Απόσπασμα από το βιβλίο Greece: A Jewish Story (Princeton University Press, 2008). Η Katherine Elizabeth Fleming είναι καθηγήτρια στο τμήμα ιστορίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την 31 Μαρτίου, 2021

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, καλωσορίστηκε από την Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια ευγενική μάχη για δημοκρατική ελευθερία, που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την αναγέννηση των αρχαίων Ελλήνων που είχαν τιμητική θέση στην δυτική πολιτιστική παράδοση. Όπως ανακοίνωσε στο Κογκρέσο ο πρόεδρος James Monroe στα τέλη του 1822, «Το όνομα της Ελλάδας γεμίζει το νου και τη καρδιά με τα υψηλότερα και ευγενικότερα συναισθήματα… η επανεμφάνιση αυτού του λαού με τον αυθεντικό του χαρακτήρα, μαχόμενος για την ελευθερία του… γεννά τον ενθουσιασμό παντού στις Ηνωμένες Πολιτείες». Μια από τις πραγματικότητες της Ελληνικής Επανάστασης ωστόσο, ήταν μια σειρά από αιματηρές θρησκευτικές σφαγές. Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι που ζούσαν σε κοινό έδαφος για αιώνες έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο με τρομερή αγριότητα.

Ενώ όμως Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ήταν ξεκάθαρα ταυτισμένοι με την μία ή την άλλη πλευρά – τους Έλληνες και τους Οθωμανούς, αντίστοιχα – οι Εβραίοι, η μικρότερη με διαφορά ομάδα, εγκλωβίστηκαν στη μέση. Στην αρχή, πόνταραν στο άλογο που φαίνονταν πως θα κερδίσει. Υποθέτοντας πως η ελληνική εξέγερση θα αποτύχει. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος οι Εβραίοι πήγαν με την πλευρά των Οθωμανών. Ιστορικά, οι Εβραίοι της περιοχής υπέφεραν περισσότερο από τους Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς από ότι είχαν από τους Μουσουλμάνους Οθωμανούς. Στη θεωρία, αν όχι πάντα και στη πράξη, το οθωμανικό νομικό σύστημα έδινε στους Εβραίους και στους Χριστιανούς ευρείες ελευθερίες και ένα σχετικά υψηλό βαθμό αυτονομίας. Σε σύγκριση με τη θέση των Εβραίων στις χριστιανικές χώρες, εκείνη των Οθωμανών Εβραίων ήταν σχετικά ασφαλής, και φοβόντουσαν την πιθανότητα μιας χριστιανικής κυριαρχίας πολύ περισσότερο από την πραγματικότητα του οθωμανικού ελέγχου. Την ίδια στιγμή, οι Οθωμανοί έμοιαζαν ως η πολύ πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Η απόφαση να ταχθούν με τους Οθωμανούς ήταν λογική από κάθε πλευρά. Και όμως αυτή η πράξη γρήγορα αποδείχτηκε καταστροφική: καθώς ο ελληνικός σκοπός άρχισε να κερδίζει σε ορμή, οι Εβραίοι δολοφονούνταν ως προδότες ή εχθροί. Στην Πελοπόννησο που ξέσπασε αρχικά η εξέγερση κατά των Οθωμανών, οι Εβραίοι κάτοικοι σφάχτηκαν από τους κλέφτες σε μια σειρά από μίνι πογκρόμ που σάρωσαν την περιοχή. Ένα μακροχρόνιο αντισημιτικό συναίσθημα σε συνδυασμό με τον ελληνικό θυμό για την συνεργασία των Εβραίων με τους Τούρκους. Την ίδια στιγμή, φήμες και αναφορές εβραϊκής συνεργασίας με τους Οθωμανούς σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας εξαπλώθηκαν στην Πελοπόννησο, προκαλώντας επιπλέον αντίποινα.

Στη πορεία του 19ου αιώνα, ο φιλο-Οθωμανικός ρόλος – πραγματικός και φανταστικός – των Εβραίων στην Ελληνική Επανάσταση χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τους Έλληνες Χριστιανούς ως απόδειξη για την εβραϊκή απουσία πίστης στην Ελλάδα. Το λεξιλόγια της εβραϊκής απιστίας θα γίνονταν κυριολεκτικά κλισέ της ελληνοεβραϊκής εμπειρίας, επαναλαμβανόμενο σε διάφορες εδαφικές επεκτάσεις της Ελλάδας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, που έφεραν δεκάδες χιλιάδες Εβραίων στο Ελληνικό κράτος. Με κάθε επέκταση – στην Θεσσαλία το 1881, και στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη το 1912 – οι Εβραίοι της περιοχής πιάστηκαν μεταξύ της πίστης στην παρηκμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ρεαλπολιτίκ του νέου ελληνικού κράτους.

Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας έφερε ζοφερές επιπτώσεις για τους Εβραίους της περιοχής εξαρχής. Μια εβδομάδα μετά την έναρξη της εξέγερσης, την Κυριακή του Πάσχα, στις 22 Απριλίου 1821, ο ελληνορθόδοξος πτριάρχης και αρκετοί επίσκοποι εκτελέστηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τις οθωμανικές αρχές. Σε μια προσπάθεια να δείξει την πίστη της εκκλησίας προς τους Οθωμανούς, ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε, είχε αφορίσει τους Έλληνες επαναστάτες. Παρόλα αυτά, ο σουλτάνος (Mahmud II) διέταξε την εκτέλεση του Γρηγορίου ως προειδοποίηση  στους επαναστάτες και τιμωρία για την αποτυχία της εκκλησίας να αποτρέψει την ελληνική εξέγερση. Σύμφωνα με διαδεδομένες μαρτυρίες, τα σώματα εκτέθηκα σε δημόσια θέα και στην συνέχεια δόθηκαν στην εβραϊκή κοινότητα για να ταφούν. Οι μαρτυρίες διαφέρουν στον ακριβή ρόλο που έπαιξαν οι Εβραίοι: κάποιοι πίστευαν  πως μια μικρή ομάδα αναγκάστηκε απρόθυμα με τη βία από τις οθωμανικές αρχές να συμμετέχει· άλλοι ισχυρίζονταν είχαν προσφερθεί εθελοντικά από πρόθεση να εκδικηθούν τους Χριστιανούς. Το σώμα του πατριάρχη και των ιεραρχών σύρθηκαν στους δρόμους και πετάχτηκαν στη θάλασσα. Η ιστορία εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, με τον υπαινιγμό πως «οι Εβραίοι» – ένα συλλογικό σώμα – είχε κάνει μια ασυγχώρητη προσβολή «στους Χριστιανούς». Μόνο ο θάνατος μπορούσε να την εκδικηθεί. Μέχρι την στιγμή που τα νέα απλώθηκαν στα δυτικά, ο ρόλος που έπαιξαν οι Εβραίοι στα γεγονότα είχε αφηγηματικά εξαφανίσει ακόμη και εκείνο των Οθωμανών. Η σφαγή τους συνεχίστηκε με γρήγορους ρυθμούς, δικαιολογημένος ως εκδίκηση για την προσβολή στα σώματα των ιεραρχών. Στο μεταξύ, στην βόρεια ηπειρωτική χώρα, Εβραίοι, «οπλισμένοι και διψασμένοι για χριστιανικό αίμα», συμμετείχαν στα τουρκικά αντίποινα εναντίον των Ελλήνων στην Νάουσα και μοιράστηκαν τα λάφυρα από τα κατεστραμμένα ελληνικά χωριά. Αυτό οδήγησε σε ακόμη περισσότερα αντιεβραϊκά αντίποινα.

Τους πρώτους μήνες του πολέμου, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων της Πελοποννήσου εκτοξεύτηκε καθώς τουρκικά στρατεύματα και πρόσφυγες από τις γύρω περιοχές έρευσαν προς αυτές. Στη Τρίπολη για παράδειγμα, στη κεντρική Πελοπόννησο, ο πληθυσμός πρακτικά διπλασιάστηκε μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 1821. Ένα μέρος των προσφύγων ήταν Εβραίοι που αναζητούσαν καταφύγιο στην αρχαία κοινότητα των Ρωμανιωτών Εβραίων της Τρίπολης. Την 1 Νοεμβρίου, οι Έλληνες επαναστάτες άρχισαν την πολιορκία της πόλης, και το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού εξολοθρεύθηκε. Κάποιοι Εβραίοι ήταν οπλισμένοι, αλλά οι περισσότεροι όχι. Ο διάσημος Έλληνας στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ιδιαίτερα περιφρονητικός προς τους Εβραίους που τόλμησαν να πολεμήσουν· όταν εντόπισε έναν οπλισμένο Εβραίο μεταξύ μιας ομάδας Τούρκων που παραδίνονταν, ο Έλληνας στρατηγός ήταν έξαλλος. «Ένας ένοπλος Εβραίος, δεν είναι καλό!».

Η καταστροφή των Εβραίων της Τρίπολης δεν ήταν απλά η παράπλευρη απώλεια  του πολέμου. Ο Βρετανός πρόξενος που ήταν εγκατεστημένος στην Πάτρα, στα βόρεια, ανέφερε την σκόπιμη σφαγή εκατοντάδων Εβραίων· ο Βρετανός πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη έστειλε επιστολή που ανέφερε πως χιλιάδες Εβραίοι  είχαν βασανιστεί και καεί ζωντανοί από τις ελληνικές δυνάμεις. Ένας Εβραίος από την Κέρκυρα που ήταν αυτόπτης μάρτυρας είπε πως πέντε χιλιάδες Εβραίοι σκοτώθηκαν στην Τρίπολη, παρά το γεγονός πως ήταν άμαχοι. Ενώ τα νούμερα διαφέρουν πολύ, όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν πως τον Νοέμβριο του 1821, ήταν ο τελικός χαμός της εβραϊκής παρουσίας εκεί. «Είναι βέβαιο, όπως ο εβραϊκός πληθυσμός εκείνης της πόλης, όποιος και αν ήταν, καταστράφηκε». Καθώς ο πόλεμος εξαπλώθηκε, οι Εβραίοι σε όλη την περιοχή υπέφεραν ένα αντίστοιχο τέλος: «Οι γιοι του Ισαάκ, και οι γιοί του Ισμαήλ,… όπως σε κάθε ευκαιρία στην Ελληνική Επανάσταση συνάντησαν την ίδια μοίρα». Εκείνοι που επεβίωσαν διέφυγαν σε καθιερωμένα εβραϊκά κέντρα, όπως η Κέρκυρα, η Θεσσαλονίκη, η Ιστανμπούλ και η Σμύρνη. Κάποιοι πήγαν τόσο μακριά όσο η Σιδώνα, η Τιβεριάδα, και η Ιερουσαλήμ, και άλλοι στα Ιόνια νησιά στα βορειοδυτικά. Η εβραϊκή κοινότητα του Βόλου, στην ανατολικο-κεντρική ακτή, αποτελούνταν στο σύνολο της από Πελοποννήσιους πρόσφυγες. Στο τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ελάχιστοι Εβραίοι παρέμειναν μέσα στα Ελληνικά σύνορα. Η μεγαλύτερη κοινότητα τους, και μια από τις ελάχιστες που παρέμειναν σε σταθερό μέγεθος στη διάρκεια του πολέμου, ήταν στην Χάλκίδα, σπίτι για περίπου 50 οικογένειες Ρωμανιωτών. Κανένας Εβραίος δεν απέμεινε στην Πελοπόννησο. Το 1830, εβραίοι πρόσφυγες από την νέα Ελλάδα συνέχισαν να κινούνται δυτικά, στα Ιόνια νησιά, τότε Βρετανικό Προτεκτοράτο, και βόρεια στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, και την Μακεδονία – όλες περιοχές που παρέμειναν, για την ώρα, υπό Οθωμανικό έλεγχο. Η ίδια η γέννηση του Ελληνικού κράτους, συνοδεύτηκε από την καταστροφή ή φυγή των εβραϊκών κοινοτήτων της περιοχής.

Όπως δημιουργήθηκε το 1833, το Βασίλειο της Ελλάδας αποτελούνταν από την Αττική, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ενώ μικρός αριθμός Εβραίων ήταν διασκορπισμένος σε όλη αυτή την περιοχή, όλοι έλεγαν πως ήταν λιγότεροι από χίλιοι, από αρχικό συνολικό πληθυσμό 750000. Η δημογραφική πραγματικότητα ήταν σύμφωνη με την ιδεολογική πλατφόρμα της νέας Ελλάδας, η οποία όπως δημιουργήθηκε στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης θα ήταν ένα κατά βάση χριστιανικό κράτος. Η επικάλυψη της ελληνικότητας με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που έγινε νόμος  στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Ελληνοορθοδοξία υιοθετήθηκε ως η επίσημη κρατική θρησκεία, υπήρχε πρακτικά εξαρχής. Η Ελληνική Επανάσταση, παρά το γεγονός πως πολλοί από τους διανοούμενους ηγέτες της πήραν την Γαλλική Επανάσταση ως μοντέλο, ήταν στο λαϊκό επίπεδο που σε γενικές γραμμές θεωρούνταν ως μάχη για ορθόδοξη ελευθερία από το «ζυγό» του Ισλάμ.

Είναι αναχρονιστικά σύγχρονο να το απορρίψουμε αυτό ως «ρατσιστικό» ή σοβινιστικό. Εν τέλει, κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα, η ταύτιση της ελληνικότητας με την ορθοδοξία δεν ήταν απλά δυνατή· κάθε άλλος ορισμός της ελληνικότητας ήταν αδιανόητος. Οι Οθωμανοί για αιώνες είχαν ορίσει τους Έλληνες σύμφωνα  με τη θρησκεία, δίνοντας στο Ελληνορθόδοξο πατριαρχείο πρακτικά αυτονομία σχετικά με όλες τις υποθέσεις εσωτερικές στην ελληνορθόδοξη κοινότητα. Ο νόμος και η εκπαίδευση – πρακτικά, όλα τα πράγματα που αφορούσαν την καθημερινή πολιτική ζωή – περνούσε μέσα από την εκκλησία. Παρομοίως η εβραϊκή ζωή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία περνούσε από τους ραβίνους. Η αυτοκρατορική κυριαρχία δεν πρόσφερε κάποιο προηγούμενο για μια μορφή εθνικής ταυτότητας που να διασχίζει τις θρησκευτικές γραμμές. Όπως η κληρονομία του συστήματος των μιλετιών δεν άφησε χώρο για κάτι όπως «Έλληνας Μουσουλμάνος», έτσι δεν υπήρχε κατά το πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους, κάτι όπως Έλληνας Εβραίος. Υπήρχαν απλά Οθωμανοί Εβραίοι διάφορων καταγωγών που δεν είχαν ακόμη διαπραγματευτεί ένα χώρο για αυτούς στο νέο εθνικοποιημένο χώρο που βρέθηκαν.

Εξωτερικές Πιέσεις

Στο αβέβαιο και πιεστικό περιβάλλον της Ελλάδας του 19ου αιώνα, μια σειρά από πολιτισμικές και πολιτικές συγκρούσεις βοήθησαν στο να κάνουν τις ζωές ομάδων που αντιμετωπίζονταν ως ξένες δύσκολες. Πρώιμοι υποστηρικτές της Ελληνικής ανεξαρτησίας ήταν βαθιά επηρεασμένοι από την Γαλλική επανάσταση· ο Ρήγας Βελεστινλής (περ. 1757-1798) για παράδειγμα, έγραψε ιδιαίτερα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σχεδιάζοντας ένα σύνταγμα για την Ελλάδα που ήταν βασισμένο στην Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ελληνική πολιτική που ήρθε αργότερα όμως ήταν περισσότερο αφιερωμένη στο να επιβάλει την πρωτοκαθεδρία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Ιδεολόγοι όπως ο Μάρκος Ρενιέρης (1815-1897) μιλούσε για την υπεροχή του χριστιανισμού έναντι της κοσμικότητας του 18ου αιώνα. Ενώ το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδας που προτάθηκε (το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822, δεν υλοποιήθηκε ποτέ) αντικατόπτριζε τα Δυτικά φιλελεύθερα ιδανικά ιδιαίτερα στην αναφορά για ανοχή και ελευθερία όλων των θρησκειών, το πρώτο σύνταγμα που καθιερώθηκε πρακτικά, που παραχώρησε με απροθυμία ο Όθωνας το 1844 μετά από ένα πραξικόπημα διαμαρτυρίας την προηγούμενη χρονιά, ανακήρυξε την Ορθοδοξία επίσημη κρατική θρησκεία και απαγόρευσε σε άλλες θρησκείες στο δικαίωμα να προχωρούν σε προσηλυτιστική δραστηριότητα. Για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, οι Εβραίοι στην Ελλάδα δεν είχαν οποιαδήποτε επίσημη αναγνώριση από το κράτος.

Η πρώτη δεκαετία του νέου κράτους (1833-43) χαρακτηρίστηκε από έντονες οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές πιέσεις. Η Ελλάδα ήταν πρακτικά χρεοκοπημένη, υποτελής στην Δυτική κυριαρχία, και στερημένη από  βιώσιμη βιομηχανία. Κάθε μεγάλο ελληνικό εμπορικό κέντρο – Θεσσαλονίκη/Σελανίκ, Κωνσταντινούπολη/Ιστανμπούλ, Αλεξάνδρεια/Ισκενδέριε, και Σμύρνη/Ιζμίρ – παρέμεναν σε Οθωμανική περιοχή. Ο μισοπεθαμένος από τη πείνα πληθυσμός, δυσανάλογα αποτελούμενος από γυναίκες και παιδιά, και σε μεγάλο βαθμό ακτήμονας και αγράμματος. Το 75% του ελληνόφωνου πληθυσμού ζούσε έξω από τα σύνορα του νέου κράτους. Οικονομικά, η χώρα μετά βίας ήταν βιώσιμη. Οι διεθνείς πιέσεις ήταν επίσης τρομερές: η Ελλάδα υπήρχε υπό τη «εγγύηση» των τριών «προστάτιδων δυνάμεων», Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που μαζί χάραξαν τα σύνορα της Ελλάδας. Το συνέδριο του Λονδίνου (7 Μαΐου 1832) είχαν ανακηρύξει έναν ξένο, τον Όθωνα, τον ανήλικο δεύτερο γιο του βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου, βασιλιά των Ελλήνων. Κάθε μια από τις μεγάλες δυνάμεις προσπάθησε να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ελλάδα. Οι Ρώσοι για παράδειγμα, επί έναν αιώνα πήγαιναν μπρος πίσω μεταξύ του να φέρονται ως σύμμαχος της Ελλάδας και ως μέρος ενός ενιαίου μπλοκ, μαζί με την Γαλλία και την Βρετανία, που στόχευε στο έλεγχο των εσωτερικών υποθέσεων της Ελλάδας. Το 1770, είχαν ωθήσει τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάνοντας επίκληση στην κοινή τους κατάσταση ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί και κάνοντας ψεύτικες υποσχέσεις για στρατιωτική υποστήριξη στην εξέγερση. Ξανά κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821-33), οι Ρώσοι παρουσίασαν τους εαυτούς τους ως τους μεγάλους υποστηρικτές του ελληνικού λαού, και μετά την ολοκλήρωση του πολέμου είχαν προσπαθήσει να καλλιεργήσουν και να επικαλεστούν μια αίσθηση χρέους στους Έλληνες. Το ίδιο και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι. Αυτό είχε οδηγήσει σε μια παράδοξη εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα: η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζονταν ως το «ρωσικό» κόμμα, ενώ η αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κωλέττη, έγινε γνωστό ως το «γαλλικό» κόμμα, εν μέρει εξαιτίας των στενών διπλωματικών δεσμών που είχε ο Κωλέττης με τη Γαλλία τα τελευταία της Οθωμανικής κυριαρχίας όταν υπηρετούσε στην αυλή του Αλί Πασά στα Γιάννενα. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, οι Βρετανοί, υπό το Λόρδο Palmerston, απρόθυμα προώθησαν την δημιουργία ακόμη ενός αντιπολιτευτικού κόμματος, αυτό υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που έγινε – προς ενόχληση του Palmerston – γνωστό ως το «αγγλικό» κόμμα.

Η εξωτερική πίεση βασίστηκε στο τεράστιο οικονομικό χρέος της Ελλάδας προς τις μεγάλες δυνάμεις. Η βασιλεία του Όθωνα ήταν προϋπόθεση για ένα τεράστιο δάνειο, αυξάνοντας το τεράστιο διεθνές χρέος που η Ελλάδα είχε συγκεντρώσει πριν καν ολοκληρωθεί ο Πόλεμος. Οι Έλληνες ήταν άπειροι ως προς το ευρωπαϊκό περιβάλλον, που ήταν γεμάτο με πλεόνασμα χρήματος χάρη στην πρόσφατη αποικιοκρατική επιτυχία του. Τα δάνεια διαπραγματεύτηκαν με εντυπωσιακά κακούς όρους για τους Έλληνες, με τους Έλληνες ουσιαστικά να παραχωρούν όλα όσα είχαν πριν καν το κράτος τους δημιουργηθεί. Όπως τυπώθηκε στα ομόλογα που εκδόθηκαν στη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, η ελληνική εγγύηση πληρωμής ανέφερε: «Για την πληρωμή των προσόδων δεσμεύονται όλα τα εισοδήματα της Ελλάδας. Το σύνολο της εθνικής ιδιοκτησίας της Ελλάδας έτσι δεσμεύεται στους κατόχους των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτό το δάνειο, μέχρι το σύνολο του κεφαλαίου με τις όποιες υποχρεώσεις έχει αποπληρωθεί». Η ελληνική «ανεξαρτησία» σήμαινε ελευθερία από τον Οθωμανικό έλεγχο, αλλά ούτε πολιτική και οικονομική αυτονομία. Όπως σχολίασε ο Βρετανός εκπρόσωπος στην Ελλάδα, «Μια Ελλάδα απόλυτα ανεξάρτητη είναι ανοησία· η Ελλάδα μπορεί να είναι ρωσική ή να είναι αγγλική· και καθώς δεν μπορεί να είναι ρωσική, είναι απαραίτητο να είναι αγγλική».

Ελληνική Εκκλησία και Κράτος

Αυτές οι πιέσεις βοήθησαν στο να εκθρέψουν έντονη ελληνική απέχθεια σε οτιδήποτε γινόταν αντιληπτό ως μια επίθεση στην ελληνική πολιτισμική αυτονομία – μια άποψη που ενισχύονταν από το γεγονός πως οι μεγάλες δυνάμεις είχαν προσπαθήσει να κρατήσουν την εξουσία της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας στο ελάχιστο. Ενώ υπό τους Οθωμανούς το πατριαρχείο είχε εξουσία πάνω σε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, η νέα αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, που δημιουργήθηκε το 1833, ήταν υπεύθυνη μόνο για τους Έλληνες πολίτες και ήταν κάτω από την κυβέρνηση. Πολλοί περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ζούσαν πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας από ότι μέσα. Οι νέοι ηγέτες της Ελλάδας ήθελαν να βάλλουν τέλος στην κεντρικότητα της εκκλησίας στα πολιτικά ζητήματα, και ουσιαστικά να διαχωριστούν από το κωνσταντινοπολίτικο πατριαρχείο. Οι  Καθολικοί Βαυαροί, μαζί με πολλούς Δυτικούς φιλέλληνες παρατηρητές, αντιμετώπιζαν την Ελληνική Ορθοδοξία με περιφρόνηση, βλέποντάς την ως μίγμα αδαούς παγανιστικής προκατάληψης και λανθασμένου χριστιανικού δόγματος.

Ένα διάταγμα της 4ης Απριλίου 1843, έκοψε τους δεσμούς της ελληνικής εκκλησίας με το πατριαρχείο και την έθεσε στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Αυτή η εξέλιξη έγινε αντιληπτή ως ξεκάθαρο δείγμα των κινδύνων και της ανηθικότητας των Δυτικών φιλελεύθερων αντιλήψεων. Επίσης έστελνε μήνυμα τόσο στο πατριαρχείο στη Κωνσταντινούπολη όσο και στη Ρωσία πως η ορθοδοξία δεν θα ήταν πλέον πρόσχημα για εξωτερική παρέμβαση στα ελληνικά ζητήματα. Από το σημείο εκείνο, η εκκλησία είχε ως αποστολή απλά να διευθύνει τις πνευματικές ανάγκες του έθνους, και θα ήταν ένας ανάμεσα στους πολλούς κρατικά ελεγχόμενους θεσμούς. Κληρικοί της Ιεράς Συνόδου θα ήταν υπεύθυνοι για την εκκλησιαστική διακυβέρνηση παράλληλα με τις λειτουργικές και δογματικές αποφάσεις, αλλά δίχως πολιτική εξουσία. Από την εποχή της βάφτισης του Κωνσταντίνου δεν ήταν μακριά από πολιτικό ρόλο η εκκλησία. Σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής διακυβέρνησης ο πατριάρχης, διορισμένος από το σουλτάνο,  ήταν τόσο πολιτικός όσο και θρησκευτικός ηγέτης των Ορθόδοξων λαών. Για τους ιεράρχες της εκκλησίας, η νέα κατάσταση ήταν σχεδόν ανυπόφορη.

Ήταν επίσης αντιδημοφιλής πράξη στο γενικό πληθυσμό και στους πολιτικούς συντηρητικούς, που θεωρούσαν την εκκλησία ως οχυρό ενάντια τις εκσυγχρονιστικές επιρροές της Δυτικής σκέψης. Οι μοναχοί ιδιαίτερα, ήταν έντονα αντίθετοι στο διακανονισμό της εκκλησίας του 1833 – ο αριθμός των μοναστηριών είχε μειωθεί κατά δύο τρίτα από την κυβέρνηση – και προπαγάνδιζαν υπέρ της Ρωσίας στην πάλη εξουσίας  μεταξύ Ρώσων, Βρετανών και Γάλλων για επιρροή στα ελληνικά ζητήματα. Έλεγαν πως ο διακανονισμός έδειχνε τις διαβολικές παρεμβάσεις των «Εβραίων και των κοσμικών» – ισχυρισμοί που τροφοδοτούσαν τις φλόγες του μεταπολεμικού αντισημιτισμού και εκμεταλλεύονταν ένα μεγεθυνόμενο κλίμα ξενοφοβίας.

Οι Έλληνες Χριστιανοί έπρεπε να ανέχονται την άφιξη ενός πλήθους αποφασισμένων Προτεσταντών ιεραποστόλων. Κυρίως βρετανών και Αμερικάνων, που ήλπιζαν να καθαρίσουν τους Έλληνες από την προκατάληψη, και να τους εισάγουν στο «πραγματικό» Ευαγγέλιο, και να τους απαλλάξουν από την άθλια μιζέρια τους. αντιπροσώπευαν ακόμη μια μορφή εξωτερικής παρέμβασης. Επισκοπικοί ιεραπόστολοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1831, ανοίγοντας ένα σχολείο για να εκπαιδεύσουν «την ερχόμενη γενιά ενθουσιωδών Ελλήνων». Το σχολείο είχε ως βασικό εκπαιδευτικό γνώρισμα μια έμφαση στον δίκαιο χωρισμό εκκλησίας και κράτους: «Η Κα. Hill με σοφία προσπάθησε να εμφυσήσει στα μυαλά των μαθητών] ένα σεβασμό για τις συνταγματικές αρχές, ιδιαίτερα σημαντικό σε εκείνη την ξεσηκωμένη και ταραγμένη κοινότητα». Τέτοιοι ιεραπόστολοι αντιμετωπίζονταν ως θρησκευτικά και ως πολιτικά αδιάκριτοι, σπρώχνοντας τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την πίστη τους και να υιοθετήσουν Δυτικά φιλελεύθερα ιδανικά. Η Εκκλησία  της Ελλάδος πήρε μέτρα για να αποτρέψει την εισβολή των Προτεσταντών. Το 1836 και ξανά τρία χρόνια αργότερα, η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε πατερικές εγκυκλίους που καταδίκαζαν την μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην δημοτική ελληνική. Η αρχική ελληνική της σύνθεσης της – η κοινή ελληνική, η lingua franca της ύστερης ελληνιστικής περιόδου – ήταν ακατάληπτη σε πολλούς Έλληνες, και οι Δυτικοί ιεραπόστολοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν αυτό με την έκδοση μεταφράσεων των Ευαγγελίων στην σύγχρονη «δημοτική» εκδοχή της γλώσσας που μιλιούνταν από τους περισσότερους Έλληνες της περιοχής. Η Καλβινιστική και η Προτεσταντική Βιβλικές Εταιρείες, και η μεταφραστική τους δραστηριότητα συγκεκριμένα, υπονόμευαν την νεοελληνική έμφαση στην ελληνική γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη ως τους δίδυμους πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας. Σε αντίδραση σε αυτές τις πολλαπλές πιέσεις που της ασκήθηκαν στον απόηχο της Ελληνικής Επανάστασης, στη διάρκεια του 19ου αιώνα η αυτοκέφαλη εκκλησία προσπάθησε για μεγαλύτερη επιρροή μέσα από ένα επιθετικό πρόγραμμα Εξελληνισμού, συνδέοντας την ελληνικότητα με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό πολύ πιο στενά από ότι πριν. Η σύνδεση ορθοδοξίας και έθνους, μαζί με την πρακτική ανυπαρξία των Εβραίων στην Ελλάδα, έκανε την ιδέα του Έλληνα Εβραίου ένα εννοιολογικό οξύμωρο, ενώ η δημογραφία εγγυόνταν πως για την ώρα, δεν αποτελούσαν ζήτημα. Μέχρι και τη δεκαετία του 1860 ο συνταγματικός νόμος δεν τους αναγνώριζε επίσημά. Ακόμη και τότε, η μετατόπιση δεν είχε να κάνει τόσο με το διάλογο γύρω από την θέση των Εβραίων όσο με μια θεμελιώδη αλλαγή στη φύση του ελληνικού κράτους – που υπό το σύνταγμα του 1864 έγινε μια συνταγματική «βασιλευόμενη δημοκρατία», όπου η εξουσία βρίσκονταν στο λαό αντί του μονάρχη.

Αθήνα

Σύντομα μετά την εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου βασιλείου, η Αθήνα ορίστηκε ως η πρωτεύουσα. Και εδώ, η Δυτική επιρροή και φιλελληνισμός είχε κυριαρχήσει: ενώ οι Έλληνες έλεγαν για πρωτεύουσα στο Ναύπλιο, στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούσαν αδιανόητο πως οποιοδήποτε μέρος πέρα από την Αθήνα θα αποτελούσε την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Όσο και να θύμιζε το ένδοξο κλασικό παρελθόν, στα 1830 η Αθήνα δεν ήταν κάτι περισσότερο από μίζερο χωριό, κατεστραμμένο από χρόνια πολέμου, δίχως πραγματική πολιτισμική ή οικονομική σημασία. Ενώ διέθετε εβραϊκή παρουσία ήδη από την ελληνιστική περίοδο, στις αρχές του 19ου αιώνα δεν ζούσαν εκεί Εβραίοι. Κατά το 17ο αιώνα, ως αποτέλεσμα των εβραϊκών μεταναστεύσεων από την Ισπανία, κάπου είκοσι Σεφραδίτικες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Στα τέλη του 18ου αιώνα όμως όλοι οι Εβραίοι είχαν εξαφανιστεί από την πόλη, που είχε ερημώσει από τα χρόνια του πολέμου, βυθιστεί σε πολιτισμική και οικονομική αφάνεια, και ο γενικός πληθυσμός ελαττώθηκε σε μερικές χιλιάδες.

Οι Εβραίοι που ήρθαν στην Αθήνα κατά τις πρώτες δεκαετίες της Ελληνικής ανεξαρτησίας δεν ήταν Έλληνες με την έννοια του όρου: ήρθαν από τη δυτική Ευρώπη, δεν μιλούσαν Ελληνικά, και ήταν υπήκοοι άλλων κρατών. Η Αθήνα στη μέση του 19ου αιώνα γνώρισε πληθυσμιακή έκρηξη, και διάφοροι ξένοι, και Εβραίοι ανάμεσα τους κατέφτασαν στην πόλη για να εκμεταλλευτούν τις οικονομικές ευκαιρίες που παρουσίαζε η ταχεία ανάπτυξη. Τυπικός ανάμεσα τους ήταν ο Max Rothchild, μέλος της βαυαρικής ακολουθίας του βασιλιά και από μια από τις επιφανέστερες εβραϊκές οικογένειες στην Ευρώπη. Ο Rothchild ήταν ο πρώτος άποικος στην νέα εβραϊκή κοινότητα που ξεπετάγονταν, και με την απαίτηση του Όθωνα έγινε ο πρόεδρος της Αθηναϊκής Εβραϊκής Κοινότητας – μια θέση που παρέμενε ανεπίσημη στα μάτια της ελληνικής κυβέρνησης για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα· το κράτος αναγνώρισε επίσημα την κοινότητα μόλις το 1894, περίοδο που η μετανάστευση από τα Ιωάννινα και την Μικρά Ασία είχε αυξήσει το μέγεθος της κοντά στα 500 άτομα. Στο βαθμό που είχε επίγνωση για την παρουσία τους, ο Όθωνας ήταν θετικά διακείμενος προς τους Εβραίους του βασιλείου του, και οι ελάχιστοι Ρωμανιώτες που απέμειναν διασκορπισμένοι στις βασικές περιοχές που αποτελούσαν το αρχικό ελληνικό κράτος μάλλον βρήκαν την μετεπανστατική περίοδο ως καλοδεχούμενη αλλαγή από την αναταραχή και τις σφαγές της επανάστασης.

Οι πρώτοι Εβραίοι που έφτασαν στην Αθήνα ήταν Ασκενάζι, και η πρώτη κοινότητα αποτελούνταν από ξένους Εβραίους επιχειρηματίες. Οι περισσότεροι ήταν αντιπρόσωποι σημαντικών ευρωπαϊκών εμπορικών οικογενειών· κάποιοι τελικά έγιναν μέλη της ανεπίσημης «αριστοκρατίας» της Αθήνας λόγω του τεράστιου πλούτου τους. Πάνω από την ασκεναζική παρουσία στρώθηκε μια σεφραδίτικη από άλλες ελληνικές περιοχές, κυρίως την Σμύρνη. Οι Σεφραδίτες δεν ήταν τόσο πλούσιοι όσο οι Ασκενάζι, και ήταν λιγότερο ενσωματωμένοι στην ευρύτερη αθηναϊκή κοινωνία. Και αυτοί ήρθαν για οικονομικούς λόγους. Καμιά από τις ομάδες δεν είχε συναγωγή ή κρατική αναγνώριση. Τα μικρά τους μεγέθη, συν το γεγονός πως ήταν όλοι νεοφερμένοι, επέτεινε την αφάνεια τους και πρόσφερε την ανάπτυξη αυταρκών θρησκευτικών οργανώσεων. Ως το 1878, περίπου εξήντα Εβραϊκές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα. Καθώς όλοι ήταν πρόσφατοι μετανάστες από διάφορα κοινωνικά υπόβαθρα, οι διακοινοτικές υποομάδες που κυριαρχούσαν στην Θεσσαλονίκη ήταν απούσες.

Η συνεχιζόμενη απουσία επίσημης αναγνώρισης και η μεταβατική φύση της πρώιμης κοινότητας έφερε αυτούς τους πρώτους Αθηναίους εβραίους σε κοινωνικά δυσχερή θέση. Δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν νομικά ζητήματα συλλογικά και επίσης στερούνταν επίσημων μηχανισμών για την λήψη φιλανθρωπικής βοήθειας από έξω. Όταν το 1843 η εκκεντρική φιλοσημιτική Δούκισσα της Πλακεντίας θέλησε να χαρίσει στην κοινότητα μια μεγάλη έκταση γης στο Ζάππειο για την κατασκευή συναγωγής, η δωρεά εμποδίστηκε από το ελληνικό δίκαιο. Σημαντικά άτομα στην κοινότητα ανέλαβαν οι ίδιοι τις προσπάθειες εξεύρεσης πόρων για να στηρίξουν την φιλανθρωπία και την κατασκευή κοινοτικών κτιρίων, και στράφηκαν σε εβραϊκές κοινότητες στον έξω κόσμο. Ιδιαίτερα στη Φλωρεντία, στο Παρίσι, στη Τεργέστη, και τη Βενετία, για πόρους.

Το πολιτικό και οικονομικό χάος των μεταπολεμικών δεκαετιών, οι προσπάθειες της εκκλησίας να επανορθώσει την κυριαρχία της , και την εδραίωση μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης που ήταν όλο και περισσότερο ορθόδοξη στο χαρακτήρα της δημιούργησε  ένα δύσκολο περιβάλλον. Η εβραϊκή ζωή αποτελούνταν από μικροσκοπικές αυτόχθονες κοινότητες στην ενδοχώρα και μια όλο και μεγαλύτερη ξένη εβραϊκή παρουσία στην πρωτεύουσα. Πρακτικά δεν υπήρχε καμιά επικοινωνία μεταξύ των δυο ομάδων. Η κοινότητα των Αθηνών κράτησε επαφές με την Δυτική Ευρώπη, ενώ οι ελάχιστοι Εβραίοι σε μικρότερες πόλεις της ηπειρωτικής χώρας συνδέονταν με εβραϊκές κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν υπήρξε παγίωση των Ελλήνων Εβραίων, είτε σε θεσμικούς ή πολιτισμικούς όρους, και ο όρος Έλληνας Εβραίος θα είχε ελάχιστη σημασία σε οποιονδήποτε στην Ελλάδα, σε Εβραίους και Χριστιανούς εξίσου.

Η «Υπόθεση Pacifico»

Η αυξανόμενη αγανάκτηση με την εξωτερική παρέμβαση της Ελλάδας στις υποθέσεις της, σε συνδυασμό με την εδραίωση ενός ελληνισμού βαθιά επηρεασμένου από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, συνετέλεσαν στην δημιουργία ενός δυνητικά ξενοφοβικού περιβάλλοντος. Άτομα που θεωρούνταν ως οικονομικά ανώτερα, ως φιλικά προς Δυτικές δυνάμεις, ή ως απειλές προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό αντιμετωπίζονταν με απέχθεια και παράνοια. Το 1847, μια σειρά από γεγονότα συνέκλιναν γύρω από μια προσωπικότητα που αντιμετωπίζονταν ως τα τρία αυτά μαζί. Η ιστορία του Δον Pacifico, έναν Εβραίο, βρετανικής υπηκοότητας που ζούσε στην Αθήνα των μέσω του 19ου αιώνα, δίνει ένα ζωντανό παράδειγμα του περίπλοκου κλίματος μέσα στο οποίο βρίσκονταν οι Εβραίοι στην νέα Ελλάδα. Δείχνει επίσης πόσο δύσκολο είναι όταν αναλογιζόμαστε την περίοδο για να ξεχωρίσουμε τον αντισημιτισμό από τις οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές δυσκολίες που έφερε η γρήγορη εδραίωση του ελληνικού εθνικού κράτους. Τέλος, η ιστορία του Δον Pacifico δείχνει στο βαθμό στον οποίο θεωρούνταν εκείνη την περίοδο πως Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος ήταν όμορες κατηγορίες.

«Είκοσι δυο κουτάλια της σούπας, αργυρά, αγγλικής προέλευσης· είκοσι τέσσερα πιρούνια· μια ζαχαριέρα με ασημένιες λαβίδες· μια γαλατιέρα· μια αλατιέρα· δώδεκα κουταλάκια τσαγιού, και κουτάλια αλατιού· μια μεγάλη πιατέλα, ένα μπολ· ένα ζευγάρι κηροπήγια που ανήκουν στην κυρία Pacifico». – έτσι έγραφε ο «Ιππότης» David Pacifico από την Αθήνα την εβδομάδα της 14ης Αυγούστου 1847. «Κοσμήματα, διαμάντια, πέρλες της κυρίας Pacifico και των θυγατέρων της», συνέχισε, «κλινοσκεπάσματα και τραπεζομάντηλα», «πορσελάνες», «μπρούτζινα», και «οικιακά αντικείμενα». Όλα, έγραφε ο Pacifico, καταστράφηκαν ή κλάπηκαν. Σε ένα δεύτερο έγγραφο κατέγραφε τα κόστη των επισκευών στο σπίτι του: δεκαέξι παράθυρα, με γρίλιες και παραθυρόφυλλα· γύψινα· μπογιά· γείσο· νέα κουζίνα και μπάνιο – μια πλήρη ανακαίνιση και ανακατασκευή.

Ο Pacifico, Εβραίος κάτοικος της ελληνικής πρωτεύουσας, που ήταν πριν στην υπηρεσία του πορτογαλικού διπλωματικού σώματος, έγραφε για να απαριθμήσει τις απώλειες που είχε υποφέρει στα χέρια του «πληθυσμού των Αθηνών, την περασμένη 4η Απριλίου» – δηλαδή, την ημέρα του Πάσχα του 1847. Αυτή η συλλογικότητα – ο πληθυσμός της Αθήνας – ως το τέλος της υπόθεσης θα ήταν μόλις μια από όσες χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση του Δον Pacifico. Βρετανία, Πορτογαλία, Βαυαρία, Ρωσία, Γαλλία, «η Ισραηλίτικη κοινότητα», και η Ελλάδα θα καταγράφονταν όλες στα επακόλουθα γεγονότα ως θύτης, συνεργός ή θύμα. Το επεισόδιο ήταν εμφυτευμένο στο περίπλοκο περιβάλλον των διεθνών νομικών και οικονομικών ανησυχιών που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Μέσα στην θύελλα αυτή, η εβραϊκότητα του Pacifico ήταν το σημείο που τράβηξε την προσοχή από πολλές διευθύνσεις. Η υπόθεση Pacifico, όπως έγινε γνωστή στους βρετανικούς διπλωματικούς κύκλους, προσφέρει ένα μικρόκοσμο των χαρακωμάτων που βρίσκονταν κάτω από την ελληνική κοινωνία στη πορεία του τρομερά εθνοποιητικού 19ου αιώνα.

Οι απώλειες του Pacifico ήταν το αντικείμενο, και για το οποίο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του προσπαθώντας να επανορθώσει. Ο Βρετανός πρόξενος στην Αθήνα, ο Edmund Lyons, θα το χαρακτήριζε – σε μια εξοργισμένη επιστολή στον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέττη – ως «μια από τις πιο βάρβαρες θηριωδίες που διαπράχτηκαν ποτέ στην σύγχρονη εποχή». Ενώ όμως ο παράγοντας που συνέβαλλε αμεσότερα στις απώλειες του Pacifico ήταν το γεγονός πως ήταν εβραίος, οι πλήρεις διαστάσεις της υπόθεσης του τελικά εκτείνονταν πέρα από θρησκευτικές κατηγορίες, και σε διεθνείς και διπλωματικές. Ο Pacifico, ένας «υπερεθνικός» Εβραίος στο νέο ελληνικό κράτος, είχε έρθει αντιμέτωπος με μια σειρά από συγκρουόμενες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις – δυνάμεις που στην πορεία του επόμενου αιώνα θα αντιμετώπιζαν όλες σχεδόν οι μειονότητες που ζουν στην Ελλάδα.

Το Πάσχα του 1847, ένα εξαγριωμένο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι του Pacifico στο κέντρο της Αθήνας, έσπασε την πόρτα, πήρε ότι χρυσό και κοσμήματα μπορούσαν να αρπάξουν, κατέστρεψαν διάφορα έγγραφα, και μετά έβαλαν φωτιά στο κτίριο. Μεταξύ των συμμετεχόντων στην βία του όχλου ήταν κομμάτι της αθηναϊκής νεολαίας από επιφανείς αθηναϊκές οικογένειες, ιδιαίτερα ο γιός του Κίτσου Τζαβέλα, του τότε υπουργού πολέμου και αργότερα διαδόχου του Κωλέττη ως πρωθυπουργού. Ο Pacifico κάλεσε αμέσως την αστυνομία, που έφτασε με το δικό της ρυθμό, αλλά τότε, σύμφωνα με μαρτυρίες, δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει τα εξελισσόμενα επεισόδια. Μαρτυρίες αναφέρουν πως η αστυνομία έκατσε κοιτώντας για αρκετές ώρες πριν κάνει οποιαδήποτε  προσπάθεια για να παρέμβει. Όπως ο ίδιος ο Pacifico ανέφερε, το έγκλημα είχε διαπραχθεί «μέρα μεσημέρι, μπροστά στα μάτια των αρχών». Πράγματι το συμβάν ήταν τόσο μεγάλης διάρκειας που όλες οι σημαντικές προσωπικότητες των Αθηνών – από το Βρετανό πρόξενο ως τον Έλληνα πρωθυπουργό – έμαθε για αυτό καθώς ακόμη εξελίσσονταν.

Η καταγγελία του Pacifico, ωστόσο δεν έγινε μόνο για δικό του λογαριασμό. Ανάμεσα στις απώλειες του ήταν 8266,54 δραχμές (269,19,6 λίβρες) σε ασήμι, συνεισφορές που του εμπιστεύτηκαν διάφορες διεθνείς εβραϊκές κοινότητες. Τα χρήματα, σύμφωνα με τα λόγια του Pacifico, τα είχε κλέψει ο πληθυσμός των Αθηνών. Η υπόθεση, έτσι, ήταν ένα είδος διεθνούς ομαδικής καταγγελίας, που έκανε ο Pacifico εναντίον της πόλης των Αθηνών. Όπως εξήγησε ο Pacifico, οι Έλληνες είχαν κλέψει τα χρήματα των εβραίων. Ο φάκελος της υπόθεσης περιείχε τις επιστολές που γράφτηκαν από τους ηγέτες διάφορων σημαντικών εβραϊκών κοινοτήτων της Μεσογείου που πρόσφεραν πόρους  για να βοηθήσουν στην λατασκευή μιας νέας συναγωγής στην Αθήνα. Η θυματοποίηση του Pacifico ήταν το αποτέλεσμα αυτού που αποκαλούσε «fanatisme» – φανατισμό, μια βίαιη συμπεριφορά και νοοτροπία που φορέας του, σύμφωνα με την εμπειρία του Pacifico, ήταν μεγάλο μέρος της αθηναϊκής ελίτ. Το συναίσθημα, έλεγε, ήταν αυτό που συχνά κατευθύνονταν από τους Έλληνες προς τους Εβραίους. Και κατά την άποψη του, ο ίδιος δεν ήταν το μόνο εβραϊκό θύμα του εγκλήματος. Έτσι ήταν ολόκληρη η «ισραηλιτική κοινότητα» των Αθηνών, μαζί με τους διεθνείς του υποστηρικτές.

Αυτοί που εμπλέκονταν στην επίθεση στο σπίτι του – όλοι παιδιά υψηλόβαθμων Αθηναίων πολιτικών παραγόντων και αριστοκρατών – ήταν όλη σε θέση να έχουν ακούσει για τον Pacifico και να γνωρίζουν την φήμη του ως εύπορου μπελά, που προέρχονταν από μια σειρά από μηνύσεις που είχε υποβάλλει εναντίον της κυβέρνησης των Αθηνών και την σκοτεινή του ιστορία στην Πορτογαλία. Η Αθήνα της δεκαετίας του 1840, ήταν κατοικία για περίπου είκοσι χιλιάδες ανθρώπους. Η ελίτ της, που περιλάμβανε και τον pacific και αυτούς που του επιτέθηκαν, όλοι ζούσαν κοντά ο ένας με τον άλλο στις ταχέως αναπτυσσόμενες νεοκλασικές γειτονιές στα ανατολικά όρια της πόλης. Η περιοχή ήταν σχετικά κοσμοπολίτικη, περιλάμβανε προξενικές κατοικίες και γραφεία, αλλά όλοι μέσα τους ήξεραν ποιος ήταν ο άλλος, και το κουτσομπολιό για τα θέματα του άλλου ήταν ξέφρενο. Ο Pacifico δεν ήταν, ωστόσο, υπεύθυνος για το έγκλημα για τον οποίο ο όχλος πίστευε πως ήταν ο δράστης, για το οποίο η κατηγορία και φήμη εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά την ημέρα του Πάσχα.

Το 1847, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, οι ελληνικές αρχές είχαν εκδώσει απαγόρευση σε παραδοσιακούς εορτασμούς του Πάσχα που περιλάμβαναν το κάψιμο ενός ομοιώματος του Ιούδα, και χαρακτηρίζονταν από μια ελεύθερη επίθεση διάρκεια μιας εβδομάδας εναντίον των Εβραίων από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Η σκηνή του όχλου στο σπίτι του Pacifico αντηχεί μια σειρά από μαρτυρίες από όλη την Ελλάδα, της πρώιμης σύγχρονης και σύγχρονης περιόδου: «Ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι του D. Pacifico και μια ομάδα παιδιών άρχισε να πετάει πέτρες προς το σπίτι, και τότε πολλοί άνδρες έπεσαν πάνω στις πόρτες, και σπάζοντας τα παράθυρα, εισέβαλαν». Πολλές εκατοντάδες άνθρωποι ενεπλάκησαν – ένας πραγματικός όχλος. Το εξαγριωμένο πλήθος ήταν θυμωμένο που του είχε απαγορευτεί το κάψιμο της φιγούρας του Ιούδα και θεωρούσαν τον Pacifico υπεύθυνο. Μη συνειδητοποιώντας πως ήταν διαδεδομένος νόμος ο ελληνικός όχλος πίστευε αντίθετα πως ήταν αποτέλεσμα μιας οικονομικής συμφωνίας μεταξύ Pacifico και της τοπικής ενορίας, πως «ο Εβραίος Pacifico, πληρώνοντας τους επιτρόπους της [τοπικής] εκκλησίας, είχε πετύχει την απαγόρευση του καψίματος του ομοιώματος του Ιούδα, που έκαναν από έθιμο κάθε χρόνο». Ακολούθησαν τρία χρόνια δικαστικής διαμάχης μεταξύ Pacifico και ελληνικής κυβέρνησης. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η διαταγή του Palmerston το 1850 για εμπάργκο σε όλα τα ελληνικά σκάφη και ένα διεθνές περιστατικό. Στο βαθμό που το επεισόδιο είναι γνωστό σήμερα, είναι σε αυτό το πλαίσιο της παλμερστονιανής «διπλωματίας της κανονιοβόλου». Δείχνει όμως ζωντανά και το περίπλοκο κοινωνικό πλαίσιο της Αθήνας του μέσου του αιώνα, και ιδιαίτερα την σύγκλιση της παρακμής της θεσμικής θέσης της ελληνικής εκκλησίας, από την μια, και το έντονο ελληνορθόδοξο εθνικό αίσθημα σε λαϊκό επίπεδο, από την άλλη.

Αυτό που συνέβη στον Pacifico και στην οικογένεια του, αν και τρομερό, είναι οικείο για οποιονδήποτε με έστω και φευγαλέα επίγνωση της πρώιμης σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα από μια σειρά εβραϊκών κοινοτήτων που ζούσαν σε χριστιανικά πλαίσια αντισημιτικών ξεσπασμάτων στην περίοδο του Πάσχα. Στην Αθήνα, όπως σε πολλές χριστιανικές κοινότητες, την εβδομάδα πριν το Πάσχα κάθε χρόνο χαρακτηρίζονταν από βίαια ξεσπάσματα αντιεβραϊκού αισθήματος. Με κορύφωση στην Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα της σταύρωσης, η Μεγάλη εβδομάδα είναι η λειτουργική αναπαράσταση των τελευταίων ημερών της ζωής του Ιησού. Στη θεωρία περίοδος σοβαρής ενδοσκόπησης και θρήνου, στην πράξη η έμφαση δίνεται αντίθετα στους δράστες της σταύρωσης του Ιησού, που περιγράφονται στα συνοπτικά ευαγγέλια απλά ως «ο προδότης». Ωστόσο η οργή επίσης στρέφεται κατά του εβραϊκού λαού συνολικά, που απεικονίζονται στα ευαγγέλια ως οι δολοφόνοι, συλλογικά, του Ιησού. Κυρίως εμπρηστική ήταν ελληνορθόδοξη λειτουργία για τις τελετές της Μεγάλης εβδομάδας, που ανοιχτά αναγνωρίζει τους «Εβραίους» ως προδότες του Ιησού και τους θεωρούσε υπεύθυνους για την σταύρωση. Ενώ οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της περιοχής θρηνούσαν το θάνατο και γιόρταζαν την ανάσταση του Ιησού, οι Εβραίοι της – με σύνεση – έκλειναν τα σπίτια τους και παρέμεναν μέσα εν αναμονή των διαδεδομένων βανδαλισμών των εβραϊκών γειτονιών από Χριστιανούς.

Δεν υπήρξε παρά μόνο το 1890 μια επίσημη, γενική εκκλησιαστική απόφαση για την σχέση αυτών κειμένων με την αντεβραϊκή βία της Μεγάλης εβδομάς· σαράντα τρία χρόνια μετά την καταγγελία του Pacifico, η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε μια καταδικαστική εγκύκλιο για το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα. Σε μια προσπάθεια να την αποθαρρύνει, η σύνοδος την αναγνώρισε ως προϊόν της οθωμανικής επιρροής – ο μόνος σίγουρος τρόπος για να στραφούν μακριά οι Έλληνες από κάτι είναι να περιγραφεί με τουρκικά χρώματα. Στην ίδια εγκύκλιο, η σύνοδος δήλωνε πως σύμφωνα με τα ευαγγέλια, οι Χριστιανοί ήταν υποχρεωμένοι να «επιδεικνύουν ανοχή προς τους Εβραίους, που είναι πλάσματα του Θεού». Το ότι τα δυο ζητήματα – το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα και η μεταχείριση των Εβραίων – αναφέρονταν στο ίδιο διάταγμα δείχνει το βαθμό στον οποίο η πρακτική της καύσης του ομοιώματος λειτουργούσε σαν πρόσκληση στον αντισημιτισμό.

Ωστόσο ο βαθμός στον οποίο το γεγονός ήταν ξεκάθαρα αντισημιτικό μπορούσε να αμφισβητηθεί. Οι κοινοτικές διαστάσεις του είναι ξεκάθαρες και δεν χρειάζονται επεξήγηση. Αλλά άλλοι παράγοντες συνέβαλαν επίσης. Η Αθήνα στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν διαβόητη για την βία και ήταν ένα μέρος γεμάτο εγκληματικότητα· σπίτια ανοίγονταν και λεηλατούνταν επανειλημμένως. Αφού η πόλη ορίστηκε ως η εθνική πρωτεύουσα το 1834, άρχισε μια μακρά περίοδος οικοδόμησης και μετανάστευσης. Με την ταχεία ανάπτυξη, τα επίπεδα των βίαιων εγκλημάτων εκτοξεύτηκαν. Όπως παρατήρησε ένας επισκέπτης, «Σε κάθε σπίτι έχουν υιοθετηθεί μεγάλες προφυλάξεις εναντίον των ληστειών  [οι οποίες πρόσφατα] ήταν συχνές…. Μια ομάδα δέκα ή δεκαπέντε ληστών ήταν γνωστό πως έμπαινε στα μεγαλύτερα σπίτια στη πόλη, και λεηλατούσε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα. Τα σπίτια της φτωχότερης τάξης άνοιγαν με ιδιαίτερη ευκολία».

Το βαρύ χέρι της διεθνούς παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας και η ημιαποικιοκρατική σχέση που ασκήθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις πάνω στην Ελλάδα ήταν ένα ακόμη στοιχείο. Στα τέλη του Μάρτη του 1847, η κυβέρνηση δέχτηκε την επίσκεψη του Βρετανού λόρδου Lionel Rothchild. Η οικογένεια του οποίου πριν από μια δεκαετία είχε προσφέρει ένα μεγάλο δάνειο στην ελληνική κυβέρνηση, όταν Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία είχαν πει πως θα είναι οι εγγυητές του. Όταν η Ελλάδα χρεοκόπησε, η βρετανική κυβέρνηση πλήρωσε για λογαριασμό της Ελλάδας, και τώρα και ο Rothchild και η Βρετανία άρχισε να πιέζει εντονότερα τους Έλληνες. Ως την άνοιξη του 1847 ο Rothchild αισθάνθηκε πως μια προσωπική επίσκεψη στην Αθήνα για επιληφθεί του ζητήματος ήταν πιεστική ανάγκη. Η ελληνική απαγόρευση του καψίματος του ομοιώματος ήταν μια προσπάθεια να αποφύγουν να προσβάλουν τον Rothchild στη διάρκεια μιας επίσκεψης που αφορούσε το ευαίσθητο ζήτημα των οικονομικών. Την ίδια στιγμή όμως που η κυβέρνηση δεν ήθελε να προσβάλει τον Rothchild, τον απεχθανόταν τρομερά για την οικονομική λαβή που  εκείνος και οι Μεγάλες δυνάμεις είχαν πάνω στην Ελλάδα, και για τις στενές επαφές του με την βασιλική οικογένεια.

Τέλος ο ίδιος ο Pacifico ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλής προσωπικότητα στη πόλη. Είχε μηνύσει ξανά την ελληνική κυβέρνηση και είχε προσπαθήσει να μηνύσει και την Πορτογαλία. Ήταν γνωστός ως δικομανής και οπορτουνιστής απατεώνας και είχε παραποιήσει τα διαπιστευτήρια του και γενικά κέρδισε την αντιπάθεια πολλών από τους γείτονες του. Ενώ ο ίδιος ήταν πρόθυμος να παρουσιάσει ότι συνέβη ως κάτι που προέρχονταν εξαιτίας της εβραϊκότητας του, ο Pacifico είχε πολλούς εχθρούς, τόσο Εβραίους όσο και μη Εβραίους. Το γεγονός πως ήταν Εβραίος δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που τον ξεχώριζε από τους γείτονες του· είχε υπηρετήσει ως Πορτογάλος διπλωμάτης στην Αθήνα και τόνιζε την γέννηση του στο Γιβραλτάρ κάτι που τον έκανε Βρετανό υπήκοο. Ο ίδιος ο Pacifico εξηγούσε  πως η ευαλωτότητα του προέρχονταν κυρίως από το ότι ήταν «μακριά από την πατρίδα μου, σε μια ξένη χώρα». Ζητώντας βοήθεια από την Βρετανία, αν και πραγματικά μπορεί να την χρειάζονταν, ο Pacifico ξεκάθαρα στόχευε στο να εκμεταλλευτεί πως η Ελλάδα ήταν υπό τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της Βρετανίας. Από πλευράς τους, οι Βρετανοί επίσης, ξεκάθαρα χρησιμοποιούσαν τον Pacifico ως δικαιολογία να ασκήσουν την παλερστονιανή αρχή πως οι Βρετανοί υπήκοοι, ανεξάρτητα του που μπορεί να βρίσκονταν στην υφήλιο, απολάμβαναν την προστασία του στέμματος. Βέβαια, παρουσίασαν αυτή την περίπτωση ως ζήτημα «δικαιωμάτων του ανθρώπου» και χλεύασε τους Έλληνες για την άγνοια τους για την αρχή της «θρησκευτικής ανοχής». Στην πραγματικότητα όμως, ήταν ένα σε μια σειρά επεισοδίων στο οποίο η Βρετανία υπερασπίστηκε υπηκόων στο εξωτερικό για να δείξει την διεθνή της κυριαρχία. Αυτό που διακυβεύονταν για τους Βρετανούς δεν ήταν τόσο η επιβεβαίωση της θρησκευτικής ανοχής όσο της Βρετανικής ανωτερότητας.

Ενώ το ελληνικό κράτος κατηγόρησε τον Pacifico για απιστία προς την Ελλάδα – την γη στην οποία, εξάλλου, πλέον ζούσε – επειδή παράκαμψε το νομικό της σύστημα για χάρη της βρετανικής διπλωματίας, την ίδια στιγμή τόνιζε επανειλημμένως πως δεν μπορούσε να παρέμβει στις υποθέσεις του Pacifico. Τόσο ως ξένος, όσο και ως Εβραίος, ο Pacifico δεν είχε την προστασία του ελληνικού δικαίου. Όμως ήταν ξένος εν μέρει ακριβώς επειδή ήταν Εβραίος· όπως έγραψε ο Pacifico, «Το γεγονός πως ήταν Εβραίος» σήμαινε πως δεν ήταν «ικανός να συμπεριφερθεί σαν Έλληνας πολίτης». Με αυτή τη λογική, ήταν αυτή η απόλυτη εξαίρεση των Εβραίων από την ελληνική ζωή που έκανε την ελληνική κυβέρνηση τον πραγματικό δράστη του εγκλήματος εναντίον του. Κανένας Εβραίος, άφηνε να εννοηθεί, δεν μπορούσε ποτέ να ελπίζει πως θα θεωρούνταν Έλληνας, ούτε και το επιθυμούσε κάποιος. Ως ένα βαθμό, η υπόθεση Pacifico μπορεί να αναγνωστεί ως εικόνα του βαθμού στον οποίο οι δικαστικές και κοινωνικές κατηγορίες στο νέο ελληνικό κράτος δεν μπορούσαν να διευκολύνουν την προοπτική του Έλληνα Εβραίου.

Η επίθεση στο σπίτι και στην οικογένεια του Pacifico ήταν, ξεκάθαρα, υποκινούμενη από προκατάληψη και αντισημιτισμό. Η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να δει την υπόθεση του βασίζονταν στα ίδια. Όμως υπάρχουν πολύ ακόμη παράγοντες που έπαιξαν επίσης ρόλο: η αγωνία για τον μειωμένο ρόλο της ελληνικής εκκλησίας στην πολιτική ζωή, η τεράστια πικρία για τις εξωτερικές πολιτικές και οικονομικές πιέσεις, και την αλληλοεπικάλυψη της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία. Σε ένα περιβάλλον που οι Εβραίοι ήταν μια μικροσκοπική μειονότητα δίχως επίσημη κατάσταση, τα νομικά ζητήματα που τους αφορούσαν επιλύονταν σε ad hoc και εξατομικευμένη βάση κατά τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης της Ελλάδας.

Η «Μεγάλη Ιδέα» και Εδαφική Επέκταση

Η μετάβαση από αυτοκρατορική επαρχία σε κράτος δεν ήταν ξεκάθαρη ή απότομη. Για σχεδόν αιώνα, μέχρι και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνυπήρχαν δίπλα δίπλα. Μετά τις Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις των μέσων του 19ου αιώνα, που απέδιδε την ιδιότητα του πολίτη σε μη Μουσουλμάνους υπηκόους, οι Οθωμανοί Έλληνες απολάμβαναν ένα είδος διπλής ιδιότητας μέλους τόσο του Ελληνικού Βασιλείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – οι Έλληνες πολίτες δεν μπορούσαν να είναι και Οθωμανοί πολίτες ταυτόχρονα, αλλά είχαν το δικαίωμα (ή μάλλον την υποχρέωση) του να είναι μέλη του «μιλέτ των Ρούμ», το σύνολο των Οθωμανών Ορθόδοξων Χριστιανών. Ως τέτοιοι, ήταν με μιας Έλληνες πολίτες και επίσημα «πρώην υπήκοοι» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από πλευρά τους, και οι Εβραίοι, ήταν περισσότερο υπερεθνικοί από ότι εθνικοί – δηλαδή, τα εθνικά σύνορα ήταν πολύ λιγότερο σημαντικά από τα κοινοτικά. Οι δεσμοί μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο ισχυροί όσο εκείνοι μεταξύ κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Εβραίοι στην Ελλάδα διατηρούσαν ραβινικά και εμπορικά δίκτυα με ολόκληρη την Μεσόγειο, όπως έκαναν επί αιώνες. Τα σημαντικά κέντρα για την εβραϊκή ζωή παρέμειναν Οθωμανικά, εντοπιζόμενα σε κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη.

Και όπως η αυτοκρατορία δεν χάθηκε γρήγορα, έτσι και η Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε μέσα σε μια  νύχτα. Η Οριστική Διευθέτηση των Ηπειρωτικών Ορίων της Ελλάδας, όπως την ονόμασε η συμφωνία του 1832, θα αποδεικνύονταν κάθε άλλο παρά τέτοια. Στη διάρκεια των επόμενων 114 ετών, τα σύνορα της Ελλάδας θα χαράσσονταν ακόμη έξι φορές. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το 1913, ο εβραϊκός πληθυσμός της Ελλάδας είχε μεγαλώσει από μερικές εκατοντάδες σε σχεδόν εκατό χιλιάδες. Η «Παλιά Ελλάδα», όπως έμειναν γνωστές οι αρχικές ελληνικές περιοχές, αποτελούσαν λιγότερη από την μισή από την συνολική έκταση γης που στο τέλος θα αποτελούσε την χώρα. Οι εβραϊκές κοινότητες ζούσαν σε ολόκληρη την περιοχή και ενώ οι Έλληνες Χριστιανοί που ήταν χαρούμενοι βλέποντας την βαθμιαία επέκταση της νέας Ελλάδας, πολλοί Εβραίοι που ήλπιζαν να διατηρήσουν την θέση τους της Οθωμανικής κυριαρχίας δεν ήταν.

Η επέκταση υποκινούνταν από την λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα, ένα θεολογικά χρωματισμένο δόγμα που επεδίωκε την εδαφική ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μικρή, και με ελάχιστους οικονομικούς και πνευματικούς πόρους, η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια να ορίζει ως Έλληνες μόνο εκείνους που πρακτικά είχαν γεννηθεί εκεί. Σε μια ομιλία στο Κοινοβούλιο το 1844, πλέον πολύ γνωστό, ο Κωλέττης είπε αυτό που θα γίνονταν η βάση της ελληνικής πολιτικής πάνω στο ζήτημα αυτό: ο βασικός σκοπός του κράτους δεν θα ήταν απλά «η τύχη της Ελλάδας, αλλά της ελληνικής φυλής». Με αυτή την άποψη, οι Έλληνες γεννημένοι έξω από τα όρια της νέας Ελλάδας («ετερόχθονες») ήταν το ίδιο Έλληνες με εκείνους που γεννήθηκαν μέσα στα σύνορα της Ελλάδας («αυτόχθονες»). Πολλοί σημαντικοί Έλληνες – ο Κωλέττης, ο πρώτος πρωθυπουργός, ανάμεσα τους – ήταν ετερόχθονες. Αυτός ο υπερεθνικός θεσμός εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους με την ενδυνάμωση της λαβής τους  πάνω στην ελληνική κοινωνική ελίτ.

Οι ετερόχθονες συνήθως ήταν πλουσιότεροι και καλύτερα μορφωμένοι από τους αυτόχθονες, και ως τα μέσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσαν στην ελληνική πολιτική και πνευματική ζωή. Αντίθετα, οι βετεράνοι του πολέμου ήταν σε γενικές γραμμές φτωχοί και αγράμματοι. Συνήθως ήταν θρήσκοι, έντονα εθνικιστές, και κατανοούσαν την ελληνική απελευθέρωση όχι μέσα από το φιλελεύθερο δημοκρατικό λεξιλόγιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά μάλλον ως ο θρίαμβος των Χριστιανών πάνω στους τυραννικούς Μουσουλμάνους. Η αντιπαράθεση μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων μεγάλωνε  καθώς οι μαχητές της Ελληνικής Επανάστασης αντικαταστάθηκαν από έναν νέο ευρωπαϊκού τύπου στρατό, και Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη και ξένοι από την Δύση συνέρρευσαν και πήραν τον έλεγχο. Όπως ο επιφανής στρατηγός του πολέμου Ιωάννης Μακρυγιάννης, αυτόχθονας ο ίδιος, σχολίαζε με πικρία, «Όσο για εκείνους που θυσιάστηκαν [για την πατρίδα τους]… αφήστε τους να τριγυρίζουν ξυπόλητοι και κουρελήδες στους δρόμους και να ζητιανεύουν το ψωμί τους… [ενώ] η βρώμα της Κωνσταντινούπολης και της Ευρώπης ευημερεί…. Είναι οι αφέντες μας και είμαστε οι δούλοι της…. Πήραν τα καλύτερα σημεία για τα σπίτια τους και πήραν γενναίους μισθούς στα υπουργεία…. Όλοι τους έγιναν γαιοκτήμονες. [Αλλά] όπου πάνε οι [αυτόχθονες] Έλληνες υποφέρουν».

Η ελληνική κοινωνία διαιρεμένη μεταξύ των ετεροχθόνων και των αυτοχθόνων, των δυτικοποιημένων και των παραδοσιοκρατών, της νέας ελίτ και των παλιών χωρικών. Αυτές οι συγκρούσεις γέννησαν ξενοφοβία και έθεσαν αυξημένη έμφαση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως κοινό παρονομαστή που όριζε όλους τους Έλληνες, τόσο ετεροχθόνων όσο και αυτόχθονων. Προγενέστερες φιλελεύθερες προσπάθειες να παραμεριστεί η επιρροή της Ορθοδοξίας είχε ήδη οδηγήσει σε ένα «φιλορθόδοξο» κίνημα, τροφοδοτημένο από  την αντίληψη πως ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός ήταν υπό πολιορκία. Το κίνημα επιβεβαίωσε την κεντρικότητα της Ορθοδοξίας στην ελληνικότητα, και πίεσε τον βασιλιά Όθωνα να βάλει στην άκρη τις Δυτικές ατζέντες και να υποταχθεί στην θέληση του ίδιου του λαού. Το φιλορθόδοξο κίνημα συμπυκνώθηκε γύρω από μια εταιρεία με το ίδιο όνομα, ιδρυμένη με σκοπό να απελευθερώσει τις οθωμανικές περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, και της Θεσσαλίας. Η αξίωση της εταιρείας στους «ομόθρησκους» Ορθόδοξους της Ελλάδας έξω από τα πραγματικά σύνορα του βασιλείου συνέκλινε με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας για την ανασύσταση του Βυζαντίου, με την Κωνσταντινούπολη στο κέντρο της. Η Μεγάλη ιδέα επίσης πρόσφερε ένα όχημα για την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων με την ενσωμάτωση όλων των περιοχών που κατοικούνταν ποτέ από Έλληνες σε μια φανταστική Μεγάλη Ελλάδα, της οποίας όλοι οι Ορθόδοξοι ήταν θεωρητικά πολίτες. Όταν αφορούσε Έλληνες, τέτοιες ιδέες ήταν θεωρητικά συμπεριληπτικές. Αλλά για τους άλλους, δημιουργούσαν ένα κλίμα εννοούμενης εξαίρεσης. Και ενώ ο πληθυσμός της Παλιάς Ελλάδας ήταν συντριπτικά ορθόδοξος, κάποιες από τις περιοχές που η Ελλάδα μεγαλώνοντας θα αποκτούσε ήταν πολύ πιο διαφοροποιημένες. Η όλο και μεγαλύτερη αναφορά του ελληνικού εθνικισμού στον ορθόδοξο χριστιανισμό θα έκανε την μετάβαση από Οθωμανούς υπηκόους σε Έλληνες πολίτες εύκολο για τους χριστιανούς, αλλά περίπλοκο για τους Εβραίους. Οι Έλληνες Εβραίοι θα εμφανίζονταν ως μια λογικές αν και ταξινομικά δίχως προηγούμενο, προϊόντα της μετάβασης από την αυτοκρατορία σε κράτος.