Η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δοκιμάζει τις προθέσεις της κυβέρνησης αλλά και τα αντανακλαστικά του ΣΥΡΙΖΑ σε θέματα ιδεολογικής και προγραμματικής συνέπειας.

Ο Σωτήρης Βαλντέν, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης και της επιτροπής προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξή του στο Τvxs.gr  αναφέρεται στις δυσκολίες χειρισμού που υπάρχουν στα ελληνοτουρκικά, αποτιμά τη μέχρι σήμερα στάση του ΣΥΡΙΖΑ και εκτιμά τις προκλήσεις που ανοίγονται στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όχι μόνο αντιπολιτευτικά αλλά και ως πεδίο σύγκλισης με τους προοδευτικούς πολίτες που βρίσκεται στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, ο Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, δεν παραλείπει να σχολιάσει και τις πρόσφατες αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το άρθρο του Κ. Σημίτη για τα ελληνοτουρκικά.

 
  • Σε αυτά τα 4,5 χρόνια διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύτηκε με βάση τις διαχρονικές του αξίες και θέσεις στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, είχε ένα συνεπές πολιτικό αποτύπωμα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, είχε πρώτη προτεραιότητα την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Η εξωτερική πολιτική, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, βρισκόταν αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα. Παρά ταύτα, προς το τέλος της περιόδου και με την ευκαιρία της κυβερνητικής αλλαγής στα Σκόπια, ανέλαβε, με μεγάλο θάρρος και σημαντικό πολιτικό κόστος, την πρωτοβουλία για επίλυση του μακεδονικού που οδήγησε στην ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών. Η επιτυχής επίλυση του μακεδονικού ήταν ασφαλώς σύμφωνη με τις διαχρονικές αξίες και θέσεις της Αριστεράς και -το βασικότερο- σύμφωνη με το συμφέρον της χώρας που επί δεκαετίες ταλαιπωρήθηκε από τον παράλογο εθνικισμό ή την ατολμία των προηγουμένων κυβερνήσεων. Πρόκειται πιστεύω, για ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο επίτευγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Τούτων λεχθέντων, νομίζω πως σε άλλους τομείς της εξωτερικής πολιτικής έγιναν λάθη ή δεν πάρθηκαν αναγκαίες πρωτοβουλίες. Ειδικότερα η τότε κυβέρνηση δεν αποστασιοποιήθηκε αρκετά και μερικές φορές φάνηκε να στηρίζει την πολύ αρνητική στροφή του προέδρου Αναστασιάδη προς τον απορριπτισμό. Επίσης, στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν πήρε επαρκείς πρωτοβουλίες για να ξεφύγουμε από το μακρόχρονο τέλμα, ενίοτε δε φάνηκε να μένει προσκολλημένη σε αδιέξοδα δόγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως λ.χ. της «περικύκλωσης» της Τουρκίας με τοπικές περιφερειακές συμμαχίες και ο υπερβολικός εναγκαλισμός με την απολύτως αναξιόπιστη διοίκηση Τραμπ. Αρνητικά επέδρασαν και οι εθνικιστικές κορώνες και ενέργειες του Πάνου Καμένου ως υπουργού άμυνας.

  • Απέναντί του ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή έχει ένα κόμμα που μεταχειρίστηκε με πολύ φτηνό τρόπο την εθνικιστική δημαγωγία ως αντιπολίτευση, και μάλιστα με χειροπιαστά μικροκομματικά οφέλη. Η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Συμφωνία των Πρεσπών, είναι δείγμα ότι πρόκειται να κινηθεί με ρεαλισμό;

Η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις Πρέσπες είναι ευπρόσδεκτη και εθνικά συμφέρουσα. Ωστόσο, η στάση της ΝΔ ως αντιπολίτευση δεν ήταν απλά μια ψηφοθηρική τακτική που εύκολα μπορεί τώρα να ξεχαστεί. Δηλητηρίασε βαθιά την ελληνική κοινωνία νομιμοποιώντας τον ακραίο εθνικισμό της ακροδεξιάς. Αυτό το βρίσκει σήμερα μπροστά της η νέα κυβέρνηση -και δυστυχώς και η χώρα- σε μέτωπα όπως το προσφυγικό και τα ελληνο-τουρκικά. Πολύ θα ήθελα η στροφή Μητσοτάκη στο μακεδονικό να αποτελεί προπομπό μιας υπεύθυνης στάσης και στους άλλους τομείς της εξωτερικής μας πολιτικής. Νομίζω πως αρκετοί στη ΝΔ, μάλλον και ο ίδιος ο Μητσοτάκης, «στο βάθος της ψυχής τους» δεν ασπάζονται τον εθνικισμό. Όμως η επιπολαιότητα με την οποία χειρίστηκαν το μακεδονικό ως αντιπολίτευση και κυρίως οι ισχυρές θέσεις των εθνικιστών στους εσωκομματικούς συσχετισμούς δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη για το μέλλον, ιδιαίτερα στις συνθήκες της διαφαινόμενης όξυνσης των εντάσεων με την Τουρκία. Έπειτα, σήμερα δεν αρκεί απλά η ψυχραιμία και η αποφυγή ακραίας ρητορικής. Χρειάζονται θετικές πρωτοβουλίες κυρίως προς την κατεύθυνση της συνεννόησης με την Τουρκία και της επίλυσης του κυπριακού. Χρειάζεται επανεξέταση ορισμένων δογμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής. Όλα αυτά απαιτούν πολιτικό θάρρος. Μόνο έτσι θα ανακοπεί η δυναμική σύγκρουσης στην οποία έχουμε μπει. Δυστυχώς όμως δεν το βλέπω εύκολο ο κ. Μητσοτάκης, με τα βαρίδια που έχει στην κυβέρνηση και το κόμμα του, να προχωρήσει σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μακάρι να διαψευστώ.

