Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 10 Ιαν 2013

 

 

Κατά το Λουκιανό, ο ιστοριογράφος πρέπει να διαθέτει, «σύνεσίν τε πολιτικὴν καὶ δύναμιν ἐρμηνευτικήν, τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως δῶρον, ἡ δύναμις δὲ πολλῇ τῇ ἀσκήσει καὶ συνεχεῖ τῷ πόνῳ καὶ ζήλῳ τῶν ἀρχαίων προσγεγενημένη ἔστω» και πρέπει να είναι, «ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος, παῤῥησίας καὶ ἀληθείας φίλος…οὐ μίσει οὐδὲ φιλίᾳ νέμων οὐδὲ φειδόμενος , ἤ ἐλεῶν ἤ αἰσχυνόμενος ἤ δυσωπούμενος, ἴσος δικαστής, εὔνους ἅπασιν ἄχρι τοῦ μὴ θατέρῳ τι ἀπονεῖμαι πλεῖον τοῦ δέοντος, ξένος ἐν τοῖς βιβλίοις καὶ ἄπολις, αὐτόνομος, ἀβασίλευτος, οὐ τὶ τῷδε δόξει λογιζόμενος, ἀλλὰ τὶ πέπρακται λέγων».

Τα τελευταία χρόνια, ο κανόνας του Λουκιανού έχει ανατραπεί και είναι σε εξέλιξη ένα καταχθόνιο σχέδιο «αποδόμησης» της νεοελληνικής Ιστορίας, υπό το πρόσχημα να «ξαναγραφτεί», με τη χρήση νέων ερευνητικών και θεωρητικών εργαλείων και με την αξιοποίηση πηγών που παρέμεναν έως τώρα άγνωστες ή δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Την «αποστολή» αυτή έχουν αναλάβει να διεκπεραιώσουν κάποιοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, αμφισβητήσιμης επιστημονικής επάρκειας, που μαζί με κάποιες μετριότητες, οι οποίες φλυαρούν επί ιστορικών ζητημάτων και κατάφεραν να διαρρήξουν το τείχος της αφάνειάς τους και να ανελιχθούν επαγγελματικά και κοινωνικά, με την υποστήριξη των πρόθυμων Μ.Μ.Ε. και μεγάλης μερίδας του Τύπου, προσπαθούν να επιβάλουν αμετάκλητες ιστορικές ετυμηγορίες, να αποσυναρμόσουν την εθνική ταυτότητα και να αποσυνθέσουν τις εθνικές αφηγήσεις. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν τη στήριξη μίας πλειάδας «χορηγών», στων οποίων τα ταμεία «συνωστίζονται» και μεγάλης μερίδας δημόσιων λειτουργών, που τους χρησιμοποιούν για να στελεχώσουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους και να προωθήσουν την αποδόμηση της Ιστορίας μέχρι τα διδακτικά βιβλία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διότι αυτό επιβάλλει η παγκοσμιοποιημένη πολιτική πραγματικότητα. Όλοι αυτοί, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η απλοποίηση και η διαστροφή των γεγονότων, θολώνουν την ιστορική όραση και δυσχεραίνουν την έρευνα και σ’ αυτές τις πρακτικές έχουν επενδύσει. Η αποσιώπηση του ρόλου της Εκκλησίας, η αμφισβήτηση του ηρωϊκού πυρήνα των γεγονότων και η διαστρέβλωση των πηγών, είναι πρωταρχικές πρακτικές, για να πληγεί το εθνικό στοιχείο και μάλιστα η διαστρέβλωση των πηγών, είτε πρόκειται για αρχειακά τεκμήρια, είτε για βιβλιογραφικές αναφορές, είναι αρκετά ασφαλής πρακτική, ιδίως για το μέσο αναγνώστη, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών που θα υποστούν την ιδεολογική πλύση εγκεφάλου, διότι δεν είναι δυνατός ο έλεγχος και η διασταύρωση των στοιχείων που παρατίθενται, αφού προϋποθέτει το αδύνατο, δηλαδή να είναι άμεσα διαθέσιμος ο κύριος όγκος τους. Μαζί με την αποσιώπηση του ρόλου της Εκκλησίας, την αμφισβήτηση των ιστορικών συμβάντων και τη διαστρέβλωση των πηγών, οι οποίες, όπου δεν «ενταφιάζονται», ανασύρονται επιλεκτικά, οι αποδομηταί της εθνικής μνήμης επιστρατεύουν δογματικές εμμονές, ασυνάρτητους νεολογισμούς και πολιτικές τελεολογίες και μυθοποιούν γεγονότα, για να τα απομυθοποιήσουν εν συνεχεία, σε σημείο πλήρους απαξίωσης, προκειμένου να προσδώσουν κύρος και επιστημοσύνη στα προκατασκευασμένα συμπεράσματά τους.

Σ’ αυτό το σχέδιο δεν είναι στρατευμένοι όλοι όσοι ασχολούνται ή δηλώνουν ότι ασχολούνται με την Ιστορία κι έτσι η προσπάθεια των αποδομητών, για απόλυτη κυριαρχία στην ελληνική ιστοριογραφία, φαντάζει μάταιη. Βέβαια, η πλειονότητα του Τύπου και τα Μ.Μ.Ε. υπεραμύνονται και προβάλλουν ό,τι προωθεί και εξυπηρετεί την «αποδομητική» ιστορική σχολή και παρότι κενολογούν περί δημοκρατίας και ατομικών δικαιωμάτων και για την αποστολή του Τύπου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν κάθε αντίλογο και φιμώνουν όποιον τολμήσει να εκφράσει διαφορετική άποψη.

Λόγω της αμφισβητήσιμης επιστημονικής τους επάρκειας, όλοι αυτοί που έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας το συγκεκριμένο σχέδιο, έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι μπορούν να πλαστογραφήσουν και να παραποιήσουν αμετάκλητα το ιστορικό παρελθόν. Τους διαφεύγει και αυτό επιβεβαιώνει την επιστημονική τους ανεπάρκεια, ότι οι πηγές είναι λαλίστατες και ότι μόνο προσωρινά μπορούν να φιμωθούν ή να παραποιηθούν. Όσο για την Ιστορία, συμφωνούμε ότι πρέπει να «ξαναγραφτεί» και να «ξαναγράφεται» και κάθε γενιά και κάθε εποχή έχει χρέος να επανεξετάζει τα ιστορικά γεγονότα, υπό το φως των νέων πηγών και των νέων ιδεών, που έγιναν προσιτές εν τω μεταξύ, όχι για να αποσιωπηθούν πτυχές τους ή να διαστρεβλωθούν, αλλά για να φωτιστούν καλύτερα τα γεγονότα και να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα.

Η Ιστορία καταγράφει με νηφαλιότητα και χωρίς προκαταλήψεις «ό,τι έγινε», χωρίς περιορισμούς για το «τι πρέπει να γράφεται». Δεν είναι στο αντικείμενό της να απονέμει εύσημα ή να κατακρίνει ή να απομυθοποιεί και αυτά όλα τα αγνοούν ή προσποιούνται ότι τα αγνοούν, όσοι ματαιοπονούν να την αποδομήσουν, δελεασμένοι από τα πρόσκαιρα προσωπικά ωφελήματα, που τους παρέχουν οι εντολείς τους.

Η Τουρκοκρατία είναι από τις κατ’ εξοχήν περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας που προσφέρεται για στρεβλώσεις και παρασιωπήσεις, διότι το ευρύ κοινό γνωρίζει ελάχιστα γι’ αυτή και έχει επικρατήσει άκριτα και επιπόλαια η άποψη, ότι για όλα τα κακά της Φυλής ευθύνεται η συγκεκριμένη εποχή. Για να αναπτυχθεί λοιπόν και επιβληθεί η «νέα Ιστορία», όσον αφορά την Τουρκοκρατία, πρέπει να αποσιωπηθούν και να υποβαθμιστούν, όσα προηγήθηκαν της Επανάστασης του ΄21, τα οποία σχετίζονται με την ποιμαντική δράση της Εκκλησίας και με τους ένοπλους αγώνες των Ελλήνων, σε μία περίοδο κατά την οποία ο Ελληνισμός δε διέθετε αυτόνομη κρατική υπόσταση και ήταν εγκατεσπαρμένος σ’ ένα ευρύ γεωγραφικό χώρο, στο εσωτερικό μιας πολυεθνοτικής Αυτοκρατορίας. Η έγκυρη αξιολόγηση αυτών των στοιχείων, αναδεικνύει συνεκδοχικά, το ρόλο της θρησκείας και της γλώσσας, που απετέλεσαν τους κύριους συνεκτικούς κρίκους του Ελληνισμού εκείνης της περιόδου, διά των οποίων, η συνείδηση του «Γένους», με την πάροδο του χρόνου και όσο πλησιάζουμε προς την Επανάσταση, εξελίχθηκε σε καθολική συνείδηση των Ελλήνων, για να λάβει σιγά-σιγά, αρκετά χρόνια μετά, τη μορφή συμπαγούς εθνικής ταυτότητας, αντίθετα απ’ όσα διδάσκουν οι αποδομηταί της Ιστορίας μας, ότι η γένεση των εθνών είναι αποκλειστική συνέπεια της ανάπτυξης της σύγχρονης αστικής τάξης και ο αντιεθνικιστικός λόγος είναι το πλέον πρόσφορο εργαλείο της τρέχουσας παγκοσμιοποιημένης ιδεολογίας.

Χρήστος Αθαν. Μούλιας.

Δικηγόρος – Συγγραφέας.

Πάτρα.

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου