Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Contemporanea 17. Ο Federico Finchelstein είναι συγγραφέας και καθηγητής ιστορίας και πρόεδρος του τμήματος ιστορίας του The New School for Social Research.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστηρας

 Δημοσιεύθηκε την 3 Ιανουαρίου, 2024





Ο περονισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της αργεντίνικης, και της λατινοαμερικάνικης, πολιτικής από την εμφάνιση του μεταξύ 1943 και 1945. Για πολλούς παρατηρητές, ο περονισμός θα βαδίζει για πάντα στα διακλαδισμένα μονοπάτια της αργεντίνικης ιστορίας. Πέρα όμως από αυτές τους δια-ιστορικούς ισχυρισμούς, ο περονισμός πρέπει να τοποθετηθεί ιστορικά και ειδικότερα με τους όρους της σχέσης του με το φασισμό μετά το 1945. Έτσι, πέρα από τις σύγχρονες απόπειρες από πολιτικούς και ακαδημαϊκούς να φέρουν ένα κλείσιμο με αναφορά στη προέλευση και τη χαρακτηριστική μοναδικότητα του, το ερώτημα παραμένει ως προς το πιο είδος φαινομένων αντιπροσωπεύει πραγματικά. Οι αρχικές του, γενεαλογικές και τελικά sui generis ανασυνθέσεις του φασισμού παραμένουν σημαντικό κομμάτι των ιστοριογραφικών απαντήσεων σε αυτό το ερώτημα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο περονισμός είναι ένας «-ισμός» που είναι δύσκολο να εντοπιστεί ιδεολογικά. Είναι στα αριστερά; Είναι στα δεξιά; στην Αργεντινή τέτοιες εξηγήσεις θα βρεθούν μπροστά από κάμποσες εθνικιστικές απαντήσεις. Για κάποιους ακαδημαϊκούς, ο περονισμός αντιπροσωπεύει μοναδικά ντόπια χαρακτηριστικά της χώρας που δεν σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με παγκόσμια φαινόμενα όπως  ο φασισμός, ο λαϊκισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός. Για άλλους, δεν είναι τίποτα· είναι ένα όνομα δίχως περιεχόμενο, ένα κέλυφος δημιουργημένο για εκλογές, που σημαίνει πως όλοι οι πολιτικοί είναι (ή πρέπει να είναι) περονιστές αν θέλουν να έχουν εκλογικές ελπίδες. Σύμφωνα με την εξήγηση αυτή, ο περονισμός είναι η βάση για την εθνική πολιτική αλλά δεν σημαίνει τίποτα το σημαντικό πέρα από την ονομαστική πίστη των οπαδών του. Οι θέσεις αυτές προλαμβάνουν τις περισσότερες ιστορικές και ειδικά υπερεθνικές προσεγγίσεις από το να προσφέρουν μια οπτική πάνω στο αντικείμενο, ειδικά από την θέση των ιδεολογικών γενεαλογιών και εξελίξεων του.

Ιστορικά, γνωρίζουμε πως ως το πρώτο λαϊκίστικο καθεστώς μετά το 1945, ο περονισμός έχει διευκολύνει και ενσαρκώσει ολοκληρωτικά ανταγωνιστικές ιδεολογικές διατυπώσεις από εκεί και έπειτα: τον απολυταρχικό λαϊκισμό των πρώτων κυβερνήσεων του Perón (1946-1955) με το μοναδικό συνδυασμό της επέκτασης των κοινωνικών δικαιωμάτων με την υποβάθμιση των πολιτικών δικαιωμάτων· το αριστερό αντάρτικο των montoneros, την νεοφασιστική δεξιά πτέρυγα της Triple A (ΣτΜ: Αντικομμουνιστική Συμμαχία της Αργεντινής, Alianza Anticomunista Argentina) στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και το νεοφιλελευθερισμό του Carlos Menem τη δεκαετία του 1990 και το νεολαϊκισμό των κυβερνήσεων Kirchner στο νέο αιώνα. Ένας ιστορικός ορισμός του περονισμού θα πρέπει να λάβει υπόψιν του την ικανότητα του να γεννά μια κάθετη χαρισματική ηγεσία που απομακρύνει τις θεσμικές διαμεσολαβήσεις και ταυτίζει τις προεδρικές επιθυμίες με το γενικό συμφέρον του έθνους (οι περιπτώσεις του Juan Perón στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, του Carlos Menem στη δεκαετία του 1990 και της Cristina Fernández de Kirchner στη δεκαετία του 2000 και στις αρχές εκείνης του 2010, που είναι μη ανεκτικές προς τα ανεξάρτητα μέσα και δεν δίνουν αξία στον πολιτικό διάλογο και την εγκυρότητα διαφορετικών απόψεων από άλλους πολίτες).

Ο Περονισμός ως Λαϊκισμός;

Ο περονισμός είναι η πρώτη μορφή λαϊκισμού του Ψυχρού Πολέμου. Πως όμως έκανε την εμφάνιση του; Και ποιος ήταν ο ρόλος του φασισμού σ’ αυτό; ποιος ήταν ο ρόλος της παγκόσμιας ήττας του φασισμού το 1945; Όπως θα δούμε, όλα αυτά τα ερωτήματα τοποθετούν την συζήτηση πάνω στο λαϊκισμό στην αργεντινή ως την απάντηση του Perón στο φασισμό και ως αναδιατύπωση του. Πριν αναλύσουμε τις σχετικές επιπτώσεις στην Αργεντινή, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως ο λαϊκισμός δεν είναι αποκλειστικά λατινοαμερικάνικος.

Βέβαια, έξω από την Αργεντινή, ο περονισμός αντιπροσωπεύει ακόμη την παραδειγματική περίπτωση λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού ή ακόμη και, για τους πιο σημαντικούς μελετητές του λαϊκισμού όπως ο Ernesto Laclau του λαϊκισμού γενικότερα. Αλλά εκεί που στην Λατινική Αμερική συσχετίζεται με απολυταρχικές μορφές λαϊκισμού, στην Ευρώπη ο λαϊκισμός θεωρούνταν γενικότερα πράγμα του παρελθόντος. Αυτές οι στερεοτυπικές απόψεις είναι ιδιαίτερα παραπλανητικές. Πιο πρόσφατες ευρωπαϊκές λαϊκίστικες εξελίξεις έχουν δείξει την ματαιότητα των ευρωκεντρικών απόψεων. Συγχέουν το παρελθόν και το παρόν και υποθέτουν την ύπαρξη στατικών πολιτικών συμπεριφορών στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Ο λαϊκισμός εμφανίστηκε στην Αργεντινή, και στη Λατινική Αμερική, αλλά επιβίωσε και ακόμη και ευδοκίμησε στην Ευρώπη. Έτσι, ο λαϊκισμός δεν είναι ουσιαστικά λατινοαμερικάνικος. Μετά όμως τη πτώση του φασισμού, όταν οι δεσμοί μεταξύ δημοκρατίας και πλουραλισμού τονίζονταν στην μεταπολεμική Ευρώπη, ο λαϊκισμός έγινε λατινοαμερικάνικη υπόθεση με ηγέτες όπως οι Juan και Eva Perón στην Αργεντινή και ο Getúlio Vargas στην Βραζιλία. Πιο πρόσφατα, μετά τον δεξιό λαϊκισμό της δεκαετίας του 1990, ο Néstor και η Cristina Kirchner στην Αργεντινή και οι Hugo Chávez και Nicolás Maduro στη Βενεζουέλα αντιπροσώπευαν μια ανασύνθεση των πιο κλασικών λαϊκίστικων παραδόσεων στον εικοστό πρώτο αιώνα.

Πολλοί ερευνητές, ανάμεσα τους και εγώ, υποστηρίζουν πως ο περονισμός δεν είναι  ούτε αριστερός ούτε και δεξιός. Στην πράξη ιστορικά υπήρξε και τα δύο. Στη πραγματικότητα, αυτή η ρευστή μετάβαση από δεξιά στα αριστερά και το αντίστροφο είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα στου Σύγχρονου Λαϊκισμού. Είναι ένα ιδεολογικό εκκρεμές που ωστόσο διατηρεί πάντα κάποιες κεντρικές πτυχές: μια εξαιρετικά ιεροποιητική αντίληψη του πολιτικού, μια πολιτική θεολογία που θεωρεί το λαό ως κάτι που σχηματίζεται από εκείνους που ακολουθούν μια μοναδική κάθετη διακυβέρνηση· μια αντίληψη των πολιτικών ανταγωνιστών ως εχθρών που είναι δυνητικά (ή στη πράξη) προδότες του έθνους· μια χαρισματική αντίληψη του ηγέτη ως ενσάρκωση της φωνής και των επιθυμιών του έθνους ως συνόλου· μια έντονη διοικητική και διαλεκτική, και συχνά πρακτική, αγνόηση των νομοθετικών και των δικαστικών κλάδων της κυβέρνησης· ένα ριζοσπαστικό εθνικισμό και έμφαση στην λαϊκή κουλτούρα ως απέναντι σε άλλες μορφές κουλτούρας που δεν αντιπροσωπεύουν την «εθνική σκέψη» και τελικά μια προσήλωση σε μια κάθετη μορφή εκλογικής δημοκρατίας που παρόλα αυτά απορρίπτει πρακτικά τις δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης.

Ο περονισμός διάνυσε μεγάλη διαδρομή από τον πρώιμο περονισμό που αντιπροσώπευε, όπως θα δείξω στο άρθρο αυτό, μια ψυχροπολεμική ανασύνθεση του φασισμού – δηλαδή, μια επαναστατική απόρριψη της φασιστικής βίας που προήλθε από μια στρατιωτική δικτατορία καθοδηγούμενη από τον Juan Perón και που δημιούργησε το 1946 την πρώτη περίπτωση μεταπολεμικής λαϊκίστικης δημοκρατίας – ως τους αριστερούς περονιστές αντάρτες και τους δεξιούς περονιστές της δεκαετίας του 1970 και τέλος στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του περονισμού του Carlos Menem όταν ο περονισμός εντάχθηκε την αποκαλούμενη «συμφωνία της Ουάσιγκτον» και την τελευταία  με τον «αριστερό» λαϊκισμό των Kirchner (2003 ως σήμερα). Όπως θα δούμε, ο περονισμός αρνήθηκε να προβεί σε αναζήτηση προγραμματικής συνοχής. Αυτή είναι μια κεντρική πτυχή της ιδεολογίας του. Ο περονισμός (ως κίνημα, ως καθεστώς, και επιπλέον ως τρόπος άσκησης και κατανόησης της πολιτικής) έχει την ικανότητα να είναι σε μια κατάσταση διαρκούς ανασύνθεσης, αφήνοντας πίσω μερικά ονόματα αλλά κρατώντας τα ίδια εύρωστα εκλογικά προνόμια και πελατειακές σχέσεις με το εκλογικό σώμα. Αυτή η περονική μεταμόρφωση αντιπροσωπεύει την «ασταθή» φύση του λαϊκισμού για «την διαρκή του αναζήτηση απόλυτων πλειοψηφιών και απόλυτων προσηλώσεων στις κάθετες μορφές διακυβέρνησης και, τέλος αλλά εξίσου σημαντικό, την ικανότητα του να αμφισβητεί πιο χειραφετικές μορφές δημοκρατίας. Ο περονισμός δεν είναι φασισμός αλλά ο φασισμός αποτελεί μια σημαντική διάσταση στη προέλευση του».

Ο Περονισμός ως Φασισμός;

Ο περονισμός αντιπροσωπεύει μια ανασύνθεση του φασιστικού παρελθόντος. Ειδικά με τους όρους της πολιτισμικής, κοινωνικο-οικονομικής και ιδεολογικής του γενεαλογίας, ο περονισμός ξανασκέφτηκε την φασιστική κληρονομιά δίχως να την αρνηθεί εντελώς. Ο φασισμός ήταν κεντρική γενεαλογία του περονισμού αλλά όχι η μόνη. Ο Perón εγκαινίασε μια νέα δημιουργική περίοδο στην αργεντίνικη πολιτική και ιδεολογία. Η άνοδος του στην εξουσία το 1943 σηματοδότησε μια απομάκρυνση από παραδοσιακά ποικιλόμορφα προηγούμενα, ανάμεσα τους και ο αργεντίνικος φασιστικός εθνικισμός της δεκαετίας του 1930 και του 1940. Ωστόσο, οι ιδεολογικές συνέχειες μεταξύ του αργεντίνικου φασισμού (αυτοαποκαλούμενος εθνικισμός) και του ιταλικού φασισμού είναι σημαντικές στην στρατιωτική χούντα του Perón (1943-1945) – ήταν ένας από τους βασικούς ηγέτες του – και το πρώτο περονικό καθεστώς (1946-1955), όπου ήταν ο αδιαμφισβήτητος μοναδικός ηγέτης.

Πολλοί Ιταλοί φασίστες επίσης είδαν το περονισμό ως άξιο διάδοχο των ιδεών του Mussolini στο μεταπολεμικό κόσμο. Πολλοί Ιταλοί παρτιζάνοι περιέγραψαν την στρατιωτική κυβέρνηση του 1943 στην Αργεντινή ως λατινοαμερικάνικο φασισμό παρόμοιο με εκείνο τον οποίο είχαν πολεμήσει στην Ευρώπη. Παρόμοια για τους αργεντινούς αντιφασίστες, ο Perón και η στρατιωτική δικτατορία (1943-1945), της οποίας ο Αργεντίνος συνταγματάρχης ήταν αρχιτέκτονας και μέλος, ήταν ξεκάθαρα απολυταρχικός και ακόμη και χιτλερικός. Το 1945, η Hannah Arendt θεωρούσε τον περονισμό ως την συνέχεια των σπόρων που φύτεψε ο φασισμός. Μοιρασμένη σε αριστερά και δεξιά η γενεαλογία του περονισμού είναι ξεκάθαρη. Λιγότερο ξεκάθαρες είναι οι συνέπειες του.

Ο περονισμός ήταν το αναπάντεχο αποτέλεσμα για όλους, περιλαμβανομένου του δημιουργού του, μιας προσπάθειας φασιστικής μεταρρύθμισης της αργεντίνικης πολιτικής ζωής. Ο φασισμός ήταν πάντα το μοντέλο στο οποίο κοιτούσε ο Perón. Σύμφωνα με το Tulio Halperín Donghi, «αν το παράδειγμα του φασισμού δεν μπόρεσε να προσφέρει σαφή προσανατολισμό στο περονικό κίνημα, αντίθετα συνέβαλε πολύ αποτελεσματικά στον αποπροσανατολισμό του». Το φασιστικό μοντέλο είχε την τάση να εστιάζει σε στόχους που δεν συνέπιπταν με τις πραγματικότητες της Αργεντινής και του παγκόσμιου μεταπολεμικού Ψυχρού Πολέμου ή με τις κάθετες και οριζόντιες αντιφάσεις της ηγεσίας και των βάσεων του περονικού κινήματος. Όπως παρατηρεί ο Αργεντίνος ιστορικός Tulio Halperín Donghi, ενώ η Αργεντινή έμοιαζε ώριμη για το φασισμό, ο κόσμος έδειξε πως ήταν πολύ ώριμος για αυτόν. Η διαδρομή που ταξίδεψε η περονική ιδεολογία και πρακτική, από τη μεσσιανική ιδέα της φασιστικής ηγεσίας στις βαθιές μεταμορφώσεις του συνδικαλιστικού περονισμού, από τον ιδανικό φασισμό του Perón ως το εργατικό κίνημα, δημιουργήθηκε ένας δυναμικός διάλογος, μια αλληλεπίδραση μεταξύ των δυο που περιόρισε το πρώτο και ταυτόχρονα κινητοποίησε και μεταμόρφωσε τη λογική του δεύτερου. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής βάσης που πέτυχε ο Perón και η δικτατορία του 1943-1945 δεν συνοδεύτηκαν από δημοκρατικές προόδους. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει δίχως την απονομιμοποίηση ενός αυταρχικού πραξικοπήματος που επιδίωκε τη δημοφιλία. Ο Perón έλυσε αυτή την αντίφαση με την προκήρυξη εκλογών για να νομιμοποιήσει την ηγεσία του, που μέχρι τότε βασίζονταν στη δικτατορία. Όπως είπε σε μια πρώιμη σε τρίτο πρόσωπο αναφορά στον εαυτό του στη γνωστή ομιλία του στις 17 Οκτωβρίου 1945: «Στην ιστορική αυτή στιγμή για τη Δημοκρατία. Αφήστε το Συνταγματάρχη Perón να είναι ο σύνδεσμος ενότητας που θα κάνει άτρωτη την αδελφότητα μεταξύ του λαού, του στρατού και της αστυνομίας. Αφήστε αυτή την ενότητα να είναι αιώνια και απέραντη έτσι ώστε αυτός ο λαός να εξελιχθεί σε αυτή την πνευματική ενότητα των αληθινών και αυθεντικών δυνάμεων της εθνικότητας και της τάξης».

Αντίθετα από το κλασικό φασισμό, που χρησιμοποίησε τη δημοκρατία για να την καταστρέψει και να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία, ο περονισμός προήλθε από μια στρατιωτική δικτατορία, αλλά καθιέρωσε μια λαϊκή και αυταρχική δημοκρατία. Η δεύτερη στρατιωτική δικτατορία στην ιστορία της χώρας κράτησε μόλις δυο χρόνια (1943-1945). Ήταν το λίκνο του περονισμού, η πιο κοντινή σε κλασικό φασιστικό καθεστώς αργεντίνικη κυβέρνηση. Με οικονομικούς όρους η δικτατορία, και έπειτα ο περονισμός, βάθυνε την αυτονομία του Κράτους σχετικά με τομείς παραδοσιακής ιδιοκτησίας ΄3εχοντας σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, οι πιο ουσιαστικές αλλαγές ήταν περισσότερο τυπικά ιδεολογικές και κοινωνικές. Με κοινωνικούς όρους, οι πιο σημαντικές δομικές αλλαγές είναι εμφανείς τόσο στη χώρα (Αγροτικό Διάταγμα) όσο και στη πόλη (βιομηχανικά σχέδια και εργατικές μεταρρυθμίσεις).

Η δικτατορία ήταν μια επίθεση εναντίον της κληρονομιάς της εκκοσμίκευσης στην Αργεντινή. Το πραξικόπημα του 1943 «εθνικοποίησε» την Καθολική εκπαίδευση (κάνοντάς την υποχρεωτική στο δημόσιο σχολείο) και εφάρμοσε και άλλα μέτρα που προτάθηκαν από την GOU (ΣτΜ: Οργάνωση Ενωμένων Αξιωματικών, Grupo de Oficiales Unidos), την ομάδα των αξιωματούχων που ενώθηκαν για να επιτύχουν την εθνικιστική ατζέντα. Όπως δηλώθηκε από τον υπουργό παιδείας αυτής της δικτατορικής κυβέρνησης, Gustavo Martínez Zuviría (Hugo Wast), η ατζέντα στόχευε να «εκχριστιανίσει τη χώρα», να μειώσει την μετανάστευση, να αυξήσει τις γεννήσεις και να εξαφανίσει τα κοσμικά δόγματα. Το σημαντικότερο από την περονική οπτική, μετά τις προεδρικές εκλογές του 1946, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Perón διατήρησε και μερικές φορές βάθυνε, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Αντιπροέδρου και Υπουργού Πολέμου. Ο Perón επίσης διατήρησε μια ενεργή ρατσιστική μεταναστευτική πολιτική που έκανε διακρίσεις εναντίον Εβραίων μεταναστών και ενθάρρυνε την λευκή, Καθολική μετανάστευση από την Ιταλία και την Ισπανία.

Με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, το πραξικόπημα του 1943 ανακοίνωσε την εξουσία του στρατού εμπνευσμένη από μια ιδεολογία που ήταν εθνικιστική (nacionalista), ουδέτερη (δηλαδή φιλοναζιστική και φιλογερμανική στο πλαίσιο ενός αντιναζιστικού ημισφαιρίου), απολυταρχική, αντιμπεριαλιστική και κληρικοφασιστική. Η εκκλησία στήριξε το πραξικόπημα ως ιερό σκοπό. Η στρατιωτική δικτατορία κυριαρχήθηκε γρήγορα από την GOU. Η GOU συνέχισε το κληρικοφασισμό που προτάθηκε από τους Αργεντίνους φασίστες μερικά χρόνια νωρίτερα. Το πρόγραμμα αυτό είχε στόχο τις τελευταίες εκφάνσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Στη πραγματικότητα, οι κεντρικές παράμετροι της πολιτικής φιλοσοφίας του Perón μπορούν να φανούν στο «εμπιστευτικό έγγραφο» Νέες Βάσεις για την Οργάνωση και Λειτουργία της GOU. Στο έγγραφο αυτό, πιθανώς γραμμένο από τον Perón, οι νεαροί εθνικιστές αξιωματικοί πρότειναν  πως «η ουδετερότητα είναι το σύμβολο της εθνικής κυριαρχίας». Αυτή η εξίσωση αποκάλυψε τη σπουδαιότητα της υποστήριξης των φασισμών με το μόνο διαθέσιμο μέσο στο εξωτερικό μέτωπο ενώ ταυτόχρονα πολεμούσε το κομμουνισμό στο εσωτερικό μέτωπο. Ένα άλλο εθνικιστικό στοιχείο είναι ο αντιμπεριαλισμός που χαρακτηρίζεται από τον ισχυρισμό κυριαρχίας πάνω στα νησιά Μαλβίνες/Φόκλαντ. Επηρεασμένα από τον διάσημο Αργεντίνο φασίστα και ποιητή Leopoldo Lugones, τα διάφορα έγγραφα της GOU, που εμπεριέχουν επίσης στοιχεία αντισημιτικής παράνοιας, ταύτιζαν το στρατό με τη πατρίδα και το «Καθολικισμό του λαού». Η ιδέα της επιμιξίας, ένα κεντρικό στοιχείο της φασιστικής και αντισημιτικής παράδοσης, ήταν επίσης κεντρικό στην GOU. Ο εχθρός αναγνωρίζεται στο έγγραφο της GOU ως «μια χυδαία συνάντηση των κομμουνιστικών στοιχείων με πιστούς πολιτικούς στην υπηρεσία του Ιουδαϊσμού». Οι στρατιωτικοί πρέπει να κυβερνούν για να «κόψουν το κακό από τη ρίζα».

Η στρατιωτική δικτατορία του Perón και της GOU διέλυσε τα πολιτικά κόμματα, καθιέρωσε θρησκευτική προπαγάνδα στα δευτεροβάθμια σχολεία και προσπάθησε να περιορίσει την ελευθερία του τύπου. Όλα αυτά τα μέτρα θα συνεχίζονταν μόλις ο Perón εκλέχθηκε πρόεδρος στις αρχές του 1946. Τα τρία όμως μέτρα αντικατοπτρίζουν την επιτυχία των χρόνων της κατήχησης στον εθνικιστικό τρόπο σκέψης στο στρατό και στο μυαλό του ίδιου του Perón, ιδιαίτερα επηρεασμένο από τον μέντορα του, τον εθνικιστή στρατηγό Francisco Fasola Castaño, τους δεσμούς του με την La Liga Patriótica Argentina, την δική του εμπειρία στα πραξικοπήματα του 1930 και του 1943 και τις ιδέες του Leopoldo Lugones. Ο Fasola Castaño ήταν σύμφωνα με κάποιους εθνικιστές, ο «Αργεντινός Mussolini».

Ο στρατηγός Fasola Castaño ήταν φίλος του πρώτου Αργεντίνου δικτάτορα, στρατηγού José Félix Uriburu, που κυβέρνησε μεταξύ 1930 και 1932. Αφού αποκήρυξε την συντηρητική αποκατάσταση (1932-1945), ο Fasola ανέλαβε την κληρονομιά της δικτατορίας του Uriburu. Και έγινε ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του «μύθου» του Uriburu. Όπως θυμάται ο Juan Carlos Torre, ο Perón συμφώνησε το 1936 πως ο Fasola είχε κάποιο δίκιο, καθώς η κληρονομιά του Σεπτέμβρη, δηλαδή του στρατιωτικού πραξικοπήματος, είχε «διαστραφεί». «Φωτισμένοι άνδρες σαν και εσένα, θα μας επιτρέψουν  να επιστρέψουμε σε ένα πιο εθνικιστικό μονοπάτι από το τωρινό». To 1936, o Fasola, φανερός θαυμαστής του Hitler και του Mussolini, ήταν ο αρχηγός μιας αργεντίνικης φασιστικής οργάνωσης, του Grupo Concentración Popular Argentina. Ο Torre αναφέρει πως ο Perón έκανε τη ρητορική των εθνικιστών δική του. Η μόνη διαφορά ήταν η ιδέα πως ο στρατός έπρεπε να καθοδηγεί το αργεντίνικο εθνικιστικό πολιτικό εγχείρημα. Στο σημείο αυτό, ο Perón δεν πήρε μόνο την ιδέα της πολιτικής ηγεσίας του Ξίφους από τον Lugones αλλά, με την αναπαραγωγή του ατομικισμού του ποιητή, ήλπιζε να ξεφύγει από τα λάθη της δικτατορίας του Uriburu. Ουσιαστικά, ο Perón ήθελε να δημιουργήσει ένα εθνικό κίνημα που του έδινε τα λαϊκίστικα μέσα για να δημιουργήσει μια ισχυρή πατρίδα με ένα δίκαιο κράτος. Όπως και ο Lugones, ο Perón πίστευε πως αυτό ήταν αδύνατο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Σε μια επιστολή από το 1939, ο Perón υποστήριζε «δεν θα υπάρξει ειρήνη μέχρι μια πραγματικά εθνικιστική κυβέρνηση πάρει τα ηνία του έθνους». Όπως σε άλλες περιστάσεις, αν και ίσως με κάποια προνοητικότητα, ο Perón σκέφτονταν στο πρώτο πρόσωπο.