  • Πώς κρίνετε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα απέναντι στο ζήτημα; Τα μέχρι τώρα δείγματα, σας δίνουν την εντύπωση ότι και ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί στη γραμμή της υπευθυνότητας, ιδιαίτερα στα ελληνοτουρκικά;

Το μείζον στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικότερα τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μην ακολουθήσει τον έξαλλο δρόμο του αντιπολιτευόμενου Μητσοτάκη. Επ’ αυτού νομίζω πως τις τελευταίες μέρες ο Αλέξης Τσίπρας έχει δείξει ότι δεν προτίθεται να παρασυρθεί. Υπάρχουν πολλά ζητήματα (οικονομία, προσφυγικό, ‘νόμος και τάξη’, κλπ.) που μας οδηγούν νομοτελειακά σε κάθετη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, ώστε να μην χρειάζεται να προσθέσουμε αβάσιμα τα ελληνο-τουρκικά.  Αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τη χώρα, ούτε θα αντιστοιχούσε στη φυσιογνωμία ενός αριστερού κόμματος. Ενόσω η κυβέρνηση δεν εκτρέπεται σε τυχοδιωκτισμούς, αλλά και για να εξουδετερωθούν τυχόν τέτοιοι πειρασμοί, επιβάλλεται το κοινό μέτωπο για την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος. Εννοείται πως κριτική σε επιμέρους ενέργειες ή αδράνειες και αναγκαία είναι και σύμφωνη με το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατία.

Ομολογώ πάντως πως θα ήθελα τον ΣΥΡΙΖΑ πιο θαρραλέο στα ζητήματα αυτά. Όπως ήδη ανέφερα, δεν αρκεί η μετριοπάθεια και η απόρριψη της δημαγωγίας. Επείγει να αλλάξει η σημερινή ρότα που οδηγεί σε σύγκρουση. Χρειάζονται άρα πρωτοβουλίες, βεβαίως για απόκρουση επιθετικών κινήσεων της άλλης πλευράς, αλλά εξίσου σημαντικά, για να ανοίξουν δρόμοι διαλόγου και συνεννόησης, όπως και επίλυσης του κυπριακού. Το ‘πνεύμα των Πρεσπών’ πρέπει να επεκταθεί  και εδώ. Θα ήθελα επ’ αυτού να πιέζεται περισσότερο η κυβέρνηση. Θα ήθελα να δοθεί πιο ενεργά η μάχη και στην κοινή γνώμη, η οποία βομβαρδίζεται συνεχώς από εθνικιστικές, τουρκοφαγικές σειρήνες. Η Αριστερά δεν είναι απλά μετριοπαθής. Είναι και μαχητική, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση και σε σύγκρουση με τους πατριδοκάπηλους.

Στο παραπάνω πλαίσιο θα πρέπει, πιστεύω, να ευθυγραμμίσουμε και επιμέρους θέσεις με τη γενική κατεύθυνση. Λ.χ. η υπερβολική ανάδειξη των περιφερειακών (τριμερών, 3+1) συμμαχιών κατά τη γνώμη μου δεν βοηθάει: οι πρωτοβουλίες αυτές δεν προσφέρουν ουσιώδη στρατηγική προστιθέμενη αξία, παραπέμπουν σε στρατιωτικές αναμετρήσεις στην Κύπρο και καλλιεργούν αυταπάτες πως μπορούμε να στηριχτούμε στον Νεντανιάχου και τον Τραμπ για να συνεχίσουμε την λαθεμένη και ουτοπική γραμμή αποκλεισμού της Τουρκίας από τη Μεσόγειο. Το γεγονός πως αναπτύχθηκαν επί της δικής μας κυβέρνησης δεν μπορεί να μας εμποδίζει σήμερα να βλέπουμε τις πραγματικές τους διαστάσεις, αλλά και να αναγνωρίσουμε και τις αρνητικές τους πλευρές.

  • Η κυβέρνηση στο εσωτερικό της έχει ισχυρές εθνικιστικές φωνές, κυρίως από την ομάδα Σαμαρά που συνεχίζει σε μια αυτόνομη πορεία απομονωτισμού και καλλιέργειας εθνικών μύθων. Τι κινδύνους δημιουργεί αυτή η έντονη διαφοροποίηση;

Μα ασφαλώς η ισχυρή εθνικιστική συνιστώσα στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της ΝΔ αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής. Η συνιστώσα αυτή έχει μεγάλη επιρροή στους ψηφοφόρους της ΝΔ (και παραπέρα), και ενισχύθηκε με τη μέχρι χθες στάση του Μητσοτάκη στο μακεδονικό. Ο κίνδυνος είναι πως σε μια ενδεχόμενη κρίση, θα σπρώξει την κυβέρνηση και τη χώρα προς το γκρεμό. Επίσης ότι θα εμποδίσει κάθε τυχόν κίνηση του Μητσοτάκη προς την κατεύθυνση της συνεννόησης.

  • Πόσο πιθανό είναι η κυβέρνηση να συνεχίσει με μια συστηματική διγλωσσία θυσιάζοντας  κρίσιμα εθνικά θέματα στο βωμό του πολιτικού κόστους. Και ποια θα έπρεπε να είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοια περίπτωση;

Φοβάμαι πως είναι αρκετά πιθανό να συνεχιστεί η διγλωσσία στην εξωτερική πολιτική, όπως εξάλλου και σε πολλά άλλα θέματα. Πρόκειται για τη γνωστή μέθοδο των πολυσυλλεκτικών κομμάτων που έτσι προσπαθούν να ενσωματώνουν αντιτιθέμενα κοινά, εγκαταλείποντας κάθε συνέπεια και συνοχή. Μόνο που στην προκείμενη περίπτωση η διγλωσσία είναι επικίνδυνη για τη χώρα γιατί γίνεται εμπόδιο στην ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών που απαιτούν σαφή κατεύθυνση. Κατά τη γνώμη μου, ο ΣΥΡΙΖΑ ορθά επισημαίνει πως η κυβερνητική διγλωσσία αντανακλά εσωτερική φαγωμάρα και υποκρισία, οδηγεί σε αδράνεια και καθιστά τη χώρα αναξιόπιστη. Θα προσέθετα πως πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε πάντα σαφείς για την κατεύθυνση στην οποία καλούμε την κυβέρνηση να πορευτεί. Το ξεκάθαρο μέτωπο κατά του εθνικισμού και των φορέων του, μέσα και έξω από την κυβέρνηση, είναι επιτακτικό καθήκον για την Αριστερά.

Επιτρέψτε μου ένα τελευταίο σχόλιο: στην Ελλάδα υπάρχει ένα διακομματικό εθνικιστικό λόμπι που επί δεκαετίες προσπαθεί να μας παρασύρει στο δρόμο της αντιπαράθεσης με όλους τους γείτονές μας. Αυτοανακηρύσσονται σε «πατριώτες», λες και η πατρίδα είναι δική τους ιδιοκτησία και εμείς δεν είμαστε πατριώτες. Με περισσό θράσος υβρίζουν και καταγγέλλουν ως μειοδότη, ‘εθνομηδενιστή’  και προδότη, όποιον τολμήσει να διαφωνήσει μαζί τους, παραβλέποντας πως η μόνη πραγματική εθνική προδοσία τα τελευταία πενήντα χρόνια προήλθε από πατριδοκάπηλους. Σήμερα εκμεταλλεύονται την απαράδεκτη συμπεριφορά της Τουρκίας για να προσπαθήσουν να τραβήξουν την κυβέρνηση στο δρόμο τους. Ιδιαίτερα όμως τους ενοχλεί πως η αξιωματική αντιπολίτευση, παραβιάζοντας μια μακρά παράδοση, όλο και πιο σαφώς αντιτάσσεται στην εθνικιστική δημαγωγία.
Δυστυχώς, τη στρατηγική αυτών των δυνάμεων φαίνεται να συνδράμει η τελευταία επίθεση του Παύλου Πολάκη εναντίον του Κώστα Σημίτη. Η συνήθειά του να ασκεί πολιτική με χυδαιότητες και ύβρεις έχει πια ξεπεράσει κάθε όριο και κηλιδώνει τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά. Έπειτα, ανεξάρτητα από την άποψη μας για την πολιτεία Σημίτη, γνωριζόμαστε σε αυτό τον τόπο και τα «κιλά» του καθενός (του Σημίτη, όπως και των υβριστών του), είναι γνωστά.

Όμως πραγματικός στόχος της επίθεσης δεν είναι ο Σημίτης. Δεν θυμάμαι τον Πολάκη να αντέδρασε όταν ο πρώην πρωθυπουργός (κατά τη γνώμη μου ατυχέστατα) επέκρινε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τον υβρίζει σήμερα που υψώνει τη φωνή του υπέρ της λογικής στα ελληνοτουρκικά. Απλούστατα, επιδιώκεται οι διαφωνίες -ιδίως στο χώρο της Αριστεράς- για το ρόλο του Σημίτη προ εικοσαετίας να ακυρώσουν τις συγκλίσεις που διαμορφώνονται σήμερα για την απόρριψη του εθνικισμού και για μια σοβαρή πολιτική διεξόδου από το ελληνο-τουρκικό τέλμα. Είμαι πάντως βέβαιος πως αυτή η «προβοκάτσια» δεν θα περάσει.
https://tvxs.gr