Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου και πρώην υπουργός οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στις 21-8-2020 στην εφημερίδα Hannoversche Allgemeine, χαρακτήρισε την κρίση του κορονοϊού ως «μεγάλη ευκαιρία» για την Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «κατά τη διάρκεια της κρίσης, η αντίσταση απέναντι στις αλλαγές θα είναι μικρότερη. Μπορούμε τώρα να διεκπεραιώσουμε την οικονομική και δημοσιονομική ενοποίηση, την οποία έως τώρα πολιτικά δεν πετύχαμε».
Ο κυνικός συλλογισμός του Β. Σόιμπλε δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, αλλά αποτυπώνει ακριβώς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ελίτ, τους λαούς και τους πολίτες, όπως και τους υπόλοιπους πιο αδύναμους πολιτικούς παίκτες, προκειμένου να πετύχουν τις στοχεύσεις τους, παρακάμπτοντας ακόμα την ίδια την έννοια της δημοκρατίας και τις διαδικασίες της.
Δεν είναι ασύνηθες το φαινόμενο, οι κυβερνήσεις, εκμεταλλευόμενες τις έκτακτες περιστάσεις, να επιδιώκουν σε περιόδους κρίσεων να διευρύνουν τις εξουσίες τους, ώστε να βρίσκουν μικρότερη αντίσταση στις όποιες προθέσεις τους και όσο είναι δυνατό να διατηρήσουν την ισχύ τους και μετά το τέλος της κρίσης -η ιστορία μάς έχει δώσει αρκετά παραδείγματα μόνιμων -έκτακτων μέτρων-. Σε μεγαλύτερο βαθμό συμβαίνει τούτο όμως σε κυβερνήσεις μη δημοκρατικές ή με αυταρχικό προσανατολισμό και λιγότερο σε παγιωμένα δημοκρατικά καθεστώτα. Ως εξαίρεση προβάλλει σήμερα η κρίση του κορονοϊού, στη διάρκεια της οποίας παρατηρούμε σε πολλές δημοκρατίες της Ευρώπης, τις κυβερνήσεις να εμφανίζονται ως φορείς υπερεξουσίας και να λαμβάνουν αποφάσεις παρακάμπτοντας τα κοινοβούλια και τους υπόλοιπους πολιτικούς παράγοντες. Έτσι, οι νέες προκλήσεις με τις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωπες και ο τρόπος που τελικά λειτούργησαν, έθεσαν το ίδιο το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα κάτω από μεγάλη πίεση. Ενώ, λοιπόν, τα δημοκρατικά κράτη διαθέτουν τα μέσα και τη δυνατότητα, με τη βοήθεια και της επιστήμης, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις διάφορες κρίσεις, ταυτόχρονα μπορεί η δημοκρατία να σκοντάψει στις ίδιες τις αρχές της.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω επιβλήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας με συνοπτικές διαδικασίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες περιορισμοί σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, οι οποίοι έπληξαν τα λεγόμενα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον περιορισμό των δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας, του συνέρχεσθαι, της εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας, της ελευθερίας του επαγγέλματος και του δικαιώματος προς την εργασία όπως και της επιχειρηματικής ελευθερίας. Δικαιολογεί ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, την επιβολή μιας κατάστασης εξαίρεσης; Σαφώς. Ποιος αποφασίζει όμως για τα όρια μια τέτοιας κατάστασης;
Δεν θα έπρεπε βέβαια να παραγνωρίσουμε τη δύσκολη αποστολή του θεσμικά και πρακτικά απροετοίμαστου Κράτους στο να ισορροπήσει μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας των πολιτών. Το ερώτημα όμως είναι αν η ίδια η ύπαρξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτρέπει στις κυβερνήσεις να στρέφονται εναντίον τους. Διότι τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα διαθέτουν ένα διττό ρόλο λειτουργώντας ως μια ασφαλιστική δικλείδα υπέρ των πολιτών, καθώς από τη μία αποτελούν την άμυνά τους έναντι της κρατικής εξουσίας και από την άλλη θέτουν τις υποχρεώσεις του Κράτους απέναντι στους πολίτες.
Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και το ζήτημα της κρατικής ευθύνης, η οποία μαζί με την εξίσου σημαντική κοινωνική ευθύνη έχουν τεθεί, μέσα από τη συνεχή επίκληση της ατομικής ευθύνης, σε δεύτερο πλάνο. Η κρατική ευθύνη, λοιπόν, περιλαμβάνει σαφέστατα τη δημόσια υγεία, και μάλιστα ως υψηλά ιεραρχημένη, αλλά αναγκαστικά λαμβάνει υπόψη και τα υπόλοιπα - διακηρυγμένα ως αδιαπραγμάτευτα - θεμελιώδη δικαιώματα. Η ποιότητα μιας δημοκρατίας εξαρτάται από τη δυνατότητα που έχει ακόμα και σε κατάσταση εξαίρεσης να διαφυλάττει τις βασικές αρχές της.
Οι νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στο απρόβλεπτο και συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, σε επίπεδο οικονομικό, τεχνολογικό, περιβαλλοντικό ή υγειονομικό, καταδεικνύουν ότι οι σημερινές δημοκρατίες είναι ολοένα και περισσότερο επιρρεπείς σε κρίσεις. Για την πρόληψη ή και την αντιμετώπισή τους, απαιτούνται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες κατά κύριο λόγο στην κατεύθυνση του περαιτέρω εκδημοκρατισμού: Από τη μία, λοιπόν, είναι αναγκαία η συνταγματική θωράκιση των κρατών, καθώς ακόμα και τα πιο μοντέρνα συντάγματα φαίνεται ότι βρίσκονται πίσω από τις εξελίξεις, όπως και ο εκσυγχρονισμός των δημοκρατικών θεσμών. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να σχεδιαστεί λεπτομερώς και να κατοχυρωθεί θεσμικά μια συνεχής δυνατότητα διάδρασης και λήψης αποφάσεων εκ μέρους των πολιτών εν όψει των προκλήσεων που καθημερινά αντιμετωπίζουν. Έτσι θα αναβαθμιστεί στην πράξη ο ρόλος της πολύπαθης και μέχρι στιγμής παντελώς απούσας κοινωνίας των πολιτών, καθώς χωρίς συνεχή, ενεργή και οργανωμένη συμμετοχή, οι όποιες αποφάσεις θα στερούνται ουσιαστικής νομιμοποίησης και αποδοχής και νέες κρίσεις θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Μόνο με αυτό το σκεπτικό μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση πως η κρίση αποτελεί ευκαιρία.
* Ο Νίκος Μπούνας είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, ειδικός επί ευρωπαϊκών θεμάτων.
πηγη:https://tvxs.gr