Ηχοι από έναν σύγχρονο δρόμο, μίζες, κόρνες και αυτοκίνητα, ένας κεραυνός, ένα μουσικό όργανο που θυμίζει λύρα, ένα αργόσυρτο τακ, τακ, τακ… Και πάνω από το χρτς, χρτς του βινιλίου μια αντρική φωνή να τραγουδά με ρώμη: Εεεεεεε, εεεεε, εεεεε, εεεεε…
Ακόμη θυμάμαι την ανατριχίλα στη σπονδυλική μου στήλη στους πρώτους εκείνους ήχους σε ηλικία που δεν διανοούμουν τι κρύβει η ιστορία του Γιάγκου Νούλα. Ούτε εκείνο το συγκλονιστικό «ποιος είναι αυτός που τρώει γυναίκες και παιδιά, μιας ώρας χορτασμός του, δεκαοχτώ χωριά». Πόσο σκληρές εικόνες, πόσο τρομαχτικές. Αλλά μαγικές, αληθινά μαγικές, όσο εκείνο το γεμάτο χρώματα εξώφυλλο του δίσκου με τη γυναίκα όπως θα φανταζόμουν μια Ελληνίδα θεά: μεγάλα μάτια και μαλλιά που ανεμίζουν.
Σαν τώρα θυμάμαι να έρχεται ο δίσκος στο σπίτι, νομίζω τέτοια εποχή, με τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου. Μεγάλο γεγονός για την οικογένεια, μαζευτήκαμε όλοι, μικροί, μεγάλοι και πιο μεγάλοι, να τον ακούσουμε. Κι εγώ μαζί, που δεν με θυμάμαι να λέω ποτέ παιδικά τραγούδια.
Εκείνη η φωνή του αφηγητή που έλεγε ιστορίες για εποχές που δεν θύμιζαν σε κάτι όσα υπήρχαν γύρω μου…
Πόσο σπουδαία ηχούσαν στα μικρά και αθώα ακόμα αυτιά μου εκείνα τα άγρια παραμύθια, που τα ρουφούσα ξανά και ξανά, αχόρταγη για την ομορφιά της μουσικής, για τα λόγια που αισθανόμουν ότι είναι σημαντικά, ότι λένε πράγματα που έπρεπε να γνωρίσω.
Ακόμα τρέμω με εκείνη τη φράση «στο κάτω κάτω της γραφής γιατί να είμαι σκλάβος;». Οταν κατάλαβα τι σημαίνει, έφριξα. Γίνεται άνθρωποι να είναι σκλάβοι; Και γιατί να είναι επικίνδυνο να έχεις μυαλό και να σκέφτεσαι;
Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Γιατί μια από αυτές τις ημέρες έσκασε σαν βόμβα ένα από τα τραγούδια του δίσκου ακούγοντας ραδιόφωνο, την ώρα που πάλευα -όπως όλοι κάποια στιγμή- να βάλω για μια ακόμη φορά τάξη στο χάος της ζωής. Εκείνης της μικρής, σχεδόν ασήμαντης και κοινότοπης ζωής, που κυλάει παράλληλα με όλα τα μεγάλα και σπουδαία γεγονότα που συνταράζουν τον κόσμο και βγάζουν τους ανθρώπους και τους λαούς στον δρόμο, που απασχολούν τα μεγάλα ενημερωτικά δίκτυα, που γεννούν την ανάγκη για νέους νόμους: δίκες, δικαιώματα, πολέμους, κινδύνους, υγειονομικές κρίσεις, εκλογές στην υπερδύναμη που μπορούν (;) να αλλάξουν τον κόσμο.
Και μπορεί πια το παλιό εκείνο βινίλιο να μην μπορεί να παίξει, γιατί πετάχτηκε το πικάπ που χάλασε, αλλά η μουσική του είναι παντού, έχει ποτίσει τη μνήμη μου. Τόσο βαθιά, που χρειάστηκαν μόλις τέσσερις-πέντε νότες για να σταματήσω ό,τι έκανα και μετά να αρχίσω να σιγοψιθυρίζω πάνω από τον Γιώργο Νταλάρα αυτό που μπορεί να μην παίζεται τόσο συχνά, αλλά το ξέρω σαν να γεννήθηκα μ’ αυτό:
«Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου / σ’ ένα κουτί θα κλείδωνα / για να ταΐζω την ψυχή μου / και τα πετροχελίδονα».
Κι είχα την ίδια συγκίνηση που ένιωσα μικρό κορίτσι τότε, που έκανα εικόνα να μαζεύεις λίγα από τα εκατομμύρια αστέρια για να ταΐσεις τα περιστέρια - ή και για να τα φυλάξεις σαν θησαυρό. Αυτό μου φαινόταν ακόμη πιο ωραίο.
Εκείνο το βράδυ, έψαξα και άκουσα ξανά όλο τον δίσκο που γράφτηκε πριν από τόσα χρόνια -πόσα μεσολάβησαν έκτοτε, αλήθεια- αλλά οι αλήθειες του είναι ζωντανές. Τον άκουσα και δεύτερη φορά.
Και τότε σκέφτηκα ότι αν ήμουν δάσκαλος, θα του αφιέρωνα μια εβδομάδα μαθημάτων. Για τη μουσική του, για τους στίχους του, για τα ωραία ελληνικά του, για τα μαθήματα-δώρα που μπορεί να προσφέρει και σε άλλες γενιές. Κάτι σαν μουσικό μάθημα ιστορίας, ίσως και κοινωνιολογίας. Και να με συμπαθάτε, κυρία υπουργέ Παιδείας.
Σημείωση: Φυσικά όλοι καταλάβατε ότι μιλάω για το «Σεργιάνι στον Κόσμο» του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε στίχους των Πάνου Θεοδωρίδη, Μελέτη Κυριακού και Μάνου Ελευθερίου, με τις φωνές του Γιώργου Νταλάρα και της Γιούλης Τσίρου. Αφηγητής, ο συνθέτης. Το εξώφυλλο ήταν του Δημήτρη Μυταρά.
archkatsoura@yahoo.gr
πηγη:https://www.efsyn.gr