Ο εκσυγχρονισμός είναι πολύσημη και άρα αμφίσημη έννοια. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που συνήθως συνοδεύεται από κάποιο επίθετο (προοδευτικός, συντηρητικός, αντιδραστικός κ.ά.) ή κάποιον προσδιορισμό σχετικό με το περιεχόμενό του (οικονομικός, πολιτικός κ.ά.). Θα χρειαζόμασταν πολλαπλάσιο χώρο από του παρόντος σύντομου σημειώματος για να θίξουμε, έστω και επιγραμματικά, όλες τις διαστάσεις του όρου. Ετσι θα περιοριστούμε στην, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερη και ίσως χρησιμότερη για την παρούσα συζήτηση διάστασή του.

Εκσυγχρονισμός, λοιπόν, ας θεωρηθεί η προσπάθεια ενός τμήματος της κοινωνίας να μετακινηθεί από αρχές και έξεις της παράδοσης και να προσαρμοστεί σε αρχές, αξίες και σχέσεις «σύγχρονες». Υπ’ αυτή την έννοια, ο εκσυγχρονισμός εξ ορισμού προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται ένα κάποιο είδος κοινωνικής αλλαγής και μετασχηματισμού. Αλλαγή που κινητοποιεί και στην πραγματικότητα απαιτεί, εκτός των άλλων, και θεσμικές ρυθμίσεις. Θεσμικές ρυθμίσεις που εκφράζουν και διασφαλίζουν, κατά κάποιον τρόπο, τις μετακινήσεις (και αλλαγές) προς τα «σύγχρονα» κοινωνικά δεδομένα και απαιτήσεις.

 

Ωστόσο, είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί απλή διαδικασία. Μετακίνηση και κατοχύρωση νέων αξιών, σχέσεων και ρυθμίσεων σημαίνει απομάκρυνση από το τετριμμένο, το «ξεπερασμένο», από εκείνο που «δεν έχει πλέον νόημα» ή από εκείνο που «έπαψε να δουλεύει». Ολα αυτά μόνο αυτονόητα δεν είναι.

Πώς ορίζουμε εκείνα που πρέπει σε μια εκσυγχρονιστική διαδικασία να «ξεπεραστούν», να διαγραφούν και ποια είναι εκείνα που πρέπει να υιοθετηθούν; Δεν πρόκειται για τεχνική ή τυπική ερώτηση της διαδικασίας, αλλά για εξαιρετικά κρίσιμη πρόκληση που πρέπει να απαντηθεί συγκεκριμένα και έμπρακτα. Και τούτο δεν έχει να κάνει μόνο με το προφανές ζήτημα της νομιμοποίησης των προτάσεων του εκάστοτε προτεινόμενου θεσμικού εκσυγχρονισμού, αλλά με σειρά άλλων προκλήσεων και διλημμάτων. Επιγραμματικά, και με αναφορά στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, τέτοιες προκλήσεις και διλήμματα έχουν να κάνουν κυρίως με τη διαμόρφωση των προτάσεων του θεσμικού εκσυγχρονισμού που συνήθως αναμένεται να περιλαμβάνει ο υπό αναθεώρηση καταστατικός χάρτης της χώρας.

Είναι, λοιπόν, δυνατόν οι προτάσεις να περιοριστούν στη στενή ερμηνεία της αναθεωρητικής διαδικασίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα (110); Να περιοριστεί, δηλαδή, η απαραίτητη νομιμοποίηση των προτάσεων αυτών με την απλή τήρηση της νομιμότητας της διαδικασίας; Η νομιμοποίηση στις ανοιχτές δημοκρατίες, στις δημοκρατίες που δεν φοβούνται τον λαό ως υποκείμενο της δημοκρατίας, διασφαλίζεται από τη συμμετοχή των πολιτών. Αυτό, άλλωστε, εμμέσως και σαφώς προβλέπει το Σύνταγμά μας, αφού ανάμεσα στην εντολοδόχο Βουλή και την αναθεωρητική Βουλή απαιτεί προσφυγή σε εκλογές. Ωστόσο, οι όροι και τα όρια της λαϊκής αυτής συμμετοχής δεν είναι προσδιορισμένα.

Η εξαιρετική πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση αποκάλυψε σειρά ζητημάτων που, τουλάχιστον για τον γράφοντα, ο οποίος είχε την τιμή του συντονισμού της, αποτέλεσαν σημαντικές εκπλήξεις: η εχθρότητα που αντιμετώπισε η Επιτροπή από τη μείζονα και την ελάσσονα αντιπολίτευση και από μεγάλο μέρος της οργανικής διανόησης (;), η σχετική αδιαφορία από φορείς του λεγόμενου προοδευτικού κινήματος αλλά και του εργατικού κινήματος (με ελάχιστες εξαιρέσεις), η ελλιπής και στρεβλή ενημέρωση των πολιτών, αλλά και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε από φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκηση, της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και μέρος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που παρέκαμψαν κομματικές και άλλες πιέσεις, η υψηλή ποιότητα των παρεμβάσεων και συμβολών από πολίτες, που φάνηκε να απέχουν από πολωτικές λογικές μηδενικού αθροίσματος και που έμπρακτα μπήκαν στον κόπο και κατέθεσαν γραπτές προτάσεις, αποτελούν μερικές από τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες της πολυεπίπεδης (ηλεκτρονικής, διά ζώσης κ.ά.) διαβούλευσης που οργάνωσε η Επιτροπή.

 

Η καταγραφή, ωστόσο, αυτών των προτάσεων, ενώ δεν πρέπει να αγνοηθεί, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να αποτελέσει τον οδηγό για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό, που εξ ορισμού αναμένουμε από κάθε Συνταγματική Αναθεώρηση. Και τούτο γιατί, ενώ οι ιδέες και προτάσεις αυτές από τη μια καταγράφουν την «κοινωνικά παραγόμενη γνώση», από την άλλη επηρεάζονται από τις συγκυριακές ιδιοτέλειες που επιβάλλουν οι δυνάμεις της μιντιοκρατικής δημοκρατίας. Ετσι, για παράδειγμα, ενώ είναι κρίσιμο ο συνταγματικός ή άλλος θεσμικός εκσυγχρονισμός να αναγνωρίσει και να κατοχυρώσει την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης, που ενέπνευσε σειρά σημαντικών πρωτοβουλιών τα τελευταία χρόνια, την ίδια στιγμή η ίδια ακριβώς εμπειρία οδηγεί κάποιους στην απαίτηση για «ευέλικτη αναθεωρητική διαδικασία». Διαδικασία που στοχεύει στη διαρκή θεσμική προσαρμογή στην αγορά και στη συχνή παράκαμψη θεμελιωδών δικαιωμάτων, όταν τα τελευταία βάζουν κάποιο φρένο στη μόδα της τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας των κυβερνήσεων. Το παράδειγμα της Ουγγαρίας είναι χαρακτηριστικό αυτής της επικίνδυνης για τη δημοκρατία περίπτωσης.

Κατά συνέπεια, ενώ, φυσικά, τον τελικό λόγο για τη Συνταγματική Αναθεώρηση θα τον έχει η Βουλή, κοινοβουλευτικές δυνάμεις, κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς θα πρέπει να συμβάλουν σε μια καμπάνια ενημέρωσης και διαλόγου για τα επίμαχα ζητήματα. Μια καμπάνια που δεν θα λαϊκίζει, υποβαθμίζοντας το Σύνταγμα σε απλό νόμο, ούτε θα μετατρέψει τον καταστατικό χάρτη του δημοκρατικού μας πολιτεύματος σε αδιάφορο, ψυχρό κείμενο χωρίς έμπνευση και, σε κάθε περίπτωση, απόμακρο από τα κοινωνικά και δημοκρατικά κεκτημένα και απαιτήσεις που μας κληροδότησε η κρίση, που σιγά σιγά αφήνουμε πίσω μας.

* Καθηγητής, Πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Πηγή: Νέα Σελίδα