Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 21 Ιούν 2013

 

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης

Το παρελθόν: Έχω κάνει κάποιες νύξεις σε άλλα κείμενά μου αναφορικά με την τομή που συντελείται στα πολιτικά και κοινωνικά μας πράγματα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν: την περίοδο αυτή συντελείται μια μεταστροφή από το «κοινωνικό» προς το «εθνικό», από τον «οραματικό» πολιτικό λόγο ή τον πολιτικό ρεαλισμό στην ιδεολογικοποίηση του «εθνικού». Έχω επίσης υπογραμμίσει τη σχέση της καταστροφής του συνδικαλιστικού κινήματος με την άνθιση της διαφθοράς και την επικράτηση των φαυλεπίφαυλων στη δημόσια ζωή της χώρας. [Βλ. στους τίτλους που αναφέρονται στο τέλος του άρθρου Όμηρος Ταχμαζίδης, Ο πολιτικός κυνισμός των απαίδευτων και οι χαιρέκακες αντιδράσεις]

Οι διαπιστώσεις μου διατυπώνονται ex post και είναι εκτεθειμένες στη μομφή ότι πρόκειται για συμπεράσματα που γίνονται εκ του ασφαλούς: από την άλλη πλευρά παραμένει ανοικτό το ερώτημα εάν και κατά πόσο μπορεί να ομιλεί κανείς για ασφάλεια όταν προβαίνει σε τέτοιου είδους κρίσεις για το παρελθόν.

Τα συνδικάτα: Το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο του πολιτικού καθεστώτος της διαφθοράς και της αναξιοπρέπειας έχει εξαπολύσει σε όλα τα επίπεδα μια απροκάλυπτη και χωρίς ίχνη ντροπής επίθεση κατά του θεσμού των συνδικάτων: στις συνθήκες της κρίσης και της εξαθλίωσης των εργατικών στρωμάτων επιχειρείται να κατασυκοφαντηθεί ο κατ΄ εξοχήν κοινωνικός και πολιτικός φορέας υπεράσπισης των συμφερόντων τους

Η διαπίστωση: Το κλεπτοκρατικό καθεστώς και η διαφθορά δεν έπεσαν από τον ουρανό: η αποδυνάμωση των συνδικάτων, ο εκφυλισμός τους, η πλήρης εξάρτηση από τα κόμματα και τελικώς η υποταγή τους στην εργοδοσία αποτέλεσε συστηματική πολιτική όλων των παλαιών κομμάτων (και της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης) – ο δρόμος προς τη διαφθορά και την πολιτικο- κοινωνική παγίωση της κλεπτοκρατίας πέρασε μέσα από τον κατευνασμό και τον έλεγχο της συλλογικής δράσης με την ακύρωση του κοινωνικού και πολιτικού ρόλου των συνδικάτων.

Οι κίνδυνοι είχαν επισημανθεί εγκαίρως από πολιτικούς της πρώτης γραμμής την περίοδο του ’80: ο Αντώνης Τρίτσης για παράδειγμα, ο οποίος χρημάτισε την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ήταν από τους πρώτους που επεσήμαναν τις αρνητικές συνέπειες της ακύρωσης του ρόλου των εργατικών συνδικάτων – σε διάφορα πολιτικά κείμενά του αναφέρεται στους κινδύνους που εγκυμονεί ο διαφαινόμενος αφανισμός τους.

Ο Αντώνης Τρίτσης επεσήμανε «επτά πρωτόγνωρα στοιχεία για τον τόπο», τα οποία χαρακτήριζαν κατ΄ αυτόν τη «βαθύτερη κρίση στα νεότερα χρόνια» που αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία: ανάμεσα σε αυτά τα πρωτόγνωρα στοιχεία ο επτανήσιος πολιτικός συμπεριλάμβανε και την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος της εποχής του, δηλαδή την κατάσταση των συνδικάτων σε μια περίοδο, όπου είχε ήδη δρομολογηθεί η προσπάθεια ελέγχου τους από το πολιτικό καθεστώς και τα κόμματά του - «ο αφανισμός του συνδικαλιστικού κινήματος από το πεδίο των κοινωνικών αγώνων και η άλωσή του, από μηχανισμούς εξουσίας, κομματικούς και άλλους, που τελικά το οδηγούν σε πολιτικό αφανισμό» . [Βλ. Αντώνης Τρίτσης, Νέο ξεκίνημα, Αθήνα 1989, σ. 103 – πρόκειται για άποψη που διατυπώθηκε στις 12 ΙανουαρΊου 1989 στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.]

Η υποκρισία Ι: Σήμερα οι φορείς του συστηματικού αφανισμού του συνδικαλιστικού κινήματος και της μετατροπής των συνδικάτων σε πολιτικές και κοινωνικές καρικατούρες έχουν επιδοθεί σε ένα όργιο παραπληροφόρησης και υποκρισίας: οι πρόσφατες δημόσιες συζητήσεις για την ΕΡΤ έφεραν στο προσκήνιο και το ανύπαρκτο συνδικαλιστικό κίνημα ως πιθανό «αποδιοπομπαίο τράγο» για όλα τα δεινά της χώρας – αλλά αυτά τα «συνδικάτα» είναι εκείνα που δημιούργησε το καθεστώς της διαφθοράς, είναι μέρος του καθεστώτος, για αυτό και κανένας μα κανένας από τους ποικιλώνυμους «εκπροσώπους» του, δεν αναφέρεται στην ανάγκη εκδημοκρατισμού του πλαισίου λειτουργίας τους, στην θεσμική αναδιοργάνωσή τους κλπ. Αυτά τα «συνδικάτα» και αυτοί οι «συνδικαλιστές» οι αλωμένοι από το διεφθαρμένο κλεπτοκρατικό σύστημα είναι που ταιριάζουν απολύτως στη σημερινή κατάσταση: για αυτό η δημόσια «κριτική» ενάντια στους «συνδικαλιστές» γίνεται γενικώς και αορίστως και δεν προχωράει στη ρίζα του προβλήματος – αυτή ευρίσκεται στη φύση του διεφθαρμένου πολιτικού καθεστώτος και στην αντιδημοκρατική συμπεριφορά των πολιτικών εκφραστών του (στη διαρκή προσπάθεια χειραγώγησης των συνδικάτων και εκμαυλισμού των συνδικαλιστών εκδηλώνεται η αντιδημοκρατική πολιτική κουλτούρα ΟΛΩΝ των κομμάτων του διεφθαρμένου πολιτικού καθεστώτος).

Η υποκρισία ΙΙ: Στον καθεστωτικό τύπο διάφοροι «ευφυείς» αναλυτές προσπαθούν να μετακυλίσουν την ευθύνη για την κατάντια της χώρας στα «συνδικάτα»: στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», τη δημοσιογραφική ναυαρχίδα της πολιτικής συντήρησης στη χώρα μας, η «αντισυνδικαλιστική» ρητορεία περισσεύει, αλλά τις περισσότερες φορές απουσιάζουν τα επιχειρήματα – για παράδειγμα το πρωτοσέλιδο άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα με τον τίτλο «Γιατί δεν απεργούν οι Ιρλανδοί;» (Παρασκευή 17/5/2013).

Ο Νίκος Κωνσταντάρας αφού παραθέσει κάποιες πληροφορίες (προερχόμενες από την χαρακτηριστική «κοπιαστική» ελληνική δημοσιογραφική εργασία: «Πήρα τηλέφωνο Ιρλανδό συνάδελφο στο Δουβλίνο και τον ρώτησα: «Εσείς γιατί δεν απεργείτε; Δεν είναι οργανωμένα τα συνδικάτα σας;») καταλήγει στο συμπέρασμα: «η περιγραφή της ιρλανδικής ιδιαιτερότητας υποδεικνύει ότι ίσως οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του ιρλανδικού και του ελληνικού εργατικού κινήματος είναι ότι εκεί διαπραγματεύονται πάνω σε συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, δε χρησιμοποιούν το ύστατο, πολυτιμότερο όπλο – την απεργία – σαν μια αφηρημένη καταγγελία και όλοι φοβούνται τις συνέπειές της» - το πρωτοσέλιδο άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα δεν απηχεί προσωπικές απόψεις, αλλά εκφράζει το γενικότερο «πολιτικό πνεύμα» που κυριαρχεί στο συγκεκριμένο δημοσιογραφικό φύλλο.

Δε θα επεκταθώ στο περιεχόμενο του άρθρου και τις κουτοπόνηρες συγκρίσεις αναφορικά με τη στάση των ιρλανδικών συνδικάτων απέναντι στην πολιτική των μνημονίων στη συγκεκριμένη χώρα: εκεί υπάρχουν συνδικάτα για να υπερασπίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα συμφέροντα των εργαζομένων – στην Ελλάδα κόμματα και εργοδοσία φρόντισαν να διαλύσουν (ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980) κάθε έννοια συνδικαλιστικής δράσης, πολλές φορές ακόμη και με γκανγκστερικούς τρόπους.

Επ΄ αυτού απόλυτη σιωπή από τους δημοσιογράφους του τύπου «πήρα τηλέφωνο [έναν] συνάδελφο»: όσοι σιωπούν για την ανυπαρξία ελεύθερων συνδικάτων στη χώρα μας συμβάλλουν με τη σιωπή τους στη διαιώνιση της διαφθοράς και της πολιτικής καθυστέρησης – αυτό που αναφέρουν οι διάφοροι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί ως «συνδικάτα» στην προσπάθειά τους να συκοφαντήσουν το συγκεκριμένο θεσμό και να απομακρύνουν τους εργαζόμενους από τη συλλογική κοινωνική δράση είναι ένα παρακλάδι του διεφθαρμένου καθεστώτος.

Η σοσιαλιστική σκοπιά: Ο Αντώνης Τρίτσης πέρα από τις επισημάνσεις για το ρόλο του συνδικαλιστικού κινήματος και το ενδεχόμενο «να εξοκείλει σε ξέρες» η ελληνική κοινωνία λόγω της χειραγώγησής του, επεσήμανε και μια σειρά άλλα «προφητικά», από τα οποία παραθέτω ενδεικτικώς το ακόλουθο: «δεν πιστεύω ότι υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ μισθού και οποιασδήποτε απόδοσης. Πρέπει να βρεθεί στην ζωή μας θέση για την ιδεολογία, την δημιουργικότητα, το όραμα, την έμπνευση. Από αυτό σήμερα εξαρτάται κυρίως η δημιουργία και η απόδοση. Μόνο με αυξήσεις δεν προχωρά ένας τόπος. Ανοίγουν απλώς περισσότερες… ταβέρνες και γίνονται «αγροτεμάχια» όλο και περισσότερες παραγωγικές περιοχές. Πρέπει να απελευθερωθούμε από το «σύνδρομο της μεσαίας τάξης». Κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε τα πάντα – ακόμα και την ίδια την Ελλάδα και τη ζωή – σε «αιτήματα», «κεκτημένα δικαιώματα», «υπερωρίες» και «οικόπεδα». Αυτά πρέπει να τα σκεφτούν κυρίως όσοι μιλούν από την σκοπιά του σοσιαλισμού. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα διανομής μιας πλούσιας παραγωγής. Πρωταρχικά έχει πρόβλημα παραγωγής αυτής καθαυτής» [οπ. πρ. σ. 173] – αυτά σε ανύποπτο χρόνο από έναν «ελληνοκεντρικό» αριστερό ριζοσπάστη σοσιαλιστή από τα Επτάνησα.

 

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου