Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Third Text 32. Ο Mikkel Bolt Rasmussen είναι καθηγητής στο τμήμα τεχνών και πολιτισμικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και συγγραφέας.





Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Ο τίτλος μου θυμίζει εκείνον της κλασικής μελέτης πάνω στον μεταμοντερνισμό του Fredric Jameson. Αυτό που ο Jameson προσπάθησε να αναλύσει και να χαρτογραφήσει με τα εργαλεία του «μεταμοντερνισμού» ήταν στην πράξη η παγκοσμιοποίηση – η πολιτισμική υπερδομή μιας νέας εποχής στην ιστορία της καπιταλιστικής οικονομίας – ως τότε γνωστή ως «ύστερος καπιταλισμός». Οι Ernest Mandel και Theodor Adorno χρησιμοποίησαν τον όρο «ύστερος καπιταλισμός» στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να αναλύσουν την εξέλιξη του καπιταλισμού στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μετά το μονοπωλιακό καπιταλισμό. ο Mandel εντόπισε την εμφάνιση μιας τρίτης φάσης του καπιταλισμού, σε συμφωνία με την αφηρημένη αναπτυξιακή λογική που περιεγράφηκε από τον Marx στην Κριτική του πάνω στην πολιτική οικονομία.

Η ανάλυση του Mandel πάνω στις εσωτερικές δομικές αντιφάσεις στην αναπτυσσόμενη μεταπολεμική οικονομία οδήγησε τον Jameson να αντιμετωπίσει τον μεταμοντερνισμό ως ένα ιδιαίτερο είδος κουλτούρας της κρίσης. ο Jameson έτσι άρχισε το κείμενο του καταγράφοντας μία σειρά από τέλη: το τέλος της τέχνης, το τέλος της θεολογίας και της κοινωνικής τάξης, αλλά και στο τέλος της κοινωνίας πρόνοιας, της σοσιαλδημοκρατίας, και του λενινισμού. Εκ των υστέρων, φαίνεται εντυπωσιακά εύστοχος, στο ότι μία σειρά από πολιτικές φόρμες και πρακτικές που έπαιξαν σημαντικούς ρόλους στη δημιουργία της σύγχρονης αστικής κοινωνίας περνούσαν ριζική αλλαγή.

Το άρθρο αυτό αφορά τα νέα αντιδραστικά φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί πρόσφατα στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάλυση του Jameson πάνω στη σχέση μεταξύ κουλτούρας και οικονομίας σε έναν ταλανισμένο από την κρίση καπιταλισμό προσφέρει μία «οπτική» στο πως να χαρτογραφηθούν αυτά τα αντιδραστικά η μεταφασιστικά φαινόμενα και η ενσωμάτωση τους σε μία ανάλυση των αλλαγών στον ύστερο καπιταλισμό

Από τον Ταξικό Πόλεμο στον Πόλεμο Πολιτισμών

Τα πολιτικά γεγονότα και φαινόμενα που εγώ ονομάζω «μεταφασιστικά» – το Brexit, ο Trump, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το Pegida,  η Le Pen, το Κόμμα της Ελευθερίας το Wilders, το Κόμμα των Δανών και άλλα – είναι εντυπωσιακά περισσότερο πολιτισμικά από ότι οικονομικά. Οι συγκρούσεις σήμερα υπάρχουν λιγότερο ως ταξική πάλη και περισσότερο ως πολιτισμικές μάχες. Αυτές οι πολιτισμικές μάχες μπορεί να μοιάζουν με πολέμους μέσω τρίτων, στους οποίους οι βασικές οικονομικές εξελίξεις παραμένουν μυστικές, αλλά είναι κάτι περισσότερο από απλά πόλεμος μέσω τρίτων. Πρέπει να γίνουν κατανοητοί οστά συμπτώματα μιας ευρύτερης πολιτισμικοποίησης της οικονομικής πάλης και της κοινωνίας. Στον ύστερο καπιταλισμό, ο πολιτισμός διαμεσολαβεί – ακόμη και προλαμβάνει – την πολιτική και την οικονομία. Ο μεταμοντερνισμός έχει περιγράφει ως μία ιστορική διεργασία στην οποία βάση και υπερδομή, πολιτισμός και οικονομία συνδέονται σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι προηγουμένως και στην οποία ο πολιτισμός ο ίδιος έχει γίνει καμία κοινωνική δομή από μόνη της: η κοινωνία σήμερα αντιπροσωπεύει τον ίδιο της τον εαυτό ως συμμετέχοντα σε μία συμβολική οικειοποίηση του εαυτού της. Ο μεταμοντερνισμός ήταν αυτή η αυτοαντιπροσώπευση, αυτό που ο Debord – πριν τον Jameson – περιέγραψε ως «το θέαμα», όπου η καθημερινή ζωή έχει υποταχθεί σε ένα συνεχή βομβαρδισμό από αντιπροσωπευσεις, συνθήματα, λογότυπα, επωνυμίες, ψεύτικες υποσχέσεις και εικονικές πραγματικότητες.

Το υπόβαθρο για τον μεταφασισμό είναι μία οικονομική κρίση πού πηγαίνει πίσω πάνω από 30 χρόνια, «Η μακρά κάμψη». Για αυτό και ο σύγχρονος φασισμός είναι μεταμοντέρνος. Ανεργία, επισφάλεια και η σταδιακή διάλυση του κράτους πρόνοιας μεταφράζονται σε ισλαμοφοβια και ξενοφοβία. «Θα χτίσουμε Τείχος», υπόσχεται ο Trump και απειλεί. Στην Ευρώπη, το πρόβλημα είναι οι μουσουλμάνοι. «Οι μουσουλμάνοι πλημμυρίζουν την Ευρώπη καταστρέφοντας την κουλτούρα και κάνοντας κατάχρηση της πρόνοιας μας»,  φωνάζουν εξοργισμένοι ταυτόχρονα οι Wilders, Le Pen, Farage και Pia Kjærsgaard. «Ο ισλαμικός εξτρεμισμός είναι η πραγματική απειλή για τον τρόπο ζωής μας. δράστε τώρα πριν δούμε μία βαρβαρότητα τύπου Ορλάντο και εδώ στο άμεσο μέλλον». Ο μεταφασισμός είναι αποτελεσματικός λόγω της ικανότητας του να μεταφράζει την κοινωνική δικαιοσύνη σε αντιδραστική ταυτοτική πολιτική στην οποία δομικές οικονομικές δυναμικές απλουστεύονται σε πολιτικές φόβου και εύκολα αναγνωρίσιμων εχθρών>. «Πάρτε πίσω τον έλεγχο», όπως υπόσχονταν η εκστρατεία του Leave.EU. Τα στερεότυπα και η επανάληψη είναι σημαντικά εργαλεία για τους νέους αντιδραστικούς μεταφασίστες πολιτιστικούς πολεμιστές.

Ο Trump και οι ευρωπαίοι όμοιοι του μοιράζονται μία κοινή πολιτική ιδεολογία, δηλαδή αυτό που ο Ιταλός ιστορικός των ιδεών Enzo Traverso, αποκαλεί «μεταφασισμό». Κατά την άποψή του, ο μεταφασισμός χαρακτηρίζεται από τη βασική φασιστική ιδέα μιας αρχικής εθνικής κοινότητας που απειλείται και έχει ανάγκη από προστασία. Εκεί όμως που τα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου εμφάνιζαν την εθνική τους αναγέννηση ως αναστολή του κοινοβουλευτικού συστήματος, τα μεταφασιστικά κόμματα είναι κόμματα που συναγωνίζονται για ψήφους μέσα στο καθιερωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα. Εκεί που ο φασισμός του μεσοπολέμου αποτελούνταν από εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, ο μεταφασισμός αποτελείται από κόμματα που θέλουν να σώσουν το έθνος. Ο μεταφασισμός θα μπορούσε να περιγραφεί ως φασισμός δίχως το φασισμό, δίχως πολιτικό κίνημα και παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου να κάνουν παρέλαση στους δρόμους. Αλλά το εγχείρημα ακόμα έχει ως πυρήνα την ιδέα του έθνο-εθνικού αποκλεισμού και αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω δημόσιων επενδύσεων και στρατιωτικών δαπανών.

Το ολοκαύτωμα και ο 2ος ΠΠ έχουν δυσκολέψει οι μεταφασίστες πολιτικοί να αυτοπαρουσιάζονται ως φασίστες, έτσι συνήθως απορρίπτουν τη σύγκριση ακόμα και όταν εκφράζουν την ίδια δαιμονοποίηση και ξενοφοβία όπως ο φασισμός του μεσοπολέμου. Τα μαζικά μέσα και πολιτική τάξη στις περισσότερες Δυτικές χώρες έχουν αποδειχθεί άκριτα αυτή την αποκήρυξη και αντίθετα προτιμούν να αναφέρονται στο νέο αντιδραστικό φαινόμενο ως «λαϊκισμό». Είναι έτσι συνεργοί στην απόδοση πολιτικής νομιμότητας τα μεταφασιστικά κόμματα. Η εμπιστοσύνη στη δύναμη της δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο έχει ανοίξει έτσι την πόρτα σε φασιστικές θέσεις, επιτρέποντας τους να φορέσουν ένα δημοκρατικό προσωπείο και να συμμετέχουν στον αγώνα για ψήφους. Τα μεταφραστικά κόμματα δεν είναι λαϊκίστικα. Ο όρος «λαϊκισμός» έχει μικρή αξία ως πολιτική αναλυτική κατηγορία επειδή μιλά μόνο για το πολιτικό ύφος και δεν μπορεί να αναλύσει τη σχέση μεταξύ των αποκαλούμενων λαϊκίστικων κομμάτων και της δημοκρατίας και με το καπιταλισμό. Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το μεταφασιστικό φαινόμενο δίχως μία ανάλυση του καπιταλισμού και των δομικών αντιφάσεων του.

Η μεταμόρφωση από φασιστικά κινήματα σε μεταφασιστικά κόμματα είναι βασικό σημείο στον ορισμό του Traverso για τον μεταφασισμό. Το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Έχει πάει από το να είναι ένα ανατρεπτικό αντί-κόμμα με ξεκάθαρους δεσμούς με το γαλλικό φασισμό και το και το γαλλικό κίνημα ενάντια στην αποαποικιοποίηση στο να είναι μία γνήσια εναλλακτική μέσα στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα, ένα κόμμα με ανταγωνιστικό προεδρικό υποψήφιο.

Τα μεταφασιστικά κόμματα είναι περισσότερο συνέχεια του φασισμού του μεσοπολέμου παρά μια αποστασιοποίηση από αυτόν. Το πρόγραμμά τους παραμένει αυτό της «σωτηρίας» της δημοκρατίας ή του έθνους. «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά», όπως λέει ο Trump. Ή όπως προειδοποιούσε το Κόμμα των Δανών σε μία αφίσα τους που έδειχνε τη φωτογραφία ενός ξανθού κοριτσιού: «Όταν πάρει σύνταξη, θα υπάρχει μουσουλμανική πλειονότητα στη Δανία». Ή δείτε την άφησα υπέρ του Brexit πού δείχνει την εικόνα Σύριων προσφύγων που φεύγοντας από τον εμφύλιο πόλεμο, να βαδίζουν σε ένα τοπίο στη Σλοβενία το 2012, με το κείμενο, «Σημείο Καμπής: η Ευρωπαϊκή Ένωση μας πρόδωσε όλους”.

Οι μεταφασίστες πολιτικοί παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως απέναντι στην καθιερωμένη πολιτική τάξη, είτε αυτή είναι στην Ουάσιγκτον, είτε στο Γουστμινστερ, είτε στο Κριστιανμποργκ, αλλά όχι ως κομμάτι μιας επανάστασης στο ύφος του Mussolini ή του Hitler. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο παγκόσμιο επαναστατικό προλεταριακό μέτωπο πού να πρέπει να εκτροχιαστεί. Έτσι το πρόγραμμα είναι πολύ λιγότερο μεγαλεπήβολα: το μεταφασιστικό εγχείρημα επιδιώκει την επιστροφή στην ένδοξη μεταπολεμική περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης, της πρόνοιας και των οικογενειακών αξιών. Όλα τα μεταφασιστικά κόμματα μοιράζονται αυτό το όραμα ενός απλού στου κόσμου δίχως παγκοσμιοποίηση.

Η «Αλήθεια» του Μεταφασισμού

Ο μεταφασισμός είναι η πολιτισμική μετάφραση μιας μακράς περιόδου πολιτικοοικονομικής παρακμής – μιας μετατόπισης στην οποία το κεφάλαιο έχει προσπαθήσει να απελευθερωθεί από την εργασία, Όπως περιγράφει συνοπτικά ο Gilles Dauve. Το υπόβαθρο για την μεταφασιστικά αντίδραση είναι η μετατόπιση από μία επεκτεινόμενη μεταπολεμική οικονομία σε μία οικονομία που συρρικνώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και που έγινε εμφανές το 2007- 2008 με την σταδιακή διάλυση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Το όνειρο της ανάπτυξης και πρόσβασης σε όλο και περισσότερα καταναλωτικά αγαθά ήταν κυρίαρχο τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Δυτική Ευρώπη την περίοδο που ακολούθησε το 2ο ΠΠ. Στις γενιές που μεγάλωσαν στη μεταπολεμική περίοδο υποσχέθηκαν  μία καλύτερη και πιο άνετη ζωή από των γονιών τους. Είναι αυτή η χρυσή εποχή, όπως την αποκαλεί ο Eric Hobsbawm, που τα μεταφασιστικά κόμματα επικαλούνται και επιδιώκουν να αναδημιουργήσουν. Στην εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Δυτική Ευρώπη υποσχέθηκαν δωρεάν ή φθηνή εκπαίδευση, στέγαση και πολιτισμό καθώς και πρόσβαση σε έναν ολόκληρο κόσμο νέων αγαθών που μπορούσαν να αγοράσουν χάρη σε υψηλότερους μισθούς και σταθερές θέσεις εργασίας. Αν και η πολιτικοοικονομική βάση αυτού του ονείρου ήδη άρχισε να διαβρώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν ήταν παρά μέχρι την οικονομική κρίση το 2007 πού η σταδιακή διάλυση του μεταπολεμικού κράτους κοινωνικής πρόνοιας άρχισε να γίνεται ορατή σε όλους.

Η διαδικασία στην οποία η εθνική πρόνοια αντικαταστάθηκε από νεοφιλελεύθερη αποζημίωση προς όφελος των πλουσίων υπέσκαψε τα κρατικά καθοδηγούμενα εγχειρήματα εκσυγχρονισμού και άφησε την Δυτική εργατική τάξη ξεριζωμένη. Όπως έχει δείξει η πολυσυζητημένη έκθεση του McKinsey Global Institute, για πρώτη φορά σε περισσότερα από πενήντα χρόνια νέοι άνθρωποι στις 25 από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου «θα είναι φτωχότεροι από τους γονείς τους». Το δόγμα «δεν υπάρχει εναλλακτική» (TINA) έχει οδηγήσει στην αποξένωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στο (πρώην) κέντρο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και η παγκόσμια αριστοκρατία της εργατικής τάξης ξεθυμαίνει ψηφίζοντας (αυτό-) καταστροφικά εθνικιστικά εγχειρήματα. Το όνειρο για δίχως όρια ανάπτυξη και όλο και μεγαλύτερη κατανάλωση έχει αποδειχθεί πως ήταν ψέμα, ή τουλάχιστον ένα βραχύβιο όνειρο για τη Δυτική η εργατική τάξη. Αυτή είναι η «αλήθεια» του μεταφασισμού. Αυτή είναι η εξέλιξη που αντιλαμβάνεται ο μεταφασισμός.

Στη μικρομεσαία τάξη και σε τμήματα της λευκής εργατικής τάξης στους οποίους απευθύνονται τα μεταφασιστικά κόμματα – οι αποκαλούμενοι Wutbürger, που αποτελούν τον εκλογικό πυρήνα του μεταφασισμού. Ιστορικά, η μικρομεσαία τάξη συχνά έχει αποδειχθεί αυτό που ο C Wright Mills ονομάζει «η οπισθοφυλακή της σύγχρονης κοινωνίας», εύκολος στόχος για έντονα πολιτικά μηνύματα που υπόσχονται μία αίσθηση προσανατολισμού σε μία εποχή χάους, όταν ο Wutbürger κινδυνεύει να χάσει τα προνόμιά του. Ο Wright Mills περιγράφει μία αντιδραστική ομάδα που προτιμά να γυρίσει πίσω στο χρόνο από το να προχωρήσει σε σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη πράγματων. Αυτή ήταν η περίπτωση στην περίοδο του μεσοπολέμου, όταν οι μικροαστοί έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση του φασισμού. Όπως αναφέρει ο Trotsky, η απογοητευμένη και απεγνωσμένη μικροαστική τάξη ήταν το «βασικό κοινωνικό στήριγμα» του φασισμού· μπροστά στο φόντο της κρίσης και μέσω της προπαγάνδας, ο γερμανικός φασισμός κινητοποίησε αυτή την ομάδα, «υποδαυλίζοντας την μέχρι να πυρωθεί και στρέφοντας το μίσος της και την απόγνωση της ενάντια στο προλεταριάτο».

Όπως γράφει η Annette Leppert-Fögen, οι μικροαστοί, ή αυτό που ονομάζει “η αποταγμένη τάξη”, εκφράζει ένα ξεπερασμένο αντικαπιταλισμό που ως ένα συγκεκριμένο βαθμό εκείνη την εποχή ταυτίζονταν με την επαναστατική κριτική του προλεταριάτου προς την αστική και καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αλλά ο αντικαπιταλισμός των μικροαστών τρέφεται από την επιθυμία για την επιστροφή σε ένα προηγούμενο τρόπο παραγωγής, και η κριτική της για τον καπιταλισμό είναι ηθικίστικη, εστιασμένη απόλυτα στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δίχως καμία κατανόηση για τη συσσώρευση του κεφαλαίου. «Ο καπιταλισμός είναι κακός», επειδή καταστρέφει τη φυσική τάξη της κοινωνίας (μέσα στην οποία ο λευκός άνδρας/πατέρας κυβερνά).

Οι ομοιότητες της αποταγμένης μεσαίας τάξης σε Σαξονία, νότια Γιουτλάνδη, Δυτικά Μίντλαντς, στη Ρενς του Didier Eribon και στην πολιτεία της Άιοβα είναι εντυπωσιακές. Βλέπουμε μία υπό πολιορκία, κάποτε κυρίαρχη εθνική πλειονότητα αποτελούμενη από ανθρώπους που αισθάνονται πώς χάνουν «τη χώρα τους» και που επιθυμούν να επαναφέρουν μία φυσική τάξη. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος ανεστραμμένης θυματοποίησης στην οποία μία προνομιούχος ομάδα αισθάνεται τα προνόμια της να εξαφανίζονται και θέλει να σταματήσει αυτή τη διαδικασία αλλά με έναν αυτοκαταστροφικό και διεστραμμένο τρόπο, ξεσπώντας σε μετανάστες και πρόσφυγες, παρουσιαζόμενες ως απειλές προς μία φανταστική εθνο-εθνικική κοινότητα.

Μικροφασισμός

Αν ο μεταφασισμός είναι η πολιτικοποίηση μιας υποκείμενης οικονομικής εξέλιξης και είναι περισσότερο υπερδομή από τη βάση, ένας τρόπος προσέγγισης του θα ήταν να μεταφέρουμε την πολιτισμική λογική στη βάση του. Δεν μπορούμε όμως απλά να ερμηνεύσουμε τα μεταφασιστικά φαινόμενα με την επιστροφή στην οικονομική βάση ως μέθοδο για την εξήγησης του «πραγματικού» αιτίου του. Η υπερδομή δεν αντιπροσωπεύει την βάση σε μία σχέση ένα προς ένα: Αν αυτό ίσχυε, θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, πως όταν οι άνθρωποι φωνάζουν ρατσιστικές προσβολές ή φτύνουν σε πρόσφυγες από γέφυρες στους αυτοκινητόδρομους (όπως έγινε στη Δανία το 2015, όταν πρόσφυγες από την Συρία περπατούσαν στην άκρη αυτοκινητοδρόμων προσπαθώντας να φτάσουν στη Σουηδία), στην πράξη απλά ανησυχούν για την οικονομική τους κατάσταση. Η ιδεολογία του λευκού εργάτη θα ήταν απλά ένα καθρέφτισμα των «πραγματικών αιτιών» που ακόμη δεν κατανοούν. Η πρόκληση είναι να αναλύσουμε τον μεταφασισμό ως το πολιτισμικό φαινόμενο που είναι.

Είναι, με άλλα λόγια, σημαντικό να πάρουμε στα σοβαρά την μεταφασιστική «πολιτισμικοποίηση» και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί η ρατσιστική μετάφραση της κοινωνικοοικονομικής ελεύθερης πτώσης του μεταφασισμού λειτουργεί καλύτερα από ότι μία μαρξιστική ανάλυση των «πραγματικών αιτιών». Είναι αναγκαίο να αναλύσουμε γιατί ο μεταφασισμός λειτουργεί και γιατί η αριστερή πολιτική (τόσο στις λενινιστικές καις όσο και στις σοσιαλδημοκρατικές μορφές της) δεν μοιάζει πλέον να λειτουργεί ούτε αναλυτικά ούτε ως κάλεσμα για πολιτική δράση.

Γνωρίζουμε από τους Wilhelm Reich, Gilles Deleuze και Félix Guattari πως δεν είναι απλά ένα ζήτημα οικονομίας και ψευδών συνειδήσεων αλλά επίσης και ζήτημα επιθυμίας. Οι μάζες επιθυμούν τον μεταφασισμό: οι άνθρωποι δεν ξεγελάστηκαν στο να στηρίξουν τον Trump ή να ψηφίσουν να φύγει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Deleuze και ο Guattari κάνουν μία διάκριση μεταξύ του ολοκληρωτικού κράτους και του φασισμού. Ο φασισμός φυσικά επινόησε το ολοκληρωτικό κράτος, όμως ο φασισμός είναι ένα μικροπολιτικό φαινόμενο που εντοπίζεται παντού, όχι μόνο σε επίπεδο κράτους. Ο φασισμός είναι παρών στην οικογένεια, στο γραφείο, στην ύπαιθρο, στην πόλη. Είναι παρών πριν κάνει την εμφάνισή του ως αυτό που συνήθως ονομάζουμε φασισμό. Η καταπίεση και ο τρόμος του ολοκληρωτικού κράτους μπορεί να είναι αποτέλεσμα των πράξεων λίγων ανθρώπων, άλλα φασισμός περιλαμβάνει όλο τον πληθυσμό. Ο φασισμός είναι μικροπολιτικός και μπορεί να εξαπλωθεί παντού. «Αυτό που κάνει το φασισμό επικίνδυνο είναι η μοριακή του ή μικροπολιτική του δύναμη, γιατί είναι μαζικό κίνημα: ένα καρκινικό σώμα παρά ένας ολοκληρωτικός οργανισμός…. Μόνο ο μικροφασισμός προσφέρει μία απάντηση στο οικουμενικό ερώτημα: Γιατί η επιθυμία επιθυμεί την ίδια της την καταστολή, πώς μπορεί να επιθυμεί την ίδια της την καταστολή».

Ο Deleuze και ο Guattari Απορρίπτουν την ιδέα πως οι μάζες παθητικά υποτάσσονται στην εξουσία η ξεγελιούνται από κάποιου είδους ιδεολογικής γοητείας. Οι μάζες συμμετέχουν ενεργά στην ίδια τους την υποταγή.

«Η επιθυμία δεν είναι ποτέ ξεχωριστή από τα περίπλοκα συναρμολογήματα που αναγκαία συνδέονται σε μοριακά επίπεδα, από μικροσχηματισμούς που ήδη διαμορφώνουν στάσεις, συμπεριφορές, αντιλήψεις, προσδοκίες, σημειωτικά συστήματα κλπ. Η επιθυμία πότε δεν είναι αδιαφοροποίητη ενστικτώδης ενέργεια, αλλά ίδια προκύπτει από μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, κατασκευασμένη σύνθεση πλούσια σε αλληλεπιδράσεις: Μία πλήρως ευλύγιστη τμηματικότητα διαθέτει μοριακές ενέργειες και πιθανώς δίνει στην επιθυμία μία φασιστική αποφασιστικότητα».

Με τον Deleuze και τον Guattari, μπορούμε να δούμε το φασισμό ως φαινόμενο που προϋπάρχει – ορατό για παράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο οι Αφροαμερικανοί αντιμετωπίζονται στις Ηνωμένες, από την δουλεία, στις αστυνομικές εκτελέσεις ως στον μαζικό εγκλεισμό – που μεταμορφώνεται σε ένα (μακρο-)πολιτικό εγχείρημα μέσα από διάφορους μεταφασιστικούς σχηματισμούς. Η απελευθέρωση από τον αυτοπεριορισμό, η απόλαυση του βίαιου αποκλεισμού του άλλου αναγνωρίζεται τώρα ως πολιτικός στόχος αυτός καθαυτός.

Θέατρο του παραλόγου

Στην παρούσα κατάσταση είναι δύσκολο να χαρτογραφήσουμε τη σχέση μεταξύ τάξης και πολιτικής. Τα πάντα είναι διαμεσολαβημένα, κατά κάποιο τρόπο. Το πολιτικό μοιάζει να έχει γίνει αυτόνομο και να έχει μεταμορφωθεί σε ένα είδος θεάτρου του παραλόγου, στο οποίο Trump είναι ένα μωρό Ubu Roi, που χοροπηδά σε μία παράλληλη πραγματικότητα και ανατρέπει τους προηγούμενους κανόνες και νόρμες της πολιτικής. Προκλήσεις και κριτική δεν καθορίζονται μόνο από τους θεσμούς της κοινωνίας του ύστερου καπιταλισμού· το ίδιο το κράτος έχει γίνει ανατρεπτικό και παράλογο. Η αγενής απομετουσίωση έχει γίνει επίσημη πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες και «τυπική» αντιπολιτευτική στρατηγική στην Ευρώπη. Ο Trump είναι μία τραγικοκωμική επιβεβαίωση του παλιού ρητού του August Thalheimer πώς ο φασισμός σώζει την αστική τάξη κοινωνικά ενώ την βιάζει πολιτικά. Ο Trump θα προστατεύσει τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και κέρδη και έτσι θα προστατεύσει το κεφάλαιο, αλλά δεν είναι μόνο ένας απλός παράγοντας του Αμερικανικού κεφαλαίου. Η πολιτική και η οικονομία διαχωρίζονται, ενώ ο Trump είναι υπεύθυνος για την παρουσίαση ενός θεάματος που θα διασκεδάσει τις μεσαίες τάξεις, αν όχι να τις ικανοποιήσει. Κινείται μεταξύ της λεύκης ρατσιστικής μικροαστικής τάξης, της οποίας το alt right κίνημα του Steve BannonΕίναι μόνο η πιο υστερική έκφραση του, και τα πλουτοκρατικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει ο Jared Kushner. Για να δανειστώ μία φράση από τον Walter Benjamin, μπορούμε να πούμε πως ο Trump «προσφέρει έκφραση» στη μικροαστική τάξη, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει τεράστιες φορολογικές απαλλαγές στην επιχειρηματική τάξη.

Ο μεταφασισμός έχει γίνει ένα τρελό παραμύθι στο οποίο τα πάντα μπορούν να συμβούν και όπου είναι διασκεδαστικό το να είσαι ρατσιστής. Μας προσφέρεται από τον ταυτόχρονα μεθυστικό και αηδιαστικό κόσμο της ψυχαγωγίας, την φανατική οπαδική κουλτούρα του αθλητισμού, τα είδωλα της ποπ μουσικής, τις καρικατούρες των κόμικ, και την καταναλωτική δυνατότητα του tv streaming. Με τον Trump, το πολιτικό έχει αποστασιοποιηθεί και έχει γίνει ένα συμπεριληπτικό και συναρπαστικό reality πρόγραμμα, στο οποίο το θέαμα του Trump κάθε εβδομάδα ξεπέρνα τον εαυτό του με όλο και πιο εντυπωσιακές εξελίξεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με τη μαζική κουλτούρα από τι είχαμε συνηθίσει να πιστεύουμε ως πολιτική. Η πολιτική είναι λιγότερο πολιτικοί και κόμματα με προγράμματα και ατζέντες από ότι διάθεση, όπως γράφει ο Matt Taibbi. Ο Trump είναι πραγματικά υλοποίηση της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας, στην οποία υποδύεται τον αυτοδημιούργητο άνθρωπο που μάχεται ενάντια στο κατεστημένο, το νικά, και γίνεται ο ήρωας του λαού, αναδημιουργώντας μία φυσική τάξη.

Ο φασισμός έχει μπει στον 21ο αιώνα. Μία διευρυμένη ψυχαγωγική κοινωνία και οι εθνικοί μύθοι της δεν στήνονται πλέον όπως τις μέρες εορτασμού στη Νυρεμβέργη, με χιλιάδες στρατιώτες να στέκονται στις σειρές, χαιρετώντας τον φύρερ, ωστόσο μεταδίδεται μέσα από έναν συνεχή βομβαρδισμό tweet, έκτακτων ρεπορτάζ, Και δαιμονοποιητικών συνθημάτων και αφισών. Τα tweet του Trump είναι απόλυτα ταιριαστά για την νηπιοποιημένη δημόσια σφαίρα του ύστερου καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική προκατάληψη και επιστημονική άγνοια. Αυτός είναι ο κόσμος του Trump και του Brexit. Αυτή είναι η κοινωνία του θεάματος όπου  η κοινωνικότητα είναι τόσο κενή πού ανόητες μόδας, πανικοί και ηλίθιες εικόνες με το ζόρι μπορούν να την κρατήσουν ακέραια· αυτή είναι η κοινωνία ως προσομοίωση όπου η συναισθηματική επαναμυθοποίηση Είναι το λεπτό στρώμα λούστρου που απλά καλύπτει τις ρωγμές της αταξικής ταξικής κοινωνίας. Οι νέοι εθνο-εθνικιστές απευθύνεται σε άτομα των οποίων υποκειμενικότητες έχουν μεταμορφωθεί σε μικρούς εμπορεύσιμους εθισμούς. Ο μεταφασισμός έχει πετάξει την σοβαρότητα του «παλιού» φασισμού στην άκρη για χάρη της ελαφράς ψυχαγωγίας. Ο μεταφασισμός είναι έτσι πιο χαλαρός και πιο ανοιχτός. δεν ανατρέχει πίσω στην αρχαία Ρώμη και δεν ασχολείται με την δημιουργία ενός Χιλιετούς Ράιχ. Η σημερινή ουτοπία είναι απλά η μεταπολεμική φορντική μετα-ουτοπική μαζική κοινωνία.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com/2021/04/14/postfascism_late_capitalism/