Η «Καρότσα ή «Μαύρη ήταν καρότσα» όπως το ονομάζουν στην Αλιστράτη Σερρών από όπου κατάγεται, είναι ένα σκοτεινό μοιρολόι. Ο θρύλος λέει πως αναφέρεται στα κορίτσια που στο παρελθόν απήγαγαν με τη βία από τα σπίτια και τις οικογένειες τους, για να τα εκμεταλλευτούν με οποιοδήποτε τρόπο. Τραγουδούν όλοι με μια φωνή για το Λενάκι, το Κατινάκι και όλα τα κλεμμένα κορίτσια που υποφέρουν κάπου σκλαβωμένα. Σήμερα που η παράνομη διακίνηση ανθρώπων (trafficking) αποτελεί πλέον παγκόσμια βιομηχανία, το τραγούδι παραμένει δυστυχώς πολύ επίκαιρο και όχι μία ανάμνηση από τις σκοτεινές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας.
μουσικό συγκρότημα Pagan
Η αναζήτηση της ταυτότητας μάς οδηγεί αυτομάτως στο παρελθόν. Ένα παρελθόν, όπου ο άνθρωπος, είτε ατομικά είτε συλλογικά, αναμοχλεύει ανεμπόδιστα έξω από ιδεολογίες να βρει εκείνα τα στοιχεία που τον συνδέουν με έναν ή και περισσότερους τόπους. Σε διαφορετική περίπτωση, το αποτέλεσμα φορτίζεται πολιτικά, εκπίπτει σε μια εξουσιαστική κατά κανόνα εθνικιστική αντίληψη για το παρελθόν. Κι από την στιγμή που συμβαίνει αυτό, γίνεται παρόμοια η οπτική τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον.
Αυτή λοιπόν η αναζήτηση συμβαίνει ελεύθερα, αλλιώς αυτοαναιρείται· η ουσία της εξαϋλώνεται στον βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας. Οι λέξεις μητρίδα και πατρίδα,[1] εμπεριέχουν την μητέρα και τον πατέρα, δηλαδή τους προγόνους. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, οι βαθύτερες μνήμες μας, οι πρωταρχικοί τρόποι ζωής με τους οποίους συνδεόμαστε, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζουμε· ακόμη κι αν αδιαφορούμε γι’ αυτό. Το να χάνει κανείς την μητρίδα/πατρίδα του, να ξεριζώνεται από έναν τόπο, είναι από τις βιαιότερες πράξεις που μπορεί να του συμβούν. Όποιος διαφωνεί, ας ρωτήσει έναν πρόσφυγα πώς νιώθει για αυτό· αν αυτός που θέτει το ερώτημα δεν είναι συναισθηματικά απονεκρωμένος, πιθανόν θα αναρωτηθεί τι σημαίνει πραγματικά πατρίδα. Πόσο άσχετο είναι με εθνικισμούς και κάθε λογής φανατισμούς αυτό το βιωμένο συναίσθημα.
Δεν είναι εύκολο ωστόσο για την εξουσία να σβήσει τις μνήμες, το ρίζωμα, από την καρδιά του πρόσφυγα. Το σπίτι, η γειτονιά, η φύση που ο πόλεμος ισοπέδωσε συνεχίζουν να υπάρχουν ως ζώσες αναμνήσεις, να φέρονται στο σώμα και στην ψυχή του, στον νέο τόπο που φτάνει. Συνήθως, κληρονομούνται ως τραύμα, μα κι ως παρηγοριά, ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς· ένα άυλο εσωτερικό κέντρο, που λειτουργεί ως πυξίδα, για όσα συμβαίνουν γύρω του.
Η εθνική ταυτότητα είναι κρατικό κατασκεύασμα. Αποτελεί προϊόν αλλοίωσης της μνήμης, μέσα από στρέβλωση των γεγονότων, δημιουργώντας έτσι μια πλαστή συνείδηση στον άνθρωπο, σε σχέση με το παρελθόν του. Η εθνική ταυτότητα συνδέεται με κρατικά σύνορα, ανελέητες ανθρωποσφαγές, ανείπωτη μισαλλοδοξία, βίαιους εκτοπισμούς, «ανταλλαγές» πληθυσμών. Ας μην γελιόμαστε, ουδέποτε υπήρξαν κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης, που άλλαξαν τα σύνορά τους δίχως να χυθεί άπειρο αίμα και να διαλυθούν οι ζωές μυρίων ανθρώπων. Η ανθρωποσφαγή και η εθνική ταυτότητα είναι οι καλύτερες γειτόνισσες.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, το ν’ αναζητάς τις ρίζες σου δεν σημαίνει πως αναζητάς μια εθνική ταυτότητα. Για να κατανοηθεί αυτό στην ουσία του, θα πρέπει να μένουμε ανοιχτοί, μακριά από προκαταλήψεις και εύκολα τσιτάτα, να αντιλαμβανόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν υπερασπίζεται κάποιος μια πλατεία ή μια γειτονιά φορτισμένη από βιώματα και συναισθήματα, μια πατρίδα υπερασπίζεται.
Η ρίζες αυτές, η μητρίδα/πατρίδα, μπορεί να βρίσκονται στο χώμα ή στον ουρανό, στις σκιές του δάσους ή στο φως των αστεριών τις νύχτες. Μπορεί όμως να διακλαδώνονται τρυφερά μέσα στους στίχους και την μουσική ενός τραγουδιού, που ο χρόνος και η ελεύθερη ανθρώπινη εμπειρία έχει αποτυπώσει. Τραγουδιών που δεν ανήκουν σε κανέναν, ακριβώς γιατί ανήκουν σε όλους όσους επιθυμούν να τα κοινωνήσουν. Σε αυτά φανερώνονται τα συναισθήματα, οι αντιλήψεις, οι πόθοι, οι καημοί, οι ανάγκες· η σχέση με τον χρόνο και τον θάνατο, των ανώνυμων ανθρώπων που τα συνέθεσαν και τα εμπλούτισαν, ανυστερόβουλα.
Δεν το έκαναν για το κέρδος, ούτε καν για την φήμη. Ο χρόνος και η Ιστορία δεν συγκράτησαν το όνομα τους. Όμως, η ενέργεια τους γράφτηκε στην πέτρα και στο κύμα, στο σούρουπο και στην αυγή να θυμίζει, να παρηγορεί, να ενανθρωπίζει, όσους πεισματικά επιμένουν να ονειρεύονται.
Τα τραγούδια αυτά, σαν μια σκυτάλη μνήμης, περνούν από γενιά σε γενιά, αποκτώντας νέα νοήματα και μορφές· διασκευάζονται, εμπλουτίζονται μουσικά, τραγουδιούνται με διαφορετικούς τρόπους.
Κι αυτό φανερώνει μια πνευματική υγεία, καθώς ένα πολιτισμικό δημιούργημα του παρελθόντος, όταν βρεθεί σε διαφορετικά κοινωνικά συμφραζόμενα, αποκτά νέες σημασίες και συνδέσεις με το παρόν, μα και το μέλλον.
Το Λενάκι και το Κατινάκι, οι κακοποιημένες γυναίκες κάθε εποχής, φωνάζουν το παρόν μέσα από μια μουσική αφήγηση του παρελθόντος. Είναι εδώ· γύρω μας, μέσα μας, καθώς η όποια «πρόοδος» αφορά, κυρίως, την τεχνολογική εξέλιξη και όχι τις ανθρώπινες σχέσεις. Η μαύρη καρότσα «αναβαθμίστηκε» σε αμπάρι σαπιοκάραβου, κρύπτη φορτηγού ή ό,τι άλλο ο νοσηρός νους της εξουσίας έχει σκαρφιστεί. Εκείνης της εξουσίας που δεν ζει μόνο στα μέγαρα και στα κοινοβούλια, αλλά και στις αντιλήψεις πολλών. Αντιλήψεις που αναπαράγουν με χυδαιότητα την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η διασκευή της Μαύρης Καρότσας από το μουσικό συγκρότημα Pagan είναι εξαιρετική και δένει εύστοχα με το σήμερα τα νήματα νοήματος του τραγουδιού.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1] Σχετικά μπορεί να διαβάσει κανείς για το θέμα μητρίδα και πατρίδα εδώ και εδώ.