Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 06 Ιαν 2024
Σύγκρουση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο;
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
Το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο απλώς δίνουν στην Ελλάδα τη διακριτική ευχέρεια να ανοίξει την αγορά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η Ελλάδα με τη σειρά της, μέσω του Συντάγματός της, έχει επιλέξει να μην ανοίξει αυτήν την αγορά. Το θέμα λοιπόν δεν είναι νομικό. Είναι καθαρά πολιτικό, ζήτημα πολιτικής επιλογής και πολιτικής βούλησης. Ομως αν η Ελλάδα πρόκειται να αλλάξει τη συνταγματική επιλογή της, τότε θα πρέπει να το κάνει σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική διαδικασία της. Ας πάρουν λοιπόν την πολιτική ευθύνη αυτοί και αυτές που θέλουν να κάνουν αυτήν την πολιτική επιλογή –παίρνοντας μαζί και την πολιτική ευθύνη της καταστρατήγησης του Συντάγματος, εφόσον δεν ακολουθήσουν τη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης.

Σε γνωμοδότησή τους για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, μια σύνοψη της οποίας δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 9-10 Δεκεμβρίου 2023, οι Ευάγγελος Βενιζέλος και Βασίλης Σκουρής υποστηρίζουν ότι η καθαρή απαγόρευση της ίδρυσης μη κρατικών Πανεπιστημίων από το αρ. 16 (παρ. 5 και 8) του Συντάγματος μπορεί να παρακαμφθεί μέσω μιας σύμφωνης με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο ερμηνείας των σχετικών διατάξεων.

Χωρίς να έχω δει την πλήρη γνωμοδότηση, καθώς εξ όσων γνωρίζω δεν έχει δοθεί ακόμα στη δημοσιότητα, εκφράζω εδώ δύο βασικές ενστάσεις για τη μεθοδολογία που οδηγεί στη δήθεν σύμφωνη με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο ερμηνεία του αρ. 16 του Συντάγματος. Υπάρχουν και άλλες επιμέρους ενστάσεις που λόγω χώρου δεν περιέλαβα σε αυτή τη σύντομη δημοσίευση.

Ενσταση πρώτη: Η καθαρή γραμματική ερμηνεία του αρ. 16 απαγορεύει ρητά την ίδρυση ΑΕΙ από ιδιώτες, καθώς και την ίδρυση ΑΕΙ που δεν είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Οι συγγραφείς προσπαθούν να παρακάμψουν τη ρητή απαγόρευση μέσω «σύμφωνης με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο ερμηνείας». Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος, η «εναρμονισμένη ερμηνεία» ή «consistent interpretation», είναι όντως μια διαδεδομένη ερμηνευτική μέθοδος, η οποία όμως, προκειμένου να επιστρατευτεί, απαιτεί το γράμμα της σχετικής διάταξης να επιτρέπει παραπάνω από μία ερμηνείες, να είναι δηλαδή κατ’ ελάχιστον αμφιλεγόμενο.

Τότε είναι που η μέθοδος της «εναρμονισμένης ερμηνείας» κατευθύνει τον ερμηνευτή/την ερμηνεύτρια του νόμου ως προς το πώς να επιλέξει μεταξύ δύο εξίσου αποδεκτών (γραμματικά) ερμηνειών. Ομως στη γνωμοδότησή τους οι συγγραφείς φαίνεται αντίθετα να χρησιμοποιούν την ερμηνευτική μέθοδο όχι προκειμένου να επιλέξουν μεταξύ τέτοιων γραμματικά αποδεκτών ερμηνειών, αλλά αντίθετα προκειμένου να ανατρέψουν την καθαρή γραμματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, να ερμηνεύσουν δηλαδή το Σύνταγμα contra legem. Πρόκειται για μια κατά τη γνώμη μου ακραία εκδοχή της ερμηνευτικής μεθόδου που δεν γίνεται γενικά αποδεκτή.

