Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Salmagundi 60 στα πλαίσια αφιερώματος στην Hannah Arendt.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας


Δημοσιεύθηκε την 16 Ιανουαρίου, 2024




Για να τιμήσεις ένα στοχαστή δεν είναι απαραίτητο να του πλέξεις το εγκώμιο, ούτε καν να τον ερμηνεύσεις, αλλά το να φανερώσεις το έργο του, κρατώντας το έτσι ζωντανό και δείχνοντας πως αψηφά το χρόνο και παραμένει επίκαιρο.

Η επικαιρότητα για εμάς υπάρχει σε δυο βασικές διαστάσεις του έργου της Hannah Arendt: την ανάλυση του ολοκληρωτισμού και την προσπάθεια αναδόμησης της πολιτικής σκέψης. Η βαθιά σύνδεση μεταξύ των δυο θα πρέπει να είναι εμφανής. Είναι η εμπειρία του ολοκληρωτισμού – και η ταυτόχρονη κατάρρευση τόσο της φιλελεύθερης όσο και της μαρξιστικής οπτικής – που οδήγησε την Hannah Arendt να αναζητήσει ένα νέο πολιτικό πλαίσιο πολιτικής σκέψης.

Εάν επέλεξα να μιλήσω εδώ το πρόβλημα του ολοκληρωτισμού, είναι γιατί, πρώτα από όλα, το ζήτημα είναι κεντρικό στα τωρινά μου ενδιαφέροντα που, τολμώ να πως, έπρεπε να είναι τα ενδιαφέροντα όλων. Όμως είναι και για έναν άλλο λιγότερο περιστασιακό λόγο. Αυτό είναι το πεδίο όπου η Hannah Arendt είχε τη τόλμη να καταπιαστεί με κάτι νέο και, πρακτικά, ακατάληπτο δίχως να προσποιείται πως ήταν κάτι διαφορετικό.

«Η πεποίθηση πως ότι συμβαίνει στη γη πρέπει να είναι κατανοητό στον άνθρωπο μπορεί να οδηγήσει στην ερμηνεία της ιστορίας με κοινοτοπίες. Η κατανόηση δεν σημαίνει την άρνηση του εξωφρενικού, την εξαγωγή του πρωτοφανούς από προηγούμενα, ή εξήγηση φαινομένων από τέτοιες αναλογίες και γενικεύσεις που η επίδραση της πραγματικότητας και η κατάπληξη της εμπειρίας δεν πλέον αισθητές. Σημαίνει, μάλλον, εξετάζοντας και φέροντας συνειδητά το βάρος που έθεσε πάνω μας ο αιώνας μας – δίχως να αρνείται την ύπαρξη του ούτε και να παραδίδεται πειθήνια στο βάρος του. Η κατανόηση, με λίγα λόγια, σημαίνει την απρομελέτητη προσεκτική αντιμετώπιση, και αντίσταση, της πραγματικότητας – όποια και αν είναι».

Έμφυτη στην ανάλυση του ολοκληρωτισμού της Arendt είναι η υπόθεση πως αντιμετωπίζουμε εδώ κάτι το οποίο δεν υπερβαίνει κληρονομημένες «θεωρίες σχετικά με την ιστορία», αλλά υπερβαίνει κάθε «θεωρία». Στην πραγματικότητα όμως, ο ολοκληρωτισμός είναι, από την άποψη αυτή, μόνο το τερατωδώς προνομιακά και ακραία παραδειγματικό αυτού που είναι αληθινό για το σύνολο της ιστορίας και για κάθε τύπο κοινωνίας.

Πράγματι, εμείς, εν μέρει – πολύ εν μέρει – «εξηγούμε» την ιστορία. Το να πούμε πως οι εξηγήσεις μας είναι περιορισμένες ή ατελείς θα ήταν τεράστια υποτίμηση. Στην καλύτερη, εντοπίζουν κάποιες μερικές, αποσπασματικές, υπό όρους συνδέσεις. Αυτό δεν γίνεται μόνο εξαιτίας της «γκροτέσκας διαφοράς μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος» την οποία δείχνει η Hannah Arendt στη περίπτωση του ιμπεριαλισμού. Είναι επίσης εξαιτίας του ουσιαστικού γεγονότος της συνέργειας: αλληλουχίες «εσωτερικά ασύνδετων» αλλά εξωτερικά συνυπαρχόντων δεδομένων ή γεγονότων που οδηγούν στην εμφάνιση φαινομένων που βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, διαθέτοντας μια σημασία που υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη των «αιτίων» τους.

Ενδιαφερόμαστε όμως και για ένα πολύ βαθύτερο λόγο. Η ιστορία είναι η δημιουργία νοήματος – και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά «εξήγηση» μιας δημιουργίας, μόνο μια ex post facto κατανόηση του νοήματος του. Και αυτό ισχύει τόσο για την ευρεία δημιουργία αυθεντικών και ακατάλυτων νοημάτων που είναι στο πυρήνα των διάφορων μορφών κοινωνίας και πολιτισμών.

Τώρα η Hannah Arendt είδε πολύ ξεκάθαρα πως με τον ολοκληρωτισμό αντιμετωπίζουμε κάτι διαφορετικό ξανά: αντιμετωπίζουμε την δημιουργία του ανούσιου. Αυτό φαίνεται πιο έντονα στο Τρίτο Μέρος των Απαρχών του Ολοκληρωτισμού και ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο 12 («Ο Ολοκληρωτισμός στην Εξουσία»).

Η ιστορία, αυτή καθαυτή, δεν «βγάζει νόημα»: η ιστορία δεν «διαθέτει νόημα». Η ιστορία είναι το πεδίο που αναδύεται το νόημα, που δημιουργείται. Τα ανθρώπινα όντα – ο άνθρωπος – δημιουργούν νόημα· και μπορούν επίσης να δημιουργήσουν και αυτό που είναι απόλυτα κενό νοήματος. «Κανείς την εποχή [της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης] δεν μπορούσε να προβλέψει πως η ‘φύση’ του ανθρώπου, καθορισμένη και επανακαθορισμένη από δυο χιλιάδες χρόνια φιλοσοφίας, μπορεί να περιέχει απρόβλεπτες και άγνωστες πιθανότητες». Αυτές οι απρόβλεπτες και άγνωστες πιθανότητες μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία του απόλυτα ανούσιου – που τόλμησε να το αποκαλέσει το απόλυτο κακό: «… τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν ανακαλύψει δίχως να το γνωρίζουν πως υπάρχουν εγκλήματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να τιμωρήσουν ούτε και να συγχωρέσουν. Όταν το αδύνατο έχει γίνει δυνατό έγινε το ατιμώρητο, το ασυγχώρητο απόλυτο κακό που δεν μπορεί πλέον να κατανοηθεί και να εξηγηθεί από τα μοχθηρά κίνητρα της αυτοτέλειας, της απληστίας, του φθόνου, της απέχθειας, της πάθους για εξουσία και της δειλίας· και που έτσι ο θυμός δεν μπορεί να εκδικηθεί, η αγάπη δεν μπορούσε να αντέξει, η φιλία δεν μπορούσε να συγχωρέσει». Αυτό που η Hannah Arendt αποκαλεί το απόλυτο κακό, εγώ θα το ονόμαζα το τερατώδες. Ο Άνθρωπος δημιουργεί το μεγαλειώδες, das Schöne und Erhaben – αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει το τερατώδες. Και μπορούμε να κατανοήσουμε τον Παρθενώνα ή τον Μάκβεθ· αλλά δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε «κατανόηση» για το Άουσβιτς ή για το Γκούλαγκ.

Αυτό που προτείνω προς συζήτηση εδώ είναι, εν συντομία, πως η αρχική τερατωδία του «κλασικού» ολοκληρωτισμού, τον ολοκληρωτισμό που ανέλυσε η Hannah Arendt (τον ναζισμό ως το 1945, τον σταλινισμό ως το 1951) έχει δώσει τη θέση της σε μια νέα και διαφορετικού τύπου τερατωδία – την ρωσική στρατοκρατορία – στην οποία τα βασικά σημεία της «κλασικής» ανάλυσης δεν έχουν πλέον εφαρμογή. Πριν όμως μπω στο θέμα μου, θέλω να τονίσω πως η ίδια άρνηση «αντιμετώπισης της πραγματικότητας» που αποκήρυττε η Hannah Arendt, η ίδια απλούστευση σε κοινοτοπίες και εξαγωγή του πρωτοφανούς από προηγούμενα, ίσχυε και ακόμη ισχύει σε σχέση με το ρωσικό καθεστώς. Πράγματι, ο ολοκληρωτισμός έχει «χωνευτεί» ως πράγμα του παρελθόντος, ένα θέμα για τηλεοπτικές επιτυχίες και λογοτεχνική εκμετάλλευση. Η εμπορευματοποίηση των περασμένων τρόμων χρησιμεύει, τρόπος του λέγειν, να απωθήσει στα περασμένα τις πιθανότητες του τερατώδους, και να αποφύγει την τερατωδία που είναι απέναντι μας σήμερα. Κούφιοι εξορθολογισμοί – όπως η «θεωρία προσέγγισης» – προτείνονται, για να αποφευχθεί η αντιμετώπιση των γεγονότων. Μια μερική εξήγηση μπορεί να βρεθεί στις ψυχικές κατηγοριοποιήσεις του Δυτικού ανθρώπου, ειδικού ή μη: η ανικανότητα αναγνώρισης, παραδοχής, του νέου στην ιστορία που είναι ενσωματωμένο στην κυρίαρχη μεταφυσική της ιστορίας, της κυριαρχίας των δίδυμων φιλελεύθερων και μαρξιστικών σχημάτων για τα οποία δεν υπάρχει, μιλώντας κυριολεκτικά, θέση και τόπος για ένα καθεστώς σαν το ρωσικό. Σε ένα βαθύτερο όμως επίπεδο υπάρχει μια εθελοντική αυτοτύφλωση, το αποτέλεσμα της άρνησης της αποδοχής πως η ιστορία μπορεί να παράξει το απόλυτα ανούσιο, το τερατώδες.

Το ερώτημα που θέλω να απαντήσω είναι:

Τι γίνεται σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, όταν παραμένει στη θέση του για πάνω από δυο τρίτα ενός αιώνα; Και, καθώς δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαστε πως μιλάμε με γενικούς όρους, σα να υπάρχει ολόκληρη τάξη ολοκληρωτικών καθεστώτων με τόσο μακρά ζωή: τι συνέβη στο ρωσικό καθεστώς από το θάνατο του Stalin;

Θα υπάρξει, πιστεύω, μια γενική συμφωνία πως από το 1953 πολλοί χαρακτήρες ή ιδιαίτερα γνωρίσματα του ρωσικού καθεστώτος που ήταν, στην αντίληψη της Hannah Arendt, ουσιαστικής σημασίας, που δεν ήταν απλά περιγραφικά, αλλά εκδηλώσεις αυτής της ουσίας του ολοκληρωτισμού, έχουν εξαφανιστεί, έχουν αλλάξει ή σβήσει στο παρασκήνιο. Δίχως μεγάλη ανάλυση, θα αναφέρω σχηματικά μια σειρά από σημεία που μοιάζουν σε εμένα προφανή και μεταξύ των οποίων υπάρχει με βεβαιότητα μια ιδιαίτερη και βαθιά σύνδεση. Συγκρίνω την κατάσταση το 1981 με εκείνη, ας πούμε, της δεκαετίας του 1930 ή ακόμη και την περίοδο μεταξύ 1945 και 1953.

  1. Η εξαφάνιση της μαζικής τρομοκρατίας και των στρατοπέδων μαζικής καταναγκαστικής εργασίας. Η τρομοκρατία και τα στρατόπεδα εργασίας υπάρχουν ακόμη – όμως, όπως συνήθιζε να λέει ο Lenin, η ποσότητα έχει μια δική της ποιότητα. Η καταστολή έχει γίνει μια «λογική» και, τρόπος του λέγειν, «αποτελεσματική» («παραγωγική») επιχείρηση: το μέγεθος της κοινωνικής υπακοής ανά πτώμα ή ανά στρατόπεδο/άνθρωπο/χρόνο έχει αυξηθεί τρομερά. Ενδιαφέρουσες τεχνολογικές καινοτομίες (η χρήση της ψυχιατρικής) έχουν εισαχθεί στο πεδίο αυτό.
  2. Η εξαφάνιση του ντελίριου γενικότερα, και, συγκεκριμένα, τον διακηρυγμένων ντελιριακών «στόχων». Στη πράξη, σημειώθηκε μια εξαφάνιση όλων των διακηρυγμένων σημαντικών «στόχων», εκτός από έναν: την παγκόσμια κυριαρχία («παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού»).
  3. Συγκεκριμένα, η «απόλυτη αδιαφορία για την αποτελεσματικότητα», χαρακτηριστική της σταλινικής περιόδου, και πάνω στην οποία σωστά επέμενε η Hannah Arendt, δεν υπάρχει πλέον. Ο στρατιωτικός τομέας λειτουργεί με πολύ μεγάλο βαθμό αποτελεσματικότητας – ακόμη και αν αυτή η αποτελεσματικότητα είναι πολύ χαμηλότερη από των ΗΠΑ. Ο μη-στρατιωτικός τομέας είναι, βέβαια, σε μια κατάσταση μόνιμης ανεξέλεγκτης κρίσης. Όμως δεν συνταράζεται και διαλύεται περιοδικά από διώξεις ή «ντελιριακές «μεταρρυθμίσεις».
  4. Στενά συνδεδεμένο με αυτό, είναι πως δεν υπάρχει πλέον αυτό που η Hannah Arendt αποκαλούσε η κατασκευή μιας φανταστικής πραγματικότητας. Σίγουρα, η επίσημη εικόνα της πραγματικότητας είναι ακόμη πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα τελεία. Εδώ όμως ξανά, η διαφορά δεν είναι βαθμού αλλά ποιότητας. Η επίσημη προπαγάνδα παράγει ένα ασυνάρτητο ρεύμα ανόητων ψεμάτων – είναι ανίκανη να κατασκευάσει έναν μεγαλειώδη και παρανοϊκά στεγανό φανταστικό κόσμο.
  5. Η αποσύνθεση και ο πιθανός θάνατος της ιδεολογίας. Η ιδεολογία δεν πρέπει να συγχέεται με το λεξιλόγιο ή τη ρητορική. Κάθε αυθαίρετη σειρά λέξεων δεν σχηματίζει μια ιδεολογία. Η ιδεολογία, σωστά κατανοημένη, έχει, πρώτα, να δείξει μια κάποια αξίωση σε λογική ή οικουμενικότητα, και, δεύτερο, να παίξει κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό, με μικρές εξαιρέσεις, είναι όλο και λιγότερο αυτό που ισχύει στη Ρωσία. Αυτό που η ρωσική κυβερνώσα τάξη διατηρεί από το «μαρξισμό», και ακόμη και από το «λενινισμό», είναι κάποια στοιχεία πολιτικού «ρεαλισμού» μεταμορφωμένου σε χυδαίο κυνισμό και «μακιαβελισμό». (Και, φυσικά, προπαγανδιστική ρητορεία για εξαγωγή και εξωτερική κατανάλωση). Δεν υπάρχουν προσπάθειες, ανεξάρτητα από πόσο ευτελείς, να «αναπτυχθεί» ο Μαρξισμός-Λενινισμός, που έχει γίνει ένα άκαμπτο πτώμα. Ούτε και διατηρεί κάποια επιρροή (πόσο μάλλον αποτελεσματικότητα) ο «Μαρξισμός-Λενινισμός» στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Πως χρησιμοποιείς τον «Μαρξισμό-Λενινισμό» για να επιλύσεις το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής, ή για να ξεπεράσεις την αξιοθρήνητη κατάσταση της μη στρατιωτικής βιομηχανικής παραγωγής;
  6. Άμεσα συνδεδεμένο, ξανά, με το προηγούμενο σημείο είναι το τέλος της προσπάθειας για απόλυτο θετικό ιδεολογικό έλεγχο (που κορυφώθηκε με τον ζντανοβισμό, αλλά ήδη υπήρχε από το τέλος της δεκαετίας του 1920). Φυσικά, αυθεντικά δημιουργικοί καλλιτέχνες, για παράδειγμα, παρενοχλούνται, εμποδίζονται από την δημοσίευση ή την παρουσίαση του έργου τους. Αλλά «ουδέτερη» και όχι τόσο «ουδέτερη» – π.χ. «νοσταλγική ρωσική» ή «σλαβοφιλική» – λογοτεχνία επιτρέπεται να εμφανιστεί. Πράγματι, τα θετικά πρότυπα ομοιομορφίας μοιάζουν να έχουν εγκαταλειφθεί σχεδόν παντού (πχ ροκ συγκροτήματα) εκτός από την πολιτική, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την οικονομία.
  7. Το καθεστώς έχει προφανώς αποκηρύξει τη προσπάθεια να ελέγξει τη σκέψη και τις ψυχές των ανθρώπων. Η δίωξη εκείνων που «σκέφτονται διαφορετικά» – δηλαδή, αντιφρονούντων – συνεχίζεται φυσικά, αλλά μόνο αν ο αντιφρονούντας στρέψει τη προσοχή πάνω του. Για τους υπόλοιπους, το καθεστώς έχει γίνει εντελώς παβλοφικό-σκινερικό: είναι ικανοποιημένο με τον έλεγχο της εμφανούς συμπεριφοράς. Αν εναρμονίζεσαι, είσαι ασφαλής.
  8. Εκτός από το πιο επιφανειακό επίπεδο, το καθεστώς έχει αποκηρύξει την εξαναγκαστική υπερ-κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Δεν σε τραβάνε πλέον αναγκαστικά σε συναντήσεις που πρέπει να φωνάζεις «Θάνατος στα τροτσκιστικά, ζινοβιεφικά, μουχαρινικά σκυλιά», «Ζήτω ο αγαπημένος μας Γενικός Γραμματέςας» κ.λπ. και όπου δεν τολμάς να σταματήσεις να χειροκρατάς αν δεν θες να γίνεις ύποπτος. Το αντίθετο: το τι συμβαίνει σήμερα ισοδυναμεί με μια κατασκευασμένη διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Οι άνθρωποι ωθούνται προς την καλλιέργεια των καριερών τους, των ιδιωτικών τους ζωών, των κήπων τους – αν έχουν – ή προς τη βότκα.
  9. Η εξαφάνιση της Führerprinzip – αυτού που η Hannah Arendt αποκαλούσε «ο Αρχηγός», ο Solzhenitsyn «ο Εγωκράτης». Όπως είχε επισημάνει ο Trotsky, το ρητό του Stalin ήταν στην πράξη: La société, c’est moi. Τίποτα που να μοιάζει με τον Brezhnev. Αυτό που έχει σημασία από αυτή την πτυχή δεν είναι τόσο η πραγματικότητα ή όχι της «συλλογικής ηγεσίας», η σαθρή ισορροπία της εξουσίας ανάμεσα στους διάφορους τομείς και φατρίες της γραφειοκρατίας, κλπ. Η ουσία είναι πως ένας ηγέτης-είδωλο δεν παίζει πλέον το ρόλο που έπαιζε παλιά. Ο Γενικός Γραμματέας, σήμερα, είναι η πλήρης ενσάρκωση της «ανιαρής ξεροκεφαλιάς» (για να χρησιμοποιήσω την φράση της Hannah Arendt για τον Molotov).

Όλα μαζί, τα σημεία αυτά καταστρέφουν την συνάφεια του «κλασικού» ολοκληρωτισμού και δείχνουν προς βαθιά θεμελιωμένες αλλαγές στη φύση του καθεστώτος. Έτσι είμαστε άμεσα αντιμέτωποι με τουλάχιστον δυο ουσιαστικά ερωτήματα. Πως έγινε η αλλαγή; Και τι αντιπροσωπεύει το σημερινό ρωσικό καθεστώς – ή: τι είναι αυτό που κρατά ενωμένη τη σύγχρονη ρωσική κοινωνία;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα πιστεύω πως μπορεί να βρεθεί στη διπλή αποτυχία του αρχικού, «κλασικού» ολοκληρωτισμού: την αποτυχία της αρχικής του μορφής, και η αποτυχία των προσπαθειών να αναδιαμορφωθεί με ένα «χρηστικό» τρόπο – με λίγα λόγια, η αποτυχία του Κόμματος.

Η αποτυχία της αρχικής, της «κλασικής» μορφής του ολοκληρωτισμού είναι, με απλά λόγια, ακριβώς αυτό: το καθεστώς, στη «κλασική» του μορφή, δεν κατόρθωσε να αναπαράξει τον εαυτό του· ήταν ανίκανο να παράξει τον Stalin τον Δεύτερο ταυτόχρονα με ότι αποδείχτηκε ανίκανο να προχωρήσει με την κατασκευή μιας ντελιριακής πραγματικότητας. Γιατί;

Δεν πιστεύω πως υπάρχει, ή μπορεί να υπάρξει, μια «εξήγηση» για αυτό, κανένα σύνολο αναγκαίων και επαρκών συνθηκών που θα μπορούσαμε να υποδείξουμε και που θα έκαναν το αποτέλεσμα «αναπόφευκτο». Η εξέλιξη όμως αυτή συνδέεται αναμφίβολα με δυο παράγοντες, πάνω στους οποίους ένα σύντομο σχόλιο μοιάζει χρήσιμο. Και οι δυο παράγοντες, με τη σειρά τους, προκαλούν επιπλέον ερωτήματα, τα οποία δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ.

Πρώτο, κάποιος μπορεί να αμφισβητεί πως η σταλινική τάξη των πραγμάτων ήταν πράγματι βιώσιμη μακροπρόθεσμα – σε ένα λιγότερο ή περισσότερο «ειρηνικό» περιβάλλον. Ο ολοκληρωτισμός, όπως τον ενσάρκωναν τα καθεστώτα του Hitler και Stalin και τον συμβόλιζαν, και όπως σωστά το περιέγραψε η Hannah Arendt, ήταν αναγκαστικά συνδεδεμένος με τον πόλεμο: εξωτερικό πόλεμο όπως και, στην σημαντική φράση της Arendt, «πόλεμος ενάντια στον ίδιο το λαό του». Ένα σημαντικό συστατικό του «κλασικού» ολοκληρωτισμού δεν είναι τόσο η «διαρκής πολεμική οικονομία» όσο η διαρκής πολεμική ψυχολογία. (Στο 1894, που προηγείται των Απαρχών του Ολοκληρωτισμού κατά δύο χρόνια, ο George Orwell το έδειξε αυτό με θαυμαστή βαθύτητα). Μόνο μια τέτοια ψυχολογία μπορεί να συντηρήσει την διαρκή στρατολόγηση και υπερκοινωνικοποίηση που είναι έμφυτα στον «κλασικό» ολοκληρωτισμό και παρέχουν και το τσιμέντο της παρανοϊκής συνοχής και την «εξήγηση του τελευταίου μέτρου» που απαιτείται από το ολοκληρωτικό ντελίριο· με λίγα λόγια, ο ολοκληρωτικός και διαρκής πόλεμος απαντά ταυτόχρονα και στο συναίσθημα, την επιθυμία και την απεικόνιση του ολοκληρωτικού ανθρώπου, ως ανθρωπολογικού τύπου.

Ο ολοκληρωτισμός του Hitler συντρίφτηκε στο πόλεμο· ο ολοκληρωτισμός του Stalin βγήκε νικητής από το πόλεμο, και στη συνέχεια επεκτάθηκε. Η περίοδος 1945-1953 μπορεί να χαρακτηριστεί ως αβέβαιος και ασταθής συμβιβασμός ανάμεσα στην έμφυτη ανάγκη του καθεστώτος να είναι σε πόλεμο οποιουδήποτε είδους, και την διαπίστωση του Stalin πως, σε ένα ανοιχτό και μετωπικό πόλεμο με τις πυρηνικές Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν βέβαιο πως θα συντρίβονταν. Το δεύτερο στοιχείο απέτρεψε έναν ανοιχτό πόλεμο. (Παρά την παραγωγή το 1949 τις πρώτης ατομικής βόμβας στη Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν μια «ουσιαστική» πυρηνική υπεροχή τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960). Το πρώτο στοιχείο εκδηλώθηκε στον «Ψυχρό Πόλεμο», που ξεκίνησε πριν το τέλος του 2ου ΠΠ (Ελλάδα, Δεκέμβριος 1944) και συνεχίστηκε με το Βιετνάμ, τη Μαλαισία, την Ελλάδα ξανά, το Βερολίνο, τη Γιουγκοσλαβία, τη Κορέα· εκδηλώθηκε επίσης με τις διώξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και σε εκείνες που ο Stalin είχε ξεκινήσει όταν πέθανε.

Ωστόσο, ένα είδος «ειρήνης» επιβλήθηκε στο ρωσικό καθεστώς μέσω του αμερικάνικου «περιορισμού» και της γενικότερης ρωσικής στρατιωτικής κατωτερότητας. Και, μετά το θάνατο του Stalin, η ρωσική κοινωνία έπρεπε να συνεχίσει – ζώντας.

Δεύτερο, η κυριαρχία του Stalin δεν είχε πετύχει την καταστροφή της ρωσικής κοινωνίας – και εδώ εντοπίζεται το όριο της ανάλυσης της Hannah Arendt για τον ολοκληρωτισμό. Η βαθιά λογική του παράλογου που τόσο θαυμάσια ανέλυσε, η εφιαλτική λογική του παράλογου που ξεδιάλυνε δεν είναι απλά ένα κατασκεύασμα του νου: υλοποιήθηκε πλήρως με την τελική άμυνα της Γερμανίας το 1945, στην υλική καταστροφή της Γερμανίας. Αν η καταστροφή αυτή δεν ήταν πλήρης, δεν ευθύνεται για αυτό ούτε ο Hitler – ούτε καν των Γερμανών, που συνέχισαν να σκοτώνονται μέχρι και τη τελευταία μέρα. Στη Ρωσία, δεν έφτασαν ποτέ σε αυτό το ακραίο σημείο. Μπορώ να δείξω μόνο δύο παράγοντες εδώ που ρίχνουν λίγο φως στην ειδικότητα της ρωσικής εξέλιξης, και χρειάζονται επιπλέον ανάλυση.

Αρχικά, μου φαίνεται πως ξεκάθαρα ο σταλινισμός στη Ρωσία δεν πέτυχε ποτέ, σε βάθος όσο και σε έκταση, το βαθμό λαϊκής συνοχής που πέτυχε ο ναζισμός στη Γερμανία. Γιατί έγινε αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Πιστεύω πως συνδέεται και με τις φριχτές οικονομικές συνθήκες που επιβλήθηκαν πάνω στο πληθυσμό όσο και στην ιδιαίτερη απάθεια και κενότητα της σταλινικής «ιδεολογίας». Παρόλα αυτό, το 1941 Ρώσοι χωρικοί ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν με τους Γερμανούς εναντίον της Κυβέρνησης τους. Ως το 1952 ήδη, η νεολαία ήταν το ίδιο κουρασμένη με το καθεστώς (πχ. Η Πτέρυγα Καρκινοπαθών του Solzhenitsyn). Την εποχή του θανάτου του Stalin, η κατάσταση πρέπει να ήταν ένα κράμα απάθειας και αντίθεσης (όπως μαρτυρήθηκε από ξεσπάσματα και εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης).

Δεύτερο, μια ανάλυση των ρωσικών εξελίξεων από το 1917 αναπτυγμένη αποκλειστικά με όρους ολοκληρωτισμού θα ήταν αποπροσανατολιστική, και στο τέλος εσφαλμένη. Παραδόξως, η «αγνότητα» του ναζιστικού ολοκληρωτισμού (και ο λόγος που η ανάλυση της Hannah Arendt ταιριάζει περισσότερο σε αυτόν από ότι στην ρωσική εκδοχή) πηγάζει από το γεγονός πως αναπτύσσεται μέσα σε μια πλήρως αναπτυγμένη και καλά μορφωμένη κοινωνία – η οποία μπαίνει σε μια βαθιά κρίση και αποπροσανατολισμό. Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, ο ναζισμός δεν έχει να φτιάξει τίποτα· τρέφεται από το υπάρχον και οργανωμένο κοινωνικό σώμα, την ίδια στιγμή που αρχίζει να το καταστρέφει. Η διαδικασία είναι ριζικά διαφορετική στη Ρωσία. Ως συνέπεια του πολέμου, της επανάστασης και του εμφύλιου πολέμου, ως το 1920-21, η κοινωνία είναι σε ερείπια. Από την εποχή εκείνη ως το 1931, ή ακόμη και το 1939, μια νέα κοινωνία δομείται, όχι, δημιουργείται. Ο ναζισμός μπορεί απλά να χρησιμοποιήσει μια υπάρχουσα καπιταλιστική βιομηχανική μηχανή, και το ίδιο ισχύει σχετικά με το Κρατικό μηχανισμό και το Στράτο. Ο κομμουνισμός πρέπει να κατασκευάσει την βιομηχανική μηχανή, στην πραγματικότητα να εισάγει την «υλική» ουσία του καπιταλισμού στη Ρωσία (μηχανές, μέθοδοι παραγωγής, οργάνωση της εργασίας), για να καταστρέψει και να αναδημιουργήσει αγροτικές μορφές παραγωγής, να φτιάξει ένα Κρατικό μηχανισμό και ένα Στρατό. Αυτές οι παραγωγικές, οικονομικές, διοικητικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις της καθιέρωσης της κομμουνιστικής εξουσίας στη Ρωσία δεν μπορούν να αγνοηθούν· η απουσία τους στην ανάλυση της Hannah Arendt δικαιολογεί την αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις μετά το 1953.

Το καθεστώς που εγκαθίσταται μετά την τελική νίκη του μπολσεβίκικου κόμματος είναι καλύτερα κατανοητό ως το αποτέλεσμα της συνέργειας τριών (τουλάχιστον) σημαντικών παραγόντων: καπιταλισμός (μέσα, μέθοδοι, οργάνωση και σχέσεις παραγωγής, από την μια· και από την άλλη, η φαντασιακή σημασία της απεριόριστης επέκτασης της «λογικής» αυθεντίας)· η δημιουργία του κανονικού ολοκληρωτισμού από τον Lenin (ήδη στην αντίληψη του για το Κόμμα και έπειτα στη δημιουργία του Κόμματος/Κράτους)· και τέλος οι έντονες υποβόσκουσες επιρροές του ρωσικού (τσαρικού) παρελθόντος που επανεμφανίζονται μετά από μια διακοπή 75 ετών λόγο της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού. Αποκαλώ αυτό το καθεστώς απόλυτο και ολοκληρωτικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό, για λόγους που εξήγησα αλλού.

Όπως είναι ευρέως γνωστό, η καθιέρωση ενός νέου καθεστώτος πάει χέρι-χέρι με την εμφάνιση μιας νέας προνομιούχας και, υπό κάποια έννοια, κυρίαρχη κοινωνική τάξη – τη γραφειοκρατίας – και θα ήταν αδύνατο δίχως αυτή. Ακόμη και από την οπτική των ατόμων που την αποτελούν, αλλά ουσιαστικά από την κοινωνιολογική σκοπιά, αυτό ήταν ένας νέος κοινωνικός σχηματισμός, φέρνοντας μαζί τους διαχειριστές της παραγωγής και της οικονομίας, τα επιτελεία του κρατικού μηχανισμού και του πολιτισμικού κατεστημένου, του στρατού και φυσικά, πρώτα και κύρια, το πολιτικό μηχανισμό του Κόμματος, πυρήνα και ψυχή του συνόλου.

Γιατί λέμε πως η γραφειοκρατία ήταν κυρίαρχη τάξη – αλλά «κατά μια έννοια» μόνο; Επειδή, από την αρχή, και ακόμη και πριν την αρπαγή της απόλυτης εξουσίας από τον Stalin, η κυριαρχία του πάντοτε ήταν κάτω από τον απόλυτο και απεριόριστο έλεγχο των ανώτερων ηγετών του κόμματος. Με τη τελική νίκη του Stalin επί των αντιπάλων του, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα αρχικά ιστορικά γνωρίσματα της κατάστασης πέρασαν μια τερατώδη ενίσχυση: η ίδια η ζωή ακόμη και των πιο ισχυρών γραφειοκρατών εξαρτώνταν από τα καπρίτσια του Απόλυτου Κύριου, από τον οποίο εξαρτώνταν επίσης αποφάσεις σχετικά με το καθένα και τα πάντα, από μεθόδους συγκομιδής και τοποθεσία εργοστασίων ως την εγκυρότητα κοσμολογικών, βιολογικών και γλωσσολογικών θεωριών.

Είχαμε έτσι, μια ιστορικά αυθεντική και, και για τον κοινωνιολόγο (ειδικά τον Μαρξιστή) μια πολύ ενοχλητική κατάσταση. Η γραφειοκρατία ήταν, στη πράξη, η προνομιούχα τάξη: η υπεραξία, αποσπασμένη από τον εργαζόμενο πληθυσμό μέσα από ανελέητη εκμετάλλευση, ωφελούσε τη γραφειοκρατία τόσο με τη μορφή υψηλής κατανάλωσης και ως συσσώρευση προσανατολισμένη αποκλειστικά προς την επέκταση της εξουσίας Κράτους/Κόμματος. Επιπλέον η γραφειοκρατία έπαιζε το ρόλο της κυρίαρχης τάξης στις σχέσεις παραγωγής, ήταν επικεφαλής της διαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας και της απόσπασης της υπεραξίας. Ωστόσο, η απόλυτη εξουσία του Stalin σήμαινε πολύ περισσότερα από ότι η γραφειοκρατία ήταν μόνο «κυρίαρχη» αλλά όχι «κυβερνώσα» ή «διοικούσα», ή ακόμη πως η θέση και ζωή όποιου και κάθε γραφειοκράτη ξεχωριστά ήταν αναλώσιμη. Σήμαινε πως όχι μόνο δεν υπήρχε απρόσωπος, θεσμοθετημένος μηχανισμός που εξασφάλιζε την επικοινωνία, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, μεταξύ των «καλά διαμορφωμένων συμφερόντων» της γραφειοκρατίας και των αποφάσεων που λαμβάνονταν από τον Αυτοκράτη· στην πράξη όμως. Το ότι αυτές οι αποφάσεις μπορούσαν, και πράγματι το έκαναν, να λειτουργήσουν ενάντια σε αυτά τα συμφέροντα σε πολλές σημαντικές περιπτώσεις (η σχεδόν πλήρης διάλυση του στρατού στις διώξεις του 1937-38 είναι απλά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα). Για να συνοψίσω με απλό τρόπο: τα «καλά διαμορφωμένα συμφέροντα» της γραφειοκρατίας θα απαιτούσαν, μόλις βρισκόταν από πάνω, ένα «λογικό» σύστημα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Το «σύστημα» που επέβαλλε ο Stalin ήταν, κυριολεκτικά, απόλυτα ντελιριακό.

Η αντινομία ήταν εκεί, στην πραγματικότητα. Απόπειρες για να απομακρυνθεί θεωρητικά απλά δεν κάνουν. Αυτή είναι η περίπτωση με την κριτική μαρξιστική προσέγγιση – π.χ. του Trotsky – παρουσιάζοντας τον Stalin ως «εργαλείο», ή «εκπρόσωπο» της γραφειοκρατίας. Η λογική αυτής της προσέγγισης έχει οδηγήσει πρόσφατα ανθρώπους να υποστηρίξουν την γελοία θέση πως, ως το τέλος της δεκαετίας του 1930, ο Stalin δεν είχε πλέον καμιά απολύτως πραγματική εξουσία. Αντίστροφα – αν και όχι συμμετρικά – η αποκλειστική εστίαση στην απόλυτη εξουσία του Stalin και/ή στις ομοιότητες με τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό αποτελεί, όπως έχει αναφερθεί ήδη, την βασική αδυναμία στην ανάλυση της Hannah Arendt.

Η αντινομία επιλύθηκε με το θάνατο του Stalin. Δεν επετράπη να εμφανιστεί ο Stalin ο Δεύτερος. Υπό μια έννοια, κάποιος μπορεί να πει πως η κοινότοπη κοινωνιολογία επαναβεβαίωσε τα σωστά της. Ένα είδος σιωπηρού όρκου των αδερφών (από εδώ και εμπρός, δεν θα σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο) πάρθηκε από τους γραφειοκράτες και τηρήθηκε (με την κατάληξη του Beria να είναι η μοναδική εξαίρεση). Η Απόλυτη Εξουσία του Συμβουλίου περιορίστηκε, μέσα από μια σειρά από εύθραυστους συμβιβασμούς μεταξύ των γραφειοκρατικών φατριών και κλικών (μεταμφιεσμένη υπό τον πομπώδη τίτλο «συλλογική ηγεσία»). Τέλος, έγινε μια σειρά από τμηματικές μεταρρυθμίσεις, τα βασικά αποτελέσματα των οποίων περιεγράφηκαν παραπάνω, και το νόημα των οποίων μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα ως το τέλος του κλασικού ολοκληρωτικού ντελίριου.

Για μεγάλο διάστημα πιστεύονταν – και ακόμη πιστεύεται σήμερα – πως αυτές οι αλλαγές αποτέλεσαν τον ερχομό της εποχής της γραφειοκρατίας, τον αυτοδαμασμό της, την εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας προς αυτό που θεωρείται στην Δύση, από αναλυτές και από τον κοινό άνθρωπο, μια «κανονική» κατάσταση: η εισαγωγή του «οικονομικού ορθολογισμού», μια κοινωνιολογία «συμφερόντων» και «Ομάδων συμφερόντων», η καθιέρωση ενός είδους «νομιμότητας». Γεγονότα κατά τις περιόδους του Malenkov και του Khrushchev, όσο και αντιφατικές, στηρίζουν αυτή την άποψη. Η πτώση όμως του Khrushchev το 1964 σήμανε το τέλος της «μεταρρυθμιστικής» περιόδου. Από τότε, πολύ λίγες από τις «μεταρρυθμίσεις» που έγιναν έχουν σημασία, και καμιά από αυτές δεν έχει μεγάλη σημασία. Την ίδια στιγμή, ενώ μπήκε ένα γρήγορο τέλος σε όλες τις «φιλελεύθερες» τάσεις, δεν υπήρξε καμιά επιστροφή προς ένα σταλινικού τύπου καθεστώς. Αντίθετα, μια άλλη διαδικασία άρχισε να εδραιώνεται. Πριν όμως αναφερθούμε σε αυτό, είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε εν συντομία με τους λόγους γιατί οι «μεταρρυθμιστικές» τάσεις εγκαταλείφθηκαν.

Το Κόμμα απέτυχε στην προσπάθεια του σε «αυτό-μεταρρύθμιση». Μέχρι ένα σημείο, αυτή η αποτυχία μπορεί να «εξηγηθεί» με κοινωνιολογικές και ιστορικές αναλύσεις. Στο βαθμό αυτό, η αποτυχία ήταν το «αναγκαίο» αποτέλεσμα υπαρκτών και κατανοητών παραγόντων.

Αρχικά, μια πραγματική αυτό-μεταρρύθμιση θα ισοδυναμούσε με αυτό-κατάργηση τεράστιων τμημάτων της καθιερωμένης γραφειοκρατίας. Δεύτερο, θα είχε απαιτούμενες ιδέες – το τελευταίο πράγμα στο κόσμο για το οποίο ήταν ή είναι ικανό το Κόμμα να παράξει. Τρίτο, θα απαιτούσε εκατοντάδες χιλιάδες ή μάλλον εκατομμύρια, νέων επιτελείων ενός μη υπαρκτού τύπου, πρόθυμα και ικανά να προωθούν ασταμάτητα τα μέτρα των μεταρρυθμίσεων, όποια και αν ήταν αυτά, μέσα στη μέση των απέραντων βαλτοτοπιών της γραφειοκρατικής Ρωσίας.

Καμιά από αυτές τις συνθήκες δεν υπήρξε, ή υπάρχει, και η πιθανότητα τους να εμφανιστούν μαζί είναι πρακτικά μηδενική. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει μια αυστηρή αναγκαιότητα, ή ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Θεωρητικά, είναι μόλις πιθανό πως ο Khrushchev – ή ένας «πιο έξυπνος» Khrushchev – μπορεί να πετύχαινε. Στο τέλος, πρέπει να πούμε: απλά έγινεσυνέβη όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης – πως δεν το κατάφερε.

Πίσω από αυτό το συμβεβηκός, αυτό το «γεγονός», ωστόσο, βρίσκεται ένας άλλος παράγοντας: η εμφάνιση της στρατιωτικής υπο-κοινωνίας ως ενός όλο και πιο ανεξάρτητου παράγοντα, και η κυρίαρχη θέση που απέκτησε σχετικά με το τελικό προσανατολισμό του καθεστώτος. Με το στρατιωτική υπο-κοινωνία εννοώ την κανονική στρατιωτική γραφειοκρατία και το τεράστιο σύμπλεγμα των σχετικών βιομηχανιών. Έχουμε θετικές αποδείξεις για τον αποφασιστικό ρόλο του στρατού στην ήττα του Malenkov το 1954 (ο Malenkov ήθελε να αυξήσει την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών με κάποιους περιορισμούς στην «βαριά βιομηχανία», δηλ. στη παραγωγή εξοπλισμών). Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ρόλο του στρατού στη πτώση του Khrushchev, γνωρίζουμε όμως την σχεδόν ανοιχτή και δημόσια σύγκρουση μεταξύ της γραμμής του και της γραμμής του στρατού – και την πλήρη εφαρμογή της δεύτερης μετά το 1964.

Διάφορα στοιχεία αποτελούν την βάση για αυτή την εξέλιξη – αν και εδώ ξανά θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να βρούμε μια τέλεια «αιτιώδη» εξήγηση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά, ο στρατιωτικός μηχανισμός πέρασε από μια σημαντική αλλαγή. Ο Στρατός του Stalin ήταν ένας στρατός ατσάλινων κυλίνδρων, φορτηγών και εκατομμυρίων στρατιωτών. Ο σημερινός Ρωσικός Στρατός είναι ένας στρατός πυρηνικής μηχανικής, ηλεκτρονικών και ειδικοτήτων. Αυτό περιλάμβανε τρομερή τεχνικο-βιομηχανική εξέλιξη, εγκολπώνοντας σχεδόν όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, και περιορίζοντας την ουσιαστικά, για να μη πω αποκλειστικά, στη σφαίρα της στρατιωτικής παραγωγής. Τα σημάδια της μπορούν να φανούν ξεκάθαρα στα αντίστοιχα μεγέθη της στρατιωτικής και μη στρατιωτικής παραγωγής. Η Ρωσία είναι διεθνώς ανταγωνιστική σε βόμβες υδρογόνου, πυρηνικά υποβρύχια, «έξυπνους» αυτοκαθοδηγούμενους πυραύλους, δορυφόρους και εξολοθρευτές-δορυφόρων, στρατιωτικά αεροσκάφη – και σε κανένα άλλο πεδίο. Πραγματικά, όπως είναι ευρέως γνωστό, η μη στρατιωτική παραγωγή, αγροτική όπως και βιομηχανική, είναι σε τραγική κατάσταση. Τα καθημερινά αγαθά είναι σε έλλειψη, ή σπάνια, ή πολύ χαμηλής ποιότητας – τα όπλα όμως είναι άφθονα, και ενσωματώνουν την αιχμή της τεχνολογίας στις αντίστοιχες κατηγορίες τους.

Πως μπόρεσαν να επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα, και πως μπορεί η τεράστια ποιοτική διαφορά μεταξύ στρατιωτικής και μη στρατιωτικής παραγωγής να εξηγηθεί; Φυσικά, τεράστιες ποσότητες πόρων – σχεδόν 15% του ΑΕΠ – έχουν αφιερωθεί στο Στρατό και κάθε είδους στρατιωτική παραγωγή είναι αυξημένη. Αυτό από μόνο του λέει πολλά: πρόκειται για ουσιαστικά πολιτικές αποφάσεις, και κανένα «καλά διατυπωμένο συμφέρον» της γραφειοκρατίας μπορεί να εξηγήσει γιατί πρέπει να ακολουθήσει αυτή τη πορεία, που θεωρητικά τουλάχιστον, αυξάνει τους κινδύνους μιας εσωτερικής έκρηξης για χάρη ενίσχυσης μιας στρατιωτικής ισχύος κατευθυνόμενης προς τον εξωτερικό κόσμο. Επίσης όμως, η καθαρή ποσότητα των πόρων που αφιερώνονται στη στρατιωτική παραγωγή δεν εξηγεί την ποιοτική διαφορά στη λειτουργία του στρατιωτικού και μη στρατιωτικού τομέα. Η απάντηση εντοπίζεται στην σχετική διάκριση μεταξύ των δυο τομέων. Ο στρατιωτικός υπο-τομέας απασχολεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, περίπου είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους. Παίρνουν το καλύτερο κομμάτι της ετήσιας παραγωγής μηχανικών, επιστημόνων, κλπ – όπως και το καλύτερο κομμάτι του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται στις «κλειστές βιομηχανίες» (γνωστές στη Ρωσία ως «κουτιά») όπου λαμβάνουν σημαντικά ψηλότερες αμοιβές, και, το σημαντικότερο, μη χρηματικά προνόμια – σε αντάλλαγμα της παραίτησης από το μόνο «δικαίωμα» του Ρώσου εργάτη: να αλλάξει το χώρο εργασίας του. Η διαφορά όμως δεν είναι μόνο υλικών προνομίων. Οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται με τις καλύτερες μηχανές και εργαλεία, και έχουν θετικά κίνητρα: η δουλειά τους είναι «ενδιαφέρουσα» και ουσιαστική, γίνονται πράγματα σε αντιδιαστολή με το τι γίνεται σε ένα μη στρατιωτικό εργοστάσιο, και, πολύ πιθανό, είναι ποτισμένοι με σοβινιστικές, μεγαλορωσικές εθνικιστικές και ιμπεριαλιστικές ιδέες.

Αυτή η στρατιωτική υπο-κοινωνία είναι η μόνη πραγματική ζωντανή δύναμη στη Ρωσία: ο μόνος ζωηρός και ο μόνος αποτελεσματικός τομέας της ρωσικής κοινωνίας. Στη Ρωσία, δεν γίνεται τίποτα ποτέ – εκτός από μερικές στρατιωτικές εξελίξεις και «κινήσεις» στη διεθνή πολιτική. Αυτή η στρατιωτική υπο-κοινωνία υπάρχει σε συμβίωση – μάλλον ίσως σε συντροφικότητα – με ένα Κόμμα το οποίο. Για κάθε κοινωνικό και ιστορικό σκοπό (πλην της καταστολής) είναι ένα ζωντανό πτώμα. Το Κόμμα έχει αναμφίβολα αποτύχει αναφορικά με τους διακηρυγμένους του στόχους – ακόμη και σε εκείνους οι οποίοι δεν ήταν, από μόνοι τους, εκδηλώσεις του ολοκληρωτικού ντελίριου. Όχι μόνο έχουν ξεχαστεί η «σταλινική μεταμόρφωση της φύσης», η δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου», κλπ· όχι μόνο έχει, επιτέλους, εγκαταλειφθεί από το τελευταίο (26ο) Συνέδριο, το Μάρτιο του 1981, η διατυπωμένη στο πρόγραμμα του Κόμματος «πραγμάτωση του Κομμουνισμού το 1980»· ακόμη και ο (από μόνος του κάτι παραπάνω από ορθολογικός) στόχος του να «προφτάσουν τις ΗΠΑ» δεν αναφέρεται πλέον. Στην πράξη, το Κόμμα έχει καταλάβει πως πρέπει να αποκηρύξει ακόμη και τους πιο εύκολους στόχους της κοινωνικής και οικονομικής «ανάπτυξης» της Ρωσίας. Η διακήρυξη του Brezhnev πως ο «πρακτικά υπάρχων προηγμένος σοσιαλισμός» είναι σε μια ιστορική περίοδο αόριστης διάρκειας μεταξύ «σοσιαλισμού» και «κομουνισμού» αποτελεί την επίσημη αναγνώριση αυτής της αποτυχίας και μια τολμηρή και επείγουσα διευκρίνηση του ζητήματος για όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας: μην περιμένετε τίποτα περισσότερο ή διαφορετικό, αύριο θα είναι όπως και σήμερα.

Υπάρχει, εσωτερικά, μια απόλυτη ακινησία, ένα αδιαπέραστο αδιέξοδο του καθεστώτος, όχι μόνο οικονομικά και κοινωνιολογικά, αλλά ιστορικά και, τρόπος του λέγειν, φιλοσοφικά. Δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρξει, οποιοδήποτε στόχος, οποιοδήποτε σχέδιο, ακόμη και όποια ουσιαστική δραστηριότητα με μελλοντικό ορίζοντα – εκτός από εξωτερική επέκταση στον ορίζοντα της παγκόσμιας κυριαρχίας. Υπό την άποψη αυτή διατηρεί κάποια επικαιρότητα η «κομμουνιστική ιδεολογία»: ως εξαγώγιμο αγαθό. Ιδιαίτερα για τις αγορές του Τρίτου Κόσμου.

Αποκτώντας, όμως, αυτή τη μερική και εργαλειακή χρησιμότητα η «ιδεολογία» για εξωτερικούς σκοπούς, ο βασικός φορέας και εκτελεστής της επέκτασης γίνεται, πρακτικά και ακόμη πιο δυνητικά, η Βία – η Ωμή Βία. Και το πραγματικό αποθετήριο της Βίας, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, είναι ο Στρατός 0 η στρατιωτική υπο-κοινωνία.

Τώρα μπορούμε να ενώσουμε τις διάφορες γραμμές. Ο Στρατός είναι ο φυσικός και αναγκαίος φορέας του μόνου σχεδίου που κρατά ενωμένο το ρωσικό καθεστώς. Είναι ο μόνος ουσιαστικός και ζωντανός τομέας της ρωσικής κοινωνίας. Και όλη η ζωή και λειτουργικότητα αυτής της κοινωνίας είναι υποταγμένη, πραγματικά «θυσιασμένη», στην δίχως όρια εξέλιξη της στρατιωτικής υπο-κοινωνίας. Στο βαθμό που θεωρούμε πως η κυριαρχία, ή η εξουσία, πάνω σε μια κοινωνία αποτελείται από την ικανότητα του καθοριστικού επηρεασμού τους βασικών προσανατολισμών της κοινωνικής ζωής, και όχι στη διαχείριση λεπτομερειών, η στρατιωτική υπο-κοινωνία έχει εμφανιστεί, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ως το κυρίαρχο κομμάτι της ρωσικής κοινωνίας. Και αυτό είναι φυσικά, απόλυτα ανεξάρτητο από τη προσωπική σύνθεση των επίσημα και τυπικά «κυβερνητικών» οργάνων. Ο Στρατός ούτε χρειάζεται ούτε προσπαθεί να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους Στρατάρχες στο Πολιτμπουρό. Αυτό που χρειάζεται, είναι οι μεγάλες πολιτικές επιλογές να στηρίζουν διαρκώς και σταθερά την εξέλιξη του και τις προοπτικές του. Και έτσι κάνουν – διαρκώς και σταθερά.

Αυτό που έχουμε εδώ είναι ένας νέος τύπος κοινωνικο-ιστορικού σχηματισμού: μια στρατοκρατορία. Με δεδομένες τις αναρίθμητες σημαντικές ιδιαιτερότητες της ιστορικής κατάστασης και του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο εμφανίστηκε, αυτός ο κοινωνικός σχηματισμός δεν μπορεί πλέον να αφομοιωθεί σε προηγούμενες γνωστές περιπτώσεις κοινωνιών όπου ο «στρατός» έπαιζε σημαντικό ρόλο από ότι μπορούσε να αφομοιωθεί η ρωσική κομμουνιστική γραφειοκρατία στην κινεζική αυτοκρατορική γραφειοκρατία ή το καθεστώς της με τον «Ανατολίτικο δεσποτισμό». Δυο από αυτές τις ιδιαιτερότητες αξίζουν να αναφερθούν εν συντομία στο σημείο αυτό. Η πρώτη, και φανερή, είναι η πολύ βαθιά και ουσιαστική συγχώνευση του κανονικού στρατιωτικού Μηχανισμού με τη σημερινή τεχνολογία και βιομηχανία. Η δεύτερη, πολύ πιο σημαντική και δύσκολη να κατανοηθεί, σχετίζεται με τις σημασίες του κοινωνικού φαντασιακού που είναι ενσωματωμένες σε αυτό το νέο κοινωνικο-ιστορικό σχηματισμό. Έχουμε μια πολλαπλότητα επιπέδων. Στο πιο επιφανειακό επίπεδο – το επίπεδο της καθαρής ρητορικής και φρασεολογίας – το «κομμουνιστικό» λεξιλόγιο φυσικά χρησιμοποιείται ακόμη (και θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται). Από όλα τα αντικείμενα του, υπάρχει ακόμη ένα που, μόλις αποκωδικοποιηθεί, έχει μια σχέση με τη πραγματικότητα: η «αναπόφευκτη παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού», με άλλα λόγια, το σχέδιο της παγκόσμιας κυριαρχίας. Αλλά κυριαρχία από ποιόν, και γιατί; Η «απάντηση» δίνεται, σε ένα λιγότερο επιφανειακό επίπεδο: από τη Ρωσία. Έτσι, η στρατιωτική κοινωνία (όπως και το ίδιο το Κόμμα), επιστρατεύει το μεγαλορωσικό σοβινισμό και εθνικισμό. Όμως, όπως έχω προσπαθήσει να εξηγήσω αλλού, αυτός ο εθνικισμός σήμερα είναι κενός, σχεδόν άδειος. Και έτσι φτάνουμε στο πυρήνα αυτού που εμπνέει τη ρωσική φαντασία: κυριαρχία μέσω Ωμής Δύναμης, και για χάρη της Ωμής Βίας. Και στο σημείο αυτό ανακαλύπτουμε πως αυτό είναι επίσης, συνολικά, η υπέρτατη «αρχή» που κυβερνά την εσωτερική ζωή της ρωσικής κοινωνίας: Ωμή Βία για χάρης της Ωμής Βίας.

Θα πρέπει τώρα να στραφούμε στο ζήτημα του ολοκληρωτισμού. Πριν το κάνουμε όμως, ωστόσο, ένα προφανές γεγονός θα πρέπει να τονιστεί εμφατικά: αυτή η κοινωνία – η κοινωνία της σημερινής Ρωσίας – είναι, φυσικά, μη ομοιογενής. Στην πράξη είναι ταυτόχρονα διαιρεμένη από τη σύγκρουση – και χαοτική. Υπάρχει το καθεστώς – και υπάρχει και η κοινωνία (ή: ο λαός). Αυτά τα δυο δεν μπορούν με κάποιο τρόπο να αναγνωριστούν. Το ίδιο το καθεστώς είναι, υπό μια έννοια, διπλό: η στρατιωτική υπο-κοινωνία και το Κόμμα, μιλώντας αυστηρά, η ίδια η «κοινωνία», με τη σειρά της, είναι πολλαπλή. Υπάρχουν κοινωνικά στρώματα, υπάρχουν διαφορετικές εθνικότητες – και υπάρχουν, τρόπος του λέγειν, ρεύματα που διαπερνούν τα όρια στρωμάτων και εθνικοτήτων: μια πολύ περιορισμένη ανοιχτή αντίσταση· μια τεράστια, σχεδόν καθολική παθητική αντίσταση· μερικές απεργίες· μια διογκούμενη «δεύτερη οικονομία» και «δεύτερη κοινωνία»· εθνικισμός – αντιρωσικός και ρωσικός· και διάχυτη ιδιώτευση.

Στο χάος αυτό, σ’ αυτή τη δίχως πίστη και νόμο – sans foi ni loi – κοινωνία η στρατιωτική υποκοινωνία είναι ο μόνος συνεκτικός και δυναμικός παράγοντας. Και για αυτό έχει γίνει η de facto κυρίαρχη δύναμη. Αυτό όμως που μόλις αναφέρθηκε δείχνει πως δεν υπάρχει ούτε «ομογενοποίηση» ούτε «ενοποίηση», ούτε καν με την πιο επιφανειακή έννοια, όπως εκείνη που προσπάθησε να κατορθώσει ο «κλασικός» ολοκληρωτισμός.

Έτσι λοιπόν: είναι ακόμη ολοκληρωτισμός; Αν δεν χρησιμοποιήσουμε τον όρο ως υποτιμητικό επίθετο, αλλά με το πλήρες βάθος του πολιτικού, ανθρωπολογικού, κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού νοήματος που, πρακτικά μέσα από το έργο της Hannah Arendt, συνδέεται με αυτόν· αν πάρουμε σοβαρά τους χαρακτήρες του «κλασικού» ολοκληρωτισμού που ανέφερα παραπάνω, βλέποντας σε αυτούς όχι εξωτερικά περιγραφικά γνωρίσματα, αλλά αναγκαίες εκφράσεις της ουσίας του συστήματος – τότε η απάντηση είναι ένα απόλυτο όχι. η ρωσική στρατοκρατορία είναι μια πρωτότυπη δημιουργία, ένα νέο ιστορικό όν. Μοιράζεται βέβαια με το «κλασικό» ολοκληρωτισμό, από τον οποίο γεννήθηκε, ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό: την επιθυμία για μια απεριόριστη επέκταση της κυριαρχίας. Η επιθυμία όμως αυτή έπρεπε να περάσει μια ουσιαστική αλλαγή. Η παγκόσμια κυριαρχία επιδιώκεται ακόμη – όμως ως εξωτερική κυριαρχία. Το αρχικό, και αν μπορώ να πω, το αυθεντικό ολοκληρωτικό εγχείρημα: της απόλυτης κυριαρχίας, έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Ο «κλασικός» ολοκληρωτισμός, στη ρωσική του υλοποίηση, απέτυχε στο κεντρικό του στόχο: να αφομοιώσει απόλυτα – ή να καταστρέψει – τα ανθρώπινα όντα. Αυτό αποδείχτηκε αδύνατο, και είναι αυτή η αδυναμία που αντικατοπτρίζεται στη παρακμή του Κόμματος και στην ανάδυση του Στρατού. Η Ωμή Βία για χάρη της Ωμής Βίας επιδιώκεται ως κάτι απόλυτα υλικό και εξωτερικό – δίχως δοξολογίες, εξομολογήσεις και αυτοκατηγορίες. Ελπίζω όλοι θυμούνται την τρομερή τελευταία πρόταση του 1984, το απόλυτο συναίσθημα του Γουίνστον Σμιθ ενώ καθόταν στο Καφενείο της Καστανιάς: «Αγαπούσε το Μεγάλο Αδελφό». Δεν υπάρχει πλέον Μεγάλος Αδελφός, μόνο ένας απρόσωπος Μηχανισμός, που δεν απαιτεί συναισθήματα ή σκέψεις, μόνο ένα ελάχιστο πράξεων.

Ο «κλασικός» ολοκληρωτισμός ήταν δυνατός: αυτό σημαίνει πως το τερατώδες εγχείρημα της απόλυτης κυριαρχίας και αφομοίωσης είναι μια από τις πιθανότητες που δημιούργησε η ανθρώπινη κοινωνία. Ο «κλασικός» ολοκληρωτισμός όμως νικήθηκε είτε εξωτερικά, είτε μαράζωσε από μέσα· καμιά από αυτές τις προοπτικές δεν ήταν αναπόφευκτη και μοιραία. Και έτσι έτυχε στην Ρωσία να εμφανιστεί μια στρατοκρατορία στη θέση του, η οποία εγκατέλειψε το εγχείρημα της απόλυτης, σε βάθος, κυριαρχίας – αλλά όχι την εκτεταμένη κυριαρχία βασισμένη στην Ωμή Βία. Ένα εγχείρημα όχι λιγότερο τερατώδες από το προκάτοχο του, και, ίσως, με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Η προσπάθεια δεν έχει τελειώσει – κάθε άλλο. Και η αποτυχία του αρχικού ολοκληρωτισμού, όπως και η διαρκώς ανανεούμενη αντίσταση των λαών ενάντια στη κυριαρχία της ρωσικής στρατοκρατορίας και των τοπικών αντιπροσώπων της, όπως στη Πολωνία, δείχνουν πως υπάρχει αρκετός χώρος για πάλη – με το οποίο φυσικά δεν εννοώ την στοίχιση πίσω από τους Δυτικούς πολιτικούς και στρατηγούς.

από: https://geniusloci2017.wordpress.com