενική θέση). Αυτό οδηγεί σε ένα μάλλον ανησυχητικό συμπέρασμα: το κρίσιμο έργο δεν είναι να αναζητήσουμε εναλλακτικές στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα να αναγνωρίσουμε πως ο καπιταλισμός είναι η εναλλακτική.

Με άλλα λόγια, η επιστημολογική αιτιολόγηση που στηρίζει τον ρεαλιστικό καπιταλισμό λειτουργεί μέσω της εξαιρετισμού, δηλαδή ενός δόγματος διάκρισης. Έτσι, οι καπιταλιστικές εκλογικεύσεις έχουν συχνά την ακόλουθη μορφή: «ο ρεαλιστικός καπιταλισμός είναι η μόνη εναλλακτική λύση στην τυραννία, τον ολοκληρωτισμό και ούτω καθεξής». Η ειρωνεία είναι πως ο ρεαλιστικός καπιταλισμός επίσης γεννά τυραννία. Αυτό ήταν ένα σημείο που είχε πει πολύ καλά πριν από πολλά χρόνια ο David Harvey. Ο Harvey είπε πως η δύναμη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού ήταν η δυνατότητά του να προσαρμοστεί σε ριζικά διαφορετικά πολιτιστικά περιβάλλοντα. Όπως το τόφου, μπορεί να μαριναριστεί από μια κουλτούρα, παίρνοντας μια μεγάλη ποικιλία γεύσεων. Ως εκ τούτου, συχνά συζητάμε για τον «ρωσικό καπιταλισμό», τον «κινεζικό καπιταλισμό», τον «αμερικανικό καπιταλισμό», τον «ινδικό καπιταλισμό» και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πολύ βαθύτερο, δεδομένου πως ο φασισμός δεν εμφανίζεται μόνο ως επέκταση, εκεί έξω σε «εκείνες τις άλλες χώρες», αλλά και εδώ, στο εσωτερικό: νεοφασιστικά κινήματα εμφανίζονται μέσα στις φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες. Αυτά τα νέα φασιστικά κινήματα μαρτυρούν την ύπαρξη ενός νέου σύμπαντος των εξαιρέσεων.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο σύγχρονος φασισμός είναι ελκυστικός ακριβώς επειδή φαίνεται να προσφέρει ένα φάρμακο για τη μοναξιά. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η θέση της Hannah Arendt. Με αυτή την κατάλληλη λογική θα πρέπει να ακολουθήσουμε το ευρέως αναφερόμενο επιχείρημα του Walter Benjamin πως ο φασισμός προκύπτει ως συνέπεια μιας αποτυχημένης επανάστασης. Θα πρέπει όμως να προσπαθήσουμε επιπλέον να ξεχωρίσουμε τον σύγχρονο φασισμό από τη σημερινή μετάλλαξή του. Ο σύγχρονος φασισμός λειτουργεί μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει μεταμορφωθεί σε μεγάλο βάθος. Για αυτόν τον λόγο, ο σύγχρονος φασισμός διακρίνεται από τον σημερινό ή «νεο-» φασισμό, αν και οι δύο είναι πάντα εξ ορισμού ομόλογοι με το περιβάλλον τους (αντί να είναι αντίθετοι με το περιβάλλον, όπως στα αριστερά επαναστατικά κινήματα). Οι Ναζί αξιοποίησαν «καθολικές απαγορεύσεις» μέσα από το σύγχρονο περιβάλλον της εποχής τους, ενώ οι νεοφασίστες εκμεταλλεύονται όλο και περισσότερο την «επιτρεπτικότητα» του σύγχρονου καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, ενώ οι Ναζί βασίστηκαν σε μια αντισημιτική ιδεολογία, είναι ξεκάθαρο πως ο ρατσισμός σήμερα δεν απαιτεί από μόνος του ιδεολογική υποστήριξη. Δύο απόψεις του Lacan στηρίζουν την θέση μας: πρώτον, ο Lacan υποστήριξε πως οι φασίστες είναι αυτοί που «είναι οι πιο αφοσιωμένοι στη λογική διαδικασία του καπιταλισμού» και. δεύτερον, «δεν χρειάζεται ιδεολογία για να συγκροτηθεί ο ρατσισμός» (13.1.1971: 44).

Οι ολοκληρωτικές απαγορεύσεις των Ναζί κατά των Εβραίων, των Ελευθεροτέκτονων, των Κομμουνιστών και των Ομοφυλοφίλων, συγκεκριμενοποιήθηκαν συγκεκριμένα στη νομοθεσία (π.χ. η αντισημιτική νομοθεσία του 1933-39) και υποστηρίχθηκαν μέσω της προπαγάνδας των μέσων ενημέρωσης. Το καίριο έργο ήταν να αποκαλυφθούν αυτοί οι λόγοι ως απάτες μέσω κριτικών ερμηνευτικών τεχνικών. Λίγο αργότερα, είδαμε μια υπέροχη εκδοχή αυτής της τεχνικής από τον Roland Barthes, ο οποίος αποδόμησε την εικόνα ενός μαύρου στρατιώτη που χαιρετούσε τη γαλλική σημαία. Ο ρατσισμός εμφανίζεται μέσα στον νεοφασισμό χωρίς καμία εγγενή ανάγκη για ρητά αντισημιτική νομοθεσία (που δεν σημαίνει την άρνηση της ύπαρξης νόμων μίσους). Έτσι, οι μυθολογίες, οι ερμηνευτικές τεχνικές, η αποδόμηση, δεν πρόκειται να μας πάνε πολύ μακριά. Ο νεοφασισμός λειτουργεί πιο ουσιαστικά στο επίπεδο της απόλαυσης (jouissance)· όχι μια λογική των «ολοκληρωτικών απαγορεύσεων», αλλά μάλλον μια λογική των «ιδιαίτερων επιβεβαιώσεων». Οι ιδιαίτερες επιβεβαιώσεις (σε αντίθεση με τις ολοκληρωτικές απαγορεύσεις) αφήνουν την απόλαυση στη θέση της, χωρίς να την αρνούνται μέσω του σημαίνοντος.

Η τεράστια επιστημολογία των «ιδιαίτερων επιβεβαιώσεων» διατηρεί αυτό το σύνδεσμο με την απόλαυση, ακόμη και όταν φτάνει στον τομέα της νομοθεσίας και του νόμου. Εφόσον ο νόμος δεν λειτουργεί για να αρνηθεί την απόλαυση, απλά την διευκολύνει. Η πιο ξεκάθαρη τέτοια περίπτωση στην πρόσφατη ιστορία (όπου ο συμβολικός νόμος κυριολεκτικά αντικαθίσταται από συγκεκριμένες επιβεβαιώσεις) είναι η Τροποποίηση του Νόμου Ιθαγένειας στην Ινδία, ένας νόμος που δεν απαγορεύει ρητά την ιθαγένεια στους μουσουλμάνους αλλά αντίθετα επιτρέπει την υπηκοότητα για συγκεκριμένες θρησκευτικές ταυτότητες εκτός από τους Μουσουλμάνους (π.χ. Ινδουιστές, Βουδιστές, Χριστιανοί κ.λπ.). Το αποτέλεσμα είναι ωστόσο το ίδιο και θα μπορούσε να έχει τις ίδιες καταστροφικές συνέπειες: η απόλαυση των μουσουλμάνων απορρίπτεται, εκριζώνεται, ως μέρος του εθνικού σχεδίου της Ινδίας. Συμπωματικά, ο Zygmunt Bauman υποστήριξε κάποτε πως το ολοκαύτωμα ήταν η πλήρης πραγμάτωση της ιδεολογίας της νεωτερικότητας. Ομολογουμένως, είναι μια πολύ αμφιλεγόμενη θέση, δεν μας δείχνει όμως μια αλήθεια για τον φασισμό; Ομοίως, δεν είναι δυνατόν ο νεοφασισμός να λειτουργεί ως πραγμάτωση της μετανεωτερικότητας;

Αυτό σημαίνει πως πρέπει να είμαστε καχύποπτοι (ή, μάλλον, επιφυλακτικά υποστηρικτικοί) στις αφελείς επικλήσεις για «αντιρατσισμό» που βρίσκεται μέσα στα όρια του σύγχρονου μας περιβάλλοντος. Η επικράτηση των επιτροπών θεσμικής ποικιλομορφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα αποδεικνύει πως εκτελεί συχνά την αντίθετη λειτουργία: εξουδετερώνει πραγματικές αντιφάσεις και αμφισβητήσεις για τον σύγχρονο καπιταλισμό παρέχοντας μια εσωτερική ακολουθία από εξατομικευμένα/μοναδοποιημένα «αυτά» που το καθένα έχει τη θέση του σε μια σειρά. Το τίμημα που πληρώνει κανείς για την αποδοχή του είναι το να απαρνηθεί κάθε πιθανή ανάλυση του κυρίαρχου ρατσιστικού συστήματος. Το σιωπηρό αξίωμα θα μπορούσε να είναι: ο καθένας επιτρέπεται να έχει τη θέση του εδώ, υπό την προϋπόθεση πως διατηρείται το βασικό εγκριτικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, ο ρεαλιστικός καπιταλισμός παραμένει η μόνη πιθανή εναλλακτική που μπορεί να θεραπεύσει τη μοναξιά μας, ο μόνος δυνατός τρόπος δημιουργίας δεσμών για φυλετικοποιημένα σώματα. Ωστόσο, τελικά δεν μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό που υπόσχεται: οι δεσμοί που δημιουργεί είναι φευγαλέοι, προσωρινοί και ίσως ακόμη και τραυματικοί.

Σε τέτοιες συνθήκες, ο ρατσισμός υπάρχει με την ίδια τη μορφή μέσω της οποίας δημιουργούνται οι δεσμοί. Αυτό είναι το συμπέρασμα που υποτίθεται πως πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία. Μπαίνω ακόμη στον πειρασμό να ισχυριστώ πως σήμερα υπάρχουν ανόητοι ρατσιστές και ανέντιμοι ρατσιστές: οι ανόητοι προσκολλώνται στην πεποίθησή τους πως μπορούν (προσωπικά) να αποφύγουν τον συστατικό ρατσισμό του συστήματος μέσω μεγαλειωδών αναφορών στις αρετές του «αντιρατσισμού», ενώ οι ανέντιμοι προσκολλώνται πεισματικά στις απλοϊκές έννοιες της «ισότητας για όλους», «όλες οι ζωές έχουν σημασία» και ούτω καθεξής. Επομένως, μου φαίνεται πως υπάρχουν μόνο δύο πιθανά συμπεράσματα: πρώτον, πως ο ρατσισμός εμφανίζεται ως αδυναμία ανοχής της απόλαυσης του Άλλου, υποδηλώνοντας έτσι έναν διάχυτο αποκλεισμό (που μετατοπίζει τη φυλή από το συμβολικό στο πραγματικό πλαίσιο) και· δεύτερον, ο ρατσισμός υπάρχει ως μια οπισθοδρομική ή αντιδραστική προσπάθεια αποκατάστασης των απαγορεύσεων σε έναν κόσμο του οποίου το περιβάλλον έχει αλλάξει ριζικά (π.χ. οι δυνατές φωνές κατά της μετανάστευσης, οι συζητήσεις για την ανέγερση τείχους μεταξύ Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών κ.λπ.).

Πώς μπορούμε να μην δούμε σε αυτό μια παράλληλη λογική στην κοινωνική μας στάση απέναντι στην πανδημία; Καλά αιτιολογημένες εκκλήσεις για επιστροφή στην πατριαρχική εξουσία (π.χ. με το κλείσιμο των συνόρων, τον περιορισμό της κυκλοφορίας των ανθρώπων, τη θέσπιση νέων κανόνων που απαγορεύουν την απόλαυση κ.λπ.) συνυπήρξαν παράλληλα με φιλελεύθερες πραγματιστικές προσπάθειες ανάπτυξης και χορήγησης εμβολίων, μασκών προσώπου, σχηματισμό κοινωνικών θυλάκων και ούτω καθεξής. Τελικά, η φιλελεύθερη πραγματιστική λύση κερδίζει την τυραννική λύση (π.χ. τα εμβόλια σημαίνουν πως οι άνθρωποι αρχίζουν να ζουν ξανά κανονικές ζωές σε ορισμένα μέρη του κόσμου), αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει πάντα ένα ερώτημα πώς να δημιουργηθεί ένας κοινωνικός δεσμός μέσα σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας, χάους ή/και τραύματος. Επομένως, ο σύγχρονος ρατσισμός είναι ουσιαστικά πρόβλημα του λόγου και όχι σε (καθώς, όπως το έθεσε ο Lacan, «ο λόγος είναι αυτό που αποτελεί τον κοινωνικό δεσμό»).

Ωστόσο, θα πρέπει να εξετάσουμε την ακριβή λύση που προσφέρουν οι φιλελεύθεροι πραγματιστές: ένας κοινωνικός δεσμός σχηματίζεται με βάση κάτι σαν αρνητικό προσδιορισμό, «δεν είμαστε αυτό…», «δεν είμαστε ρατσιστές,…» Ο αντιρατσισμός δεν λειτουργεί πλέον ως εξέταση του καταπιεσμένου ρατσισμού κάποιου, που δείχνει μια κριτική χειρονομία που λειτουργεί μέσα από τον αγωγό της αμφιβολίας (π.χ. αμφιβάλλει για τον δικό του ρατσισμό, εμπλέκεται σε σύγκρουση με τις δικές του προκαταλήψεις). Αντίθετα, ο αντιρατσισμός λειτουργεί σήμερα μέσω του αποκλεισμού μέσω του αγωγού της βεβαιότητας, αφού οι ρατσιστές είναι «εκεί έξω» και υποτίθεται πως είναι προφανές πως αυτό συμβαίνει. Είναι μια μετάβαση από τον αντι-ρατσισμό στον ρατσισμό του αντί, ή, μάλλον, του «εναλλακτικού ρατσισμού». Δεδομένου πως η απόλαυση είναι θεμελιωδώς αινιγματική, ο μόνος τρόπος για να επιτύχουμε μια αίσθηση συνοχής, είναι να την εντοπίσουμε στο πραγματικό του περιβάλλοντος μας. Ο Eric Laurent περιέγραψε αυτή τη λογική με τον εξής τρόπο:

«Η συλλογική λογική βασίζεται στην απειλή μιας αρχέγονης απόρριψης, στην απειλή μιας μορφής ρατσισμού: ένας άνθρωπος ξέρει τι δεν είναι άνθρωπος. Και αυτό είναι ζήτημα απόλαυσης. Αυτός που απορρίπτω επειδή έχει μια απόλαυση διαφορετική από τη δική μου δεν είναι άνθρωπος».

Επομένως, δεν είναι ζήτημα αν κάποιος άλλος είναι πραγματικά ρατσιστής (σε πολλές περιπτώσεις, ισχύει πραγματικά) αλλά μάλλον ζήτημα της λειτουργίας αυτής της καταγγελίας για τη συνοχή του σχηματισμού(ών) της ομάδας μας. Η απόρριψη του άλλου προκαλεί έναν φόβο που, σύμφωνα με τον Jorge Assef, είναι η ρίζα κάθε διάκρισης: «η δική του απόλαυση παραμένει παραγνωρισμένη· είναι όταν κάτι από αυτή την απόλαυση επιστρέφει από το άλλο, η πιο θεμελιώδης άρνηση θέτει σε κίνηση ένα μηχανισμό για να του επιτεθεί».

Ο σημερινός ρατσισμός είναι πέρα από κάθε αμφιβολία εξαιρετικά πονηρός. Λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο που μας έχει μετατοπίσει από τα συναισθήματα αμφιβολίας σε αυτά της βεβαιότητας. Εκεί που κάποιος αναρωτιόταν για τον τρόπο με τον οποίο εμπλεκόμασταν σε ένα σύστημα φυλετικής και θρησκευτικής ανωτερότητας, δηλαδή με τους ακριβείς τρόπους με τους οποίους εσωτερικεύτηκε αυτό το σύστημα, σήμερα υποθέτουμε πως είμαστε εξαρχής αντιρατσιστές. Είναι απλώς ζήτημα του να υποδείξουμε τον άλλον που είναι ρατσιστής για να επιβεβαιωθεί αυτό το γεγονός. Ο φόβος της αντιπαράθεσης με τον δικό μας ρατσισμό είναι αυτός που δημιουργεί για εμάς έναν κοινωνικό δεσμό που βασίζεται στη λογική του «δεν είμαστε αυτό (αν και δεν ξέρουμε πως στη πράξη είμαστε)». Το στοίχημα μου είναι πως αυτές οι τεχνικές δεν είναι βιώσιμες, αν και συχνά υπάρχει η αίσθηση πως αποτελούν επείγουσα ανάγκη. Πρέπει κάποια στιγμή να βρούμε το θάρρος να αντιμετωπίσουμε άμεσα τη μοναξιά μας.

από: https://geniusloci2017.wordpress.com