Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση British Medical Journal (Clinical research ed.) 285. Ο John Hewetson (1913-1990) ήταν Βρεττανός αναρχικός γιατρός, ακτιβιστής, συγγραφέας και αρχισυντάκτης της αναρχικής εφημερίδας War Commentary.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 27 Σεπτεμβρίου, 2023





Στη διάρκεια του 2ου ΠΠ ήμουν αντιρρησίας συνείδησης και φυλακίστηκα τρείς φορές- για εφτά μέρες, για εφτά εβδομάδες και για εφτά μήνες. Φυσικά είμαι νευρικός πως θα φυλακιστώ για τέταρτη φορά! Ήμουν μεταξύ θέσεων εφημερίας εκείνη τη περίοδο και η φυλάκιση δυσκόλευε το να βρω δουλειά. Δεν χρειάζονταν όμως να εγκαταλείψω σημαντικές θέσεις ή να χάσω ένα ιατρείο που χτίστηκε με κόπο για πολλά χρόνια. Από αυτή την πλευρά δεν ήταν μια σημαντική τραυματική εμπειρία που άφηνε την ζωή μου σε συντρίμμια ή κάτι αντίστοιχο. Ακόμη και έτσι ήταν σημαντικό σοκ, και με βύθισε σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε με είχε προετοιμάσει να συναντήσω η ιατρική.

Οι κρατούμενοι συλλέγονται από τα δικαστήρια σε Μαύρες Μαρίες (ΣτΜ: Black Maria, αργκό που σημαίνει αστυνομική κλούβα) με μικροσκοπικά παράθυρα και κάθονται στοιβαγμένοι τόσο κοντά (αν και σε ξεχωριστά «κελιά») που τα πόδια του ενός είναι χωμένα κάτω από το κάθισμα του ανθρώπου μπροστά σου και το πάνελ που σας χωρίζει είναι μερικά εκατοστά από το πρόσωπο σου. Αναμφίβολα εξοικονομεί χώρο, αλλά το κλειστοφοβικό συναίσθημα που προκαλεί είναι απαίσιο. Μεταφέρεσαι στο αστυνομικό τμήμα της Ρότσεστερ Ρόου, και μετά η ίδια κινητή τοστιέρα σε μεταφέρει στη κανονική φυλακή. Στην υποδοχή της φυλακής αλλάζεις τα ρούχα σου με τα εκπληκτικά ανώνυμα ρούχα της φυλακής. Η υποδοχή του Γουόρμγουντ Σκράμπς μου έχει γίνει ιδιαίτερα οικεία. Παραδόξως είναι ακριβώς δίπλα από τη μεταπτυχιακή ιατρική σχολή του Νοσοκομείου Χάμερσμιθ στην Οδό Ντουκάν, όπου πέρασα δυο κουραστικά χρόνια στα επείγοντα. Ο αξιωματικός στην υποδοχή με χαιρέτησε με ένα χαρωπό «Πάλι εσύ!». Πρόσθεσε όμως στον συγκρατούμενο μου «Αν είσαι σαν και αυτόν θα τα πας καλά». Είναι ωραίο να σε εκτιμούν και να σε καλωσορίζουν.

Στο Χάμερσμιθ είχα περιποιηθεί πολλούς από τους φύλακες δίπλα και τα παιδιά τους. Οι φυλακισμένοι τους αποκαλούν περιφρονητικά «καρφιά» και από προηγούμενη εμπειρία δεν τους είχα σε καμιά σημαντική υπόληψη. Ως ασθενείς όμως δεν τους βρήκα διαφορετικούς από όλους τους άλλους, και ενδιαφέρονταν το ίδιο για τους πόνους στα αυτιά και τις άλλες ασθένειες τους. Και ήταν εξίσου ευγνώμονες· την πρώτη νύχτα της τρίτης φυλάκισης μου η πόρτας του κελιού μου ξεκλείδωσε με θόρυβο και μια τεράστια κούπα κακάο σπρώχτηκε μέσα μαζί με ένα μουρμουρητό «Σε ευχαριστώ που ήσουν καλός με το παιδί μου!». Ένας άλλος νεαρός φύλακας που του είχα βάλει νάρθηκα στο σπασμένο σκαφοειδές του επέμενε με περηφάνια να μου δείχνει τι καλό αποτέλεσμα είχαμε πετύχει. Μετά από αυτό μου ζητούσαν συμβουλές  διαρκώς – στην άσκηση, στα εργαστήρια, στα γεύματα και για κάθε πιθανή ασθένεια ή πρόβλημα. Ακόμη και ο παπάς, όταν ήρθε να μου προσφέρει πνευματική παρηγοριά, πέρασε την περισσότερη ώρα λέγοντας μου τα οικογενειακά του προβλήματα, και τους φόβους και τις ελπίδες που είχε για τα παιδιά του. Τα πηγαίναμε θαυμάσια. Κάθε γιατρός ξέρει το πρόβλημα να τους αναγκάζουν να κάνουν κάτι σε ακατάλληλες στιγμές· αισθανόμουν πως ένας γιατρός στη φυλακή είναι  σίγουρα ακίνητος στόχος,

Διαμαρτυρόμουν πως δεν είχα εργαλεία, μέσα θεραπείας. Η παράκληση μου «Γιατί δεν πάτε στους γιατρούς της φυλακής;» αγνοούνταν αμέσως. Δίχως αμφιβολία η κατάσταση μου με έκανε προκατειλημμένο, αλλά μου φαίνονταν πως οι επίσημοι γιατροί έδιναν την εντύπωση πως το βασικό τους καθήκον ήταν στη φυλακή, σε βάρος της σχέσης γιατρού-ασθενή. Πολύ διαφορετικοί ήταν οι τοπικοί γενικοί γιατροί που έρχονταν μέσα και αντιμετώπιζαν τις περισσότερες από τις καθημερινές ασθένειες.

Στη διάρκεια της πρώτης μου ποινής – εφτά μέρες – δούλεψα σαν καθαριστής. Μου έδειξε πως ένας συμπαθητικός τύπος που δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει. Φοβόνταν τις μακριές 14 ώρες (από τις 4μμ ως τις 6πμ) που ήμασταν κλειδωμένοι στα κελιά μας, και του άρεσε να περνά την ώρα του κοιτώντας δεμένα αντίγραφα του Illustrated London News από είκοσι χρόνια νωρίτερα. Η δουλειά μου ήταν να τρίβω το πλακόστρωτο διάδρομο έξω από τα κελιά, για να το κάνω πιο ενδιαφέρον, έτριβα το πρώτο πλακάκι με σαπούνι, έπλενα το δεύτερο με ένα βρεγμένο σφουγγαρόπανο και άφηνα το τρίτο ανέγγιχτο. Όταν ήταν όλα στεγνά προσπαθούσα να βρω ποιο είχε ποια αντιμετώπιση, και έβλεπα πως όλα έμοιαζαν ίδια. Ήταν ένα είδος ερευνητικού εγχειρήματος.

Ένας Απαγχονισμός

Αργότερα δούλεψα στο πλυντήριο στο Γουόντσγουορθ. Οι φυλακισμένοι ξέραιναν φύλλα χρυσάνθεμου στην μηχανή σιδερώματος για να έχουν ένα υποκατάστατο καπνού. Στο Σκράμπς δούλεψα στο εργαστήριο καλαθοπλεχτικής, και έφτιαξα 128 καλάθια πατατών. Ο εκπαιδευτής ανησυχούσε για «τα χέρια χειρουργού μου» αλλά οι βρεγμένοι μίσχοι ιτιάς δεν με πείραξαν ποτέ. Μάλλον το απολάμβανα. Ως καθήκον στο κελί πρέπει κανείς να ράψει σάκους αλληλογραφίας – οχτώ κόμποι ανά ίντσα. Στους κεντρικούς σταθμούς ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να αντισταθώ στο να κοιτάω σάκους αλληλογραφίας για να σιγουρευτώ πως έχουν ραφτεί σωστά! Εκείνες τις μέρες μπορούσες να κερδίσεις μέχρι 11 πένες (παλιές πένες) την εβδομάδα, και το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσες να τις χρησιμοποιήσεις ήταν ο καπνός. Δεν κάπνιζα, έτσι πλήρωνα πολύ πρόθυμα συναδέρφους να ράψουν για εμένα τους σάκους, και έτσι κέρδιζα επιπλέον χρόνο για διάβασμα, αν και δεν κέρδισα ποτέ παραπάνω από εφτά πένες την βδομάδα. Κανένας δεν έπαιρνε αρκετό καπνό και κάποιος έκανε πλάκα πως κάπνιζε το ένα μετά το άλλο για πέντε λεπτά κάθε εβδομάδα.

Το τρίτο πρωινό της πρώτης μου φυλάκισης  απαγχονίστηκε ένας άνδρας. Ήταν στο Γουόντσγουορθ. (Το Γουόρμγουντ Σκραμπς, η φυλακή των πρωτάρηδων είχε παραδοθεί στη γυναικεία υπηρεσία του πολεμικού ναυτικού). Ολόκληρη η φυλακή ήταν σε αναστάτωση με προσμονή και ανησυχία. Άλλοι φυλακισμένοι μου είπαν πως ο θάλαμος εκτελέσεων ήταν κάτω από το κεντρικό τμήμα του αστεροειδούς κτιρίου, και πως ο μεταλλικός ήχος όταν άνοιγε η καταπακτή μπορούσε να ακουστεί ξεκάθαρα σε ολόκληρη τη φυλακή. Έτσι ώστε να είμαστε όλοι εκτός ηχητικής εμβέλειας, μεταφερθήκαμε όλοι μετά από το πρωινό να ασκηθούμε σε μια απομακρυσμένη παροπλισμένη πτέρυγα – ένα κτίριο σαν αστέρι με τρεις ακτίνες. (Φαίνεται απίστευτο σήμερα όταν άνθρωποι ζουν τρεις σε ένα κελί σε ένα ασφυκτικά υπέρπληρες σωφρονιστικό σύστημα, που υπήρχαν διαθέσιμες κενές πτέρυγες). Για να μην έχουμε επίγνωση πότε η θα έρθει η μοιραία ώρα στις 8 το πρωί, όλα τα ρολόγια είχαν σταματήσει και ήταν σιωπηλά. Αν μη τι άλλο, αυτές οι προφυλάξεις απλά έκαναν την ένταση πιο έντονη, και οι φυλακισμένοι δεν σκέφτονταν και δεν μιλούσαν για τίποτα άλλο. Δεν σημαίνει πως ήταν όλοι εναντίον της εκτέλεσης αυτής καθαυτής. «Σκότωσε ένα τύπο, έτσι δεν είναι; Του αξίζει να πεθάνει», μου είπε ένας καθώς περπατούσαμε γύρω στην αυλή άσκησης εκείνο το πρωινό του Απρίλη· όμως η αίσθηση του φόβου και του δέους κυριαρχούσε σε όλους μας, φυλακισμένους και φύλακες εξίσου. Στη Φυλακή Μπαρλίνι στη Γλασκώβη, ένας διευθυντής είχε αυτοκτονήσει την μέρα πριν πραγματοποιηθεί μια εκτέλεση. Καθώς περνούσε η μέρα η κανονικότητα σταδιακά επανήλθε, αλλά ήταν μια παράξενη και τρομερή εμπειρία, αδύνατο να ξεχαστεί.

Οι φυλακές στη διάρκεια του πολέμου ήταν γεμάτη με κάθε εθνικότητα – Αμερικάνους, Καναδούς (τους οποίους θυμάμαι να είναι εξαιρετικά βρομόστομοι, Γάλλους, Πολωνούς και Ολλανδούς. Έπαιζα σκάκι με ένα Πολωνό που βολεύονταν με ένα μίγμα αγγλικών και γαλλικών. Ένας νεαρός Ολλανδός στρατιώτης κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε ως ο υποτιθέμενος «αρχηγός» στην αναταραχή στο εργαστήριο ραπτικής. Ένας από τους φίλους μου ήταν μάρτυρας στο περιστατικό και ήξερε πως ήταν αναμφίβολα αθώος. Παρόλα αυτά, έχασε την απαλλαγή και τα προνόμια του και μεταφέρθηκε σε άλλη φυλακή. Η αίσθηση της αδικίας αυξήθηκε  επειδή οι δικαστές που ήρθαν του αρνήθηκαν να καλέσει μάρτυρες για την υπεράσπιση του – ένα δικαίωμα υπό τους κανονισμούς της φυλακής. Κάποιοι από εμάς προσπάθησαν να περάσουμε τα γεγονότα έξω από τη φυλακή, και φυσικά, βρέθηκαν. Χάσαμε δυο μήνες απαλλαγής και μας επιβλήθηκε η μέγιστη περίοδος ποινικής διατροφής, ψωμί και νερό για τρεις μέρες. Ο διευθυντής ένοιωσε έκπληξη όταν ασκήσαμε το δικαίωμα μας να στείλουμε αναφορά στον Υπουργό και απλά μεταφέραμε  το όλο γεγονός ξανά, νομίζω πως κάναμε εντύπωση στις αρχές γιατί μας έδωσαν πίσω ένα μήνα από τη χαμένη μας απαλλαγή! Δεν ξέρω τι απέγινε το αγόρι από την Ολλανδία.

Σαν Οικοτροφείο

Ενώ ήμουν τιμωρημένος με νερό και ψωμί μόνο, κάποιος από τη κουζίνα της φυλακής ως από μηχανής θεός πέρασε στο κελί μου μια φρατζόλα, κομμένη στα δυο, που περιείχε ένα τεράστιο κομμάτι βούτυρο, μια ευπρόσδεκτη πράξη αλληλεγγύης. Την έκρυψα. Μισή ώρα όμως ένας από τους αρχιφύλακες (ένας βαθμός σήμερα γνωστός από τον «Κύριο Μακέι» στη σειρά «Πόριτζ» του Ronnie Barker), με διάλεξε για έναν από τους περιοδικούς ελέγχους κελιών. Ένας από τους φύλακες  που τον συνόδευαν βρήκε το μικρό μου λαθραίο σχεδόν αμέσως, και σκέφτηκα πως είχα τελειώσει. Για έκπληξη και ανακούφιση μου όμως απλά με κοίταξε σηκώνοντας το ένα φρύδι, και το κράτησε πίσω από τη πλάτη του μέχρι να τελειώσει η έρευνα. Τότε το επέστρεψε στη κρυψώνα του και ξανακλείδωσε τη πόρτα του κελιού.

Τα επεισόδια αυτά μου θυμίζουν πως η φυλακή μοιάζει πολύ με οικοτροφείο. Είσαι σαν νέο αγόρι που πρέπει να αντέξει επιμελητές και νταήδες και να συνηθίσεις στην  ιεραρχία. Κόσμος μου έχει πει, «Πρέπει να είναι πολύ χειρότερα για εσένα, μορφωμένο άνθρωπο!». Αισθανόμουν όμως πως τα είχα περάσει όλα ξανά στο ανοιχτό ιδιωτικό σχολείο μου. Για το συνάδερφο μου καθαριστή στο Γουόντσγουορθ, το να χασμουριέται ξεφυλλίζοντας το Illustrated London News, οι μακριές ώρες περνούσαν επώδυνα αργά. Για εμένα αντίθετα, οι μήνες μέσα μου πρόσφεραν εκπληκτικές ευκαιρίες για διάβασμα. Ποτέ ξανά δεν διάβασα τόσο προσεκτικά το BMJ και το Lancet. Ένας από τους συγκρατούμενους μου κάποιος που πουλούσε μεταχειρισμένα βιβλία και τον ήξερα για πολλά χρόνια, και είχε κατορθώσει να πάρει τη δουλειά του βιβλιοθηκάριου. Μου έφερε το κατάλογο, και αισθάνθηκα έκπληξη διαπιστώνοντας το πλούτο των τίτλων που περιείχε. Ένας φίλος που ήταν περιπλανώμενος ακτιβιστής, φυλακισμένος για κάποια παραβίαση ελευθερίας της έκφρασης σε κάποια φυλακή της Σκωτίας, πήγε στο διευθυντή, καθώς έφτανε η μέρα της απελευθέρωσης του, και ρώτησε να μπορούσε να μείνει μερικές ακόμη μέρες καθώς μόλις άρχιζε το τελευταίο τόμο της Ρώμης του Gibbon! Ο διευθυντής Αρνήθηκε το αίτημα του.

Η υπεραφθονία ελεύθερου χρόνου μου πρόσφερε μερικές υπέροχες συζητήσεις με κάθε είδους ανθρώπους, όπως και με συγκεκριμένους φίλους. Οι εκπαιδευτικές παρελάσεις ήταν μεγάλες βόλτες με κουβέντα, και οι ώρες  «κοινωνικοποίησης» στο δωμάτιο ψυχαγωγίας αφιερώνονταν σε παιχνίδια σκακιού, ντάμας ή χαρτιών, ή απλά κουβέντας. Παρόμοια ο χρόνος στα εργαστήρια ήταν όλο κουβέντα –  με τους φύλακες και τους εκπαιδευτές όπως και με τους συντρόφους κάποιου, που ήταν ένα πολυσυλλεκτικό σύνολο πολύ διαφορετικό από τους ανθρώπους που συναντά κανείς στο στενότερο κοινωνικό περιβάλλον εκτός φυλακής, δυο φιλίες που έκανα στο Σκραμπς έχουν κρατήσει μια ζωή.

Το να κάνω αιτήσεις για δουλειά μετά την αποφυλάκιση ήταν πολύ δύσκολο. Στη συνέντευξη φυσικά ρωτούν κάποιον με τι ασχολούνταν μετά τη προηγούμενη δουλειά του. Δεν προσπάθησα ποτέ να υπεκφύγω, και τελικά κέρδισα μια ευνοϊκή ακρόαση και πολλές απορίες· σπάνια όμως έπαιρνα τη δουλειά. Στο τέλος έπαιρνα τις δουλειές που δεν φαίνονταν να θέλει κανείς, και μετά από μερικές τέτοιες μπορούσα, πραγματικά, να προσφέρω μια ικανοποιητικά μονότονη εκδοχή των τελευταίων θέσεων μου. Δεν μπορώ να πω πως υπέφερα ιδιαίτερα από το στίγμα της φυλακής. Δεν το διατυμπάνισα ποτέ, όμως δεν χρειάστηκε πρακτικά ποτέ να επιλέξω μεταξύ ψεύτικης άρνησης ή λίγο πολύ άβολης παραδοχής. Απλά δε σε ρωτάνε. Μόνο μια φορά, όταν είχα το ιατρείο μου ήδη για αρκετά χρόνια, αντιμετώπισα ένα σοβαρό δίλλημα. Ένας παλιός φίλος, που ήταν ο αδερφός ενός βουλευτή, μου ζήτησε να πληρώσω εγγύηση για αυτόν. Στο δικαστήριο, ο δικηγόρος του, με συμβούλεψε σοβαρά να μην δώσω εγγύηση, αν και δεν υπήρχε κανείς άλλος διαθέσιμος. Φαίνεται πως η αστυνομία ήταν αντίθετη με την εγγύηση και ήταν έτοιμη να φέρει στην επιφάνεια το μητρώο μου. Εξαιτίας του αδερφού του, η περίπτωση του φίλου μου είχε τραβήξει δημοσιογράφους από όλες τις απογευματινές εφημερίδες και ο δικηγόρος φοβήθηκε πως θα μου έκανε επαγγελματική ζημιά. Το σκέφτηκα για λίγο, αλλά μου φάνηκε πως δεν μπορούσα να ζω τη ζωή μου σε ένα σύννεφο συγκάλυψης, έτσι αποφάσισα να ρισκάρω και να καταβάλω την εγγύηση. Η αστυνομία τα αποκάλυψε όλα, ο δικαστής με ρώτησε αν το Γενικό Ιατρικό συμβούλιο είχε λάβει δράση εναντίον μου (κάτι που δεν είχε κάνει), και απέρριψε την απαίτηση της αστυνομίας και επέτρεψε την εγγύηση, οι απογευματινές εφημερίδες ανέφεραν λεπτομερώς, και επέστρεψα μάλλον διατακτικά στο απογευματινό μου ιατρείο. Τελικά μόλις δυο ασθενείς μου αναφέρθηκαν στο ζήτημα. Η μια, μια υπερήλικη κυρία που ήταν περήφανη πως ήταν η πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος στη Daily Mail με κάλεσε με έκδηλο ενδιαφέρον και συζητήσαμε για αυτό. Ο άλλος, ο ιδιοκτήτης της τοπικής παμπ, δεν είπε τίποτα άμεσα, αλλά με καλωσόρισε με ασυνήθιστη ζεστασιά και επέμενε να με κεράσει ένα ποτό, μιλώντας ζωηρά για τις πιθανότητες να πάρουμε ένα γκαράζ το οποίο ήλπιζε πως θα μπορούσαμε να μοιραζόμαστε.

Γενικά δεν μπορώ να πω πως η φυλακή ήταν σοβαρό τραύμα. Έχω την τάση να ξεχνώ την αγανάκτηση και τη μοναξιά κλεισμένος σε ένα κελί, και για την νοσταλγία για τους φίλους και την οικογένεια έξω. Αντίθετα θυμάμαι την διεύρυνση της εμπειρίας κάποιου, τα χαρούμενα και διασκεδαστικά και ενίοτε συγκινητικά πράγματα. Σίγουρα έμαθα πολλά· αλλά θα μπορούσες να το πεις μαθαίνοντας με το δύσκολο τρόπο.