Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 20 Απρ 2021
Alexandre Christoyannopoulos: Μια Χριστιανική Αναρχική Κριτική της Βίας. Από το Γύρισμα και της Άλλης Παρειάς στην Απόρριψη του Κράτους
Κλίκ για μεγέθυνση








Κείμενο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Law, Morality and Power: Global Perspectives on Violence and the State (Brill Publishers, 2020) και είναι μια συντομευμένη εκδοχή κειμένου που περιέχεται στο βιβλίο Christian Anarchism: A Political Commentary on the Gospel (Imprint Academic. 2011). Ο Alexandre Christoyannopoulos είναι λέκτορας πολιτικής και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο. Μετάφραση Χρίστος Ηλιόπουλος
Δημοσιεύθηκε την 19 Απριλίου, 2021


Εισαγωγή

«Τι όμορφος που θα ήταν αυτός ο κόσμος», αναφωνούσε προ πολλών δεκαετιών ένας χριστιανός αναρχικός, «αν οι φονταμενταλιστές προτεστάντες προσπαθούσαν να παραδειγματιστούν από την Επί του Όρους Ομιλία». Υπάρχουν, ωστόσο, αποκλίνουσες ερμηνείες της Ομιλίας αυτής – περιλαμβανομένου ίσως του πιο διάσημου χωρίου της, αυτού όπου ο Ιησούς μιλά περί αγάπης και μη αντίστασης. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι μια εισαγωγή στην αναρχική ερμηνεία του χριστιανισμού συνοψίζοντας τα διάσπαρτα σχόλια που χριστιανοί αναρχικοί έχουν κάνει γι’ αυτό το συγκεκριμένο χωρίο.

Για λόγους οικονομίας χώρου μια πιο λεπτομερής ανάλυση των σχολίων αυτών είναι απαγορευτική, ωστόσο μια ακριβώς τέτοια λεπτομερής ανάλυση, μαζί με αυτή άλλων χωρίων (συμπεριλαμβανομένων των κεφ. 13 της Προς Ρωμαίους Επιστολής και «τα του  καίσαρος  τω καίσαρι» ) όπως  και μια πιο βαθιά  παρουσίαση και συζήτηση περί χριστιανικού αναρχισμού εν γένει, μπορεί να βρεθεί στο Christian Anarchism: A Political Commentary on the Gospel. Εδώ, το υπό συζήτηση χωρίο είναι εκείνο που ο Ιησούς λέει:

«Έχετε επίσης ακούσει πως δόθηκε η εντολή: «ν’ ανταποδίδεις οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος».Εγώ όμως σας λέω να μην αντιστέκεστε στον κακό άνθρωπο. Αλλά αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο. Κι αν κάποιος θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το πανωφόρι. Κι αν σε πάρει κάποιος αγγαρεία για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Σ’ εκείνον που σου ζητάει κάτι, να του το δίνεις, κι αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς».

Τα Τρία Παραδείγματα του Ιησού

Στο πρώτο παράδειγμα, σύμφωνα με τους Wink και Elliott, ο Ιησούς περιγράφει μια κατάσταση που οι μαθητές του αμέσως θα αναγνώριζαν ως ταπεινωτική, και  η οποία, στην παρούσα κοινωνία, θα συνεπαγόταν μια κατάλληλη, εξίσου δυναμική και ταπεινωτική απάντηση ώστε να διατηρήσει κάποιος την αξιοπρέπειά του. Ωστόσο, η αντίδραση που ο Ιησούς προτείνει εναντιώνεται σε αυτές τις προσδοκίες. Για τον Elliott, ο Ιησούς λέει: «Πράξε αυτό που ο εχθρός σου δεν περιμένει να κάνεις:  Συμπεριφέρσου  κατά  τον  αντίθετο  τρόπο».   Αυτό,  διατείνεται  ο  Elliott, μπερδεύει τον εχθρό, ο οποίος τώρα «δεν έχει πια τον έλεγχο της διαδικασίας που προκάλεσε. Έχει, πρακτικά, αφοπλιστεί!».  Ομοίως, ο Wink ισχυρίζεται ότι το να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο «στερεί από τον δυνάστη τη δύναμη να ταπεινώνει». Έτσι, τόσο ο Elliott όσο και ο Wink συμφωνούν πως η απροσδόκητη απάντηση του Ιησού σε αυτό το πρώτο παράδειγμα αποδυναμώνει τον εχθρό και τον αναγκάζει να δει το θύμα με άλλο μάτι.

Οι Elliott και Wink αναπτύσσουν μια παρόμοια ανάλυση και στις άλλες δύο απαντήσεις του Ιησού. Η δεύτερη, υποστηρίζουν, θα ξεσκέπαζε το κοινωνικό και νομικό σύστημα ρίχνοντας σε αυτά το φταίξιμο για ό,τι σχετικό συνέβη, ωσάν η σύσταση του Ιησού να αποτελεί ξανά «ένα πρακτικό, στρατηγικό μέτρο προς ενδυνάμωση των καταπιεσμένων». Όσο για το τρίτο, συμφωνούν πως η προτεινόμενη απάντηση του Ιησού αποτελεί «έναν τρόπο ανατροπής της εξουσίας» υπό την έννοια ότι «το θύμα διεκδικεί τη δύναμη να καθορίσει για τον εαυτό του το πόσο μακριά είναι διατεθειμένο να πάει».  Τα παραδείγματα μη αντίστασης του Ιησού υπονοούν μια κριτική των προσδοκιών που έχει η κοινωνία της εποχής του και ζητούν να ενδυναμώσουν το θύμα δια μέσου μιας αντίδρασης ενάντια στην κοινή λογική.

Μια Στοχευμένη Αντίδραση

Την ίδια στιγμή η μη αντίσταση του Ιησού δεν αποτελεί απλά μια ολοκληρωτικά αδρανή, άσπλαχνη αποδοχή του κακού, αλλά μάλλον μια πολύ συγκεκριμένη, στρατηγική αντίδραση. Ωστόσο, οι απόψεις ποικίλουν ανάμεσα στους χριστιανούς αναρχικούς ως προς το ποιο ακριβώς είδος δράσης είναι επιτρεπτό  και ποιο είδος αντίστασης απαγορεύεται: αντίσταση σε συγκεκριμένους τύπους κακού, αντίσταση βασισμένη στο κακό ή κάθε αντίσταση εν γένει. Η συζήτηση περί των σημαντικών αυτών διαφωνιών παρατίθεται αλλού.

Ο  Wink,  για  παράδειγμα,  ισχυρίζεται  πως  μια  «κατάλληλη  μετάφραση»  της ελληνικής λέξης «αντιστέκομαι» φανερώνει πως ο Ιησούς απέρριπτε μια παθητική «φυγή» ή μια βίαιη «μάχη», συνιστώντας μια «μαχητική μη βία». Ο Ballou, ομοίως, θεωρεί ότι ενώ ο Ιησούς απαγορεύει τη βίαιη αντίσταση, πρέπει να αντιστεκόμαστε στο  κακό  –  απλά  ποτέ  χρησιμοποιώντας  μέσα  του  κακού.  Ο  Tolstoy,  ωστόσο, κάποιες φορές φαίνεται να διαφωνεί – αλλά η θέση του δεν είναι ξεκάθαρη. Υπάρχουν στιγμές που ερμηνεύει την απάντηση του Ιησού ωσάν να μην δέχεται καμία μορφή αντίστασης εν γένει, ενώ άλλες φορές φαίνεται να υπονοεί πως μόνο η βίαιη αντίσταση είναι απαγορευμένη.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι πως αν και ίσως υπάρχει μια διαφωνία ανάμεσα στους χριστιανούς αναρχικούς και στους πασιφιστές ως προς το ποια ακριβώς μορφή αντίδρασης επιτρέπεται από τους στίχους του χωρίου, όλοι (του Tolstoy συμπεριλαμβανομένου) επιμένουν πως η χριστιανική απάντηση είναι μια  καθόλα  πραγματική  και  ριζοσπαστική  (μη  βίαιη)  αντίδραση  –  μια  μορφή δράσης, μια αυθεντική, στοχευμένη, στρατηγική αντίδραση.

Πέρα από τον Lex Talionis

Η ριζοσπαστική αυτή απάντηση του Ιησού συνεπάγεται μια αποδοκιμασία του πολιτικού του πλαισίου, συγκεκριμένα: του κύκλου της βίας που ενυπάρχει στον lex talionis, τον ιερό νόμο της αντεκδίκησης στην Παλαιά Διαθήκη.

Ωστόσο, πρώτα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο lex talionis δεν δίνει την άδεια για μια βία άνευ ορίων αλλά, μάλλον, η ιδέα πίσω από αυτόν είναι η δικαιολογημένη και δίκαιη αντεκδίκηση.  Εξίσου  σημαντικό,  ωστόσο,  είναι  το  πώς  αυτός  ο  «δίκαιος»  και «θεμιτός»  βαθμός  αντεκδίκησης  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  ως  βάση  για  την επίτευξη μας εναλλακτικής λύσης: μιας «δίκαιης» και «θεμιτής» αποζημίωσης. Έτσι, ο lex talionis παρέχει τη βάση για μια δικαιοσύνη που είτε εκδικείται (τιμωρεί) είτε αποκαθιστά (αποζημιώνει) – αρχές που επίσης διαποτίζουν το σύγχρονο αστικό και ποινικό δίκαιο.

Ωστόσο, στους ανωτέρω στίχους ο Ιησούς καλεί σε μια διαφορετική προσέγγιση. Αντί απλώς να αποφεύγει μια σφοδρή αντίδραση, ευθυγραμμισμένη με το όριο βίας που τίθεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιησούς προτείνει στους μαθητές του να πάνε παρακάτω. Παλιές και νέες εντολές χαρακτηρίζονται από τις ίδιες προθέσεις, αλλά η μη αντίσταση στο κακό πάει πέρα και από τον πιο άκαμπτο νόμο  περί αμοιβαιότητας. Για τους χριστιανούς αναρχικούς, ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς το κάνει αυτό έχει να κάνει με το πώς ο νόμος της αντεκδίκησης μπορεί – και συνήθως τείνει – να βρεθεί εκτός ελέγχου τροφοδοτώντας έναν κύκλο βίας και εκδίκησης.

Ο Κύκλος της Βίας

Οι χριστιανοί αναρχικοί ερμηνεύουν τις οδηγίες του Ιησού σαν  ένα σχόλιο όχι απλά πάνω στον Παλαιό Νόμο αλλά και στην ανθρώπινη πρακτική,  παρελθοντική και παροντική.  Γενικεύουν  τα  σχόλια  του  Ιησού  για  τον  lex  talionis  στο  ευρύτερο πολιτικό ερώτημα του πώς να αντιμετωπίζουν το κακό και να επιτυγχάνουν την κοινωνική δικαιοσύνη.

Σε πρώτη φάση, σημειώνουν πως αν και η βίαιη αντίσταση είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτή ως η πλέον δικαιολογημένη μέθοδος δια της οποίας η ανθρωπότητα μπορεί να αντιμετωπίσει την αδικία, η μέθοδος αυτή απλά δεν αποδίδει, γιατί το μόνο που κάνει είναι να πολλαπλασιάζει το κακό, δημιουργώντας έναν ατέρμονο κύκλο βεντέτας. Αν η δικαιοσύνη της αντεκδίκησης δεν αναγνωρίζεται από το θύμα της, τότε αυτό που η μια πλευρά θεωρεί δίκαιη ανταπόδοση μετατρέπεται σε αδικαιολόγητη επιθετικότητα για την άλλη. Με άλλα λόγια, ο οφθαλμός αντί οφθαλμού οδηγεί τον κόσμο στην τύφλωση. Είναι εμφανής η σημασία που έχει η συνειδητοποίηση αυτή για όλους τους χριστιανούς αναρχικούς.

Για τους χριστιανούς αναρχικούς τα βίαια μέσα απλά παράγουν περαιτέρω βία και μοιραία διαφθείρουν και καταστρέφουν και τους πιο ευγενείς σκοπούς. «Όταν γίνεται χρήση των μέσων του κακού» υπερθεματίζει ο Berdyaev, «οι σκοποί αυτοί δεν πραγματώνονται ποτέ: τα μέσα καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο και οι σκοποί είτε λησμονούνται είτε καταλήγουν να είναι καθαρά ρητορικοί». Αμέτρητοι ανθρώπινοι στόχοι έχουν υποστεί μια μοιραία έκπτωση εξαιτίας των βίαιων μέσων που  υιοθετήθηκαν  προς  επίτευξή  τους  και  τα  οποία  κατέληξαν  να  κατέχουν κεντρικό ρόλο τη στιγμή που ο αρχικός στόχος γινόταν ολοένα και πιο απατηλός.

Παρόλα αυτά, οι υποστηρικτές της βίας προσπαθούν πάντα να την δικαιολογήσουν (τόσο στους άλλους όσο και στους εαυτούς τους) υπενθυμίζοντας τους ευγενείς σκοπούς τους. Αυτό είναι κατανοητό, και οι υποστηρικτές της βίας συνήθως πιστεύουν ολόψυχα πως οι ανώτεροι σκοποί που επιδιώκουν μπορούν να επιτευχθούν μέσω των βίαιων μέσων στα οποία ενδίδουν. Ωστόσο, η προσφυγή στη βία είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που εισέρχεται το κακό.

Εξάλλου, εκείνοι που πέφτουν θύματα καταναγκασμού θα υπακούουν μόνο όσο παραμένουν πιο αδύναμοι από τους τυράννους τους. Αλλά «με το που θα γίνουν πιο δυνατοί», προειδοποιεί  ο  Tolstoy,  «χολωμένοι από τις  δυσκολίες τους» και «από όλα όσα έχουν υποφέρει, θα εξαναγκάσουν με τη σειρά τους τους αντιπάλους τους να κάνουν αυτό που εκείνοι θεωρούν καλό και αναγκαίο».  Η αντιδραστική βία υπόσχεται μια αντι-αντιδραστική βία.

 

Οι χριστιανοί αναρχικοί θεωρούν πως ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα με τις βίαιες μεθόδους είναι πως «άπαξ και συναινέσουμε στην από μέρους μας χρήση βίας, πρέπει επίσης να συναινέσουμε και στη χρήση της από μέρους των αντιπάλων μας».  Η υιοθέτηση της βίας ως μιας μεθόδου προς επίτευξη των σκοπών μας, συνεπάγεται την αναγνώρισή της ως μιας αποδεκτής μεθόδου.

Ακόμα χειρότερα, η χρήση βίας παρέχει τη δικαιολόγηση για ακόμα περισσότερη βία. Τουτέστιν, «κάθε πράξη βίας μπορεί να εξηγήσει και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της σαν απάντηση σε μία πρότερη πράξη βίας» – κίνδυνος εγγενής στον lex talionis. «Όπως η φωτιά δεν θα σβήσει τη φωτιά», λέει ο Tolstoy, «έτσι και το  κακό  δεν  θα καταστρέψει  το κακό».  Σύμφωνα με τον Ιησού  τού Tolstoy, «παίρνοντας εκδίκηση, το μόνο που κάνουμε είναι να διδάσκουμε στους άλλους να πράξουν το ίδιο».

Οι χριστιανοί αναρχικοί προτρέπουν κάθε ανθρώπινο ον να αποφασίσει ποια είναι η στάση του επί του θέματος αυτού. Το ερώτημα του πώς απαντούμε στο κακό δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ο lex talionis φαίνεται να προσφέρει μια λύση στην οποία όμως υπάρχει η εγγενής τάση να βγει η αμοιβαία βία εκτός ελέγχου. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της βίας, η ανθρωπότητα χρειάζεται μια εναλλακτική μέθοδο για απάντηση στην αδικία και για την επίτευξη ηθικών σκοπών.

Ξεπερνώντας τον Κύκλο της Βίας

Οι χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν πως ο Ιησούς και δίδαξε και πραγματοποίησε μια τέτοια εναλλακτική, ότι δηλαδή «το κακό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με το καλό».15  Δεν είναι μια μέθοδος εύκολη και στην αρχή μπορεί να φανεί παράλογη υπό την  έννοια  ότι σημαίνει μια «αποκήρυξη κάθε σημείου  επικράτησης».  Οι χριστιανοί αναρχικοί, ωστόσο, πιστεύουν πως αποτελεί «το μόνο δυνατό τρόπο για να  σπάσει  η  αλυσίδα  της  βίας,  να  διαρρηχθεί  ο  κύκλος  του  φόβου  και  του μίσους».

Κανένας χριστιανός αναρχικός δεν προσποιείται πως κάτι τέτοιο είναι ανώδυνο. Το να ξεπεραστεί το κακό με την αγάπη απαιτεί μια προθυμία να υποστούμε τη βία ή το κακό χωρίς να τα ανταποδώσουμε, ακόμη και όταν – για την ακρίβεια, ειδικά όταν – μας συμπεριφέρονται άδικα. Έτσι, απαιτείται συγχωρητικότητα και θυσία – συμπεριλαμβανομένης   της   θυσίας   του   δικαιώματός   μας   για   αποζημίωση   ή εκδίκηση.

Μόνο μια τέτοια στάση αγάπης, μη βίας και συγχωρητικότητας καθιστά δυνατή την επούλωση των πληγών. Η μη αντίσταση, και η συνακόλουθη προθυμία να υποφέρουμε άδικα, ανοίγει το δρόμο για τη συμφιλίωση. Εκθέτει την καταστροφική βία και προβαίνει σε μια συγκινητική έκκληση ώστε η βία αυτή να ξεπεραστεί.

Ίσως κάποιοι να εκφράσουν την ένσταση ότι η μη αντίσταση εναντιώνεται στην ανθρώπινη φύση, υπό την έννοια ότι πάει ενάντια στο φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο Ballou απαντά ότι, στην πραγματικότητα, η μη αντίσταση είναι «η  αληθινή  μέθοδος  αυτοσυντήρησης». Για εκείνον, η  αντίσταση  διαιρεί  και ουσιαστικά καταστρέφει την ανθρωπότητα, ενώ η μη αντίσταση τη διατηρεί. Κατ’ αντιστοιχία, η μη αντίσταση είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί πραγματικά να διατηρήσει την ανθρωπότητα μακροπρόθεσμα.

Έτσι, οι χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν σταθερά σε μια αυστηρή συνέχεια μεταξύ μέσων και σκοπών, διότι τελικά τα μέσα γίνονται σκοποί. Η βία οδηγεί στη βία, η αντίσταση στην αντίσταση. Με την ίδια λογική, η ειρήνη, η αγάπη και η συγχωρητικότητα μπορούν να υπάρξουν μόνο με ανθρώπους πρωτοπόρους σε αυτούς τους τομείς. Ο κύκλος της βίας δεν μπορεί να σπάσει με καθαρτήριες ή παραδειγματικές πράξεις βίας. Μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με αγάπη και μη αντίσταση.

Φυσικά, μια τέτοια μη αντίσταση δεν είναι εύκολη υπόθεση για κάποιον. Απαιτεί μια απόλυτη δέσμευση, και αυτό σημαίνει μια προθυμία να υποφέρει, ακόμη και να πεθάνει, παρά να αντισταθεί. Γι’ αυτό η μη αντίσταση δεν είναι δειλία. Απαιτεί κουράγιο.

Εξάλλου, η μη αντίσταση είναι αυτό που αναμφισβήτητα απαιτεί ο Ιησούς. Μπορεί να το θεωρούμε ουτοπικό ή ανόητο, αλλά για τον Tolstoy αυτό που δεν μπορούμε να αρνηθούμε είναι ότι ο Ιησούς ξεκάθαρα κάλεσε τους μαθητές του να μην αντιστέκονται. Επομένως, ένας πιστός μαθητής του Ιησού δεν μπορεί να αντιστέκεται, δεν μπορεί να μετέχει της βίας.

Αναρχικά Συμπεράσματα

Το κράτος, ωστόσο, θεμελιώνεται πάνω στη βία. Για να επιβάλλει το νόμο και την τάξη, απαιτεί από τους πολίτες του να έχει το μονοπώλιο της έννομης χρήσης βίας. Έτσι, ο εξαναγκασμός είναι ουσιαστικό στοιχείο της διακυβέρνησης, όλων των κυβερνήσεων. Το κράτος θεμελιώνεται ακριβώς πάνω σε αυτό που ο Ιησούς απαγορεύει.

Οι χριστιανοί αναρχικοί απορρίπτουν τη διαφοροποίηση μεταξύ «βίας», με τις αρνητικές της υποδηλώσεις, και τη χρήση «δύναμης» από μέρους του κράτους. Η βία ιδρύει το  κράτος  και διαποτίζει τη  διακυβέρνησή του μέρα με τη μέρα.  Το κράτος  «δεν  μπορεί  να  διατηρηθεί  παρά  μόνο  από,  και  με,  τη  χρήση  βίας». Συνεπώς, αποτελεί τραγωδία το ότι παρόλο το κράτος υπόσχεται να μας προστατέψει από το κακό, το ίδιο «παράγει το κακό και το διευρύνει».

Επίσης, το κράτος είναι ακόμα πιο εμφανώς βίαιο, γι’ αυτό και αντιχριστιανικό, υπό την  έννοια  ότι  κάνει  πόλεμο.  Καθαυτόν  τον  τρόπο  παραβιάζει  την  παλαιότερη εντολή τού «ου φονεύσεις». Έτσι, «ο φόνος διαπράττεται από το κράτος με έναν οργανωμένο τρόπο και σε μια κολοσσιαία κλίμακα».

Σε αυτούς που ίσως απαντήσουν ότι θα πρέπει να υπάρξει μια διάκριση μεταξύ φόνου και πολέμου, ο Ballou απευθύνει μια ρητορική ερώτηση: «πόσοι άνθρωποι χρειάζονται για να μεταμορφωθεί η κακία σε αρετή;».  Ένας άνθρωπος δεν πρέπει να  σκοτώσει,  κάμποσοι  άνθρωποι  δεν  πρέπει  να  σκοτώσουν,  αλλά  τα  κράτη μπορούν και δεν θεωρείται φόνος – αλλά πόσοι τελικά χρειάζονται; Οι χριστιανοί αναρχικοί δεν βλέπουν κανέναν λόγο να διαχωρίσουν εκείνους που δρουν κατά μόνας από όσους πράττουν το ίδιο μέσα από το κράτος. Οι χριστιανικές εντολές ισχύουν και για τις δύο περιπτώσεις.

Όπως εξηγεί ο Ballou, «ό,τι κάνει [ένας άνθρωπος] δια μέσου των άλλων, στην πραγματικότητα  το  κάνει  ο  ίδιος».   Όταν  το  κράτος  αντιστέκεται  στο  κακό,  οι πολίτες του, που έχουν συναινέσει στην ισχύ που διαθέτει για να το κάνει, είναι το ίδιο υπεύθυνοι για την πρακτική του όπως θα ήταν αν είχαν οι ίδιοι αντισταθεί στο κακό.

Έτσι, είναι λόγω της απόλυτης αφοσίωσής τους στη μη βία που οι χριστιανοί αναρχικοί αρνούνται να υποστηρίξουν το θεσμό και τις πρακτικές του κράτους. Γι’ αυτούς, η διδασκαλία του Ιησού «δεν περιλαμβάνει τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε καταναγκαστικής νομοθεσίας, των δικαστηρίων, της αστυνομίας  και των  φυλακών, όπως  και όλων των επιβεβλημένων περιορισμών ανθρώπου σε άνθρωπο». Τουτέστιν, ο χριστιανισμός εμπεριέχει τον αναρχισμό.

Ο Hennacy συμπεραίνει πως «ο αναρχισμός είναι το αρνητικό» του «πασιφισμού και της Επί του Όρους Ομιλίας».25  Είναι επειδή παίρνουν τα λόγια του Ιησού στην Επί του Όρους Ομιλία στα σοβαρά, και επειδή θεωρούν το κράτος, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μια σκανδαλώδη παραβίαση των λόγων αυτών, που οι χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν πως ο αναρχισμός αποτελεί μια αναπόφευκτη απόρροια του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί αναρχικοί, διαθέτοντας μια συνεκτική συλλογιστική, ξεκινούν από την εντολή του Ιησού για μη αντίσταση στο κακό και, διαμέσου  της  θεωρητικής και  πρακτικής αξιολόγησής τους για την κρατική βία, καταλήγουν στην ολοκληρωτική απόρριψη του κράτους.

Έτσι, σύμφωνα με τον Tolstoy, κάθε δυνητικός χριστιανός διαθέτει μια επιλογή: Θεός ή κράτος, διδασκαλία και παράδειγμα του Ιησού ή κρατική θεώρηση και πρακτική. Είναι αδύνατο να ομολογήσει και τα δύο.

Επίλογος

Οι χριστιανοί αναρχικοί βλέπουν την ευρύτερη Επί του Όρους Ομιλία σαν ένα πολιτικό   κείμενο,  ένα   μανιφέστο   για   μια   χριστιανική   αναρχική   κοινωνία. Λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τα πολιτικά παρεπόμενα των οδηγιών του Ιησού, ειδικά τα της μη αντίστασης στο κακό. Επιμένουν πως ο Ιησούς καλεί τους μαθητές του να υπερβούν τον lex talionis, να αγαπήσουν και να συγχωρήσουν όσους πράττουν το κακό ώστε ο κύκλος της βίας που έχει φθείρει την ανθρωπότητα να ξεπεραστεί. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να απαιτεί μια απόρριψη της θεώρησης και πρακτικής του κράτους, τα λόγια του Ιησού είναι ένα κάλεσμα σε επανάσταση – μια επανάσταση που ο Ιησούς δίδαξε και πραγμάτωσε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής  του,  συμπεριλαμβανομένης  ακόμα  και  της  αποδοχής  τού  σταυρικού  του θανάτου.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com/2021/04/19/anarchist_christian_critique_violence/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου