Μέρος 1ο
ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Υπάρχει μεγάλος συσχετισμός μεταξύ εθνικιστικού-εξουσιαστικού πολέμου και Εθνικό-απελευθερωτικού αγώνα. Υπάρχουν βέβαια και διαφορές. Όμως, τα ΚΟΙΝΑ χαρακτηριστικά στοιχεία είναι έντονα και ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΑ για την Συνολική Κοινωνική Απελευθέρωση.
Ένας κρατιστικός εθνικιστικός πόλεμος μπορεί ν’ αναπτυχθεί κύρια με βάση την υπάρχουσα κρατική συγκρότηση ενώ ο Εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος προβάλλει την απελευθέρωση από κάποιο εξουσιαστή – εθνικιστή κ.λπ.
Στην πρώτη περίπτωση ο εθνικιστικός αγώνας έχει προσδιορισμένο χαρακτήρα, όπως π.χ. ο αγώνας που έκανε ο Χίτλερ για τους υποτιθέμενους ομοεθνείς του (επιχειρώντας να ενώσει με τη βία τόσο κόσμο κάτω από το εφεύρημα του εθνικισμού και των «πολύτιμων» φυλετικών χαρακτηριστικών).
Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει προσδιορισμένος παράγοντας εξ αρχής, που να διαφαίνεται τουλάχιστον, αλλά υπάρχει ένας διαρκής κι εναλλασσόμενος επαναπροσδιορισμός με πολλές παλινδρομήσεις.
Και στους μεν και στους δε τα κοινά χαρακτηριστικά είναι τόσο το στοιχείο του εθνικισμού όσο και η οργανωμένη ιεραρχική κι εξουσιαστική δόμηση στην οποία οι ενταγμένοι άνθρωποι ακολουθούν και υπηρετούν τους πολιτικούς στόχους και τις επιδιώξεις της κυριαρχίας.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθούμε σε μια σειρά από απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς και οι οποίες φιλότιμα προσπαθούν να αναγνωρισθούν από τους αγωνιζόμενους ανθρώπους σαν ταυτιζόμενες με την κοινωνική απελευθέρωση.
Σημαντική θέση έχουν αυτές που υποστηρίζουν την ανάγκη ύπαρξης μιας θεωρίας προκειμένου οι αναρχικοί να μπορέσουν να διεξάγουν έναν αναρχικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (!!!).
Φυσικά μια τέτοια άποψη παραγνωρίζει πολλά στοιχεία που προαναφέρθηκαν σε σχέση με τη διάσταση ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, σε συνδυασμό με την επιμονή στην ύπαρξη «θεωρίας», η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ δεν είναι παρά μια προσπάθεια περιχαράκωσης των κοινωνικοαπελευθερωτικών αντιλήψεων κι απόψεων.
Η φοβερή αντιφατικότητα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο έννοιες του αναρχικού και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αλλά και σε κάθε υλική τους εφαρμογή είναι χαρακτηριστική.
Ας δούμε όμως καλύτερα την αφετηρία μιας τέτοιας άποψης.
Η αφετηρία της βρίσκεται στην αποδοχή και εισαγωγή του «ταξικού ζητήματος» μέσα στους εθνικοαπαλευθερωτικούς αγώνες σαν μιας δήθεν σημαντικής παραμέτρου της κοινωνικής απελευθέρωσης. Όμως, το «ταξικό ζήτημα» και ο συνακόλουθα προτεινόμενος «ταξικός αγώνας» δεν είναι απλά αμφισβητήσιμος αλλά εχθρικός προς τις διεργασίες για την κοινωνική απελευθέρωση.
Οι εκφραστές κι υποστηριχτές της «ταξικής άποψης» ενώ θέλουν να παρουσιάζονται σαν πολέμιοι του μαρξισμού, στην πραγματικότητα προβάλλουν πληθώρα από στοιχεία της μαρξιστικής ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει το «ταξικό ζήτημα» κι ο «ταξικός αγώνας», προκειμένου να συγκροτήσουν μια «ολοκληρωμένη θεωρία» για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Έτσι, μέσα σε μια τεράστια σύγχυση που προκαλούν οι κάθε λογής «ειδήμονες» των «εθνικών ζητημάτων» και της περί αυτών «αναρχικής θεωρίας», δηλώνουν πως «εθνικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός αυτών που, στα πλαίσια μιας δοσμένης ομάδας, υφίστανται την ίδια εκμετάλλευση» και πως «ο εθνικός πολιτισμός είναι «ταξικός πολιτισμός» και επομένως επαναστατικός πολιτισμός».
Είναι χαρακτηριστική στην προκειμένη περίπτωση η επίδραση, η αποδοχή αλλά και η αναπαραγωγή των μαρξιστικών εξουσιαστικών αντιλήψεων. Δημιουργείται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια μετατόπιση του ζητήματος της κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης με την ταυτόχρονη προσπάθεια εγκλωβισμού των δραστηριοτήτων των καταπιεσμένων σε «ταξικά ζητήματα» και υποθέσεις. Αυτή η μετατόπιση έχει τα αντίστοιχα αποτελέσματα με τον προβαλλόμενο, από τη μεριά των εξουσιαστικών φατριών, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος προτείνεται σαν πανάκεια για την απελευθέρωση των αγωνιζόμενων ανθρώπων από τα δεσμό του προηγούμενου κράτους, ετοιμάζοντάς τους, όμως, τα δεσμά ενός άλλου κράτους.
Όταν, λοιπόν, προβάλλεται ο «ταξικός αγώνας» σαν ο «μόνος τρόπος για να διασωθεί και να τονωθεί η εθνική ιδιαιτερότητα» σύμφωνα με την οποία «θα είναι δυνατό να οικοδομηθεί ο αντικρατικός σοσιαλισμός», είναι σαφές πως η εμμονή στην εθνική αυτή ιδιαιτερότητα τονίζει την ύπαρξη των «εθνικών χαρακτηριστικών» που έχουν διαμορφωθεί κι επιβληθεί από την κυριαρχία και δεν αναφέρεται στις διαφορετικότητες που πράγματι υπάρχουν ανάμεσα σ’ όσους απαρτίζουν μια ομάδα ανθρώπων.
Ανεξάρτητα από τις όποιες καλές προθέσεις τυχόν υπάρχουν, εκείνο που γίνεται ξεκάθαρο είναι πως τα εθνικά και συνάμα «ταξικά χαρακτηριστικά» αποτελούν σημαντικότατα στοιχεία και μέσα διαχωρισμών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ανθρώπων. Είναι άξιο απορίας με ποιο μαγικό τρόπο θα μπορέσουν να παραμερισθούν αυτοί οι διαχωρισμοί μέσα στην πορεία των «ταξικών αγώνων». Το βέβαιο είναι πως αντί να παραμερισθούν θα υπερτονισθούν ακόμη περισσότερο.
Φυσικά, ένα μερικό στοιχείο που προβάλλεται από τους υποστηριχτές της «ταξικής άποψης» (που κι αυτοί όπως κι ο Μαρξ δεν τολμούν να μπουν στον κόπο να προσδιορίσουν τι είναι τάξη κατά τη γνώμη τους) είναι ο αγώνας των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση μολονότι το ζήτημα φαίνεται απλό δεν είναι.
Για την άποψη στην οποία αναφερόμαστε —και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τις παραπάνω διατυπώσεις που περιορίζουν και συνάμα προσδιορίζουν το ζήτημα στη σχέση εκμεταλλευτή κι εκμεταλλευόμενου— ο οικονομικός παράγοντας παίζει καθοριστικό ρόλο μετατοπίζοντας έτσι το στόχο από την ουσία της αναρχικής και εν τέλει κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης, —η οποία θεωρεί πρωταρχικό πολέμιο της ανθρώπινης ελευθερίας την κυριαρχία—, στους οικονομικούς όρους τους οποίους αυτή συγκροτεί.
Έχουμε, μέσα απ’ όλες αυτές τις τοποθετήσεις, έναν ιδιόμορφο διεθνισμό μαρξιστικού χαρακτήρα, ο οποίος μη τολμώντας να εκφραστεί σαν τέτοιος μασάει τα λόγια του παίζοντας με τις λέξεις όπως «εθνική ιδιαιτερότητα», «εθνική βάση που αποτελείται από τον εκμεταλλευόμενο πληθυσμό» ενώ «δεν υπάρχει εθνική βάση ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο» και άλλα παρόμοια. Ο διεθνισμός αυτός γίνεται ξεκάθαρος στο βαθμό που ο «ταξικός» τους αγώνας θέλουν να στρέφεται ενάντια στους εκμεταλλευτές παγκόσμια (!!!) κι όχι ενάντια στην κυριαρχία.
Σημαντικό, μάλιστα, στοιχείο των ως άνω απόψεων είναι πως «ο εθνικός πολιτισμός (των εκμεταλλευόμενων εννοείται) είναι «ταξικός πολιτισμός» κι επομένως επαναστατικός πολιτισμός». Φυσικά κι ανεξάρτητα από την τραγελαφικότητα που εμπεριέχεται στην έννοια της «επαναστατικότητας του ταξικού πολιτισμού», η άκριτη κι εύκολη αποδοχή του όρου «επαναστατικός» είναι ένα ακόμα σοβαρό σημείο, δεδομένου πως από τη σκοπιά της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν έχει άμεσο και σημαντικό ενδιαφέρον ο όποιος επαναστατικός χαρακτήρας από μόνος του. Επαναστάσεις κι επαναστατικά χαρακτηριστικά μπορούν και υπάρχουν σε πολλές όψεις των κοινωνικών διεργασιών αλλά και σε συγκεκριμένες διαδικασίες. Εκείνο, όμως, το οποίο μπορεί να ενδιαφέρει τους αγωνιζόμενους ανθρώπους, είναι ο κοινωνικός απελευθερωτικός κι αντικρατικός επαναστατικός χαρακτήρας. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν λύνεται με την απλή αναφορά στο ότι υπάρχει κάτι το επαναστατικό στον προαναφερόμενο «πολιτισμό».
Οι υποστηριχτές του «ταξικού αγώνα», αποδεχόμενοι ως βασική αφετηρία τους τον οικονομικό παράγοντα, στρέφονται ενάντια στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ, όπως οι ίδιοι ανοιχτά ομολογούν. Μερικοποιούν κι επικεντρώνουν έτσι τη δράση τους σ’ ένα από τα στοιχεία της κυριαρχίας κι όχι στο σύνολό της.
Αυτή τη μερικότητα προσπαθούν να τη συγκαλύψουν, όταν δηλώνουν πως το «αναρχικό πρόγραμμα»(sic!!) που αφορά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα «δεν θα πρέπει να καταπιαστεί με τη δημιουργία «ενδιάμεσου σταδίου» προς την κοινωνική επανάσταση διαμέσου του σχηματισμού νέων εθνικών κρατών».
Όμως, όταν οι πρακτικές που απορρέουν απ’ αυτές τις απόψεις δείχνουν το ακριβώς αντίθετο, τότε ο εξορκισμός μπορεί να απευθύνεται μόνο σε ευκολόπιστους θρησκευόμενους.
Γιατί, όταν προβάλλει κάποιος τον «ταξικό αγώνα», τότε είναι βέβαιο ότι επιδιώκει και βασίζεται στην «ταξική συγκρότηση». Συνεπώς αποσκοπεί στην οργανωμένη κι ανταγωνιστική δραστηριοποίηση ενός κομματιού προς το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Το αν μέσα στα ανταγωνιστικά προς την εν λόγω «ταξική συγκρότηση» στοιχεία περιλαμβάνεται και η χαρακτηριζόμενη σαν αστική τάξη, δεν αλλάζει σε τίποτα την προβαλλόμενη διαχωριστική κατάσταση.
«Ταξική συγκρότηση» των εκμεταλλευόμενων (με ποια χαρακτηριστικά προσδιορίζονται άραγε αυτοί;) σημαίνει ένα συγκεκριμένο διαχωρισμό της από τον υπόλοιπο κοινωνικό οργανισμό. Έχουμε, λοιπόν, μια άποψη που αποτελεί σαφή παραφυάδα της μαρξιστικής ιδεολογίας και άσχετα από το αν αποφεύγει μερικές φορές να μιλά ανοιχτά για εργατική τάξη, εν τούτοις, καταθέτει με σαφήνεια διαχωριστικές απόψεις και πρακτικές μέσα στον κοινωνικό απελευθερωτικό αγώνα. Γιατί, είτε δεν θα έχουμε «ταξική συγκρότηση» οπότε δεν χρειάζεται να μιλάμε για «ταξικό αγώνα», είτε, από τη στιγμή που θα μιλήσουμε για «ταξικό αγώνα» κατευθύνουμε τις προσπάθειες για μια τέτοια συγκρότηση. Οπότε εκεί είναι που δίνεται και η βαρύτητα από τους υποστηριχτές της εν λόγω άποψης όταν μιλάμε για «ταξική συνείδηση» κι άλλα παρόμοια.
Αυτός, λοιπόν, ο «ταξικός αγώνας» που προτείνεται στο «πρόγραμμα» αυτό θα βρεθεί στην ανάγκη να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες «ταξικές συμμαχίες» (τα λεγάμενα μέτωπα, όπως παραδέχονται και οι ίδιοι) και σαν «ταξικός αγώνας» θα επιζητήσει την κυριαρχία ή θα του επιβληθεί η κυριαρχία μιας άλλης «ταξικής συγκρότησης». Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι δεδομένο. Μια «ταξική συγκρότηση» που θα επικρατήσει με επαναστατικό τρόπο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό και δεν έχει αποδειχθεί έμπρακτα με ποιο τρόπο θα μπορέσει και να αυτοδιαλυθεί. Ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που θα έχει συγκροτήσει δομές σε απελευθερωμένες περιοχές κι όταν ο αγώνας θα στρέφεται «στην καταστροφή του καπιταλισμού με τη σημερινή του μορφή».
Αυτά τα ιδιαίτερα «ταξικά μέτωπα» που θα συγκροτηθούν και στα οποία θα συμμετέχουν οι αναρχικοί, αν μη τι άλλο, αποτελούν τις αντιπολιτευτικές καταστάσεις μέσα σ’ ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Όσο κι αν παρουσιάζεται ως «αδιάλλακτη» η θέση της δήθεν μη συμμετοχής σε εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπα, στην ουσία οδηγεί στην αγκαλιά τους.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τις προϋποθέσεις αλλά και τις πραγματικές συνθήκες ενός ενδιάμεσου αγώνα κι ενός ενδιάμεσου σταδίου που σαν τέτοιο δημιουργεί όλους τους απαραίτητους όρους για την συγκρότηση ενός άλλου κράτους, κάτι άλλωστε που προκύπτει τόσο από τον «ταξικό αγώνα» όσο και από την «ταξική συγκρότηση». Όσο θα υπάρχει αυτά τα στοιχεία τόσο η παρουσία ιεραρχικών κι εξουσιαστικών συνθηκών θα είναι κυρίαρχη. Εκτός πλέον κι αν η διάλυση της «ταξικής συγκρότησης» ταυτίζεται με το μαρξιστικό εφεύρημα του «μαρασμού του κράτους».
Δεν είναι μάλιστα παράξενο πως στο αόρατο αυτό «πρόγραμμα» σημαντικότατη θέση κατέχει «ο επαναστατικός πολιτισμός» που είναι ο «εθνικός πολιτισμός» όσων «υφίστανται την ίδια εκμετάλλευση».
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο πάνω σ’ αυτή τη μαρξιστικής υφής και προέλευσης άποψη που θέλει να παρουσιαστεί σαν κοινωνική απελευθερωτική και ιδιαίτερα αναρχική.
Αντί για όλες αυτές τις τσιριτσάντζουλες που δημιουργούν μια σημαντική συσκότιση στους αγωνιζόμενους ανθρώπους, εκείνο που μπαίνει ξεκάθαρα είναι η αμεσότητα και απλότητα της κοινωνικής απελευθερωτικής και αντικρατικής άποψης και δράσης.
Δημοσιεύτηκε στην Αναρχική Θεώρηση τ. 8- 9, Ιούνιος 1994
από: https://anarchypress.wordpress.com