Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 22 Μαρ 2024
Disiecta Membra #5: Τι γίνεται με τη Θήβα;
Κλίκ για μεγέθυνση
Η θρυλούμενη ομορφιά της χώρας, με την οποία έχουν γαλουχηθεί γενιές Ελλήνων, είναι σαν τα μικροαστικά σαλονάκια των 60s, που άνοιγαν μια φορά τον χρόνο.

«Μιλούν άλλωστε τόσο συχνά για την ομορφιά του τόπου τους. Και δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί ότι την έχουν περί πολλού. Κι όμως, αυτό γίνεται μόνο και μόνο για να τραβήξει τους λιγοστούς ξένους που με τα λεφτά τους θα πλουτίσουν όσους έχουν πανδοχεία». Το απόσπασμα αυτό βρίσκεται στην αρχή από «το κόκκινο και το μαύρο» του Σταντάλ. Μιλάει για ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ιούρα, γράφτηκε το 1830 και αναφέρεται στην ίδια εποχή.

Στο λοκντάουν και λίγο πριν, μοίραζα τον χρόνο μου ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θήβα, όπου μεγάλωσα και όπου βρέθηκα ξανά αργότερα ως καθηγητής σε επαγγελματικό λύκειο. Σε εκείνες τις παράδοξες συνθήκες του υγειονομικού εγκλεισμού άρχισε να γράφεται εκείνο το φανταστικό μετα-αποκαλυπτικό ημερολόγιο που κατέληξε στη μικρού μήκους ταινία Cargo.

Έγραφα στο προηγούμενο Disiecta Membra για το πώς το post-apocalyptic ευδοκίμησε σε έναν κόσμο νέο, που δεν γνώρισε κανέναν πόλεμο εδώ και αιώνες στο έδαφός του.

Τελείως αντίθετα από αυτό, η Θήβα μου γεννούσε τη φιλόξενη ασφάλεια ενός πολύ παλιού, πολύ φθαρμένου κόσμου που είχε ζήσει κάθε δυνατή Αποκάλυψη που επεφύλασσε η ανθρώπινη ιστορία σε διάρκεια μισής ολόκαινου, όσο είναι κατοικημένη.

Εντατική γεωργία και βιομηχανία και αδιάκοπη ανθρώπινη δραστηριότητα έχουν σημαδέψει τη γύρω γη. Η γη είναι εξαντλημένη, δουλεμένη εδώ και πολλούς αιώνες. Δεν υπάρχει ούτε το ίχνος κάποιας καταγεγραμμένης ανάμνησης από χρυσοθήρες ή υλοτόμους, όπως σε εκείνα τα μέρη της Αμερικής. Το τοπίο δεν έχει κάτι άσχημο από μόνο του, πέρα από την πολύ γνωστή στην Ελλάδα περιφρόνηση που έχει καταστήσει τόσο ελεεινά, τόσα μέχρι πριν από λίγο πολύ όμορφα τοπία. Η Θήβα μέσα στις τελευταίες λίγες δεκαετίες είδε τα επιφανειακά νερά να εξαφανίζονται, κάποιες έρημες μέχρι το 2000 παραλίες γέμισαν με μικρά αυθαίρετα εξοχικά, οι ασφαλτοστρώσεις έφτασαν σχεδόν παντού. Κάθε παραλία, μετά από τα δημοκρατικά αυθαίρετα του ‘80 γέμισε και από εκείνα τα απαίσια εξοχικά του εκσυγχρονισμού. Μάλλον, κάπως έτσι γίνεται μια γη που έχει ξεχάσει πως υπήρξε ακατοίκητη.

Η ασχήμια του ελληνικού τοπίου είναι ανθρωπογενής και πολιτική. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας εξάλειψης κάθε στοιχείου που δεν συμμορφωνόταν στην αντίληψη της ελληνικότητας: από τις σλαβικές εκκλησίες που γκρέμισε ο Καντιώτης στη Μακεδονία, την κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών της Χαλκίδας και του κάστρου στον Εύριπο. Είναι ακόμα η «δημοκρατική» ασχήμια της μικροϊδιοκτησίας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα μικρά και στριμωγμένα οικοδομικά τετράγωνα της Αθήνας ή στα, διάσπαρτα στην αγροτική γη, μίζερα κτισματάκια. Αυτή είναι και η όποια ασχήμια της Θήβας, η ασχήμια της πρώτης απελευθερωμένης Ελλάδας, και για αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία.

Όμως, δεν είναι αυτός ο λόγος που αν τη γκουγκλάρει κανείς θα πέσει σε δημοσιεύματα για το πόσο μνημειωδώς άσχημη υποτίθεται ότι είναι. Εξάλλου, ποτέ δεν κατάλαβα ποια ομορφιά αντικρίζει στην καθημερινότητά του ο κάτοικος της Κυψέλης ή των Εξαρχείων ή του Αγρινίου. Τείνω να πιστεύω ότι η θρυλούμενη ομορφιά της όμορφης χώρας μας, αυτή με την οποία έχουν γαλουχηθεί γενιές Ελλήνων, είναι κάπως σαν εκείνα τα μικροαστικά σαλονάκια των 60s-70s που άνοιγαν μόνο μια φορά τον χρόνο για να δεχτούν επισκέπτες. Μια ομορφιά που γίνεται κατανοητή μέσα από τα μάτια ξένων με ανώτερο από το δικό μας στάτους που θα έρθουν για να  χαζέψουν τους ιθαγενείς ενός θεματικού πάρκου. Που βρίσκεται εκεί για τους πελάτες των rbnb που έχουν εξορίσει τους κατοίκους από το κέντρο της Αθήνας. Η ομορφιά γίνεται αντιληπτή σαν περιουσιακό στοιχείο που πρέπει να αξιοποιηθεί για να αποδώσει εισόδημα. Δεν βιώνεται σαν μια αξία από μόνη της, ούτε αντιμετωπίζεται σαν παράγοντας ποιότητας ζωής ή ακόμα και δημόσιας ψυχικής υγείας. Αρκεί να δει κανείς την απόλυτη εξαχρείωση στην οποία έχουν ξεπέσει οι κοινωνίες στα αδιαμφισβήτητα «όμορφα», δηλαδή ακραία τουριστικοποιημένα μέρη της χώρας, για να καταλάβει τι σημαίνει η ομορφιά ως εμπόρευμα.

Η Θήβα έχει γλιτώσει από αυτή την ομορφιά και από τη συνακόλουθη εξαχρείωση. Είναι ένα μέρος όπου φτιάχνονται καλώδια χάλκινα και καλώδια οπτικής ίνας, αλουμινένια κουφώματα, πλαστικά εξαρτήματα για το εσωτερικό αυτοκινήτων, δονητές, τάπερ, πλαστικές συσκευασίες, παλιότερα Lada Niva και κάποιες Alfa Romeo 33. Δεν θέλω να εξωραΐσω αυτό που είναι η επαρχία σε όλη την Ευρώπη και ίσως περισσότερο σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Βρετανία παρά στην Ελλάδα: ένας τόπος που οι άνθρωποι διανύουν χιλιόμετρα για να πηγαινοέρχονται σε δουλειές στις γειτονικές πόλεις και να επιστρέψουν σε βαρετά απογεύματα στο σπίτι. Ένας τόπος όπου πολλοί πια μένουν σπρωγμένοι από το τεράστιο κόστος ζωής στις πόλεις. Ακόμα όμως και κάτω από την πίεση ενός τζογαδόρικου νεοφιλελευθερισμού, οι οικονομίες που βασίζονται σε μια πραγματική παραγωγή διατηρούν ίχνη κοινωνικής συνοχής και ευημερίας.

Η πραγματικότητα που εγώ συνάντησα ήταν αυτή μιας βαρετής κοινωνικής συνθήκης, ταυτόχρονα όμως μια νταραβεριτζίδικη αλλά αποτελεσματική, και ακόμα συμπεριληπτική κοινωνική ειρήνη. Οι άνθρωποι μπορούν να σου εξηγήσουν με λίγες λέξεις τι κάνουν, και μπορείς να πάρεις ένα ποτό χωρίς να σου εξηγήσει κανείς για το κόνσεπτ πίσω από αυτό. Στο τέλος  όμως, το ίματζ το διαμορφώνουν οι αναπαραστάσεις και οι κυρίαρχες αφηγήσεις. Είτε αυτές είναι τα αρχαία δράματα των Αθηναίων όπου όλα τα κακά συνέβαιναν κάπου στο Άργος ή στη Θήβα, είτε οι σύγχρονες ευρωπαϊκές ταινίες όπου η ενοχή δεν είναι ποτέ στα κέντρα των αποφάσεων αλλά στη διαφθορά της μικρής κοινωνίας.

Αυτό αναδεικνύει και το εξής: ο πολιτισμός δεν είναι κυρίως τουριστικό προϊόν, ούτε καν προϊόν. Είναι περισσότερο πολεμικό όπλο, αυτό που καθορίζει αν θα φτιάξεις μια ταυτότητα μέσα από τα δικά σου μάτια ή αν θα υιοθετήσεις αλλότριες αφηγήσεις. Τέλος πάντων, ήθελα να πω ότι μάλλον αγοράζω Μαρίνα Σάττι, χαίρομαι με τον Εισβολέα και τους Χατζηφργακέτα. Έχει τεράστια σημασία να φτιάχνει κανείς τις δικές του αφηγήσεις.

Γράφοντας αυτό το κείμενο έπεσα σε ένα άρθρο σε αθηναϊκό φρι πρες που έλεγε bakeries τους φούρνους. Θα έλεγα ότι με έναν τρόπο δείχνει ανάγλυφα τα αισθήματα μειονεξίας που κουβαλάει ένα evolue και gentrified κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, ότι συμπυκνώνει σε μια φράση μια κουλτούρα υποτέλειας.

 
 
Copyright © 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου