Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 28 Ιαν 2024
Παγωμένο πρωινό του Ιανουαρίου
Κλίκ για μεγέθυνση

 

Μόνο μερικές αχτίδες ήλιου έμπαιναν μέσα στην κουζίνα εκείνο το παγωμένο πρωινό του Ιανουαρίου. Καθόταν στο τραπέζι με τον αχνιστό καφέ και ετοίμαζε τη λίστα για τα ψώνια της ερχόμενης εβδομάδας. Ρύζι για σούπες, απορρυπαντικά για τα ρούχα και τα πιάτα, αυγά, λίγο τυρί, αλεύρι για ζύμες, μαγιά… Εκανε κρύο, το ένιωθε στα δάχτυλά της που αγκάλιαζαν το φλιτζάνι για να ζεσταθούν και που δυσκολεύονταν να γράψουν με το μολύβι στο χαρτί. Οσο κι αν άναβε το καλοριφέρ το βράδυ, το πρωί το σπίτι -βορινό γαρ- ήταν κρύο.

Ο γάτος στο χαλάκι της κουζίνας μετατοπιζόταν ανάλογα με το πού έπεφτε ο αδύναμος ήλιος, κουλουριασμένος και χώνοντας τη μύτη του μέσα στην ουρά του για να ζεσταθεί. Αντί να κάθεται στη βαθιά πολυθρόνα στο σαλόνι, που προστάτευε την πλάτη του από το κρύο, την είχε ακολουθήσει εκεί. Αυτό έκανε τα πρωινά που ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Πήγαινε όπου πήγαινε εκείνη, κάνοντάς της συντροφιά. Μέσα στον ύπνο του, ώρες ώρες, άφηνε ασθενείς ήχους, σαν να ονειρευόταν. Αλλες φορές, μισάνοιγε το μάτι του και την παρακολουθούσε καθώς μιλούσε στον εαυτό της: «Για να δούμε τι έχουμε από μακαρόνια… Φτάνει ο καφές για αυτή την εβδομάδα ή πρέπει να πάρω; Τελειώνει το βούτυρο». Μπορεί και να αναρωτιόταν αν η λίστα περιελάμβανε και το δικό του μεζεδάκι.

Εκείνη πάλι απολάμβανε σαν παιχνίδι αυτή την προσοχή του γάτου, που της έδινε να καταλάβει ότι «είμαι κι εγώ εδώ, μη με ξεχνάς».

Οι μέρες ήταν αρκετά γκρίζες, από πολλές απόψεις. Λίγο η ρουτίνα που δεν άλλαζε -δουλειά, σπίτι, υποχρεώσεις-, λίγο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα - αλήθεια, γιατί δεν υπήρχαν ποτέ καλές ειδήσεις; Μήπως υπήρχε μια συνωμοσία φόβου και τρομοκρατίας και τις έκρυβε; Ή τα πράγματα πήγαιναν τόσο στραβά όσο ένιωθε, αλλά και όσο βίωνε πραγματικά; Πάντως, δεν είχε και πολλή διάθεση. Λειτουργούσε κάπως μηχανικά στις υποχρεώσεις, σαν την κουρδισμένη μηχανή, και αναζητούσε μικρές διεξόδους - τι να σου κάνουν όμως κι αυτές; Το πολύ, το συντριπτικά πολύ, ήταν το άλλο.

Εκείνο το πρωί δεν ήθελε να κάνει τίποτα. Αλλά ακολουθούσε την προδιαγεγραμμένη διαδικασία για να κινηθεί ο γύρω της κόσμος. Και προσπαθούσε να καταπνίξει αυτή τη βαθιά λαχτάρα για φυγή. Για πού; Σχεδόν οπουδήποτε, αρκεί να ήταν μακριά, να ήταν όμορφα και να μην υπήρχε η υποχρέωση ή η ανάγκη να κάνει τίποτα. Μόνο να κακομάθει λίγο τον εαυτό της: με μια ωραία βόλτα σε ένα γραφικό τοπίο, έναν απολαυστικό καφέ, λίγη ευχάριστη κουβέντα, ένα φροντισμένο φαγητό. Τέτοια μικρά πράγματα.

Τότε αισθάνθηκε το χάδι του ήλιου στην πλάτη της. Καθώς γύριζε και ανέβαινε πιο ψηλά, μερικές ζεστές ακτίνες έφτασαν και σ’ εκείνη. Εκλεισε τα μάτια της ασυναίσθητα, ενώ ένιωθε το σώμα της να αρχίζει να χαλαρώνει ελαφρά. Δεν είχε καταλάβει ότι ήταν τόσο σφιγμένη. Σαν ο ήλιος να βρήκε τους βρόχους που είχαν σχηματιστεί στα νεύρα της - είτε από το κρύο είτε από τις σαρωτικές σκέψεις που την κατέκλυζαν. Και τεντώθηκε, ανοίγοντας τις ωμοπλάτες της και καμπυλώνοντας την πλάτη της, αριστερά, δεξιά και προς τα πίσω.

Το ίδιο έκανε και ο γάτος, που έχοντας χάσει την πηγή θερμότητας που τον νανούριζε, είχε σηκωθεί κάνοντας ένα μεγάλο τόξο από την κορυφή του κεφαλιού έως την άκρη της φουντωτής ουράς του. Θα αναζητούσε ένα άλλο, πιο ζεστό και σίγουρα πιο αναπαυτικό σημείο. Πέρασε ανάμεσα από τα πόδια της, χαϊδεύοντας τις γάμπες της με την ουρά του και με ένα ανεπαίσθητο νιαούρισμα έφυγε για το σαλόνι.

Σηκώθηκε κι εκείνη. Η ώρα περνούσε και, αν ήθελε να τα προλάβει όλα, έπρεπε να ξεκινήσει για τα ψώνια. Αφησε στον νεροχύτη την κούπα του καφέ -είχαν μείνει μέσα λίγες παγωμένες πια γουλιές- και κοίταξε ξανά τη λίστα της.

«Πάμε, λοιπόν», είπε και πήγε να πλυθεί και να ντυθεί.

από:  https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου