Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 29 Ιαν 2024
Όταν η δημοκρατία δημιουργεί στρατιές αποκλεισμένων από την πολιτική
Κλίκ για μεγέθυνση













 

ΜΑΥΡΟΖΑΧΑΡΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ*


Στο τέλος κάθε εκλογικής διαδικασίας αποτιμάται το εκλογικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, αξιολογείται και η αποχή που γιγαντώνεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, παρά την ψυχοφθόρα και πολυδάπανη προσπάθεια προσέλκυσης των εξαντλημένων και απρόθυμων ψηφοφόρων στις κάλπες. Η παραίτηση ενός μεγάλου μέρος των πολιτών από το εκλογικό τους δικαίωμα μέσω αποχής από την εκλογική διαδικασία συνιστά μία πρόδηλη ήττα της δημοκρατίας.

Εντούτοις, στο δημόσιο διάλογο και στις δημοσκοπήσεις συγκαλύπτεται πολλές φορές με ανούσια επιχειρήματα το φαινόμενο της μεγάλης αποχής και οι ψήφοι που κατανέμονται στα κόμματα δεν τίθενται σε αναλογία με το συνολικό αριθμό πολιτών με δικαίωμα ψήφου. Στα γραφήματα, οι μη ψηφοφόροι (αποχή) δεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά μεταμορφώνονται σε μια αμελητέα μάζα, παρά το γεγονός ότι στις βουλευτικές εκλογές ξεπερνούν πολλές φορές το ένα τέταρτο των επιλέξιμων ψηφοφόρων.

Στις τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές, το ποσοστό αποχής είναι πολύ υψηλότερο. Σίγουρα, η διάχυτη αποχή προβληματίζει πολιτικούς και σχολιαστές τη νύχτα των εκλογών, ξεχνιέται όμως την επόμενη μέρα. Για τα ίδια τα κόμματα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αλλάξουν κάτι διότι θεωρούν ότι κερδίζουν, ακόμη και αν η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος καταρρέει.

Με βάση τα ευρήματα της πολιτικής έρευνας, αυτοί που δεν ψηφίζουν είναι συνήθως φτωχοί και κυρίως δυσαρεστημένοι με την επικρατούσα πολιτική. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την “απώλεια κοινωνικής συναίνεσης ” και την “απογοήτευση από την πολιτική”, ανάγοντας το ζήτημα της “εμπιστοσύνης” παντού και πριν από κάθε περιεχόμενο σε καταλυτικό παράγοντα, στη σχέση των πολιτών με τους πολιτικούς.

Αποκλεισμός από την πολιτική

Οι λόγοι της αποχής, όμως, μπορούν να αναζητηθούν και στον ιδιότυπα απολιτικό χαρακτήρα της κατεστημένης πολιτικής διαδικασίας, που εκδηλώνεται με τον περιορισμό στον μικρό σταυρό προτίμησης του ψηφοδελτίου και στην κυριαρχούσα εντύπωση ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία αλλαγή στα πιο πιεστικά ζητήματα της ανθρώπινης συνύπαρξης, τα οποία ούτε καν θίγονται πλέον.

Σήμερα, η ουσία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι η ένταξη των πολιτών σε μία διαδικασία αποκλεισμού τους από την πολιτική. Το αίτημα της υποχρεωτικής ψηφοφορίας συνδέεται πολλές φορές ακόμα και με την επιβολή προστίμων για τη μη συμμόρφωση, πράγμα που αναδεικνύει την εμμονική τάση που διακατέχει ορισμένους θιασώτες της εκλογικής συμμετοχής. Οι απέχοντες από την εκλογική διαδικασία κατηγορούνται πολλές φορές ότι δεν θέλουν να προστατεύσουν τη δημοκρατία και συμπεριφέρονται με τρόπο μη κοινωνικό. Άρα πρέπει να τιμωρηθούν.

Αυτό είναι το έντονο μότο ενός πατερναλιστικού φιλελευθερισμού που εκπροσωπείται σε όλες τις κομματικές γραμμές με διαφορετικές αποχρώσεις. Όσοι απέχουν θεωρούνται ύποπτοι από την υπολανθάνουσα καταναγκαστική κοινότητα, διότι ενοχλούν την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, το οποίο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προωθεί την απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου.

Φιλοσοφική διαμάχη

Το ζήτημα της αποχής οδήγησε σε μια φιλοσοφική διαμάχη σχετικά με τη φύση του πολιτικού. Ο Γάλλος φιλόσοφος Rancière π.χ. δήλωσε ότι δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στις εκλογές ως υποκατάστατο της πολιτικής συμμετοχής, ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος Honneth σχολιάζει τα προβλήματα νομιμοποίησης της δημοκρατίας στον ύστερο καπιταλισμό. «Αυτό που σήμερα συχνά αποκαλείται “απογοήτευση από την πολιτική”, που δεν είναι τίποτε άλλο από την αδιαφορία για τις δημοκρατικές διαδικασίες και πρακτικές, είναι πιθανώς η αντανάκλαση ενός κόσμου της εργασίας που χαρακτηρίζεται από την επισφάλεια και την απομόνωση“», υποστηρίζει ο Honneth.

Όσοι έχουν τρεις δουλειές για να πληρώσουν το υπέρογκο ενοίκιο και ενδεχομένως έναν γονέα ή παιδιά που χρειάζονται φροντίδα, απλά δεν έχουν τον χρόνο και στη συνέχεια το ενδιαφέρον να συμμετάσχουν στη δημοκρατική λήψη αποφάσεων και στη δημόσια σφαίρα. Άρα, «η μέριμνα για καλές, επαρκείς και δίκαιες συνθήκες εργασίας πρέπει να αποτελεί μέρος κάθε προσπάθειας για μια ζωντανή δημοκρατία». Μαζί με τον Hegel, ο Honneth υποστηρίζει με τη θεωρία της αναγνώρισης του – ότι το άτομο υπάρχει ως νομικό υποκείμενο μέσω της εργασίας του. Αν ακολουθήσει κανείς αυτό το επιχείρημα, αρκεί να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας – αφού «κάθε εργασία αξίζει σεβασμό» και η δημοκρατία θα σωζόταν.

Αντίθετα, κατά τον Rancière, η πολιτική αρχίζει με τη διαφωνία και όχι με τη συναίνεση. Η Nancy Fraser επίσης διαφωνεί με τον Honneth για την εστίαση στην αναγνώριση που εκτοπίζει τα ζητήματα της αναδιανομής. Κατά την Fraser, οι διεκδικήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη φαίνεται να χωρίζονται σε δύο τύπους: διεκδικήσεις για την ανακατανομή των πόρων και αξιώσεις για την αναγνώριση. Όλο και περισσότερο αυτά τα δύο είδη διεκδικήσεων πολώνονται μεταξύ τους.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ της ταξικής πολιτικής και της πολιτικής ταυτότητας, της κοινωνικής δημοκρατίας και πολυπολιτισμικότητας, της αναδιανομής και της αναγνώρισης. Αυτές, ωστόσο, είναι ψευδείς αντιθέσεις. Η δικαιοσύνη σήμερα απαιτεί τόσο την αναδιανομή όσο και την αναγνώριση.

Ο Rancière για τους “αποκλεισμένους”

Για τον Rancière, το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν υπολογίζονται στην κοινωνία. Αυτός ο αποκλεισμός, όμως, έρχεται σε αντίθεση με τη ριζοσπαστική ιδέα της δημοκρατίας. Το “ποσοστό των αποκλεισμένων”, είναι το σκάνδαλο της κυρίαρχης πολιτικής, το οποίο δεν επιτρέπει σε μία κρίσιμη μάζα ανθρώπων να παρουσιαστούν και να εκπροσωπηθούν.

Κατά τον Ranciere «το πλειοψηφικό κόμμα στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μόνο το ένα πέμπτο του εκλογικού σώματος, δημιουργώντας έτσι το αυταπόδεικτο παράδοξο ότι η πλειοψηφία του λαού δεν εκπροσωπείται. Παράλληλα, κόμματα που έρχονται στην εξουσία, τείνουν όλο και περισσότερο να μοιάζουν μεταξύ τους. Εξού και το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του εξευτελισμένου και προδομένου λαού.

Σήμερα ο “αληθινός λαός” είναι ένα σχήμα κατασκευασμένο από το ίδιο το σύστημα. Φτάνουμε σε ένα σημείο όπου δεν ξέρουμε πια ποιος αναλαμβάνει τους διάφορους ρόλους: σήμερα, ένας δισεκατομμυριούχος μπορεί να εκπροσωπεί τον λαό που έχει καταπατηθεί από τους δισεκατομμυριούχους». Επομένως, το πολιτικό φαινόμενο συνδέεται με το ερώτημα ποιος αντιλαμβάνεται και μεριμνά για τις δημόσιες ανησυχίες. Είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί που γνωρίζουν καλύτερα από τους ίδιους τους ανθρώπους τι είναι καλό για “όλους μας”;

*EMMANOUIL MAVROZACHARAKISEMMANOUIL MAVROZACHARAKIS

Doctor of Political Science, University of CreteDoctor of Political Science, University of Crete

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου