Ένα από τα παλαιότερα debate μεταξύ των δύο φύλων είναι εκείνο των χρωμάτων.
Βλέπει κάποιος μια κουρτίνα σε ένα κατάστημα και λέει «Να! Εκείνη η σομόν κουρτίνα είναι αυτή που χρειαζόμαστε στο σπίτι», για να λάβει την απάντηση πως εκείνη η κουρτίνα δεν είναι σομόν, αλλά ιβουάρ.
Τώρα, βέβαια, αν είναι ιβουάρ ή σομόν ή κάποια άλλη απόχρωση, είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για άλλα αντικείμενα.
Για παράδειγμα, όταν το ζευγάρι αποφασίζει να πάρει ένα νέο αυτοκίνητο, τότε συνήθως οι κυρίες του σπιτιού τα χρώματα τα βλέπουν όλα κόκκινα, ενώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος μπορεί να ξεχωρίσει το κόκκινο της Ferrari από αυτό της Fiat (που παρά τα όσα διατείνονται διάφοροι, δεν είναι ακριβώς τα ίδια), το κόκκινο κερασί, το κόκκινο της φωτιάς κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
Με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον σε κοινωνικό επίπεδο, αποδεικνύεται ότι η χρωματική αναγνώριση, όπως και η αναγνώριση των αποχρώσεων, παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζει με σεξιστική θεωρία αποκλεισμών και απαξίωσης ένθεν κακείθεν, στην πραγματικότητα είναι μέρος αυτού που ονομάζουμε καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ ενός ζευγαριού. Το συμπέρασμα βεβαίως είναι εμπειρικό, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι σε ζητήματα αποχρώσεων στον χώρο του σπιτιού δεν μιλούν ούτε οι τυπογράφοι!
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση των αποχρώσεων από το ανθρώπινο μάτι εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες, τους οποίους και ανέπτυξε ο Ισαάκ Νιούτον το 1666.
Η αναγνώριση του χρώματος, έλεγε ο πολυπράγμων Νεύτωνας, έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: την απόχρωση, την καθαρότητα, που έχει να κάνει κυρίως με τη φωτεινότητα του χρώματος, και τέλος με την ένταση· δηλαδή με το πόσο μουντό ή έντονο είναι ένα χρώμα.
Βέβαια, με βάση τη θεωρία των χρωμάτων, υπάρχουν και οι χρωματικοί συνδυασμοί που χωρίζονται σε πρωτεύοντες, που θα λέγαμε πως είναι τα αυτούσια χρώματα χωρίς προσμείξεις. Σε δευτερεύοντες, που είναι οι προσμείξεις των αυτούσιων χρωμάτων, και σε τριτεύοντες χρωματικούς συνδυασμούς που προκύπτουν όταν αναμειγνύουμε πρωτεύοντες με δευτερεύοντες.
Επίσης υπάρχει και η νεότερη προσέγγιση, αυτή του συστήματος Munsell, όπου προστίθενται και οι συνδυασμοί που προκύπτουν από πρόσμειξη του τελικού χρώματος με ποσότητες λευκού μέχρι να βγει ξέπλυμα ή με ποσότητες μαύρου μέχρι να γίνει κατράμι.
Γενικά, δηλαδή, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί ερμηνεύοντας τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους είναι πως ισχύει ό,τι και για τους ήχους ή τις ομιλίες γενικότερα: Ο καθένας βλέπει ή ακούει μονάχα όσα μπορεί να αντιληφθεί.
πηγη: https://www.avgi.gr