Ακόμη και αν, όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Alberto Spektorowski, από το 1943 και μετά ο Perón προσπάθησε να απομακρυνθεί από το φασισμό, οι ιδεολογικοί του δεσμοί με αυτόν ήταν εμφανείς. Στη ρητορική του, ο περονισμός (Justicialismo), ήταν παρόμοιος με τον ιταλικό φασισμό με τη διπλή έννοια πως έδινε έντονη βάση σε μια ολοκληρωτική έννοια της κοινωνίας και του Κράτους και επίσης έδειχνε  μια κάθετη και υπερ-μυθική χαρισματική ηγεσία. Σε αυτή τη στιγμή, τα δικαιώματα των πολιτών είχαν μικρότερη αξία για το περονισμό από ότι οι υποτιθέμενες υποχρεώσεις τους προς το Κράτος, τον αρχηγό και το κίνημα. Η περονική ιδεολογία βασίζονταν στην ιδέα μιας οργανωμένης κοινότητας στην οποία το άτομο θα αποκτούσε την προσωπική ευτυχία μέσα από την εμβύθιση του σε μια αρμονική συλλογικότητα.

Η περονική Τρίτη θέση είχε μερικές διαφορές με εκείνες της εθνικής και κοινωνικής σύνθεσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς του ιταλικού φασισμού, όπως και με τους Αργεντινούς φασίστες που υπήρχαν πριν από αυτόν. Όπως όμως με τον αργεντίνικο φασισμό και αντίθετα από εκείνο του Mussolini, ο Perón πρότεινε αυτή τη σύνθεση με χριστιανικούς όρους. Το 1944, ο Perón ανακοίνωσε, «οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και της εργασίας πρέπει να προσαρμόσουν τις σχέσεις τους σε πιο χριστιανικούς όρους συνύπαρξης και σεβασμού μεταξύ ανθρώπινων όντων». Αν η φασιστική σύνθεση ένωνε στην ιδέα του φασιστικού κράτους μια αντιμαρξιστική ματιά της αριστεράς με το εθνικιστικό ιδανικό της ακροδεξιάς, η περονική σύνθεση τόνιζε το ρόλο αυτού του ιδανικού, κάνοντας ρητή τη σχέση του με το κοινωνικό καθολικισμό αλλά, ευνόητα μετά το 1945, καλύπτοντας τη φασιστική του γενεαλογία.

Ο Perón πήγε πιο πέρα από τους φασίστες και τους εθνικιστές (τόσο τους Ιταλούς όσο και τους Αργεντίνους) στον οικονομικό του εθνικισμό (ο Perón εθνικοποίησε την Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής, το αέριο, τη τηλεφωνία και τους σιδηροδρόμους). Στην επέκταση του του κράτους, ο Perón εμφανίστηκε λιγότερο σαν τον Mussolini και περισσότερο σαν τους μεταπολεμικούς κεϋνσιανούς πολιτικούς. Ήταν πιο κοντά στον Ντούτσε στην αναζήτηση του για μια άπιαστη οικονομική αυτάρκεια που για τον Ντόυτσε ήταν πάνω από όλα ένα αγροτικό ιδανικό αλλά για τον Perón ήταν βιομηχανικό στη φύση του. Παρόλα αυτά, στο πεδίο αυτό ο Mussolini ήταν πιο κοντά στον Perón σε ρητορική και πιο κοντά στο στρατηγό Uriburu σε πρακτική. Ούτε ο Mussolini, ούτε και ο στρατηγός Uriburu εθνικοποίησαν όπως έκανε ο Perón. Όμως και οι δύο αντιπροσωπεύουν τη διπλή φασιστική γενεαλογία του περονισμού.

Περονισμός και Ιταλικός Φασισμός

Αν ο εθνικισμός ήταν βασικός παράγοντας στη καταγωγή του περονισμού, μια άλλη βασική ιδεολογική γενεαλογία είναι εκείνη του ιταλικού φασισμού. Ο ιταλικός φασισμός ήταν μια ρίζα του περονισμού όπως έχουν δείξει οι γνωστές μελέτες του Halperín Donghi και του Gino Germani·  ωστόσο, οι κοινωνικές του βάσεις ήταν πολύ διαφορετικές. Για τον Germani, η σχέση μεταξύ περονισμού και φασισμού σχετίζεται η ίδια με μια προσωπική εμπειρία. Ο κοινωνιολόγος ήταν παιδί όταν ο φασισμός ήρθε στην εξουσία και έφηβος όταν εγκαθιδρύθηκε το ολοκληρωτικό Κράτος στη γενέτειρα του την Ιταλία: «Στη πρώιμη νεότητα μου βίωσα το απόλυτο ιδεολογικό κλίμα που περιλάμβανε τη καθημερινή ζωή  του κοινού πολίτη, και πιο έντονα, των νεότερων γενιών. Αργότερα, στην Αργεντινή, όπου ήμουν πολιτικός πρόσφυγας, συνάντησα μια άλλη εκδοχή του αυταρχισμού». Η εμφανής αναφορά στο περονικό φαινόμενο φωτίζει τη σύγκριση μεταξύ Αργεντινής και Ιταλίας. Ο φασισμός και ο περονισμός χαρακτήριζαν την προσωπική και την ακαδημαϊκή εμπειρία του Germani, και δέχτηκε τις επιπτώσεις και των δυο αλλά και υπήρξε προνομιακός παρατηρητής και των δυο.

Από μια συγκριτική οπτική, η περονική Αργεντινή έμοιαζε να είναι πίσω σε σχέση με την ιταλική ιστορική διαδικασία. Παρά την εμφάνιση σημαντικών αποκλίσεων στη κοινωνική τους δομή και πολιτική ιστορία, οι δυο χώρες παρουσίαζαν ομοιότητες που άνοιξαν το δρόμο σε δυο διαφορετικές μορφές απολυταρχισμού. Ο φασισμός και ο περονισμός ήρθαν στην εξουσία ως αποτέλεσμα της αποτυχίας φιλελευθερων δημοκρατικών καθεστώτων που θεωρούνταν στιβαρά ή καλά εδραιωμένα. Και οι δυο χρησιμοποίησαν ολοκληρωτικές πολιτικές με την έννοια του οργανωτισμού και του απόλυτου ιντεγκραλισμού που ο Mussolini και οι Αργεντινοί εθνικιστές  απέδιδαν στον όρο. Και τα δυο καθεστώτα  έδωσαν μια ολοκληρωτική απάντηση στη κρίση που είχε προκαλέσει η νεωτερικότητα στην δημόσια αντίληψη των νόμων, της οικονομίας και της νομιμοποίησης του Κράτους. Και τα δυο καθεστώτα ήταν ξεκάθαρα αντικομμουνιστικά και αντισοσιαλιστικά. Τέλος και τα δυο καθεστώτα κινητοποίησαν το πληθυσμό «από τα πάνω», μέσα από τη προπαγάνδα τους και διάφορες δράσεις, προωθώντας μαζική πολιτική και πείθοντας πλειοψηφίες πως το καθεστώς αντιπροσώπευε αυτές και το έθνος συνολικά. Ενώ ο φασισμός έδωσε πόλεμο, ιμπεριαλισμό και ρατσισμό στην Ευρώπη και το κόσμο, ο περονισμός δεν προκάλεσε ποτέ πόλεμο.

Οι Περονικές Συναλλαγές με τη Πραγματικότητα

Οι ιστορικοί του φασισμού συμφωνούν πως ο φασισμός έχει τρία πράγματα σε διακριτές στιγμές και χώρες: μια ιδεολογία, ένα κίνημα και ένα καθεστώς. Ενώ η Αργεντινή, με τις φασιστικές της ομάδες της δεκαετίας του 1930 και τους ιδεολόγους του, αντιπροσωπεύει μόνο τα δυο πρώτα στοιχεία, το ζήτημα αν η Αργεντινή είχε ποτέ φασιστικό καθεστώς παραμένει ανοιχτό. Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από τον Uriburu το 1930 και το στρατιωτικό καθεστώς του 1943-1945 αποτελούν δύο στιγμές στις οποίες μπορούν να εντοπιστούν απόπειρες για την εγκαθίδρυση φασιστικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούσε ο Mussolini. Ωστόσο και οι δυο απόπειρες απέτυχαν και ο Juan Perón, ενεργό μέλος και των δυο πραξικοπημάτων, ήταν για πολλούς ο Αργεντίνος κληρονόμος του φασισμού. Ο πρώιμος περονισμός, ένα μπερδεμένο φαινόμενο για τους σύγχρονους του, και ακόμη και οι βασικοί του παράγοντες, ενίσχυσαν την αργεντίνικη ιδιαιτερότητα του και την όρισε με εθνικιστικούς και λαϊκίστικους όρους που έχουν σχέση με το φασισμό αλλά και ξεχωρίζουν τον εαυτό τους. Ξεκάθαρα ο περονισμός, και ο ηγέτης του συγκεκριμένα, διατηρούσε ένα μεγαλύτερο βαθμό ορθολογισμού σε σχέση με τους κλασικούς φασισμούς. Ενώ η στεγανοποίηση απέναντι στην εμπειρία, δηλαδή η άρνηση και/ή καταστροφή των πραγματικοτήτων που στερούνται πολιτικής αξίας, αποτελούν το βασικό γνώρισμα του κλασικού φασισμού, ο περονισμός μπορεί να θεωρηθεί πως χαρακτηρίζονταν από μια διαρκή συναλλαγή μεταξύ πραγματικότητας και της ιντεγκραλιστικής ιδεολογικής τάσης του Perón να την τροποποιήσει.

Ενώ οι Αργεντινοί εθνικιστές είχαν κοινή με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, με σαφείς όρους μια απολογητική φασιστική ταυτότητα, ο Perón προσπάθησε να μάθει από τα «λάθη» του Hitler και του Mussolini και, κατά περιόδους, ήταν ακόμη και ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι τους δημόσια. Παρόλα αυτά, ο Αργεντίνος ηγέτης δεν μπορούσε ποτέ να δραπετεύσει από ένα φασιστικό τρόπο σκέψης, ένα ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς, που με χειροπιαστούς όρους ήθελε και συχνά πετύχαινε με ολοκληρωτικούς τρόπους, την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών του δράσεων και των αναδιανεμητικών πρακτικών του. Με άλλα λόγια, ο περονισμός συνδύαζε και συχνά δεν αφομοίωνε δυο διαφορετικά σύνολα προσδοκιών: εκείνο του Perón και εκείνο των οπαδών του. Ιδεολογικά, ο ηγέτης ήταν βασισμένος στη φασιστική παράδοση αλλά ως πονηρός πολιτικός συχνά πρόδιδε τις φασιστικές του ρίζες για να ευχαριστήσει την πλειοψηφία των οπαδών του της εργατικής τάξης. Μπορεί κάποιος να πει πως σε άλλες εποχές στην ιστορία του περονισμού αυτή η κοινή αδιαφορία αναφορικά με τις διαφορετικές ιδεολογίες και προσδοκίες μέσα στο περονισμό ήταν αμοιβαία επωφελής για όλα τα μέλη του κινήματος. Σε μια εποχή αυξανόμενης ιδεολογικής πόλωσης η αποσιώπηση των διαφορών μεταξύ του στρατιωτικού ηγέτη και της λαϊκής του βάσης ενίσχυσε όλο και περισσότερο το κίνημα. Προώθησε την κάθετη πίστη και ευκαιρίες για ταυτόχρονη απόλαυση υλικών προνομίων και συμβολικών νικών. Το γεγονός όμως παρέμενε, πως παρά τους πολλούς επιβεβαιωτικούς ισχυρισμούς και από τον ηγέτη και από τους οπαδούς, ο ηγέτης παρέμενε προσδεμένος στην επαναστατική ολοκληρωτική σύνθεση που πήγαζε από τον αντιδιαφωτισμό. Για αυτό και το αρχικό περονικό κίνημα δεν ήταν φασιστικό αλλά η «νοοτροπία» του Perón ήταν.

Με πρακτικούς όρους, το αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης μεταξύ μη φασιστικών πολιτικών αναγκών προς και από τη βάση και της φασιστικής νοοτροπίας του Perón ήταν η δημιουργία του σύγχρονου αργεντίνικου λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός αυτός ορίζονταν από το πάντρεμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, του κρατικού παρεμβατισμού, του εθνικισμού και του αντιμπεριαλισμού με τη λογική της διακυβέρνησης του ενός κόμματος, της κοινωνικής πόλωσης, των πελατειακών σχέσεων, τη λογοκρισία του τύπου, εξοστρακισμό και τη δίωξη των αντιπάλων μέχρι, σε μερικές περιπτώσεις, φυλάκισης και βασανιστηρίων. Ωστόσο, ο περονισμός δεν ήταν μοναδικός στην σύγχρονη αργεντίνικη ιστορία της καταστολής και της βίας. Στη πράξη, με απολυταρχικούς όρους, οι δικτατορίες και ακόμη και κάποιες πολιτικές κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν το κλασικό περονισμό μετά το 1955 τον ξεπέρασαν σε εκτελέσεις και αντιδημοκρατικές προγραφές.

Ο Perón αναγνώρισε τη κληρονομιά του αργεντίνικου φασιστικού εθνικισμού αλλά επίσης τα όρια του πρώτου πραξικοπήματος που ο εθνικιστής ποιητής είχε εξυμνήσει. Ο Lugones διακήρυξε το 1933, γράφοντας το σκοπό της συνομοσπονδίας των εθνικιστικών ομάδων που ονομάζονταν Guardia Argentina, πως αν η ανεξαρτησία είχε προωθήσει την εθνική χειραφέτηση, ο αργεντίνικος εθνικισμός έπρεπε «να την στηρίξει και να την συμπληρώσει». Το 1947, ο Perón είπε πως, παρά την ανεξαρτησία, λόγω της έλλειψης «ξεκάθαρου δόγματος» η Αργεντινή δεν «κατόρθωσε να πετύχει για πολλά χρόνια την οικονομική της ανεξαρτησία, που θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει την πολιτική της ανεξαρτησία». Για τον Perón, το πραξικόπημα του Uriburu το 1930 και το δικό τους το 1943 είχαν ως κίνητρο την έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας. Εξίσου σημαντική ήταν η ανάγκη να ηττηθεί ένας «δημοφιλελευθερισμός» που πάντοτε θεωρούνταν πως «συνδέονταν στενά» με τον διεθνή μαρξισμό. Αυτός ο αντιφιλελεύθερος αντικομμουνισμός, ο φόβος μιας αριστερής επανάστασης  ενθαρρυμένης από την φιλελεύθερή δημοκρατία, είναι κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας που δικαιολόγησε τις «επαναστάσεις» του 1930 και του 1943. Αυτές οι αυταρχικές στρατιωτικές δικτατορίες  στόχευαν στην δημιουργία μη-διαβουλευτικών κορπορατιστικών δημοκρατιών. Ο Uriburu το προσπάθησε στις εκλογές του 1931 και απέτυχε. Ο Perón το πέτυχε στις εκλογές του 1946. Η εκδοχή του λαϊκισμού του Perón είχε τις ρίζες του στην κριτική άποψη της κοσμικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της πηγής του κομμουνισμού. Στο περονισμό, αυτή η αυταρχική άποψη της δημοκρατίας παρουσίασε την ανάγκη για την ανανέωση, και νομιμοποίηση με τη λαϊκή ψήφο, της σύνθεσης του εθνικισμού και του μη μαρξιστικού χριστιανικού σοσιαλισμού.

Στα επιλεκτικά του «απομνημονεύματα» ο Perón ταύτισε ξεκάθαρα τον ιταλικό φασισμό και το ναζισμό με αυτό το «σοσιαλισμό με εθνικό χαρακτήρα». Κάνοντας αναφορά στην επίσκεψη του στην φασιστική Ιταλία, είπε: «Επιλέγω να εκτελέσω την στρατιωτική μου αποστολή στην Ιταλία επειδή ήταν εκεί που ένας νέος εθνικός σοσιαλισμός δοκιμάζονταν.  Μέχρι τότε, ο σοσιαλισμός ήταν μαρξιστικός. Αντίθετα, στην Ιταλία ο σοσιαλισμός ήταν sui generis, ιταλικός: φασισμός».

Η ιδέα του Perón ως υπέρβαση των παραδοσιακών ιδεολογικών ερωτημάτων επίσης χρησίμευε να αποφευχθεί η κατηγορία του φασίστα ή του αυταρχικού· μια κατηγορία που θα ήταν πιο δύσκολο λογικά να αρνηθεί, ο Perón ήταν ο ηγέτης μιας εθνικιστικής στρατιωτικής δικτατορίας που επεδίωκε την λαϊκή αποδοχή. Στον Perón, η δικτατορία βρήκε το σωτήρα της, ενώ ο Perón είδε σε αυτή μια βάση από την οποία θα εκτοξεύονταν στη κορυφή.

Δίχως την αναγνώριση της μεταβαλλόμενης φύσης του πρώιμου περονισμού, και την εμφάνιση του μεταπολεμικού πλαισίου, και προφανώς δίχως την γνώση που προσφέρουν οι επόμενες ιστορίες του, τόσο οι εγχώριοι παράγοντες και επίσης η κυβέρνηση των ΗΠΑ απλά κατηγορούσαν διαρκώς τον Perón ως ναζιστικό παράγοντα της βαρβαρότητας, ιδιαίτερα μετά την επίκαιρη έκδοση πριν τις εκλογές του 1946του αποκαλούμενου «μπλε βιβλίου» από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις σχέσεις μεταξύ Perón και των Ναζί. Βέβαια, πολλές φορές δήλωσε, «Δεν είμαι Ναζί» και επίσης ταύτισε ξεκάθαρα το εκλογικό του πρόγραμμα το 1946 με μια συνέχιση της δικτατορίας που αυτός, όπως όλοι οι εθνικιστές και στρατιωτικοί της υποστηρικτές αποκαλούσαν «επανάσταση». Ωστόσο ο Perón δεν ήθελε να συζητήσει το φασισμό ή να ασχοληθεί με την αντίθεση μεταξύ στρατιωτικής δικτατορίας και δημοκρατίας. Κατανοούσε ξεκάθαρα ποιος ρόλος αντιστοιχούσε σε αυτόν και τη στρατιωτική του δικτατορία σε αυτόν τον άβολο διάλογο και υποστήριζε πως αυτό που πραγματικά συζητιόνταν στην Αργεντινή «είναι ένας αγώνας πρωταθλήματος μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής αδικίας».

Κατά την άποψη του Perón η κοινωνική μεταρρύθμιση ήταν σχεδόν αντίθετη με τα σύγχρονα του ζητήματα της δημοκρατίας, των πολιτικών δικαιωμάτων ή της καταπίεσης. Ο Perón πίστευε πως αυτός ο κοινωνικός ανταγωνισμός είχε τις ρίζες του στον αντιμπεριαλισμό. Αντιπροσώπευε μια αναζήτηση της εξαφάνισης «των υπολειμμάτων της φεουδαρχίας» στη Λατινική Αμερική. Ήταν ένας ανταγωνισμός μεταξύ του αμερικάνικου Μπλε Βιβλίου και του αργεντίνικου Μπλε και Λευκού Βιβλίου που είχε εκδώσει ο Perón ως απάντηση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως κάθε Αργεντίνος αναγνώστης γνώριζε, το βιβλίο του Perón αντιπροσώπευε τα χρώματα της αργεντίνικης σημαίας, και ειδικότερα μια υπεράσπιση της στρατιωτικής δικτατορίας και του Perón απέναντι στην ¨βίαιη εκστρατεία της αντιπολίτευσης εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης των Αργεντινών». Στην πράξη, ο Perón κατηγορούσε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες για στήριξη της ολιγαρχίας, των φασιστών και των κομμουνιστών εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας και της υποψηφιότητας του.

Με το να υποβιβάζει τους επικριτές της «νόμιμης» δικτατορίας του σε δεύτερο πλάνο, με την ταυτοποίηση τους ως ξένους και ιμπεριαλιστικούς ο ηγέτης επαναλάμβανε απλά κλασικά επιχειρήματα του αργεντίνικου φασιστικού εθνικισμού και του φασισμού γενικότερα. Μοιράζονταν όλοι μια κοινή εικόνα του εχθρού ως μιας συμμαχίας του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, ως μια φανταστική συνεύρεση των δυο εναντίον της χώρας. Η ιδέα της αντεθνικής συμμαχίας του κομμουνισμού και του ξένου καπιταλισμού απομάκρυνε κάθε τι αργεντίνικο από την αντίθεση στον Perón και τη στρατιωτική δικτατορία. Πολύ απλά ήταν πουλημένοι και προδότες του έθνους. Ο Perón επαναλάμβανε τον εθνικιστικό λόγο αλλά το έκανε από τη θέση του Κράτους και με μια λαϊκίστική κοινωνική πρακτική που τη νομιμοποιούσε και τελικά τον οδήγησε στο να κερδίσει εκλογές.

Όπως ο Mussolini και άλλοι Αργεντινοί εθνικιστές, ο περονισμός είχε εμπνευστεί από μια αντιαστική λογική (που κάποιες φορές  αναφέρονταν στην ολιγαρχία των γαιοκτημόνων και πολλές άλλες φορές στο habitus και τις προσδοκίες της μεσαίας τάξεις) που ήταν πάνω από όλα ρητορική ενώ την ίδια στιγμή ανοιχτά μεροληπτική και έμφυτα βίαιη και μεσσιανική. Ο Perón  υποστήριζε πως η κοινωνική του πολιτική και εκείνη της στρατιωτικής δικτατορίας του 1943 θα είχαν θεαματικά ιστορικές διαστάσεις, «σαν μια υπέροχη γέφυρα, από την εξέλιξη από την κυριαρχία των αστών σε εκείνη των μαζών». Υποστήριζε: «Κάθε αστική προκατάληψη έχει πεθάνει και μια νέα εποχή έχει γεννηθεί στο κόσμο», ήταν αυτό που έλεγε ο Perón το 1945 στη περίοδο του πετυχημένου στόχου να κάνει δημοφιλή την στρατιωτική δικτατορία. Η Eva Perón ενσάρκωνε αυτή την αντιαστική λογική στο μέγιστο.

Βέβαια, αυτή και η περίπλοκη κληρονομιά του Perón περιλαμβάνει την δημιουργία του γυναικείου τμήματος του περονικού κόμματος και το δικαίωμα της ψήφου στις γυναίκες. Ειδικά όμως στη σκέψη και στη πρακτική της Eva Perón, ο αντι-αστικός λόγος ήταν αναμιγμένος με τον αντιμπεριαλισμό της δεξιάς, μια πατριαρχική άποψη των έμφυλων σχέσεων, ένα υπερβολικό σεξισμό και μια νέα αντίληψη της εθνικής ταυτότητας που προέρχονταν από τη περίοδο ανάμεσα στους πολέμους. Η καθιέρωση της επίσημης θρησκείας έπαιξε κεντρικό ρόλο σ’ αυτό.

Περονισμός, Πολιτική Θρησκεία και ο Περονικός Τρόπος Ηγεσίας 

Ο περονισμός αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη εκδοχή της πολιτικής θρησκείας. Όπως ο φασισμός χρησιμοποίησε και την θεσμική θρησκεία και την θρησκευτική εικονογραφία για να σκεφτεί και να παρουσιάσει τον εαυτό του με ιεροποιητικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτό, ο Perón προσλαμβάνονταν ως θεϊκού τύπου μορφή. Κατά περιόδους παρουσίαζε τον εαυτό του σαν τον εφημέριο του Θεού ή, όπως το διατύπωσε το 1953, ο Θεός του είχε επιτρέψει να κάνει τα έργα του και ξεκινούσε πάντα με «κατήχηση». Ο Perón εργάζονταν μαζί με το Θεό. Η παραδοσιακή θρησκεία συνδυάζονταν με το περονικό σύμπαν. Όπως δήλωσε η Eva Perón όταν ανακοίνωσε τον ερχομό των Περονικών Χριστούγεννων το 1946: «Έρχομαι από το λαό, όπως ο στρατηγός Perón, και είμαι χαρούμενη που έχω έρθει αυτά τα Χριστούγεννα του ωραίου pan dulce (γλυκό ψωμί) του Perón και του sidra (μηλίτης) του Perón, σε όλα τα σπίτια που ο Perón αποκατέστησε στο χριστιανικό τους ύψος».

Αν οι Αργεντινοί φασίστες εθνικιστές επιθυμούσαν έναν «εκχριστιανισμένο φασισμό», μετά το 1946 άρχισαν να μιλούν για έναν περονικό χριστιανισμό. Ενώ οι αφοσιωμένοι περονιστές τόνιζαν την «βαθιά χριστιανική» διάσταση του δόγματος, οι κομματικοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν για τις ανατρπτικές προσπάθειες να «εκχριστιανιστεί το περονικό κόμμα».

Στον περονισμό, ο χριστιανισμός υπάγονταν υπό την ολοκληρωτική αιγίδα του ηγέτη. Τα όρια μεταξύ κράτους και κινήματος εξαφανίζονταν όλο και περισσότερο. Το ίδιο μοτίβο όχι μόνο αφορούσε τα όρια μεταξύ του κινήματος και της επίσημης θρησκείας αλλά και επίσης μεταξύ αναλογιών και πραγματικότητας.

Η κεντρικότητα του ηγέτη στην περονική φιλοσοφία και πρακτική δεν ήταν λιγότερο ασήμαντη από εκείνη του Mussolini ή του Hitler. Ωστόσο, για τον Perón η ιδέα του εχθρού δεν ισοδυναμούσε με τον αποκλεισμό του επιλεγμένου εχθρού αλλά μάλλον με την τεράστια δεκτικότητα για εκείνους που δέχονταν τον αρχηγό και τον ακολουθούσαν άκριτα. Εκείνοι που δεν αποκλείονταν μέσα σε μια στασιαστική λογική (που δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του περονισμού) που τους παρουσίαζε ως αντίπαλους των συμφερόντων του έθνους, ως «προδότες».

Ο ηγέτης δεν ήταν δημοκρατικός με την ευρύτερη έννοια, αν και ήταν με την τεχνική έννοια: εκλέχθηκε για να επιβεβαιώσει τελετουργικά το μεσσιανικό του ρόλο και όχι για να υλοποιήσει τις ιδιαίτερες επιθυμίες των ψηφοφόρων του. Είχε μιλιταριστική άποψη για τους οπαδούς του. Ήταν «οι στρατιώτες του περονισμού» σε «διαρκή μάχη ενάντια στη προδοσία» και τους προδότες τους έθνους. Σε κάποιο σημείο το 1946, καυχήθηκε για την ικανότητα του να κάνει επαναστάσεις ή πραξικοπήματα όποια στιγμή ήθελε. Δήλωσε «είχε» τη θέληση του, «500000 descamisados» (ΣτΜ: κυριολεκτικά δίχως πουκάμισο, αναφέρεται στους Ισπανούς επαναστάτες ενάντια στην ισπανική μοναρχία κατά τον Ισπανικό Πόλεμο του 1823) και όπως είχε πει ο Ναπολέοντας, με εμένα ως αρχηγό τους θα μετράμε σαν ένα εκατομμύριο. Οι «descamisados» δεν αντιμετωπίζονταν από τον ηγέτη ως παράγοντες με λογική αλλά ούτε και ήταν «έντομα» ούτε και αυτόματα. Η κατάσταση τους ως μέλη της οργανωμένης κοινότητας βασίζονταν στην συναισθηματική τους αναγνώριση του αρχηγού ως του καλύτερου ανάμεσα τους. Στην προσωπική και εκ των υστέρων προσωπική θεωρία του Perón για την προέλευση, τη γένεση του κινήματος συνδέονταν λιγότερο με ιδέες ή εκλογικές αμερικάνικες «τεχνικές μεθόδους» αλλά περισσότερο στη δική του περσόνα. Είχε ξεκινήσει «μόνος» και όταν δημιούργησε ένα κίνημα με εκατομμύρια ακόλουθους και «κήρυκες του δόγματός του σε ολόκληρη τη χώρα μας και σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου». Ήταν ακριβώς όπως «είχε κάνει ο Χριστός».

Ο Perón δεν δίστασε το 1946 να αποκαλέσει τον εαυτό του τον «πρώτο descamisado» και είπε: «Δεν θέλω να κυβερνήσω πάνω στους ανθρώπους αλλά μάλλον πάνω στις καρδιές τους». Σύμφωνα με τον ηγέτη του, η σύνταξη με τον περονισμό βασίζονταν στα συναισθήματα και όχι στις εθνικές αποφάσεις. Η οργανική αρμονία επιτυγχάνονταν μέσα από την αποδοχή της αιθέριας σοφίας του αρχηγού με τη «καρδιά» ήταν στη διάρκεια της δικτατορίας, στην οποία έπαιξε κεντρικό ρόλο,  το 1944 όταν ο Perón διατύπωσε την πίστη του στην έμφυτη και ιερή φύση του ηγέτη: «Ο λαός πρέπει να ξέρει […] πως ο αρχηγός γεννιέται. Δεν φτιάχνεται, ούτε με διάταγμα ούτε με εκλογές». Για τον Perón, η πολιτική αρχηγία ήταν μια τέχνη που δεν διδάσκονταν με «συνταγές» και «βιβλιαράκια». «Είναι σημαντικό ο αρχηγός να βρεί τα δικά του καλούπια, να τα γεμίσει αργότερα με ένα περιεχόμενο που θα είναι σε άμεση σχέση, σύμφωνα με την ικανότητα του, με το ιερό χρίσμα του Σαμουήλ που ο αρχηγός έλαβε από το Θεό». Αυτή η λογική δεν ήταν, φυσικά, θεωρητική. Ο Perón το χρησιμοποίησε ως αιτιολόγηση της στρατιωτικής δικτατορίας του 1943 και της περσόνας του. Αν οι Αργεντινοί φασίστες είχαν ορίσει τους εαυτούς τους ως τους πολιτικούς αντιπροσώπους του θεού, ο Perón διαμόρφωσε με ναρκισσιστικό ζήλο το πεδίο αντίληψης του ιερού. Αν παρέμενε κάποια αμφιβολία ως προς τα αν οι γενικεύσεις σχετικά με την θεϊκή στήριξη των αρχηγών των μαζών είχαν εφαρμογή στον ίδιο τον Perón, δήλωσε: «Οι μάζες καθοδηγούνται με διαίσθηση· και η διαίσθηση δίνεται μόνο από το Θεό. Σίγουρα αυτές οι αλήθειες προσπάθησαν να δημιουργήσουν λογική κυβέρνηση, επιδιώκοντας να βρεθούν πιο κοντά στη καθοδήγηση του λαού μας. Η δύναμη μαρτυρά πως μέχρι τώρα δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα».

Ο Perón τόνιζε την σημασία του θεϊκού στην ηγεσία του, αν και ακόμη δεν αντικατέστησε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο με το τρίτο ενικό, όπως θα έκανε αργότερα. Παρουσίασε τον εαυτό του σαν ένα «μεγάλο αδερφό» του λαού παρουσίασε ακόμη την θεωρούμενη παθητικότητα των μαζών στην αποδοχή της αρχηγίας και του δόγματος του ως μεταφορά για σεξουαλική απειρία. «Πήραμε τον λαό όταν ήταν παρθένος». Σ’ αυτή και σε άλλες περιπτώσεις, ο αρχηγός ήταν ο πρώτος Αργεντινός.

Η Υπερατλαντική Γενεαλογία του Περονισμού

Ο περονισμός ήταν κομμάτι μιας διατλαντικής ιστορίας ιδεολογικών και πολιτικών μεταφορών και αναδιατυπώσεων. Ο Perón παρουσίασε μια δυνατότητα για τον ηττημένο φασισμό του 1945 να αναμορφώσει τον εαυτό του και να αλλάξει. Ήταν μια αναδιατύπωση του φασισμού για το πλαίσιο του αναδυόμενου πρώιμου Ψυχρού Πολέμου. Μόλις αναμορφώθηκε στην Αργεντινή τόσο ως μέρος μιας εθνικής και παγκόσμιας ιδεολογικής παράδοσης, οι περονιστές ήθελαν ο «τρίτος δρόμος» τους  μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού να βρει μιμητές σε όλο το κόσμο, από τον ιταλικό νεοφασισμό ως τους Λατινοαμερικάνους δικτάτορες. Ωστόσο, όπως στο φασισμό η εθνική περονική ηγεσία το βρήκε πολύ δύσκολο να γίνει υπερεθνική. Ο Perón παρουσίαζε το κίνημα του ως εθνική απάντηση στα ξένα δόγματα και την ίδια στιγμή διεκδικούσε τη νομιμοποίηση του ως παγκόσμια ιδεολογία. Στον οικουμενισμό του, εννοιολογικοποιημένη ως η υπερβατική περονική πρόταση για το κόσμο, ο Perón σκόπευε να επιδιώξει το παγκόσμιο ιδανικό που επεδίωξε ο Mussolini, αν και ουσιαστικά απαιτούσε το ξεπέρασμα της αντίφασης που δεν έλυσε ποτέ ο Ντούτσε μεταξύ του ακραίου εθνικισμού και της φασιστικής οικουμενικότητας. Όπως ο Mussolini, ο Perón παρουσίαζε το καθεστώς του ως κάτι μεγαλύτερο από τη Γαλλική και τη Σοβιετική επανάσταση. Όπως και ο Mussolini πριν από αυτόν, ο Perón υποστήριζε το 1953 πως το δόγμα ήταν το «καταλυτικό στοιχείο του κινήματος». Το επένδυε με «μια ενότητα σύλληψης και ενότητα κριτηρίου» και όμως ήταν σε αέναη «εξέλιξη». Δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί αλλά αντίθετα έπρεπε να προσαρμοστεί στις δυνατότητες του, να ανανεώνεται, επειδή τα δόγματα δεν ήταν μόνο σκέψη αλλά και κίνηση και δράση. Πιο ανοιχτά, ο Perón υποστήριζε επίσης πως «δεν είμαστε δογματικοί […] υπακούμε στις δράσεις […]. Αν υπάρχει κάτι στο κομμουνσιμό που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, το παίρνουμε, τα ονόματα δεν μας τρομάζουν. Αν ο φασισμός, ο αναρχισμός ή ο κομμουνισμός έχουν κάτι καλό, το παίρνουμε». Ο Perón έπαιρνε την κατηγορία του εκλεκτικισμού ως φιλοφρόνηση. Ο περονισμός «πήρε» από την αριστερά και από τη δεξιά. αυτός ο «εκλεκτικισμός» που ο Perón μοιράζονταν με τον Mussolini, τον απομάκρυνε από τον ιταλικό με πρακτικούς, αργότερα θεωρητικούς, όρους. Ο φασισμός συντηρούσε τον εαυτό του στο ιδανικό της βίας και του πολέμου ως υπέρττες αξίες της εθνικότητας και της περσόνας του ηγέτη. Με στρατιωτικούς όρους, ο φασισμός στρατολογούσε τις μάζες αλλά είχε την τάση να τους αποστρατεύει με κοινωνικούς όρους. Ο περονισμός αντέστρεψε τους όρους της φασιστικής εξίσωσης. Κάνοντάς το αυτό απομάκρυνε τον εαυτό του από τα εθνικιστικά και φασιστικά μοντέλα. Απομάκρυνε τον εαυτό του από τη διπλή φασιστική γενεαλογία του (αργεντίνικη και ιταλική) και έγινε μια πολιτική ιδεολογία sui generis. Ο περονισμός ανασύνθεσε τον φασισμό και τον έκανε αγνώριστο.

Ο Perón δεν είδε ένα μοντέλο προς αντιγραφη στους ηττημένους του 2ου ΠΠ, αλλά ούτε και συντάχθηκε με τους νικητές. Όπως υποστήριζε το 1945, ελάχιστα είχαν αλλάξει με την «ιμπεριαλιστική καπιταλιστική» νίκη και τη ναζιστική-φασιστική ήττα: «η δικαιοσύνη και η ελευθερία μετά βίας άλλαξαν εξαιτίας της και ο κόσμος συνέχισε σχεδόν όπως πριν». Για τον Perón υπήρχε ελάχιστη διαφορά μεταξύ του Roosevelt και του Hitler. Σύμφωνα με τον Perón, ο μεταπολεμικός κόσμος ήταν ο κόσμος του «καπιταλιστικού και κομμουνιστικού ιμπεριαλισμού». Είναι σημαντικό πως υπό αυτή την έννοια ο Perón μοιράστηκε τους εχθρούς των ηττημένων φασιστικών δυνάμεων και. Δίχως δισταγμό, ήθελε να αποφύγει την ίδια μοίρα.

Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το μαθητή που έμαθε από τα λάθη του δασκάλου, ο Perón προχώρησε παραπέρα για να δημιουργήσει κάτι νέο. Είχε ζήσει στην Ιταλία υπό τον Mussolini για ένα έτος, σταλμένος από τον αργεντίνικο στρατό, και είχε επίσης την ευκαιρία να επισκεφτεί την Ναζιστική Γερμανία. Στη διάρκεια της παραμονής του, δεν εξέφρασε απλά στον φασιστικό τύπο το θαυμασμό του για τον φασισμό αλλά χρόνια αργότερα το 1956, θυμήθηκε πως στο Mussolini είχε διακρίνει έναν «αυτοκράτορα στην ψυχή» που είχε «ανυψώσει τη χώρα του οικονομικά και κοινωνικά, δίνοντάς της ένα οργανικό δομικό μοντέλο και νόμους προόδου, στη διάρκεια της σχετικής περιόδου της οικονομικής του διαχείρισης».

Για τον Perón, η πτώση του φασισμού δεν οφείλονταν σε μια έλλειψη ηγεσίας αλλά μάλλον οφείλονταν στην ιδεολογική του εξουθένωση. Ο Perón θαύμαζε το «οργανικό δομικό μοντέλο» του φασισμού, τους «νόμους προόδου τους» αλλά σκόπευε να πάει πέρα από αυτούς. Ο Perón διέθετε το βλέμμα ενός ιστορικιστή. Ο φασισμός ήταν «ένα φαινόμενο που δεν μπορούσε να επαναληφθεί, ένα κλασικό είδος για να ορίσει μια ορισμένη και καθορισμένη εποχή». Ο φασισμός δεν ήταν μοντέλο προς αντιγραφή, προς μίμηση· για μια νέα εποχή απαιτούνταν μια νέα αλήθεια. Και ο αρχηγός θεωρούσε τον εαυτό του πως ήταν ο ιδιοκτήτης αυτής της νέας αλήθειας, όπως υποστήριζε στη μέση της εκλογικής του εκστρατείας την 1η Ιανουαρίου 1946: «Τι είναι μια οργανική κυβέρνηση; Είναι το άθροισμα στέρεα ενωμένων δυνάμεων που έχει στη κορυφή του έναν πολιτικό άνδρα, που δεν χρειάζεται να είναι ιδιοφυϊα ή σοφός, αλλά μάλλον ένας άνδρας στον οποίο η φύση απόθεσε μια ειδική ιδιότητα να βλέπει ένα πλήρες πανόραμα που οι άλλοι δεν βλέπουν».

Η οργανική φύση του κινήματος θα οδηγούσε στην πολιτική υπεροχή μακροπρόθεσμα, όπως είπε το 1945: «Στόχος μας δεν είναι να κυβερνήσουμε για έξι χρόνια αλλά να εξασφαλίσουμε εξήντα χρόνια διακυβέρνησης, και για αυτό χρειαζόμαστε μια οργανική δύναμη».

Ο περονισμός ταυτίζονταν με την απολυτότητα του έθνους. Όριζε τον εαυτό του ως κίνημα και όχι ως παραδοσιακό πολιτικό κόμμα. Όριζε την εθνική, και παγκόσμια, νομιμότητα του, με όρους εξίσου πολιτικών επιλογών των πολιτών και της ιδέας της φυσικά προκαθορισμένης  φύσης της ηγεσίας του. Ήταν διαφορετικός από τις παραδοσιακές μορφές εκλογικής δημοκρατίας και κλασικού φασισμού αλλά γενεαλογικά σχετίζονταν και με τα δύο. Το αποτέλεσμα αυτής της περονικής ανασύνθεσης του φασισμού ήταν η γέννηση της πρώτης μορφής του λαϊκισμού του Ψυχρού Πολέμου.

* Για λόγους ευκολίας ο όρος Nacionalismo και τα παράγωγα του μεταφράζονται ως εθνικισμός και αντίστοιχα, ωστόσο αποτελεί ένα ξεχωριστό ρεύμα της ακροδεξιάς, ειδικό για την Αργεντινή, που τυπικά χαρακτηρίζεται από συνδυασμό γνωρισμάτων όπως η τάξη, η ιεραρχία, η κορπορατική κοινωνία, ο μαχητικός Καθολικισμός και η στήριξη των γαιοκτημόνων, μαζί με τυπικό μίσος για το φιλελευθερισμό, την αριστερά, το μασονισμό, το φεμινισμό, τους Εβραίους και τους ξένους. (The Argentine Right: Its History and Intellectual Origins, 1910 to the Present, ed. Sandra McGee Deutsch, Ronald H. Dolkart, SR Books, 1993)

Δείτε: From Populism to Fascism, Διάλεξη του Federico Finchelstein τον Φεβρουάριο του 2022 στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα