Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Soundings: A Journal of Politics and Culture 48. Ο Mark Fisher (1968-2017) ήταν συγγραφέας, κριτικός, φιλόσοφος και καθηγητής στο τμήμα οπτικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Γκόλντσμιθ).



Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 Δημοσιεύθηκε την 18 Μαΐου, 2023

 

Ο Ivor Southwood διηγείται την ιστορία του πως, σε μια εποχή που ζούσε σε μια κατάσταση ανεργίας – εξαρτημένος από βραχυχρόνια συμβόλαια που του δίνονταν τη τελευταία στιγμή από γραφεία απασχόλησης – έκανε το λάθος ένα πρωί να πάει στο σούπερ μάρκετ. Όταν επέστρεψε διαπίστωσε πως ένα γραφείο απασχόλησης του είχε αφήσει ένα μήνυμα προσφέροντάς του δουλειά για εκείνη τη μέρα. Όταν όμως κάλεσε το γραφείο του είπαν πως η θέση είχε ήδη καλυφθεί – και επιπλήχθηκε για την  αμέλεια του. Όπως σχολιάζει, «δέκα λεπτά είναι μια πολυτέλεια που ένας ημερομίσθιος εργαζόμενος δεν μπορεί να διαθέσει». Τέτοιου τύπου εργαζόμενοι αναμένεται να περιμένουν, μεταφορικά, έξω από τις πύλες του εργοστασίου φορώντας τις μπότες τους, κάθε πρωί αδιάκοπα. Σε τέτοιες συνθήκες:

«η καθημερινή ζωή γίνεται επισφαλής. Το να σχεδιάζεις για το μέλλον γίνεται δύσκολο, είναι αδύνατο να δημιουργηθούν ρουτίνες. Η εργασία, οποιουδήποτε είδους, μπορεί να ξεκινήσει ή να πάψει παντού ανά πάσα στιγμή, και το βάρος είναι πάντοτε πάνω στον εργαζόμενο να δημιουργήσε8ι την επόμενη ευκαιρία και να μετακινείται μεταξύ ρόλων. Το άτομο πρέπει να υπάρχει σε μια κατάσταση μόνιμης ετοιμότητας. Το προβλέψιμο εισόδημα, οι αποταμιεύσεις, η σταθερή κατηγορία της ‘εργασίας’: όλα ανήκουν σε ένα άλλο ιστορικό κόσμο».

Δύσκολα προκαλεί έκπληξη πως άνθρωποι που ζουν σε τέτοιες συνθήκες – όπου οι ώρες και οι αμοιβές τους μπορούν να αυξάνονται ή να μειώνονται πάντοτε, και οι ώρες απασχόλησης τους είναι τρομερά επισφαλείς – θα αισθανθούν άγχος, κατάθλιψη και απελπισία. Και αρχικά μπορεί να μοιάζει σημαντικό πως τόσοι πολλοί εργαζόμενοι έχουν πειστεί να αποδεχτούν τέτοιες επιδεινούμενες συνθήκες ως «φυσιολογικές», και να κοιτούν προς τα μέσα – στη χημεία του εγκεφάλου τους ή στην προσωπική τους ιστορία – για τις πηγές κάθε στρες που μπορεί να αισθάνονται. Στο ιδεολογικό όμως πεδίο που περιγράφει εκ των έσω ο Southwood, αυτή η ιδιωτικοποίηση του στρες έχει γίνει μια ακόμη, θεωρούμενη, ως δεδομένη διάσταση αυτού του φαινομενικά αποπολιτικοποιημένου κόσμου. Ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποίησα για να περιγράψω αυτό το ιδεολογικό πεδίο· και η ιδιωτικοποίηση του στρες έχει παίξει καίριο ρόλο στην εμφάνιση του.

Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός αναφέρεται στη διαδεδομένη αντίληψη πως δεν υπάρχει εναλλακτική στο καπιταλισμό – αν και «αντίληψη» είναι ίσως παραπλανητικός ρόλος, δεδομένου πως η λογική του είναι εξωτερικευμένης τις θεσμικές πρακτικές των χώρων εργασίας και των μέσων, αλλά και κατοικούν  στα μυαλά των ατόμων. Στις αναλύσεις του για την ιδεολογία, ο Althusser αναφέρει το δόγμα του Pascal: «Γονάτισε, κούνα τα χείλη σου προσευχόμενος, και θα πιστέψεις»: οι ψυχολογικές αντιλήψεις ακολουθεί «την επανάληψη των κινήσεων» της συμμόρφωσης με τις επίσημες γλώσσες και συμπεριφορές. Αυτό σημαίνει πως, ανεξάρτητα του πόσα άτομα ή ομάδες έχουν περιφρονήσει ή ειρωνευτεί τη γλώσσα του ανταγωνισμού, η επιχειρηματισμός και ο καταναλωτισμός που έχει καθιερωθεί στους θεσμούς του Ηνωμένου Βασιλείου από τη δεκαετία του 1980, η ευρεία τελετουργική μας συμμόρφωση με αυτή την ορολογία έχει χρησιμεύσει για να κανονικοποιηθεί η κυριαρχία του κεφαλαίου και να βοηθήσει στην εξουδετέρωση κάθε εναντίωσης προς αυτό.

Μπορούμε γρήγορα να καταλάβουμε τη μορφή που παίρνει τώρα ο καπιταλιστικός ρεαλισμός με το να σκεφτούμε την μετατόπιση του νοήματος του διάσημου δόγματος της Thatcher πως «δεν υπάρχει εναλλακτική». Όταν η Thatcher έκανε αρχικά αυτό το διαβόητο ισχυρισμό, η έμφαση δίνονταν στη προτίμηση: ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ήταν το καλύτερο δυνατό σύστημα· οι εναλλακτικές ήταν ανεπιθύμητες. Τώρα, ο ισχυρισμός φέρει ένα οντολογικό βάρος – ο καπιταλισμός δεν είναι απλά το καλύτερο σύστημα, είναι το μόνο σύστημα· οι εναλλακτικές είναι θολές, φασματικές, ελάχιστα αντιληπτές. Από το 1989, η επιτυχία του καπιταλισμού στο να επιβληθείς τους αντιπάλους του έχει οδηγήσει στο να έχει έρθει πολύ κοντά στην επίτευξη του απόλυτοι στόχου της ιδεολογίας: την αορατότητα, στον παγκόσμιο Βορρά τουλάχιστον, ο καπιταλισμός παρουσιάζει τον εαυτό του ως την μόνη δυνατή πραγματικότητα, και για αυτό σπάνια «εμφανίζεται» ω3ς τέτοια. Ο Atilio Boron υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός έχει μετακινηθεί σε μια «διακριτική θέση πίσω από τη πολιτική σκηνή, έχει γίνει αόρατος ως δομικό θεμέλιο της σύγχρονης κοινωνίας», και αναφέρει την παρατήρηση του Bertolt Brecht πως ο «καπιταλισμός είναι ένας κύριος που δεν του αρέσει να τον αποκαλούν με το όνομα του».

Ο Καταθλιπτικός Ρεαλισμός των Νέων Εργατικών

Θα περιμέναμε πως η θατσερική (και μεταθατσερική) δεξιά να διαιωνίζει την ιδέα πως δεν υπάρχει εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Η νίκη όμως του καπιταλιστικού ρεαλισμού εξασφαλίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο  όταν το Εργατικό Κόμμα παραδόθηκε σε αυτή την αντίληψη, και δέχτηκε, ως τίμημα για την εξουσία, πως «τα επιχειρηματικά συμφέροντα, στενά προσδιορισμένα, θα επιτρέπεται από εδώ και στο εξής να οργανώνουν τη μορφή  και το προσανατολισμό ολόκληρης της κουλτούρας». Ίσως θα ήταν όμως πιο ακριβές; Να παρατηρήσουμε πως, αντί απλά να παραδοθεί στο θατσερικό καπιταλιστικό ρεαλισμό, ήταν το ίδιο το Εργατικό Κόμμα που πρώτα εισήγαγε τον καπιταλιστικό ρεαλισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν ο James Callaghan έδωσε τον διαβόητο λόγο του το 1976 στο συνέδριο των Εργατικών στο Μπλάκπουλ:

«Για πολύ καιρό, ίσως από το πόλεμο, έχουμε αναβάλλει το να αντιμετωπίσουμε θεμελιώδεις επιλογές και θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομία μας…. Ζούμε με δανεικό χρόνο…. Ο μαγικός κόσμος που μας είπαν πως θα διαρκούσε για πάντα, όπου η πλήρης απασχόληση θα ήταν εγγυημένη με μια κίνηση της πένας του υπουργού – αυτός ο μαγικός κόσμος έχει χαθεί…».

Ωστόσο είναι απίθανο πως ο Callaghan προέβλεψε το βαθμό στον οποίο το Εργατικό Κόμμα θα κατέληγε να ασκεί πολιτική «επιχειρηματικού κατευνασμού», ή το βαθμό στον οποίο ο μαγικός κόσμος του οποίου έκανε την κηδεία θα έδινε τη θέση του στην γενικευμένη ανασφάλεια που περιγράφει ο Ivor Southwood.

Η συναίνεση του Εργατικού Κόμματος στον καπιταλιστικό ρεαλισμό φυσικά  δεν μπορεί να παρουσιαστεί σαν απλό λάθος: ήταν μια συνέπεια της αποσύνθεσης της παλιάς βάσης ισχύος της αριστεράς μπροστά στη μεταφορντική αναδόμηση του καπιταλισμού. Τα χαρακτηριστικά του – η παγκοσμιοποίηση· η υποκατάσταση της παραγωγής από την ψηφιοποίηση· η προσαρμοστικότητα του ωραρίου της εργασίας· η εντατικοποίηση της καταναλωτικής κουλτούρας – είναι πλέον τόσο γνώριμα που και αυτά επίσης έχουν υποχωρήσει στο παρασκήνιο ως κανονικά.  Αυτό είναι που αποτελεί το υπόβαθρο φαινομενικά μεταπολιτική και αδιαφιλονίκητη «πραγματικότητα» στην οποία βασίζεται ο καπιταλιστικός ρεαλισμός. Οι προειδοποιήσεις του Stuart Hall και άλλων που έγραφαν στο Marxism Today στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποδείχτηκε πως ήταν απολύτως αληθινές: η αριστερά θα αντιμετωπίσει την απαξίωση αν παρέμενε νωχελικά προσκολλημένη στις υποθέσεις περί ενός υπό εξαφάνιση φορντικού κόσμου και δεν κατόρθωνε να αποκτήσει ηγεμονία στον μεταφορντικό κόσμο. Όμως το εγχείρημα των Νέων Εργατικών, κάθε άλλο παρά προσπάθεια επίτευξης αυτής της ηγεμονίας, βασίζονταν ακριβώς στην αποδοχή της αδυνατότητας μιας αριστερής ηγεμόνευσης του μεταφορντισμού: το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν μια αμβλυμμένη εκδοχή του νεοφιλελεύθερου συμβιβασμού.

Στην Ιταλία αυτονομιστές όπως ο Berardi και ο Negri επίσης αναγνώρισαν την ανάγκη να αντιμετωπίσουν την καταστροφή του κόσμου μέσα στον οποίο είχε δημιουργηθεί η αριστερά, και να προσαρμοστούν  στις συνθήκες του μεταφορντισμού,  αν και με διαφορετικό τρόπο. Γράφοντας στη δεκαετία του 1980, σε μια σειρά επιστολών που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στα αγγλικά, ο Negri χαρακτηρίζει την επώδυνη μετάβαση από τις επαναστατικές ελπίδες στην ήττα από ένα αλαζόνα νεοφιλελευθερισμό:

«Πρέπει να ζήσουμε και να υποστούμε την ήττα της αλήθειας, της αλήθειας μας. Πρέπει να καταστρέψουμε την απεικόνιση της, τη συνέχεια της, τη μνήμη της, τα ίχνη της. Όλες οι υπεκφυγές για να αποφύγουμε το να αναγνωρίσουμε πως η πραγματικότητα έχει αλλάξει, και μαζί της η αλήθεια, πρέπει να αγνοηθούν…. Το ίδιο το αίμα στις φλέβες μας πρέπει να αντικατασταθεί».

Ήδη ζούμε με τις επιπτώσεις της αποτυχίας της αριστεράς να φανεί αντάξια της πρόκλησης που αναγνώρισε ο Negri. Και δεν μοιάζει υπερβολικό να συμπεράνουμε πως πολλά στοιχεία της αριστεράς έχουν υποκύψει σε μια συλλογική μορφή κλινικής κατάθλιψης, με συμπτώματα στέρησης, ανεπαρκών κινήτρων και ανικανότητας για δράση.

Μια διαφορά μεταξύ θλίψης και κατάθλιψης είναι πως, ενώ η θλίψη παρουσιάζεται ως έκτακτη και προσωρινή κατάσταση, η κατάθλιψη εμφανίζεται ως αναγκαία και αέναη: οι παγωμένες επιφάνειες του κόσμου του καταθλιπτικού εκτείνονται προς κάθε πιθανό ορίζοντα. Στις ρίζες της κατάστασης, το καταθλιπτικό άτομο δεν βιώνει τη μελαγχολία του ή της ως παθολογική ή μη κανονική: η πεποίθηση της κατάθλιψης πως η αυτενέργεια είναι άχρηστη, πως κάτω από την επιφάνεια της αρετής βρίσκεται απλά η διαφθορά, είναι για όσους υποφέρουν μια αλήθεια στην οποία έχουν φτάσει αλλά που οι άλλοι είναι πολύ παραπλανημένοι για να αντιληφθούν. Υπάρχει ξεκάθαρα μια σχέση μεταξύ του φαινομενικού «ρεαλισμού» του καταθλιπτικού, που είναι δραστικά μειωμένες προσδοκίες, και του καπιταλιστικού ρεαλισμού.

Η κατάθλιψη αυτή δεν βιώθηκε συλλογικά: αντίθετα, πήρε στην πραγματικότητα τη μορφή της αποσύνθεσης της συλλογικότητας σε νέες μορφές ατομικοποίησης. Αποστερημένοι των σταθερών μορφών απασχόλησης  που είχαν εκπαιδευτεί να περιμένουν, στερημένη της αλληλεγγύης που πρόσφεραν προηγούμενα τα εργατικά σωματεία, οι εργάτες βρέθηκαν αναγκασμένοι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε ένα ιδεολογικό έδαφος στο οποίο τέτοιοι ανταγωνισμοί κανονικοποιήθηκαν. Κάποιοι εργάτες δεν συνήρθαν ποτέ από το τραυματικό σοκ υπέστησαν βλέποντας το φορντικό σοσιαλδημοκρατικό κόσμο να εξαφανίζεται: ένα γεγονός που αξίζει να θυμόμαστε σε μια εποχή που η συμμαχική κυβέρνηση Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατικών κυνηγά δικαιούχους επιδομάτων αναπηρίας. Αυτή η κίνηση είναι η κορύφωση της διαδικασίας της ιδιωτικοποίησης του στρες που στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980.

Τα στρες του Μεταφορντισμού

Αν η μετάβαση από το φορντισμό στο μεταφορντισμό είχε τις ψυχικές της απώλειες, τότε ο μεταφορντισμός έχει επινοήσει εντελώς νέες μορφές στρες. Αντί της αξαφάνισης της γραφειοκρατίας που υποσχέθηκαν οι νεοφιλελευθεροι ιδεολόγοι, ο συνδυασμός νέας τεχνολογίας και διαχειρισιολογίας (managerialism) έχει αυξήσει τρομακτικά το διοικητικό στρες που υποβάλλονται οι εργαζόμενοι, που τώρα απαιτείτε να είναι οι ελεγκτές του εαυτού τους (κάτι που δεν τους απελευθερώνει από την προσοχή εξωτερικών ελεγκτών πολλών μορφών). Η εργασία, ανεξάρτητα πόσο εύκολη είναι, πλέον εμπεριέχει διαρκώς την εκτέλεση μετα-εργασίας: η συμπλήρωση βιβλίων καταγραφών, την απαρίθμηση στόχων και σκοπών, την συμμετοχή στην αποκαλούμενη «διαρκή επαγγελματική ανάπτυξη». Γράφοντας για το ακαδημαϊκό έργο, ο blogger «Savonarola» περιγράφει πως συστήματα διαρκούς και πανταχού παρούσας  αξιολόγησης δημιουργούν μια διαρκή κατάσταση άγχους:

«Ένα από τα πιο επίμονα φαινόμενα στη παρούσα ακαδημαϊκή κατανομή είναι το φούσκωμα των βιογραφικών: καθώς οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας μειώνονται σε καφκικά επίπεδα αναβολής και απιθανότητας, ο μίζερος στυλοβάτης του ακαδημαϊκού κεφαλαίου είναι υποχρεωμένος όχι απλά να υπερκαλύψει το σχέδιο, αλλά να καταγράψει… κάθε μια από τις παραγωγικές του πράξεις. Τα μόνα λάθη είναι λάθη από παράληψη…. Υπό αυτή την έννοια, το πέρασμα από… τη περιοδική και μετριοπαθή καταμέτρηση… σε μόνιμη και διάχυτη καταμέτρηση, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα είδος σταχανοβισμό άυλης εργασίας, που όπως ο σταλινικός της πρόγονος ξεπερνά κάθε λογική χρησιμότητας, και δεν μπορεί παρά να παράξει μια διαρκής ανεπαίσθητη αίσθηση εξουθενωτικής αγωνίας (μιας και δεν υπάρχει κάποιο στάνταρ, κανένας όγκος έργου δεν θα σε κάνει ποτέ ασφαλή)».

Θα ήταν αφελές να φανταστούμε πως αυτή η «διαρκής ανεπαίσθητη αίσθηση εξουθενωτικής αγωνίας» είναι μια τυχαία παρενέργεια της επιβολής αυτών των μηχανισμών αυτό-επιτήρησης, που εμφανώς αποτυγχάνουν να επιτύχουν τους ονομαστικούς στόχους τους. Ο ίδιος ο Philip Blond είπε πως «η λύση της αγοράς δημιουργεί μια τεράστια και ακριβή γραφειοκρατία λογιστών, ελεγκτών, εποπτών, αξιολογητών και ερευνητών, που όλοι ασχολούνται με την εξασφάλιση ποιότητας και άσκηση ελέγχου που εμποδίζουν την καινοτομία και το πειραματισμό και εγκλωβίζει σε υψηλό κόστος». Αυτή η διαπίστωση είναι καλοδεχούμενη, είναι όμως σημαντικό να απορρίψουμε την ιδέα  πως οι εμφανείς «αποτυχίες» της διαχειρισιολογίας είναι «αθώα λάθη» ενός συστήματος που ειλικρινά σκοπεύει στην μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Οι διαχειρισιολογικές πρωτοβουλίες εξυπηρέτησαν πολύ ικανοποιητικά τους πραγματικούς, αν και κρυφούς, στόχους τους, που είναι να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο την δύναμη της εργασίας και να υπονομεύσουν την εργατική αυτονομία ως μέρος ενός σχεδίου για την αποκατάσταση του πλούτου και της εξουσίας τους υπερ-προνομιούχους.

Η αδιάκοπη επιτήρηση συνδέεται στενά με την επισφάλεια. Και όπως υποστηρίζει ο Tobias van Veen, η επισφαλής εργασία τοποθετεί «μια ειρωνική ωστόσο καταστροφική» απαίτηση πάνω στον εργαζόμενο. Από την μια η εργασία δεν τελειώνει ποτέ: ο εργαζόμενος αναμένεται να είναι πάντα διαθέσιμος, δίχως αξίωση σε ιδιωτική ζωή. Από την άλλη το πρεκαριάτο είναι απολύτως αναλώσιμο, ακόμη και όταν έχουν θυσιάσει όλη τους την αυτονομία για να διατηρήσουν τις δουλειές τους. Σήμερα η τάση είναι πρακτικά κάθε δουλειά να γίνει επισφαλής. Όπως το διατυπώνει ο Franco Berardi, «Το κεφάλαιο δεν στρατολογεί πλέον ανθρώπους, αλλά αγοράζει πακέτα χρόνου, αποκομμένα από τους εναλλάξιμους και περιστασιακούς φορείς τους». Αυτού του είδους «πακέτα χρόνου» δεν έχουν επινοηθεί ως κάτι που συνδέεται με ένα πρόσωπο με δικαιώματα ή απαιτήσεις: είναι απλά είτε διαθέσιμα ή μη διαθέσιμα.

Ο Berardi σημειώνει επίσης τις επιπτώσεις των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών· αυτές παράγουν αυτό που χαρακτηρίζει ως διάχυτη αίσθηση πανικού, καθώς τα άτομα υποβάλλονται σε μη διαχειρήσιμη καταιγίδα δεδομένων:

«Η επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών… παράγει μια επίπτωση παθολογικού τύπου στο μεμονωμένο ανθρώπινο νου και ακόμη περισσότερο στο συλλογικό νου. Τα άτομα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν συνειδητά την τεράστια και διαρκώς μεγεθυνόμενη μάζα πληροφοριών που μπαίνει στους υπολογιστές τους, στα κινητά τους τηλέφωνα, στις τηλεοπτικές τους οθόνες, στα ηλεκτρονικά τους ημερολόγια και στα κεφάλια τους. Ωστόσο, μοιάζει επιτακτικό να ακολουθείς, να αναγνωρίζεις, να αξιολογείς, να επεξεργάζεσαι όλη αυτή τη πληροφορία αν θες να είσαι αποτελεσματικός, ανταγωνιστικός, νικητής».

Μια από τις επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογίας επικοινωνιών είναι πως δεν υπάρχει έξω όπου κάποιος να μπορεί να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Ο κυβερνοχώρος κάνει την έννοια ενός «χώρου εργασίας» απαρχαιωμένη. Τώρα που κανείς αναμένεται να απαντήσει σε ένα email οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, η εργασία δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα ορισμένο μέρος, ή σε καθορισμένες ώρες. Δεν υπάρχει διαφυγή – και όχι μόνο η εργασία επεκτείνεται δίχως όρια. Τέτοιου είδους διαδικασίες έχουν επίσης εισβάλει στη λίμπιντο, έτσι ώστε η «σύνδεση» που επιβάλλεται από ψηφιακές επικοινωνίες με κανένα τρόπο δεν βιώνεται ως κάτι που είναι ξεκάθαρα δυσάρεστο. Όπως αναφέρει η Sherry Turkle, για παράδειγμα, ενώ πολύ γονείς πιέζονται όλο και περισσότερο να ανταπεξέλθουν με τα email και τα μηνύματα ενώ συνεχίζουν να δίνουν στα παιδιά τους τη προσοχή που έχουν ανάγκη, προσελκύονται επίσης μαγνητικά στην τεχνολογία επικοινωνίας τους:

«Δεν μπορούν να πάνε διακοπές δίχως να φέρουν μαζί τους το γραφείο· το γραφείο τους είναι στο κινητό τους τηλέφωνο. Παραπονιούνται πως οι εργοδότες τους βασίζονται πάνω τους να είναι μόνιμα συνδεδεμένοι αλλά έπειτα παραδέχονται πως η αφοσίωση στις συσκευές τηλεπικοινωνίας τους ξεπερνά κάθε επαγγελματική προσδοκία».

Πρακτικές που φαινομενικά χρησιμοποιούνται για εργασία, ακόμη και αν ασκούνται στις διακοπές ή αργά τη νύχτα, δεν βιώνονται ως απλά παράλογες απαιτήσεις. Από μια ψυχαναλυτική άποψη, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε γιατί τέτοιες απαιτήσεις – απαιτήσεις που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν – μπορούν να λιμπιντοποιηθούν, μιας και αυτού του είδους απαίτηση είναι ακριβώς η μορφή που παίρνει η ψυχαναλυτική ενόρμηση.  Η Jodi Dean έχει διατύπωση αναλυτικά πως η ψηφιακή επικοινωνιακή παρόρμηση αποτελεί μια κατάληψη από (φροϋδική/λακανική) ενόρμηση: άτομα καθηλώνονται σε επαναλαμβανόμενους βρόχους, με επίγνωση πως η δραστηριότητα τους είναι ανούσια, αλλά παρόλα αυτά είναι ανίκανοι να αντισταθούν. Η αέναη κυκλοφορία της ψηφιακής επικοινωνίας εντοπίζεται πέρα από την αρχή της ηδονής: η ακόρεστη επιθυμία για έλεγχο των μυνημάτων, του email, του Facebook είναι μια παρόρμηση, όμοια με το ξύσιμο που κάνει την φαγούρα χειρότερη όσο περισσότερο ξύνεται κάποιος. Όπως όλες οι παρορμήσεις, η συμπεριφορά αυτή τρέφεται από την απογοήτευση. Αν δεν υπάρχουν μηνύματα, αισθάνεσαι απογοήτευση, και σύντομα κοιτάς ξανά. Αν υπάρχουν όμως μηνύματα ξανά αισθάνεσαι απογοήτευση: κανένας αριθμός μηνυμάτων δεν είναι ποτέ αρκετός. Η Sherry Turkle έχει μιλήσει σε ανθρώπους που είναι ανίκανοι να αντισταθούν στην επιθυμία να στείλουν και να λάβουν μηνύματα στα κινητά τους τηλέφωνα, ακόμη και όταν οδηγούν αυτοκίνητο. Διατρέχοντας το κίνδυνο ενός τετριμμένου αστείου, αποτελεί το τέλειο παράδειγμα επιθυμίας θανάτου (death drive),  που ορίζεται όχι από την επιθυμία για θάνατο, αλλά στο ότι είσαι στα δεσμά μιας παρόρμησης τόσο ισχυρής που κάνει κάποιον αδιάφορο στο θάνατο. Αυτό που είναι εντυπωσιακό εδώ είναι το κοινότοπο περιεχόμενο της ενόρμησης. Δεν πρόκειται για μια τραγωδία σαν εκείνη στα Κόκκινα Παπούτσια  που η μπαλαρίνα σκοτώνεται από τη μεγαλειώδη έκσταση του χορού: εδώ πρόκειται για ανθρώπους που είναι έτοιμοι να ρισκάρουν το θάνατο έτσι ώστε  να ανοίξουν ένα μήνυμα 140 χαρακτήρων που ξέρουν πολύ καλά πως μάλλον θα είναι ανόητο.

Δημόσια Ανανέωση ή Ιδιωτική Θεραπεία;

Η ιδιωτικοποίηση του στρες είναι ένα τέλειο σύστημα αιχμαλώτισης, υπέροχο στην βάναυση αποτελεσματικότητα του. Το κεφάλαιο κάνει τον εργαζόμενο άρρωστο, και στη συνέχεια πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες τους πουλάνε φάρμακα για να γίνουν καλύτερα. Το κοινωνικό και πολιτικό αίτιο του άγχους παραμερίζεται προσεκτικά ενώ την ίδια στιγμή η δυσαρέσκεια ατομικοποιείται και εσωτερικεύεται. Ο Dan Hind έχει αναφέρει πως η εστίαση στην ανεπάρκεια σεροτονίνης ως υποτιθέμενο «αίτιο» για την κατάθλιψη συσκοτίζει κάποιες από τις κοινωνικές ρίζες της δυστυχίας, όπως ο ανταγωνιστικός ατομικισμός και η οικονομική ανισότητα. Αν και υπάρχει μεγάλος όγκος μελετών που δείχνει τη σύνδεση μεταξύ ατομικής ευτυχίας και πολιτικής συμμετοχής και εκτεταμένων κοινωνικών δεσμών (όπως και γενικά οικονομική ισότητα), μια δημόσια απάντηση στην ιδιωτική αγωνία σπάνια λογίζεται ως πρώτη επιλογή.  Είναι ξεκάθαρα ευκολότερο να χορηγηθεί ένα φάρμακο από ότι μια ολοκληρωτική αλλαγή  στο πως είναι οργανωμένη η κοινωνία. Στο μεταξύ, όπως αναφέρει ο Hind, «υπάρχει ένα εύρος επιχειρηματιών που προσφέρουν ευτυχία τώρα, σε μόλις μερικά βήματα». Αυτοί προωθούνται από ανθρώπους «που αισθάνονται άνετα να δρουν μέσα στο πολιτισμικό δόγμα του τι είναι να είσαι χαρούμενος και ικανοποιημένος», Και που και τα δύο ενισχύουν και ενισχύονται από την «τεράστια επινοητικότητα της εμπορικής τάσης».

Η φαρμακολογική αγωγή της ψυχιατρικής υπήρξε κεντρικό στοιχείο στην ιδιωτικοποίηση του στρες, είναι όμως σημαντικό να μην παραβλέψουμε ίσως το πιο μοχθηρό ρόλο που έπαιξαν οι φαινομενικά πιο ολιστικές πρακτικές της ψυχοθεραπείας έχουν επίσης παίξει στην απολιτικοποίηση της αγωνίας. Ο ριζοσπάστης θεραπευτής David Smail λέει πως η άποψη της Margaret Thatcher πως δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οι οικογένειες τους, έχει «μια παραγνωρισμένη ηχώ σε όλες τις προσεγγίσεις στη θεραπεία». Θεραπείες όπως  η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία συνδυάζει την εστίαση στην πρώιμη ζωή (ένα είδος λάιτ ψυχανάλυσης) με το δόγμα της αυτοβοήθειας πως τα άτομα μπορούν να γίνουν κύριοι του ίδιου τους του πεπρωμένου. Ο Smail δίνει το βαθιά υπαινικτικό τίτλο μαγικός βολονταρισμός στην άποψη πως «με την εξειδικευμένη βοήθεια του θεραπευτή ή του συμβούλου σου, μπορείς να αλλάξεις το κόσμο που σε τελική ανάλυση είσαι μέσα του, έτσι ώστε να μη σου προκαλεί πλέον δυστυχία».

Η διαιώνιση του μαγικού βολονταρισμού υπήρξε κεντρική στην επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού· μπορεί να πάμε μέχρι και να πούμε  πως αποτελεί κάτι σαν  αυθόρμητη ιδεολογία της εποχής μας. Έτσι, για παράδειγμα, ιδέες από την θεραπεία αυτοβοήθειας έχουν αποκτήσει μεγάλη επίδραση σε δημοφιλή τηλεοπτικά προγράμματα. Το The Oprah Winfrey Show είναι μάλλον το πιο γνωστό παράδειγμα, αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο εκπομπές όπως τα Mary, Queen of Shops και The Fairy Jobmother προωθούν ανοιχτά την ψυχική επιχειρηματικότητα του μαγικού βολονταρισμού: τα προγράμματα αυτά μας διαβεβαιώνουν πως τα εμπόδια για τη παραγωγική μας δυναμική βρίσκονται εντός μας. Αν δεν πετύχουμε, οφείλεται απλά επειδή δεν έχουμε δουλέψει για να αναδομήσουμε τους εαυτούς μας.

Η ιδιωτικοποίηση του στρες είναι τμήμα ενός εγχειρήματος που έχει στοχεύσει σε μια σχεδόν πλήρη καταστροφή του δημοσίου – το ίδιο αυτό το πράγμα πάνω στο οποίο βασίζεται η ψυχική ευεξία. Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι μια νέα πολιτική ψυχικής υγείας οργανωμένη γύρω από το πρόβλημα  του δημόσιου χώρου. Στην απομάκρυνση τους από την παλιά σταλινική αριστερά, οι διάφορες νέες αριστερές θέλησαν να απογραφειοκρατικοποιήσουν το δημόσιο χώρο και την εργατική αυτονομία: αυτό που κατόρθωσαν ήταν διαχειρισιολογία και κατανάλωση. Η παρούσα πολιτική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο – με επιχειρήσεις και τους συμμάχους τους να ετοιμάζονται για την καταστροφή από ότι απέμεινα από την σοσιαλδημοκρατία – αποτελεί ένα είδος μια διαβολική αναστροφή του αυτονομιστικού ονείρου των εργατών απελευθερωμένων από το κράτος, τα αφεντικά και την γραφειοκρατία. Σε μια εντυπωσιακά στρεβλή ανατροπή, οι εργαζόμενοι βρέθηκαν να δουλεύουν πιο σκληρά, σε συνθήκες που χειροτερεύουν και για κάτι που ουσιαστικά είναι χειρότερη αμοιβή, έτσι ώστε να χρηματοδοτήσουν μια κρατική διάσωση της επιχειρηματικής ελίτ, ενώ οι παράγοντες αυτής της ελίτ σχεδιάζουν την περεταίρω καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών πάνω στις οποίες βασίζονται οι εργάτες.

Την ίδια στιγμή καθώς ο ανυπόληπτος νεοφιλελευθερισμός σχεδιάζει την εντατικοποίηση του εγχειρήματός του, ένα είδος δεξιού αυτονομισμού έχει εμφανιστεί στον Ερυθρό Τορισμό του Phillip Blond και τον Γαλάζιο Εργατισμό του  Maurice Glasman. Εδώ η κριτική της σοσιαλδημοκρατικής και νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας συμβαδίζει με την απαίτηση για την αποκατάσταση της παράδοσης. Η επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού εξαρτάται στην σύλληψη των επιθυμιών των εργαζόμενων που ήθελαν να ξεφύγουν από τους περιορισμούς του φορντισμού (αν και ο μίζερος ατομιστικός καταναλωτισμός στον οποίο είμαστε όλοι πλέον βυθισμένοι  δεν είναι η εναλλακτική που επιδίωκαν). Η γελοία «Μεγάλη Κοινωνία» του Blond και οι ανησυχητικά απομονωμένες «λευκές εργατικές κοινότητες» του Glasman δεν αντιπροσωπεύουν πειστικές ή έγκυρες απαντήσεις στο πρόβλημα αυτό. το κεφάλαιο έχει εξολοθρεύσει αυτό που επιθυμούν ο Blond και ο Glasman, και δεν υπάρχει τρόπος να επανέρθουν.

Αυτό όμως δεν είναι αιτία για θρήνο· κάθε άλλο. Αυτό που πρέπει να αναβιώσουμε δεν είναι κοινωνικοί σχηματισμοί που απέτυχαν (και πέτυχαν για λόγους που οι προοδευτικοί πρέπει να χαίρονται), αλλά ένα πολιτικό εγχείρημα που δεν υλοποιήθηκε ποτέ ουσιαστικά: την επίτευξη μιας δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας.  Ακόμη και στο έργο του Blond, μπορούν να διακριθούν τα χαρακτηριστικά μιας ηγεμονικής μετατόπισης – στην εκπληκτική αποκήρυξη των βασικών εννοιών του νεοφιλελευθερισμού και στην επίθεση του στην διαχειρισιολογία· και στην αποδοχή, αντίθετα από την Thatcher, πως τελικά υπάρχει κάτι που λέγεται κοινωνία. Τέτοιες κινήσεις δίνουν μια ένδειξη του βαθμού στον οποίο – μετά τις διασώσεις των τραπεζών – ο νεοφιλελευθερισμός έχει χάσει δραστικά την αξιοπιστία του.

Η πρόσφατη άνοδος της μαχητικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, δείχνει πως η ιδιωτικοποίηση του στρες καταρρέει: στη θέση μιας ατομικής κατάθλιψης υπό φαρμακευτική αγωγή, τώρα βλέπουμε εκρήξεις δημόσιου θυμού. Εδώ, και στην γενικά αναξιοποίητη αλλά ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια με την διαχειρισιολογική ρύθμιση της εργασίας, βρίσκονται μερικά από τα υλικά από τα οποία μπορεί να χτιστεί μια νέα αριστερή νεωτερικότητα. Μόνο αυτή η αριστερή νεωτερικότητα είναι ικανή να δημιουργήσει μια δημόσια σφαίρα που να μπορεί να θεραπεύσει τις αναρίθμητες παθολογίες με τις οποίες μας ταλαιπωρεί ο επικοινωνιακός καπιταλισμός.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com