Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 10 Αύγ 2012
Του ‘‘Δεσπότη η βρύση’’ και η Μακελλαριά *
Κλίκ για μεγέθυνση

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 15ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ (ΠΡΙΝ 70 ΧΡΟΝΙΑ...)

 

 

 

(...) Από το οροπέδιο της Κάνισκας, πολλοί μικροχείμαρροι χύνονται στο Σελινούντα. Στο χωριό Λαπαναγοί έρχονται και άλλα νερά από τη Ρακίτα και από τους Πετσάκους. Από κει και κάτω το ποτάμι φουσκώνει, γίνεται ορμητικό και όταν κατεβάζει είναι φόβος και τρόμος.

 

Ανάμεσα στο Σελινούντα και στο δάσος της Κάνισκας, πάνω στο μουλαρόδρομο που οδηγεί στο Μοναστήρι της Μακελλαριάς (σήμερα από τη θέση Μεγαλάκωμα, έχει χαραχτεί αυτοκινητόδρομος – χωματόδρομος που φτάνει κάτω από το μοναστήρι και κάπως έχουν αλλάξει τα πράγματα) , υπήρχε προ ετών η μοναδική πηγή που είχε νερό όλο το καλοκαίρι. Από μπροστά της περούσε το μονοπάτι, που το λέγανε δρόμο. Είχε για κούτουλα μια φλούδα από πυρνάρι ή βελανιδιά να μαζεύει το νερό και να δείχνει βρύση, απ’ όπου έπιαναν νερό οι διψασμένοι. Γύρω και απέναντί της υπάρχει πυκνό δάσος από πουρνάρια, και το βαθύ πράσινο δίνει την αίσθηση του μαύρου, γι’ αυτό και την τοποθεσία τη λένε μαυρόλογγο και τη βρύση ‘’του δεσπότη η βρύση’’ κι έτσι συνεννοούνται οι ντόπιοι και οι περαστικοί, ακόμη. Φαίνεται πως κάποιος δεσπότης θα πέρασε κάποτε και θα σταμάτησε να ξαποστάσει και να δροσιστεί κι έμεινε το όνομα. Δεν είναι σύνηθες να κατασκευάζουν βρύσες οι δεσποτάδες. Πολλές όμως βρύσες από την τουρκοκρατία, έχουν ονόματα Αγάδων και Πασάδων. Μάλιστα εκείνες είχαν και προστατευτικό στέγαστρο και πέτρινα σκαμνιά και ένα ασημένιο τάσι που κρεμόταν με αλυσίδα κοντά στην πηγή να πίνουν οι διψασμένοι ταξιδιώτες. Στο νερό υπήρχε ιερό δικαίωμα και είχαν πρόσβαση όλοι. Όποιος περιποιόταν τη βρύση – μια οποιαδήποτε βρύση – θεωρούσε ότι έκανε πράξη ιερή κι όποιος μάζευε το νερό και το έβαζε σε τάξη, χρησιμοποιώντας μια φλούδα από κορμό ξύλου ή ένα κεραμίδι για να μπορεί να πιάσει νερό ο στρατοκόπος, ο βοσκός, ο ξυλοκόπος ή ο γεωργός εκεί γύρω, ήταν σε μεγάλη εκτίμηση, εθεωρείτο κοινωνικός ευεργέτης.

 

Από το μονοπάτι του μαυρόλογγου και του ‘’δεσπότη τη βρύση’’, περνούσαμε την παραμονή του δεκαπενταύγουστου να πάμε στο μοναστήρι να διανυκτερεύσουμε εκεί, να δεχτούμε την ευλογία της Παναγιάς μας, που προστάτευε όλη την περιοχή. Έκανε τα σπαρτά να καρπίζουν, τα γιδοπρόβατα να γεννούν και να έχουν γάλα και να μην αφήνει τις θέρμες το καλοκαίρι και τα βαριά κρυολογήματα το χειμώνα να παιδεύουν τους χωριανούς.

 

Στις γιορτές του Σωτήρος και του 15αύγουστου, την παραμονή, μέχρι να γείρει ο καυτός Αυγουστιάτικος ήλιος και πριν νυχτώσει είχαν μαζευτεί οι προσκυνητές. Έρχονταν με τα ζώα τους, γαϊδούρια, μουλάρια και λίγα άλογα, γιατί έπρεπε να μεταφέρουν και γερόντια που ήσαν ανήμπορα να περπατήσουν και είχαν κάμει βαρύ τάμα να έρθουν στη χάρη Της. Πολλές γυναίκες ξυπόλυτες, πατούσαν αδιαμαρτύρητα τις κοφτές και καυτές πέτρες και τα ξεράγκαθα, για να εκπληρώσουν βαρύ τάμα που είχαν κάμει και όλοι το σέβονταν και παραμέριζαν να περάσουν, κρατώντας μάλιστα και κάτι λαμπάδες ίσαμε το μπόϊ τους. Τόσο μεγάλο κερί δεν είχαμε ξαναδεί, εμείς τα παιδιά κι αυτό θαυμάζαμε περισσότερο κι από τη μεταφυσική αγωνία του προσκυνητή που υπόφερνε εκπληρώνοντας βαρύ όρκο σε άλλες στιγμές, όταν αισθανόταν ότι κινδύνευε. Ανάλογα με το πόσο μεγάλο ήταν το κερί, λογαριάζαμε στη φαντασία μας, ότι κάτι πολύ σοβαρό έπρεπε να είχε συμβεί.

Πιο κάτω από το μοναστήρι, στ’ αλώνια, ο τόπος έβραζε ακόμη από τη μεσημεριανή κάψα. Είχε φτάσει η ώρα 10 το βράδυ και τα τζιτζίκια ακόμα συλλάβιζαν την ίδια, μονότονη νότα τους. Ο χώρος έμοιαζε με αληθινό ζωοπανήγυρο. Οι πανηγυριώτες προσκυνητές τάϊζαν τα ζα τους κορφάδες από σύχλωρες αραποσιτιές και τα ασφάλιζαν δεμένα για να αποφευχθούν επεισόδια μεταξύ τους, επειδή πολλά από αυτά ήταν και δύστροπα και μερικά βαρβάτα και αλίμονο αν κάποιο θηλυκό βρισκόταν σε οίστρο. Απειλούταν…σύρραξη, δαγκώματα, κλωτσιές και βιασμοί που δεν περιγράφονται. «Τα μαγαρισμένα, ψιθύριζε η γρια Αγγελίνα, κρατώντας τη μέση της καθώς ανέβαινε προς την κεντρική πόρτα του μοναστηριού, που είχε ήδη σημάνει εσπερινό. Ο διάβολος τά ‘βαλε τέτοιαν ώρα!»

 

Στον περίβολο του μοναστηριού, ασυνήθιστη οχλοβοή διαφοροποιούσε τη μοναστική ηρεμία. Όλοι για κάτι βιάζονταν, όλοι κάτι έψαχναν να βγάλουν τη νύχτα. Τα μικρά παιδιά βαθράκιαζαν. Ζητούσαν νερό κάθε τρις και λίγο κι έπρεπε να το κουβαλήσουν από τη ρεματιά. Όταν έπινε το ένα, γύρευαν όλα. Οι γυναίκες έπιαναν θέση στο δάπεδο του ναού και οι άντρες στασίδι, να ξενυχτήσουν. Σε λίγο έσβηναν τα κεριά και με τις ανταύγειες των καντηλιών, τη μυρωδιά από το λιβάνι, την κλεισούρα της εκκλησιάς, τ’ αγριεμένα βλέμματα των εικόνων, έτσι καθώς έπεφτε το τρεμάμενο φως απάνω τους, έμοιαζε σα να παραξενεύονταν για τον κόσμο που μετάτρεψε σε κρεβατοκάμαρα το ναό τους.

 

Άβολα ερχόταν ύπνος πάνω στις πλάκες. Σε δυο δωμάτια που υπήρχαν για φιλοξενία είχε εγκατασταθεί η δασκάλα του μεγαλύτερου χωριού και παπαδόνυφη! Εμείς τα παιδιά χαιρόμαστε να κυκλοφορούμε δίχως λόγο ανάμεσα στον κόσμο, να σβήνουμε κεριά, να κρεμόμαστε από τα παράθυρα προς τη μεριά του γκρεμού κατά το Σελινούντα, να μας αναζητάνε οι μανάδες μας και να πέφτει αλύπητα η σφαλιάρα, με απειλές και βρισιές απανωτές.

 

Στο αναλόγιο ο καλόγερος( ο πατήρ Αθανάσιος με το παρατσούκλι Ρωμιός), μ’ ένα κερί που είχε στάξει παντού, έψελνε παράκληση. Άλλα από μέσα άλλα απέξω, άλλα μισά κι ανακατωμένα. μόλις έκανε το σταυρό του, σταυροκοπιόταν όλο το εκκλησίασμα εκτός εκείνων που τον είχαν πάρει βαθιά και ψιλοροχάλιζαν, καθώς είχε προχωρήσει η νύχτα και φύσαε δροσούλα από την ποταμιά. Όταν κάποια στιγμή τέλειωσε, διέταξε ησυχία και ύπνο δυο τρεις ώρες γι αυτούς που θα κοινωνούσαν το πρωί στη λειτουργία. Και μισή ώρα να κοιμηθείς έλεγε ο, παππούς, επιτρέπεται να κοινωνήσεις. Αυστηρά τα πράματα. Αλλά σ’αυτές τις ώρες το παραμικρό φέρνει γέλιο. Μόλις ακούστηκε η Κώσταινα, που είχε βρει μια γωνιά που έφερνε αεράκι, να ροχαλίζει, άρχισαν τα κουφόγελα και καθώς έσπασε ένας, ξεκαρδιστήκαμε οι υπόλοιποι μ’ ένα γέλιο, σα να μην είχε ξανακουστεί άνθρωπος να ροχαλίζει. Δεν έλειψαν όμως και άλλες ηχηρές εξαερώσεις του οργανισμού, μόλις χαλάρωσε στο πρωτοϋπνι και την ασέβεια αυτή τη σχολίαζαν την άλλη μέρα στην επιστροφή οι πιο πνευματώδεις και γυρίζαμε σπίτι με εντυπώσεις πολλές και αστείες. Πάντως ευχαριστημένοι.

 

Σήμερα πηγαίνει αυτοκινητόδρομος- χωματόδρομος, το μοναστήρι από τον Ιούλιο του 2011 έχει μετατραπεί σε γυναικείο και ήδη έχουν εγκατασταθεί εκεί δυο καλόγριες, η μεγάλη η καθαυτό εικόνα που προσκυνούσαμε και κρεμούσαμε τα τάματα δεν υπάρχει πλέον. Κάποιος την έκλεψε πριν από χρόνια. Τοποθετήθηκε πιστό αντίγραφό της. Αλλά τι σημασία έχει; Το εικονιζόμενο προσκυνούμε και σεβόμαστε και όχι την κορνίζα με την αγιογραφία. Βέβαια, σημασία έχει η αυθεντικότητα, η παλαιότητα , τα θαύματα που αποδίδονται στην Παναγιά της ερημιάς και των βράχων και προ πάντων η αγιότητα στο χώρο που ήταν τοποθετημένη και εκεί γονάτιζαν ανήμπορα σώματα και πικραμένες ψυχές. Εκεί προσφέρονταν δάκρυα ικετευτικά ή ευγνωμοσύνης και ανθήματα, φτωχά δώρα από προσωπικά αντικείμενα, κατά τη συνήθεια στο τζάμι της εικόνας. Όταν κάποτε (στην Τρυπητή του Αιγίου) έμαθα ότι σημαντικά αφιερώματα τα είχαν βγάλει σε πλειστηριασμό, κάτι χάλασε μέσα μου. Θεωρούσα, από μικρό παιδί που πήγαινα και απ’ ό,τι άκουγα από τον παππού που ήταν και πάπας σε διπλανό χωριό, ήταν αμάρτημα και να αγγίζουμε τα τάματα. Αποτελούσαν, πλέον, περιουσία της παναγίας. Ήταν ιερά. Εκεί κοντά, έφυγε και ο τελευταίος μοναχός και το μοναστήρι ερήμεψε, ως που μετατράπηκε σε γυναικεία η Μονή και ξαναλειτούργησε. Σήμερα ανοίγει τις Κυριακές με παπάδες εκ περιτροπής από τα γύρω χωριά, τόσο για κανονικές λειτουργίες όσο και γα μυστήρια, κυρίως βαπτίσεις και με τη μόνιμη παρουσία των δύ Μοναχών, το βρίσκουν ανοιχτό, πάντα, οι προσκυνητές και οι εκδρομείς.

 

Όσοι περνούν από τον αυτοκινητόδρομο Αιγίου – Φτέρης, προς Καλάβρυτα, λίγο πριν από το χωριό Πετσάκοι, θα δουν δεξιά κάτω στη ρεματιά του Σελινούντα ένα μικρό Μετέωρο, γυμνό, που στην κορυφή του κάθεται το Μοναστήρι της Μακελλαριάς. Ερημιά και φόβος καθώς είναι απομονωμένο δίπλα στην κοίτη του Σελινούντα, στο άγριο και αφιλόξενο τοπίο, ιδιαίτερα τις νύχτες του χειμώνα καθώς τα στοιχεία της φύσης αντιβουίζουν μέσα στη ρεματιά και το ποτάμι κατεβάζει νερό με θόρυβο και γύρω φως πουθενά.

 

Απέναντι, το χωριό Λαπαναγοί έρημο κι αυτό. Αν μένουν εκεί κάποιοι ζωοτρόφοι αλλά κι αυτοί το ίδιο πρόβλημα μοναξιάς και απομόνωσης αντιμετωπίζουν. Η μόνη βελτίωση που υπάρχει, στο χωριό και στο μοναστήρι είναι το γεφύρι στο Σελινούντα, ο κάπως βατός δρόμος από Ρακίτα, το ηλεκτρικό ρεύμα και το τηλέφωνο. Αν όμως χρειαστεί για κάτι έκτακτο ανθρώπινη βοήθεια, άμεσα, μόνο εξ ουρανού θα φτάσει, εννοούμε με ελικόπτερο. Τόσο άγρια και αφιλόξενη είναι η περιοχή. Κι όμως, δυο μοναχές τόλμησαν και εγκαταβίωσαν εκεί. Αναλογιζόμαστε πόση δύναμη και πίστη χρειάζονται αλλά και πόση αντοχή στη μοναξιά, νύχτα και μέρα, πολλές νύχτες και ημέρες υπηρετώντας το μεταφυσικό όραμα, που τις παρηγορεί στη μοναξιά τους και τις στηρίζει με υπομονή, καρτερία και αντοχή να μη λυγίσουν.

 

* Το άρθρο αυτό είναι συνέχεια προηγούμενου, με τίτλο «Η Βελανιδιά,» που έχει δημοσιευτεί στη «Στύγα», πέρυσι.

 

Ανδρέας Φλογεράς

Ε-mail:info@ereyna-aigio.gr

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου