Κείμενο που περιλαμβάνεται στην ανθολογία Thinking as Anarchists: Selected Writings from Volontá (Edinburgh University Press, 2022). Ο Amedeo Bertolo (1941-2016) ήταν Ιταλός αναρχικός θεωρητικός και ακτιβιστής, συγγραφέας και από τους ιδρυτές του εκδοτικού οίκου Eleuthera.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δεν είναι οι υλικές συνθήκες που έχουν σημασία, αλλά αυτό που πιστεύει κανείς για αυτές. – Tibor Fischer, Under the Frog
Μια βαθιά μεταμόρφωση των βασικών κοινωνικών δομών – μια «επανάσταση», ότι και αν εννοεί κανείς με αυτό – απαιτεί επίσης μια βαθιά μεταμόρφωση των ψυχολογικών δομών, και οι δυο αυτές μεταμορφώσεις μπορούν να υλοποιηθούν μόνο υπό την πίεση μιας έντονα ισχυρής συναισθηματικής αλλαγής, μια ισχυρή και παθιασμένη θέληση για μεταμόρφωση που εξαπλώνεται σε όλους τους ηγετικούς κοινωνικούς παράγοντες («πρωτοπορίες» στο στρατιωτικό-μαρξιστικό λεξιλόγιο, «ενεργές μειονότητες» σε εκείνο του ελευθεριακού κινήματος του 1968) αλλά και μέσα από πιο υπολογίσιμου μεγέθους λαϊκό περιβάλλον (τους εκμεταλλευόμενους, τους κυριαρχημένους, τους ταπεινωμένους…). Αυτό υποδηλώνει πως πρέπει να υπάρχει ικανή διάχυση ενός φαντασιακού που πυρπολεί την ψυχή ( όχι μόνο μια που να θερμαίνει χλιαρά τις νοσταλγικές μας μνήμες και ανακουφίζει τις απογοητεύσεις μας), ένα φαντασιακό που μπορεί να γίνει εμπρηστικό. Κατά την άποψη μου, η ουτοπική διάσταση είναι σημαντική για την ανατρεπτική λειτουργία του φαντασιακού. Έτσι θα μιλήσω για την ουτοπία και θα μιλήσω, απολύτως προβλέψιμα, «με αναρχικό τρόπο».
Πριν ξεκινήσω οποιαδήποτε κριτικό στοχασμό πάνω στην ουτοπία, είναι σημαντικό να προσφέρω μερικούς εννοιολογικούς ορισμούς, έννοιες και περιεχόμενα. Πράγματι, όπως και με πολλούς άλλους όρους (π.χ. «σοσιαλισμός», «ελευθερία», «εργατική αυτοδιαχείριση», «δημοκρατία»), η «ουτοπία» είναι μια λέξη-περιέκτης στην οποία μπορεί κανείς να τοποθετήσει πολλά πράγματα – και πράγματι, πολλοί το έχουν κάνει· κάποια από αυτά είχαν εμφανή συνάφεια, κάποια από αυτά ήταν έντονα αντιφατικά. Αυτές οι διαφωνίες δεν οφείλονται μόνο στις διαφορετικές συμπεριφορές σε σχέση με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη, δηλαδή, τις ιδεολογικές υποθέσεις εκείνων που εξέφρασαν ή εκφράζουν μια συγκεκριμένη γνώμη, αλλά επίσης στην πολλαπλότητα των νοημάτων που μπορούν να αποδοθούν στη λέξη «ουτοπία».
Παίρνοντας το παράδειγμα μου από τον Bloch και τον Mannheim, θα διακρίνω, σχηματικά, πέντε βασικά νοήματα της ουτοπίας, του «μη-τόπου»:
- Απίθανη κοινωνική διαμόρφωση: αυτό που δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ, και δεν θα υπάρξει ποτέ
- Εικόνα του μέλλοντος: αυτό που δεν υπάρχει, αλλά θα υπάρξει ή μπορεί να υπάρξει
- Πίεση αλλαγής: η αντίθεση μεταξύ αυτού που υπάρχει και του πως θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα
- Μοντέλο για μια διαφορετική κοινωνία: είτε είναι επιθυμητή είτε ανεπιθύμητη (στην δεύτερη περίπτωση μιλά κανείς ακριβέστερα για μια δυστοπία)
- Σχέδιο για μια διαφορετική κοινωνία.
Σε σχέση με το πρώτο νόημα, πρέπει να έχει κανείς στο νου μια ακόμη σημαντική διαφοροποίηση: μεταξύ αυτού που είναι ανέφικτο σε απόλυτη έννοια και σε εκείνο που είναι σε σχετική. Η διάκριση μεταξύ σχετικού και απόλυτου δεν μπορεί εμφανώς να αφεθεί στους ιδεολόγους του status quo που συγχέουν πάντα αυτά τα δυο είδη απιθανότητας, μεταμορφώνοντας μια συμπεριφορά που έχει διαμεσολαβηθεί πολιτισμικά από συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια σε «φυσικούς νόμους». Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία δείχνει πως αυτό που είναι σχετικά απίθανο μπορεί να γίνει πιθανό, στη πράξη πραγματικό – και αυτό ισχύει όχι μόνο για τα όνειρα μας, αλλά, δυστυχώς, και για τους εφιάλτες μας.
Όσον αφορά τον δεύτερο ορισμό, είναι εμφανές πως η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι αδύνατη δίχως μια εικόνα του μέλλοντος. Είναι αρκετά εύκολο να δούμε πως, ακριβώς μέσα στην ουτοπική διάσταση, το μέλλον, ως ριζικά διαφορετική εικόνα από το παρόν, μπορεί να ορίσει ατομικές και συλλογικές δράσεις, που επηρεάζουν το παρόν με όρους προσδοκιών και σχεδίων, συνοπτικά, μια αντίθεση προς το νέο. Ή απλά ως ονειροπόληση, ως διαφυγή. Στην περίπτωση αυτή όμως, η ουτοπία χάνει όλο το νόημα της αν τα πράγματα ήταν όπως θα ήθελε ο ποιητής W. H. Auden: «Ο Άνθρωπος χρειάζεται την διαφυγή όσο το φαγητό και τον βαθύ ύπνο»; Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον – με το οποίο μια εικόνα του μέλλοντος – δεν είναι ποτέ δίχως νόημα, επειδή το μέλλον βρίσκεται μέσα στο παρόν – όπως το παρελθόν, σαν μια εικόνα του παρελθόντος – και το ορίζει. Είναι απολύτως εμφανές πως οι κυρίαρχες ιδεολογίες έχουν γράψει και ξαναγράψει και το παρελθόν και το μέλλον με όρους της λειτουργίας τους στο παρόν.
Μπορεί να πούμε πως η ουτοπία, αντίθετα, τείνει να ξαναγράψει το παρόν ως λειτουργία του μέλλοντος, του μέλλοντος της. Δεν υπάρχει αντικειμενικό μέλλον, όπως δεν υπάρχει αντικειμενικό παρελθόν: υπάρχουν μόνο αναπαραστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος που εκφράζουν διαφορετικές ιδεολογικές σχέσεις προς το παρόν.
Η προσδοκία μιας καλύτερης κοινωνικής διαμόρφωσης στο μέλλον, δεν είναι αρκετή για να ορίσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ουτοπικής αντίθεσης (εκτός, ίσως, από την χιλιαστική της εκδοχή). Η διάσταση της ελπίδας μπορεί να συνοδευτεί από εκείνη της θέλησης, δηλαδή, η διάσταση της δημιουργικής νόησης, της νόησης του σχεδιασμού. Έτσι βρίσκουμε την έννοια της ουτοπίας ως μοντέλο, ως νοητικό πείραμα, και την ουτοπία ως εγχείρημα.
Κατά την άποψη μου, τα διαφορετικά νοήματα της ουτοπίας που αναφέρθηκαν παραπάνω – εκτός από την ουτοπία ως απόλυτης απιθανότητας – μπορούν να θεωρηθούν ως πτυχές μιας μοναδικής ουτοπικής λειτουργίας. Μια λειτουργία που χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική και νοητική ένταση, που απευθύνεται προς την μεταμόρφωση των κοινωνικών δομών. Μια λειτουργία που είναι από μόνη της δυναμική, με μια δύναμη ανατροπής ακόμη και αν προέρχεται από ένα στατικό μοντέλο. Μια λειτουργία που ανήκει σε όλους – άτομο, κοινωνική ομάδα ή κίνημα 0 που καλλιεργεί την ελπίδα και την θέληση για μια ριζική μεταμόρφωση της κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό, ο θετικός και αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ αναρχισμού και ουτοπίας κάνει την σιωπηρή του εμφάνιση. Ο αναρχισμός εκφράζει την ελπίδα και την επιθυμία για μια κοινωνική αλλαγή τόσο ριζικής, σε τόση αντίθεση με την υπάρχουσα τάξη, για ένα μέλλον τόσο διαφορετικό από το παρόν, για να κάνει μια ισχυρή ουτοπική πίεση δυνατή. Η ισχυρή αυτή ουτοπική πίεση όμως είναι με τη σειρά της αναγκαία ώστε να κατευθύνει την κοινωνική τάξη και την ατομική συμπεριφορά προς μια αλλαγή τόσο εξαιρετική ώστε να εμπεριέχει ένα πραγματικό ποιοτικό άλμα, μια πραγματική πολιτισμική μετάλλαξη. Η ουτοπική πίεση είναι αναγκαία ώστε να γίνει δυνατό το φαινομενικά αδύνατο, για να επιτρέψει στο μέλλον και στο μη0τόπο να ζήσει στο εδώ και τώρα.
«Να είστε ρεαλιστές, απαιτήστε το αδύνατο»: το φαινομενικά «παράλογο» σύνθημα του Μάη του ’68 συλλαμβάνει επαρκώς την ουτοπική πίεση που υπογράμμιζε την εξέγερση (τώρα γιορτάζει την 30η της επέτειο) όπως και κάθε κοινωνικό κίνημα. Και εκείνο το άλλο σύνθημα – «απαγορεύεται το απαγορεύειν» – φανερώνει ένα ακόμη σημαντικό ελευθεριακό στοιχείο της ουτοπικής πίεσης.
Η ουτοπική λειτουργία είναι κεντρική στον αναρχισμό. Αντίστοιχα, είναι μόνο στην αναρχική της εκδοχή που η ουτοπία αποκτά την πιο πλήρη, πιο ακραίο και συνεκτικό της σημασία. Είναι μόνο στην αναρχική εκδοχή που η ουτοπία δεν είναι καταδικασμένη, αργά ή γρήγορα, να αντικρούει τον εαυτό της, αλλά αντίθετα μπορεί να απεικονίζεται ως μόνιμη λειτουργία.
Γιατί; Επειδή ο ειδικός χαρακτήρας του αναρχισμού – και ως εκ τούτου της αναρχικής ουτοπίας – εντοπίζεται στην αξιολογική της βάση όπου θέτει την ελευθερία ως την «κεντρική» αξία, μια ελευθερία οδηγημένη στις ακραίες συνέπειες και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ισότητα, την αλληλεγγύη, την πολυμορφία, που είναι ταυτόχρονα οι κοινωνικές της προϋποθέσεις και συνέπειες. Από αυτή ακριβώς την θεμελιώδη και αναντικατάστατη επιλογή της ελευθερίας δημιουργεί την εγγύηση πως η αναρχική ουτοπία δεν μπορεί να μετατραπεί σε μια ιδεολογία με την έννοια του όρου σύμφωνα με τον Mannheim, δηλαδή, μια δικαιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων. Η ουτοπική πίεση του αναρχισμού δεν μπορεί να εξαντληθεί επειδή η διάσταση της ελευθερίας είναι από μόνη της ανεξάντλητη. Η αναρχική ουτοπία δεν μπορεί να οδηγήσει από ένα κλειστό σύστημα σε ένα άλλο, πόσο μάλλον σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα, αντίθετα από ότι συμβαίνει με ουτοπίες που κινούνται μέσα στο φαντασιακό χώρο της κυριαρχίας.
Έτσι δεν υπάρχει ένα μοναδικό αναρχικό σύστημα που μπορεί να αντιπροσωπεύει το σημείο άφιξης της ανθρωπότητας, είτε κοντά είτε μακριά. Η αναρχική ουτοπία περιέχει ένα χώρο ελευθερίας προς εξερεύνηση, ένα χώρο για πειραματισμό με άπειρες και κυρίως αναρχικές φόρμες, ένα χώρο ελευθερίας στον οποίο πλέκεται η πολυμορφία με την ισότητα με άπειρους τρόπους.
Τελικά, καθώς ο αναρχισμός – σε συμφωνία με την επιλογή του της ελευθερίας – δεν πιστεύει στην αναγκαστική και προοδευτική εκτύλιξη της ιστορίας αλλά αντίθετα βλέπει την κοινωνική αλλαγή ως εθελοντική πράξη, αποδίδει μια θετική αξία στην ουτοπία, ακόμη και ως μοντέλο. Και στην ουτοπία ως εγχείρημα. Στο πλαίσιο αυτό, τα μοντέλα χρησιμοποιούνται ως νοητικά πειράματα, ως μέσο για την απόκτηση κριτικής γνώσης του υπαρκτού… και αυτού που δεν υπάρχει και αμφισβητεί το υπαρκτό. Εδώ το εγχείρημα δεν είναι ούτε παγκόσμιο, τελικό σχέδιο, ούτε και μια κατάχρηση της εξουσίας σε βάρος του μέλλοντος ή των μαζών, ούτε ένα ολοκληρωτικό όνειρο κοινωνικών μηχανικών και πεφωτισμένων ηγεμόνων. Το αντίθετο, υπάρχει ως συλλογική, ανοιχτή, δυναμική, πειραματική δημιουργικότητα, στην οποία η θεωρία και η πρακτική διαρκώς πραγματώνουν η μια την άλλη.
Η ουτοπική λειτουργία, με το τρόπο αυτό, είναι η αναρχική ουτοπία στον ανώτερο βαθμό, και εκφράζει τον εαυτό της ως την ανατρεπτική λειτουργία του κοινωνικού φαντασιακού.
Μπορούμε έτσι να ισχυριστούμε ότι η θετική έννοια τόσο της ουτοπίας όσο και του φαντασιακού, δύο όρων που συνήθως συνοδεύονται με μια αρνητική και περιφρονητική συνυποδήλωση. Πραγματικά, στην συνηθισμένη γλώσσα και στην κοινή λογική, ουτοπία σημαίνει ψευδαίσθηση, όπως και φανταστικό σημαίνει μη πραγματικό. Ο «κατά φαντασία ασθενής» είναι ψεύτικος ασθενής, κάποιος που πιστεύει πως είναι ασθενής δίχως να είναι. Πιο ξεκάθαρο από αυτό… και ωστόσο, όχι. Η ψυχοσωματική ιατρική μας έχει ήδη προειδοποιήσει, δείχνοντας πως η διάκριση/αντίθεση μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού είναι κάθε άλλο παρά σαφής. Πάνω από όλα το διακύβευμα εδώ δεν είναι το ανθρώπινο σώμα και τα φυσικά του όργανα, αλλά εκείνο της κοινωνίας και των πολιτισμικών του «οργάνων».
Σήμερα, μόνο μια αφελής και χοντροκομμένα υλιστική κοινωνική επιστήμη μπορεί να συλλάβει μια σαφή διάκριση/αντίθεση μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού. Η κοινωνία δεν αποτελείται από πράγματα αλλά από σχέσεις. Η ίδια η δυνατότητα χτισίματος μιας κοινωνικής τάξης βασίζεται στην ενότητα απεικονίσεων, αξιών, νορμών, μοντέλων συμπεριφοράς… με μια λέξη, στο φαντασιακό. Η κοινωνική τάξη είναι πάνω από όλα μια συμβολική τάξη. Από την άποψη αυτή, το φαντασιακό απέχει από το να είναι μη πραγματικό· είναι το ίδιο και το αυτό με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ακόμη και η ίδια η οικονομία, συχνά θεωρείται πως είναι η υλική βάση της κοινωνίας, δεν αποτελείται από πράγματα, αλλά από σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, και μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Οι οικονομικές σχέσεις βασίζονται στο φαντασιακό εξίσου με τις πολιτικές σχέσεις… ή τις ερωτικές. Η οικονομική «δομή» δεν περισσότερο «υλική» υπό αυστηρή έννοια από την νομική «κατασκευή».
Ο κοινωνικός κόσμος υπάρχει επειδή τον απεικονίζουμε και πως τον απεικονίζουμε. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει πως ότι είναι φανταστικό είναι αληθινό. Ωστόσο κάποιος μπορεί, πιστεύω, να θεωρεί πως στην κοινωνική αρένα, όλα όσα είναι αληθινά είναι φανταστικά.
Ο Erich Maria Remarque είπε πως «ο Άνθρωπος ζει το εβδομήντα πέντε τις εκατό με την φαντασία του και μόνο είκοσι πέντε τις εκατό με γεγονότα». Ο Robert Musil έγραψε πως «το ουσιαστικό συμβαίνεις τη φαντασία, το αδιάφορο στην πραγματικότητα». Είναι δυο λογοτεχνικοί και ελαφρώς παράδοξοι τρόποι να πεις το ίδιο πράγμα.
Το να πεις πως κάθε τι που είναι αληθινό είναι φανταστικό δεν σημαίνει πως, σύμφωνα με τον Hegel, κάθε τι που είναι αληθινό είναι λογικό. Ακριβώς το αντίθετο. Όπως έγραψε ο Eduardo Colombo:
«οι κανόνες, οι παραδόσεις, οι μύθοι και οι μεγάλες κατασκευές του νοήματος που αποτελούν το συμβολικό σύμπαν, που οργανώνει την φαντασιακή απεικόνιση του κόσμου, δεν εμφανίζεται πάντα την ίδια στιγμή στην συνείδησή των ανδρών και των γυναικών που τις ζουν, αλλά το αντίθετο είναι ακτά κύριο λόγο υποσυνείδητες».
Η φαινομενική λογική του κοινωνικού φαντασιακού σήμερα βασίζεται πάνω σε μια υλική αφθονία που όχι μόνο υποσυνείδητη αλλά και παράλογη. Έτσι είναι το «υποσυνείδητο Κράτος» που περιγράφηκε από τον René Lourau, που συντηρεί την φαινομενική λογική της παρούσας κοινωνικής τάξης!
Το «Κράτος-μαμά-μπαμπάς», όπως υποστηρίζει ο Lourau, διαμορφώνει τις απεικονίσεις μας, λογικές και μη. Διαμορφώνει το κοινωνικό φαντασιακό, νομιμοποιεί τους ιεραρχικούς θεσμούς και την αγελαία αυταρχική συμπεριφορά, αντλώντας νομιμοποίηση από αυτά σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο: το κύκλο της κυριαρχίας. Ο κύκλος μπορεί μόνο να σπάσει μέσα από μια υπονόμευση του κοινωνικού φαντασιακού, με μια αντι-ιεραρχική πολιτισμική διαδικασία και ένα σταθερό αγώνα ενάντια στο Κράτος-υποσυνείδητο.
Το πνεύμα της επανάστασης δεν προκύπτει από μόνο του από τις υλικές συνθήκες, ούτε καν από τις πλέον τρομερές, και πολύ λιγότερο από τη σχετική ευημερία του Δυτικού κόσμου, προκύπτει από τις συνθήκες που γίνονται αισθητές ως ανυπόφορες, αλλά μόνο όταν βιώνονται ως τέτοιες. Το ανυπόφορο δεν είναι αντικειμενική κατηγορία. Είναι υποκειμενική. Ένας πενιχρός μισθός, μια καλύβα για σπίτι… αυτά δεν είναι ανυπόφορα από μόνα τους. Εκατοντάδες εκατομμύρια, ακόμη και δισεκατομμύρια, άνδρες και γυναίκες τις έχουν ανεχτεί και τις ανέχονται ακόμη. Αυτό που χωρίζει το υποφερτό από το ανυπόφορο είναι οι προσδοκίες, οι αξίες, οι φόβοι, οι ελπίδες – δηλαδή, η φαντασιακή αναπαράσταση που ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα έχουν για τον εαυτό τους και για το κόσμο.
Η εξωπραγματική πραότητα με την οποία εκατομμύρια Εβραίοι επέτρεψαν στους εαυτούς να οδηγηθούν στα σφαγεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και τα εκατομμύρια Ρώσων στα γκούλαγκ, η απίστευτη αποδοχή ανά τους αιώνες του συστήματος των καστών από τις κατώτερες κάστες – ή ακόμη περισσότερο, ο ενθουσιασμός με τον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σφαγιαστεί μεταξύ τους σε τόσους πολλούς πολέμους, και οι απίστευτες χιλιετίες υποταγής των γυναικών στους άνδρες… όλα αυτά μπορούν να εξηγηθούν από μια καθοριστική δύναμη του φαντασιακού. Αν ο Εβραίος φαντάζεται τον εαυτό του πως είναι θύμα τότε επιτρέπει στον εαυτό του να πως είναι θύμα τότε επιτρέπει στον εαυτό του να γίνει θύμα, αν μια γυναίκα φαντάζεται τον εαυτό της κατώτερο από τον άνδρα τότε θα το βρει φυσιολογικό να κυριαρχείται, αν ένας σκλάβος φαντάζεται τον εαυτό του πως είναι σκλάβος τότε θα αισθάνεται ανάγκη για έναν αφέντη. Αν ο εργάτης θεωρεί τον εαυτό του πως είναι μισθωτός θα οραματιστεί μόνο «λογικές» βελτιώσεις στις συνθήκες του μισθού του και όχι την «παράλογη» ελευθερία και υπευθυνότητα της αυτοδιαχείρισης.
Οι ρίζες της κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη φύση αλλά στο πολιτισμό, όχι στα «πράγματα» αλλά στο φαντασιακό. Η ατομική και συλλογική επανάσταση ενάντια στην κυριαρχία είναι έτσι δυνατή μόνο αν την συλλάβει κανείς ως δυνατή, αν κάποιος συλλάβει πως είναι δυνατό όσα το υποσυνείδητο Κράτος και η λογική Κράτος μας λένε είναι αδύνατα, μόνο αν ο μη τόπος της ελευθεριακής και χειραφετικής ουτοπίας αρνείται τη θέση της ιεραρχικής ιδεολογίας.
Αυτό σημαίνει δημιουργία νέων εικόνων της ανθρωπότητας και της κοινωνίας, και διαχέοντας την ιδέα πως η φαντασία είναι μια δραστηριότητα και όχι η κατανάλωση εικόνων, πως πρέπει να αφορά όλους . όπως γράφει ο Walter Bagehot στο Αγγλικό Σύνταγμα: «Συχνά αναφέρεται πως οι άνθρωποι κυβερνιόνται από τις φαντασίες τους· θα ήταν όμως πιο αληθές να πούμε πως κυβερνιόνται από την αδυναμία των φαντασιών τους».
από: https://geniusloci2017.wordpress.com