Λίστα αντικειμένων
Από τις παραδόσεις των ορεινών χωριών μας
Του Δημητρίου Γ. Ραγιά, Ιατρού
Λίγο πριν κηρυχθεί η Επανάσταση του ’21, οι προεστοί της περιοχής των Καλαβρύτων, Πετιμεζάς, Ζαΐμης, Φωτήλας, Τροκάλης και άλλοι, έκαμαν δύο μυστικές συγκεντρώσεις στον άγιον Αλέξιο της μονής Αγίας Λαύρας. Δυστυχώς όμως και οι δύο αυτές συγκεντρώσεις προδόθηκαν. Σκοπός των συγκεντρώσεων αυτών ήταν ο τρόπος προετοιμασίας της επικειμένης επαναστάσεως.
Ο βόϊβοντας (Τούρκος διοικητής) των Καλαβρύτων, Αρναούτογλου, άνθρωπος αδυνάτου χαρακτήρος, στον οποίον οι προδότες έκαναν γνωστά τα περί συγκεντρώσεων, αυτός αμέσως τα μετέδιδε στον διοικητή της Τριπόλεως, ο οποίος εκάλεσε τους προεστούς, να παρουσιασθούν στον ίδιον, στην Τρίπολιν. Και οι προεστοί είχαν αποφασίσει να πάνε, διότι και άλλες φορές που τους είχε καλέσει, τους έκανε μερικές συστάσεις και τους άφηνε να φύγουν. Αυτή την φορά όμως είχε αποφασίσει, να τους καθαρίσει.
Η κόρη του βόϊβοντα των Καλαβρύτων, ονόματι Αϊστέν, αγαπούσε τον γιο του Φωτήλα, ονόματι Φωτάκη. Όταν δε άκουσε από τον πατέρα της, πως ο διοικητής της Τριπόλεως έχει πάρει την απόφαση να τους εκτελέσει, έφυγε κρυφά μία νύχτα από το σπίτι της και πήγε και συνήντησε τον αγαπημένον της, Φωτάκη. Του ανεκοίνωσε την απόφαση του διοικητού της Τριπόλεως για την εκτέλεση των προεστών των Καλαβρύτων και του συνέστησε ότι πρέπει να ειδοποιηθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, για να μη πάνε στην Τρίπολη και πράγματι ειδοποιήθηκαν.
Οι προεστοί όχι μόνον δεν πήγαν στην Τρίπολη, αλλ’ αποφάσισαν να κάμουν και νέαν συγκέντρωση, αυτήν την φορά στα Σουδενά, όπως φαίνεται όμως και αυτή η συγκέντρωση προδόθηκε, πριν ακόμα γίνει. Τότε ο Τροκάλης, ο οποίος κατήγετο από τις Κλουκίνες, εισηγήθη στους άλλους προεστούς, ότι ως κατάλληλο μέρος για την συγκέντρωση, βρίσκει τα Μπιντζινά , που βρίσκονται μετά από τον Ξερόκαμπο προς τις Κλουκίνες, γιατί τα Σουδενά δεν προσφέρονται πλέον για συγκεντρώσεις.
Όπως φαίνεται όμως τα πράγματα και η συγκέντρωση των Μπιντζινών προδόθηκε και αυτή, διότι ο διοικητής της Τριπόλεως έστειλε στρατό κατ’ ευθείαν στις Κλουκίνες. Ο στρατός, ξεκινώντας από την Τρίπολη, έφθασε ένα μεσιμέρι στα Μαζαίϊκα Καλύβια και εκεί έκαμε ωριαία στάση για φαγητό και ξεκούραση. Στο μέρος αυτό διατηρούσε χάνι ένας ονόματι Νταφαλιάς, ο οποίος μιλούσε καλά την τουρκική γλώσσα και ρώτησε μερικούς Τούρκους στρατιώτες, που πηγαίνουν και αυτοί του απάντησαν ότι πηγαίνουν να κάψουν τα Σουδενά.
Όταν πέρασε η ώρα, ξεκίνησε ο στρατός από τα Μαζαίϊκα Καλύβια, βαδίζοντας για τα Σουδενά και το βράδυ έφθασε και στρατοπέδευσε στον κάμπο των Σουδενών, στη θέση «Σταυρούλι», που είναι στο ανατολικό μέρος, στους πρόποδες του Χαμακαίϊκου βουνού.
Ο Νταφαλιάς, όταν αναχώρησε ο τούρκικος στρατός από τα Μαζαίϊκα Καλύβια, εκαβαλλίκευσε το άλογό του και ολοταχώς δι’ άλλης οδού, δια μέσου του Λαγοβουνίου, έφθασε στους «Χαρακτινούς» και συνέχεια στα Σουδενά και ειδοποίησε τους κατοίκους και των δύο χωριών, ότι έρχονται οι Τούρκοι, να τους κάψουν. Και αμέσως ολονυκτίς οι μεν Κάτω-Σουδενιώτες τράβηξαν προς το Χελμό, μέσα στο δάσος, οι δε Άνω-Σουδενιώτες κατά τις Κλουκίνες, πιθανόν στο μέρος «Καταφύγια». Την επόμενη ημέρα, πρωί-πρωί πέρασε από τα χωριά μας ο τούρκικος στρατός, χωρίς να πειράξει τίποτε και προχώρησε κατ’ ευθείαν για τις Κλουκίνες. Εκεί ήρθε αντιμέτωπος με τα παλληκάρια των προεστών και άναψε πεισματώδης μάχη με μεγάλες απώλειες και από τις δύο παρατάξεις, αφού σε κάποια στιγμή ήλθαν στα χέρια.
Στη μάχη αυτή διεκρίθησαν για την ανδρεία τους ο Κουκουνάρας και ο Γρατσαλιάς. Ο Κουκουνάρας ήταν άνδρας δυνατός, ανδρείος, ευκίνητος και επιθετικός, την ώρα δε που ήρθαν στα χέρια, κτυπούσε τους Τούρκους με το σπαθί του αστραπιαία, ποτέ με την κόψη και ποτέ με την ανάποδη, προξενώντας μεγάλες φθορές σ’ αυτούς.
Όταν έληξε η μάχη και οι Τούρκοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής, πήραν μαζί τους και πολλούς όμηρους Έλληνες, μεταξύ των οποίων ήσαν και αρκετοί Σουδενιώτες και Σουδενιώτισσες, που είχαν καταφύγει εκεί. Εκτός αυτού, ο τούρκικος στρατός όταν έφτασαν στα χωριά μας, έκαψε ολοσχερώς μεν τα Άνω Σουδενά, μέρος δε των Κάτω Σουδενών.
Αυτό ήταν το πρώτο κάψιμο των Σουδενών. Λέγεται ότι έχουν καεί και για δεύτερη φορά, πότε όμως και πώς, δεν γνωρίζω. Το τρίτο και τελευταίο κάψιμο έγινε την 31ην Αυγούστου 1943 από τους Γερμανούς, που έκαψαν και αυτοί τα Άνω Σουδενά.
Πριν από τους Γερμανούς είχαν κάψει και οι Ιταλοί το σπίτι του αειμνήστου Πάνου Πετιμεζά στα Κάτω Σουδενά.
Επανέρχομαι στον Κουκουνάρα. Δεν γνωρίζω πούθε κατήγετο. Γνωρίζω ότι είχε έναν γιο, ο οποίος πήρε σύζυγό του μία κοπέλα από την οικογένεια των Ρεκουταίων, την οποίαν, επειδή ήταν κοντή, την αποκαλούσαν και Κουκουναρίτσα. Παιδιά δεν απέκτησαν και μετά τον θάνατον του ανδρός της, η Κουκουναρίτσα έμενε στο σπίτι του Σπήλιου Τερζή, είχε δε μαζί της και το σπαθί του πεθερού της, Κουκουνάρα.
Το σπαθί του Κουκουνάρα πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι του Γεωργίου Σπήλιου Τερζή ή του Κώστα Θεοδ. Τερζή.
Όλα αυτά τα είχε διηγηθεί ο παππούς μας, Παναγιώτης Ραγιάς- ο οποίος ήταν γαμβρός των Ρεκουταίων – στον αείμνηστο αδελφόν μου, Χαράλαμπον Ραγιάν, από τον οποίον τα έχει πάρει ο γράφων.