Ενσταση δεύτερη: Οι συγγραφείς καταφεύγουν στην ερμηνευτική μέθοδο της «εναρμονισμένης ερμηνείας» προκειμένου, όπως υποστηρίζουν, να αποφύγουν «περιττές και μάταιες συγκρούσεις» με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο και ειδικότερα τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Υπάρχει όμως τέτοια σύγκρουση ή πρόκειται απλώς για έναν αχυράνθρωπο που μόνοι τους κατασκευάζουν οι συγγραφείς προκειμένου να του επιτεθούν αμέσως μετά;

Νομίζω ότι οι συγγραφείς μόνοι τους ανακαλύπτουν σύγκρουση μεταξύ Συντάγματος και του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου, προκειμένου να την επιλύσουν μετά με προσφυγή στην εναρμονισμένη ερμηνεία υπέρ του ούτως ή άλλως κατά τη διεθνή πρακτική ιεραρχικά ανώτερου ενωσιακού και διεθνούς δικαίου. Πουθενά όμως δεν φαίνεται να στοιχειοθετούν ότι το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο επιβάλλουν την υποχρέωση νομοθέτησης πλαισίου για τη λειτουργία ιδιωτικών ή μη κρατικών Πανεπιστημίων.

Για να εξηγήσω αυτό το τελευταίο σημείο, να πω (εν συντομία) ότι το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο μπορεί να επιβάλλουν τη νομοθέτηση ή απλώς να επιτρέπουν τη νομοθέτηση. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να έχουμε σύγκρουση μεταξύ εθνικού δικαίου (π.χ. του Συντάγματος) που απαγορεύει την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ και ενωσιακού/διεθνούς δικαίου που επιβάλλει την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ. Ομως ούτε το ενωσιακό ούτε το διεθνές δίκαιο επιβάλλουν τέτοιο πράγμα. Απλώς το επιτρέπουν: όσα κράτη θέλουν μπορούν να νομοθετήσουν σχετικά. Αν επιλέξουν να επιτρέψουν τη λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ, αν ανοίξουν δηλαδή τη σχετική αγορά, τότε θα πρέπει η σχετική νομοθεσία να είναι σύμφωνη με τις επιταγές του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου ως προς τον ανταγωνισμό, τη Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών (GATS) κ.λπ.

Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας δεύτερης περίπτωσης, όπου το ενωσιακό/διεθνές δίκαιο επιτρέπουν απλώς την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων -χωρίς να την επιβάλλουν- ενώ το εθνικό Σύνταγμα, κινούμενο εντός του πλαισίου διακριτικής ευχέρειας που το ίδιο το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο αφήνουν στον εθνικό νομοθέτη, την απαγορεύει. Καμία σύγκρουση δεν υπάρχει επομένως, ώστε να χρειάζεται να εναρμονίσουμε το ελληνικό Σύνταγμα με το ενωσιακό/διεθνές δίκαιο. Το τελευταίο επιτρέπει απλώς σε όσα κράτη θέλουν να ιδρύσουν μη κρατικά Πανεπιστήμια και η Ελλάδα λέει «εγώ δεν θέλω». Δεν είναι άλλωστε η μόνη χώρα, ούτε και στην Ε.Ε., που δεν θέλει.

Για να το πω ακόμη πιο απλά: είναι άλλο πράγμα να σου επιβάλλεται να «ανοίξεις» μια αγορά και είναι άλλο πράγμα να σου επιτρέπεται να την ανοίξεις αν θέλεις. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει υποχρέωση, στη δεύτερη υπάρχει διακριτική ευχέρεια. Αν φυσικά διαλέξεις, στη δεύτερη περίπτωση, να ανοίξεις τη σχετική αγορά, όπως έχεις δικαίωμα, τότε φυσικά θα πρέπει να τη ρυθμίσεις με τρόπο σύμφωνο προς το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο.

Εν προκειμένω το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο απλώς δίνουν στην Ελλάδα τη διακριτική ευχέρεια να ανοίξει την αγορά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η Ελλάδα με τη σειρά της, μέσω του Συντάγματός της, έχει επιλέξει να μην ανοίξει αυτήν την αγορά. Το θέμα λοιπόν δεν είναι νομικό, με όλο τον σεβασμό προς τους συγγραφείς της γνωμοδότησης. Είναι καθαρά πολιτικό, ζήτημα πολιτικής επιλογής και πολιτικής βούλησης.

Ομως αν η Ελλάδα πρόκειται να αλλάξει τη συνταγματική επιλογή της, τότε θα πρέπει να το κάνει σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική διαδικασία της. Το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο τίποτα δεν επιβάλλουν επ’ αυτού. Ας πάρουν λοιπόν την πολιτική ευθύνη αυτοί και αυτές που θέλουν να κάνουν αυτήν την πολιτική επιλογή –παίρνοντας μαζί και την πολιτική ευθύνη της καταστρατήγησης του Συντάγματος, εφόσον δεν ακολουθήσουν τη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης.

*Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Οξφόρδης

από:  https://www.efsyn.gr

 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου