Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 30 Μάι 2023
Εσύ τι γλώσσα μιλάς;
Κλίκ για μεγέθυνση

«Κύριε Γιώργο, δεν με νοιάζει. Γιατί να με νοιάζει;»

Πρωινό Δευτέρας. Είμαι on air «Στο Κόκκινο 105.5». Κάνω εκπομπή μαζί με τον καλό συνάδελφό μου και φίλο, τον Γιώργο Μελιγγώνη. Τα μηνύματα ακροατών και ακροατριών στο στούντιο «σκάνε» βροχηδόν. Ένα όμως, όχι απλώς μου τραβάει την προσοχή – μου διαλύει το μυαλό. Κάθε σκέψη.

(Μεταφέρω το μήνυμα της ακροάτριάς μας, της Ρίτσας, ακριβώς όπως ήρθε – δίχως να πειράξω ούτε «και»).

«Καλημέρα Γιώργο και Γιώργο!!! Χθες το πρωί (την Κυριακή) περνώντας από την πλατεία Συντάγματος είδαμε να συμβαίνει κάτι τραγικό μία κυρία ηλικίας περίπου 35 ετών έκανε σφοδρή επίθεση σε μία κοπέλα που βρισκόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο και ισχυριζόταν ότι έπεσε πάνω της. Της έλεγε αφού δεν μπορεί να περπατήσει πρέπει να μένει κλεισμένη στο σπίτι για να μην ενοχλεί τους γύρω της. Όπως ήταν φυσικό απασφαλίσαμε κι εγώ κι ο Όμηρος και 3 ακόμα, δύο κυρίες μεγαλύτερες από μας κι ένας κύριος συνομήλικος μας. Τελικά επειδή το μάτι του Όμηρου άρχισε να γυαλίζει επικίνδυνα μας ενημέρωσαν ότι πρόκειται για ένα κοινωνικό πείραμα, μας έδωσαν συγχαρητήρια για τα αντανακλαστικά μας και μας είπαν ότι αυτό συνέβαινε επί αρκετή ώρα και από ολόκληρη πλατεία αντιδράσαμε μόνο πέντε άνθρωποι μέσης ηλικίας και όχι νέοι όπως περίμεναν αυτοί. Οπότε από κει και πέρα όταν δεν μας ενδιαφέρουν τα αυτονόητα, όταν δε νοιαζόμαστε για τον αδύναμο πώς θα πάμε παρακάτω;;;;».

Γυρίζω το χρόνο πίσω. Λίγες μέρες πίσω. Βραδιά εκλογών. «Όλη η Ελλάδα είναι μπλε», τραγουδούσαν στην Πειραιώς κι έβλεπες μουδιασμένος, ασχέτως του τι ψήφισες, τον χάρτη της χώρας – πλην Ροδόπης – να βάφεται στα χρώματα της ηγεμονίας της Δεξιάς του Μητσοτάκη. «Ο κυρίαρχος λαός μίλησε», άκουγες αν τολμούσες να πεις οτιδήποτε.

«Οτιδήποτε»;

Έγιναν «οτιδήποτε» οι πυρκαγιές που έκαναν μαύρο κάρβουνο, στάχτη την (γαλάζια) Εύβοια; Έγινε «οτιδήποτε» η τραγωδία των Τεμπών και οι 57 νεκροί και οι νομοί Σερρών και Λαρίσης πνίγηκαν στο μπλε; Έγιναν «οτιδήποτε» οι 37.000 νεκροί της πανδημίας; Έγινε «οτιδήποτε» το σκάνδαλο των υποκλοπών; «Ο κυρίαρχος λαός μίλησε», άκουγες. Επωδός. Μιντιακή. Δηλαδή πολιτική. Μη μιλάς.

Γυρίζω τον χρόνο πιο πίσω. Απόγευμα Σαββάτου. Κάπου μέσα στο περασμένο φθινόπωρο. Έχω ανοίξει μια συζήτηση με τον 14χρονο γιό μου (να μιλάτε με τα παιδιά, κυρίως όμως να τα ακούτε). Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή άνοιξε η κουβέντα – κάτι λέγαμε για το σχολείο, τη σχολική κοινότητα – αλλά δεν έχει και τόση σημασία. «Διονύση;», τον ρωτάω «κατά την άποψή σου, όπως βλέπεις εσύ τα πράγματα, όσο μπορείς να κρίνεις, αν σου έλεγε κάποιος ‘ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα εκεί έξω;’, εννοώ στην κοινωνία. Τι θα του απαντούσες;».

Ο «Διόν» σιωπά για λίγο. Τον κοιτάζω με περιέργεια. Περιμένω να δω τι θα πει. Γυρίζει το βλέμμα. Με κοιτάζει. «Μπαμπά, κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν εκεί έξω. Εγώ αυτό θα έλεγα». Τον κοίταζα σοκαρισμένος.

Δεν έχει απολύτως καμιά σημασία η συνέχεια της συζήτησης – περάσαμε σε παραδείγματα. Όχι. Ο Διονύσης δεν είναι «πιο έξυπνος», ούτε «πιο πολιτικοποιημένος», ούτε «πιο τσάκαλος» από τα άλλα παιδιά της γενιάς του. Ο Διονύσης είναι ακόμη ένας 14χρονος, μόλις ένα από εκείνα τα χιλιάδες παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στα χρόνια της κρίσης (άραγε οι ενήλικες θυμόμαστε ποιοι την προκάλεσαν;). Είναι μέλος εκείνης της γενιάς των ανθρώπων που έρχεται, που καταφτάνει στον κόσμο μας, σε εκείνο των ενηλίκων που τα κάναμε μαντάρα.

Επιστρέφουμε σε παρόντα χρόνο. Απόγευμα περασμένου Σαββάτου. Πετυχαίνω στο δρόμο φίλους των παιδιών μου. Με χαιρετάνε. (Παρεμπιπτόντως… πονάει αυτό το «κύριε Γιώργο», αλλά αυτό τελικά – αργότερα – ήταν το λιγότερο).

Ξέρουν τι δουλειά κάνω. Μου λέει ο ένας, «οι γονείς μου, ψήφισαν το τάδε (δεν έχει σημασία) κόμμα» και ταυτόχρονα έτρεξε να μου διευκρινήσει πως, «δεν τους άρεσε όμως που ο Μητσοτάκης, κέρδισε τόσο πολύ». «Εσένα πως σου φάνηκε, όλο αυτό;», ρώτησα. «Κύριε Γιώργο, δεν με νοιάζει. Γιατί να με νοιάζει;». Μούδιασα. Όχι με το «δε με νοιάζει». Μούδιασα με το «γιατί να με νοιάζει».

Την ώρα που ο πολιτικός κόσμος επιμένει να στέκεται στον «Αφρό των Ημερών», όχι βέβαια στον αριστουργηματικό «Αφρό των Ημερών» του Μπορίς Βιάν, αλλά σε εκείνο τον κοντόθωρο, κομματικο-μαγαζικοποιημένο που μας έφτασε έως εδώ (συλλογικά, ως κοινωνία), διαβάζοντας μόνο δείκτες, ποσοστά και αριθμούς, πανηγυρίζοντας συγχρόνως για ό,τι τον βολεύει, το κοινωνικό υποκείμενο αλλάζει.

Κι αλλάζει ραγδαία, αλλάζει ριζικά. Ακούς, διαβάζεις για «αναποφάσιστους», για «μετατοπίσεις ψηφοφόρων». Ακούς, διαβάζεις, βλέπεις. «Τι γίνεται;», λες. «Τόσα έγιναν, τι κατάλαβε ο κόσμος; Χαμπάρι δεν πήραν». Αναρωτιέσαι. Κοινωνική απάθεια.

Στα «Τετράδια της Φυλακής», ο Αντόνιο Γκράμσι έχει εξηγήσει πως σε συνθήκες κρίσης οικονομικής, καταλύονται εννοιολογικά και ιδεολογικά σχήματα. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως «οι πλατιές μάζες αποσπώνται από τις παραδοσιακές ιδεολογίες τους (…). Η κρίση έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων».

Τα συμπτώματα είναι εδώ, λοιπόν. Μόνο που οι «σταθερές» πέθαναν. Τα «στανταράκια» πέθαναν (κι αυτά). Και το νέο… αναζητείται. Όχι οι νέοι δεν θα ψηφίσουν «στάνταρ» Αριστερά. Ούτε οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι. Θα πρέπει να εθελοτυφλεί κάποιος, εάν δεν βλέπει πως η ακροδεξιά (ακόμη και η ενδεδυμένη το κοστούμι ή το ταγιέρ της «σοβαρής φιλελεύθερης Δεξιάς») επελαύνει. Σε έναν ιστορικό χώρο ειδικά, όπως η Ευρώπη, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε εργαστήρι «παραγωγής Ιστορίας».

Σημερα, οι μάζες, οι κοινωνίες, τσακισμένες από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, οικονομικές, υγειονομικές κλπ, προφανώς δεν ριζοσπαστικοποιούνται προς την κατεύθυνση της αλλαγής προς το καλύτερο «για όλους». Αντίθετα συμπιέζονται κι άλλο, φτωχοποιούνται βεβαίως, τρομοκρατούνται και τελικώς λουμπενοποιούνται. Βούτυρο στο ψωμί της Δεξιάς – σε όλες της, τις μορφές κι εκφάνσεις.

«Μα οι νέοι πάντα ψήφιζαν Αριστερά», «μα, οι εργαζόμενοι, μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα πως μπορούν να ψηφίζουν Δεξιά», «μα, οι συνταξιούχοι μετά από τόσα και τόσα, πως είναι δυνατόν…». «Μα», βροχή από «μα». Και ουρλιαχτά μιντιακά, σοσιαλμιντιακά – τελικά πολιτικά – για να κάτσεις φρόνιμος/η. Χωρίς «μα», «μου», «σου». Κάνε την αυτοκριτική σου και κάτσε σπίτι σου. «Πάρε το μήνυμα», «πες και συγνώμη». Κι άλλη «συγνώμη». Ο δήμιος το λέει.

Το παλιό πολιτικό κατεστημένο έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει. Ο Μητσοτάκης ηγεμονεύει μιλώντας άπταιστα τη λίνγκουα των «χαμηλών προσδοκιών», μιλώντας στην γλώσσα ενός υπερεξαντλημένου εκλογικού σώματος, που έμαθε να επιβιώνει με το «κάλλιο πέντε και στο χέρι», αλλά το κυριότερο διαισθανόμενο πως η μόνη αποτελεσματική δράση είναι η «ατομική». Πιο δίπλα το πλαστικό «σημαιομάνι» στην Χαριλάου Τρικούπη, έκρυβε την χαρά του Ανδρουλάκη που δυσκολεύεται όμως να κρύψει πως λίγο τον νοιάζει η Δεξιά και αυτό που κομίζει για την επόμενη μέρα, αλλά πιότερο στη φάση αυτή κόπτεται για την περαιτέρω συμπίεση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ψηφαλάκια. Από κοντά και το ΚΚΕ που αυτή τη φορά, μπροστά από το κλασσικό σύνθημα «ισχυρό ΚΚΕ», πρόσθεσε απλώς το «ακόμη πιο», για να πιάσουν όλοι/ες το νόημα, αλλά «μην το παρακάνουμε κιόλας».
Όσο συμβαίνουν αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποχρεώνεται καθημερινά να κάνει «αυτοκριτική», μαστιγώνεται άγρια μιντιακά-πολιτικά για να ζητά… 1000 συγνώμες την ημέρα (καθισμένος στο ένα πόδι, τιμωρία).

Οι εκλογές πλησιάζουν. Και η μεγάλη εικόνα δεν θα είναι βεβαίως, το πόσο θα μπορέσει να ψαλιδίσει τη διαφορά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από την ΝΔ. Η μεγάλη εικόνα είναι πως η ανάλγητη αντιλαϊκή ατζέντα της Δεξιάς έχει μπει στο τραπέζι και κομμάτια της ήδη έχουν εφαρμοστεί. Το παζλ απλώς θα ολοκληρωθεί τα επόμενα χρόνια. Σε βάρος όλων μας – κι αυτό τούτη την ώρα, φαίνεται να ενδιαφέρει ελάχιστα τους… νόμιμους ιδιοκτήτες του «μεσαίου χώρου», όπως όμως κι εκείνους της «επανάστασης» (στη θεωρία βεβαίως).

Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Ακόμη και τώρα, σήμερα, με τα ποσοστά του συμπιεσμένα, παραμένει η μοναδική δύναμη που μπορεί να μάθει να μιλά αυτή τη νέα γλώσσα των ανθρώπων. Όλων εκείνων που ταπεινώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, μισθολογικά, συνταξιοδοτικά, κοινωνικά, εργασιακά. Και για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να κάτσει στο θρανίο – κυρίως να διαβάσει αυτή τη νέα γλώσσα.

Και μετά; Πρωτίστως να ακούσει – τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου. Που δεν ενδιαφέρεται για θεωρίες, αλλά για λόγια απλά, στακάτα και συγχρόνως διψά για λύσεις σοβαρές, στα καθημερινά προβλήματα.

πηγη: https://www.koutipandoras.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου