Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Counterpunch. O David S. D’Amato είναι δικηγόρος και ακτιβιστής.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Ο Γάλλος επαναστάτης Joseph Déjacque έζησε μια σύντομη ζωή που καθορίστηκε από έναν άγριο και όμορφο αγώνα κατά της εξουσίας, μια ζωή με έντονο πάθος για την ελευθερία και γνήσιο ταξικό πόλεμο. Σε αντίθεση με πολλές από τις σημαίνουσες μορφές του αναρχικού κινήματος, ο Déjacque προέρχονταν πραγματικά από την εργατική τάξη. Γεννημένος το 1821, τον μεγάλωσε στο Παρίσι η μητέρα του, η οποία έμεινε χήρα όταν ήταν πολύ μικρός, και δούλευε από την ηλικία των 12. Το επάγγελμά του ήταν το βάψιμο σπιτιών και το ράψιμο ταπετσαριών, αλλά όπως θα δούμε, ήταν ικανός δοκιμιογράφος και ποιητής· τα λόγια του ήταν ένεση αδρεναλίνης για τους ριζοσπάστες και κεραυνός κατά των κυρίαρχων τάξεων της εποχής του.

Το έργο του ξεκάθαρα δεν ήταν ούτε ακαδημαϊκό ούτε λογοτεχνικό· ήταν, όπως το έθεσε ο ίδιος, «η κραυγή ενός επαναστάτη σκλάβου» και «κοινωνικού ποιητή». Ακόμη και μέσα σε μια φιλοσοφική παράδοση που ορίζεται από την αντίστασή της σε παγιωμένους τρόπους σκέψης, ο Déjacque ξεχωρίζει ως ξένος προς αυτή, ως ριζοσπάστης ανάμεσα στους ριζοσπάστες, «χωρίς να επιβαρύνεται από την ορθοδοξία ή τις παιδαριώδεις προϋποθέσεις». Το ύφος του είναι σκόπιμα προκλητικό και ασεβές, και η πρόζα του κουβαλά μια αίσθηση φυσικής ενέργειας, δράματος, ακόμη και κινδύνου. Κατατάχθηκε στο ναυτικό το 1841, ένας νέος άνθρωπος που ήλπιζε να ξεφύγει από την μιζέρια της εργασίας και ίσως αναζητώντας τον κίνδυνο, αλλά επέστρεψε στο Παρίσι δύο χρόνια αργότερα για να συνεχίσει τη δουλειά που γνώριζε από πριν και να ασχοληθεί με την υπόθεση της επαναστατικής προπαγάνδας.

Ενώ, ως αναρχικός, ήταν αντίθετος με την καταναγκαστική βία και την κυριαρχία του κράτους, δεν απέφευγε τη βία στη θεωρία ή την πράξη, πιστεύοντας ότι τα θύματα της κρατικής καταπίεσης και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης φυσικά και είχαν το δικαίωμα να αντεπιτεθούν και να υποδαυλίσουν την επανάσταση. Σύμφωνα με τον επιφανή μελετητή του αναρχισμού George Woodcock, «η υποστήριξη της βίας από τον Déjacque ήταν τόσο ακραία ώστε να φέρει σε αμηχανία ακόμη και τους αναρχικούς μιας μεταγενέστερης γενιάς», γεγονός που ώθησε τον Jean Grave να αφαιρέσει αρκετά αποσπάσματα «που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προτροπή σε εγκληματικές πράξεις» από την ανατύπωση του βιβλίου του Déjacque Η Ανθρωπόσφαιρα (L’Humanisphère, utopie anarchique, 1858). Ωστόσο, δεν ήταν απόλυτα αισιόδοξος ότι η συνθήκη του αποκεντρωμένου, ακρατικού κομμουνισμού που οραματιζόταν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί βραχυπρόθεσμα με επαναστατικά μέσα. Έτσι, περιέγραψε μια ενδιάμεση κατάσταση μικρών κοινοτήτων που θα κυβερνιόνταν με καθολική και άμεση δημοκρατία, η οποία θα έδινε σταδιακά τη θέση της στην κατάργηση της κυβέρνησης, την πραγματική αναρχία και τον πλήρη κομμουνισμό. Αυτό το όραμα για την πορεία προς την κατάργηση του κράτους και την κυριαρχία των καπιταλιστών ανατρέπει ίσως την αντίληψη ότι υπήρξε σαφής διάσπαση στο αναρχικό κίνημα μεταξύ γκραντουαλιστών και επαναστατών, καταδεικνύοντας ότι στις ιδέες πολλών πρώιμων αναρχικών θεωρητικών συνυπήρχαν αυτές οι στρατηγικές.

Ο Déjacque ενηλικιώθηκε σε μια εποχή βαθιών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στη Γαλλία. Ο Ναπολέοντας πέθανε εξόριστος τη χρονιά που γεννήθηκε, και η Επανάσταση του Ιουλίου πραγματοποιήθηκε όταν ήταν μικρό παιδί. Ως εικοσάχρονος άνδρας, συμμετείχε ενεργά στη θρυλική έξαρση των επαναστάσεων του 1848, αγωνιζόμενος στα οδοφράγματα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των εργατών στο Παρίσι τις Ημέρες του Ιουνίου. Επιδεικνύοντας την πάντα απαράμιλλη δύναμη των απλών εργαζομένων, οι γαλλικές μάζες ανέτρεψαν τη μοναρχία της Γαλλίας μέσα σε λίγες ημέρες, με τον βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο, τον «βασιλιά των πολιτών», να καταφεύγει στην Αγγλία για να κρυφτεί. Μέσα σε λίγους μήνες, η Γαλλία θα είχε νέο σύνταγμα και ο ανιψιός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη θα εκλεγόταν ο πρώτος πρόεδρος της Γαλλίας. Το 1851, για τη δημοσίευση του βιβλίου Les Lazaréenes, fables et poésies sociales, ο Déjacque δικάστηκε με την κατηγορία της «υποκίνησης ανατροπής της κυβέρνησης της Δημοκρατίας, της υποκίνησης σε μίσος μεταξύ των πολιτών και της απολογίας πράξεων που χαρακτηρίζονται από το νόμο ως εγκληματικές». Επειδή έλεγε την αλήθεια, καταδικάστηκε, του επιβλήθηκε πρόστιμο 2000 φράγκων και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση. Οι ειλικρινείς εκτιμήσεις του Déjacque ήταν ενόχληση για μια γαλλική άρχουσα τάξη που είχε εμμονή με τη διατήρηση της αξιοπιστίας και του ελέγχου σε μια εποχή κοινωνικής αφύπνισης και πολιτικής αλλαγής. Δεν εξέτισε ποτέ αυτή την ποινή, αφού είχε ήδη δραπετεύσει από τη Γαλλία, πρώτα στην Αγγλία και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όταν έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Déjacque πέρασε μια σύντομη περίοδο στη Νέα Υόρκη, οργανώνοντας, γράφοντας και μιλώντας εκεί, πριν μετακομίσει στη Νέα Ορλεάνη. Ενεργός υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας, ο οποίος μιλούσε και αγωνιζόταν κατά της δουλείας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στη Νέα Ορλεάνη, ο Déjacque κάλεσε το προλεταριάτο του Βορρά να ενωθεί σε αλληλεγγύη με τους σκλάβους του Νότου σε κοινωνική εξέγερση κατά της κυρίαρχης τάξης. Καταδικάζοντας την τάξη των ιδιοκτητών της κοινωνίας ως «κλέφτες», «τεμπέληδες» και «βρικόλακες», είδε αυτό που λίγοι από τους «διανοούμενους» μας σήμερα έχουν την καθαρή ματιά να δουν ή το θάρρος να παραδεχτούν, ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι μια βαρβαρότητα που προστατεύεται με τη δύναμη του νόμου κατά παράβαση της δικαιοσύνης. Σε ένα άρθρο του στην Le Libertaire, ο Déjacque εξυμνεί τον John Brown, τον ήρωα της κατάργησης της δουλείας του Ματωμένου Κάνσας (ΣτΜ: μια σειρά από βίαιες συγκρούσεις στην Περιοχή του Κάνσας μεταξύ 1854 και 1858) και του Χάρπερς Φέρυ της Βιρτζίνια (σημερινή Δυτική Βιρτζίνια), που μαρτύρησε εκείνη τη χρονιά για τον αγώνα του ενάντια στη δουλεία. «Τα αφεντικά», έγραψε το 1861 λίγο πριν από το τέλος της κυκλοφορίας της Le Libertaire, «πρέπει να απαλλοτριωθούν για λόγους δημόσιας ηθικής για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».

Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επεισόδια της ζωής του για τους μελετητές της αναρχικής ιστορίας, ο Déjacque επέκρινε τον Pierre-Joseph Proudhon για τον σεξισμό και τον μισογυνισμό του. Σε μια επιστολή του το 1857, επιτίθεται στον Proudhon για την υιοθέτηση της «άποψης του προνομιούχου άνδρα για την κοινωνική πρόοδο», υποστηρίζοντας ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι θεμελιωδώς ίσοι και ότι η αποδοχή της πατριαρχίας από τον Proudhon ήταν ασύμβατη με τον ελευθεριασμό. Ο Déjacque απορρίπτει τον Proudhon ως φιλελεύθερο και όχι ως πραγματικό ελευθεριακό. Γράφει: «Φωνάζετε ενάντια στους μεγάλους βαρόνους του κεφαλαίου και θα ξαναχτίσετε μια περήφανη βαρονία του άνδρα πάνω στην υποτελή-γυναίκα». Ο Déjacque προτρέπει τον Proudhon: «Μην περιγράφετε τον εαυτό σας ως αναρχικό» μέχρι να είστε έτοιμος να «μιλήσετε ενάντια στην εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άνδρα». Δεν θα επέτρεπε να αμαυρωθεί ο αναρχισμός του από τον μισογυνισμό ή την πατριαρχία, όπως δεν ήθελε να αλλοιωθεί από την πρακτική πολιτική ή τις καπιταλιστικές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις.

Μεταξύ των δύο, ο Déjacque ήταν ο πιο πιστός στις βασικές αξίες και το πνεύμα του αναρχισμού, και αντιμετωπίζοντας τον σεξισμό του Proudhon παρέχει μια ωραία περίληψη της γενικής κοσμοθεωρίας του αναρχικού, γράφοντας,

«Για μένα, η ανθρωπότητα είναι ανθρωπότητα: Δεν θεσπίζω ιεραρχικές διακρίσεις μεταξύ των φύλων και των φυλών, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ μαύρων και λευκών. Η διαφορά στον σεξουαλικό οργανισμό δεν είναι κάτι περισσότερο από τη διαφορά στο χρώμα του δέρματος ως ένδειξη ανωτερότητας ή κατωτερότητας».

Εδώ, στην επιστολή-διαμαρτυρία του προς τον Proudhon, ο Déjacque προηγείται των μεταγενέστερων αναρχικών που προσπαθούν να γενικεύσουν την αντιεξουσιαστική κριτική τους ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος και σε άλλες μορφές κυριαρχίας και καταπίεσης, όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Κατάλαβε τη σύνδεση μεταξύ αυτών των επικαλυπτόμενων περιπτώσεων καταπίεσης σε μια εποχή που ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικές φωνές ήταν προσκολλημένες σε παλιά μίση και προκαταλήψεις· μας δίνει έτσι έναν αναρχισμό που είναι ταυτόχρονα συνεπής και αντιτίθεται στον δογματισμό. Όπως παρατηρεί ο αναρχικός ιστορικός, μεταφραστής και εκδότης Shawn P. Wilbur, «ο Déjacque είναι αξιοσημείωτο ότι χρησιμοποιεί το συμβατικό αναρχικό λεξιλόγιο πολύ περισσότερο από τους περισσότερους συγχρόνους του». Φαίνεται να προβλέπει μεγάλο μέρος του ύφους και της γλώσσας που θα γινόταν πρότυπο στο κίνημα κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον θάνατό του – πράγματι, όπως παρατηρεί η Zoe Baker, το έργο του «δεν ήταν ευρέως γνωστό στους αναρχικούς μέχρι τη δεκαετία του 1890». Σε εκείνο το σημείο, με την εκ νέου ανακάλυψη των μοναδικών συνεισφορών του Déjacque, έγινε σαφές σε πολλούς ιστορικούς και ηγετικά στελέχη του κινήματος ότι υπήρξε πρωτοπόρος και οραματιστής.

Η επιρροή του οραματιστή ουτοπιστή σοσιαλιστή Charles Fourier αποδεικνύεται σαφώς στη σκέψη του Déjacque. Όπως γράφει ο Patrick Samzun, «ο αρμονικός κόσμος της παθιασμένης έλξης του Fourier αναδιαμορφώθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού από έναν επαναστάτη προλετάριο». Ο Déjacque βλέπει τον εαυτό του να ριζοσπαστικοποιεί τη σκέψη του Fourier, απογυμνώνοντάς την από το περιεχόμενο που είχε εμποτιστεί από την «εμπορική εκπαίδευση του Fourier, την αστική παράδοση, κάποιες προκαταλήψεις υπέρ της εξουσίας και της υποτέλειας που τον έκαναν να παρεκκλίνει από την απόλυτη ελευθερία και την ισότητα». Αν και σαφώς επηρεασμένος από τον Proudhon, απομακρύνεται επίσης ρητά από την έμφαση του Proudhon στην αμοιβαία ανταλλαγή, προσβλέποντας στην «απόλυτη ανατροπή του εμπορίου». Παρ’ όλα αυτά, ο Déjacque μοιράζεται σε μεγάλο βαθμό την έμφαση του Proudhon στο αποκεντρωμένο, ομοσπονδιακό σύστημα αυτόνομων κοινοτήτων που έχει γίνει χαρακτηριστικό του κλασικού αναρχισμού. Ζητά τον «καθολικό ατομικισμό», βλέποντας τη «φυσική διακυβέρνηση» ως «τη διακυβέρνηση των ατόμων από άτομα», αλλά αποδέχεται μόνο τον πλήρη κομμουνισμό στη βάση της «έλξης και της αλληλεγγύης» ως την κατάλληλη ενσάρκωση αυτού του αρχι-ατομικισμού.

Αυτές οι ιδέες βρίσκονται στο επίκεντρο της ώριμης σκέψης του Déjacque. Αφού επέστρεψε στη Νέα Υόρκη από τη Νέα Ορλεάνη, άρχισε να εκδίδει μια εφημερίδα κομμουνιστικού αναρχισμού, η οποία θα γινόταν το σπίτι μερικών από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες του 19ου αιώνα – και πραγματικά της σύγχρονης εποχής. Επέλεξε να ονομάσει την εφημερίδα Ο Ελευθεριακός (, στο πρωτότυπο γαλλικό, Le Libertaire), και είναι αξιοσημείωτη ως μία από τις πρώτες αναρχικές εκδόσεις που υπήρξαν ποτέ, είτε στην Ευρώπη είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τον Déjacque και την έλευση του Le Libertaire, ο ίδιος ο όρος γίνεται κάτι κοντά σε συνώνυμο του αναρχικού, υποδηλώνοντας μια αποκεντρωτική αντίθεση σε όλες τις σχέσεις ανισότητας και εξουσίας, ανεξάρτητα από το αν αυτές εκδηλώνονται στο πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό πεδίο. Ο Robert Graham, ο γνωστός ειδικός στην ιστορία του αναρχισμού, παρατηρεί πως ο Déjacque ήταν «πιθανώς ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο ‘ελευθεριακός’ ως συνώνυμο του ‘αναρχικός’» και ότι «[αυτός] μπορεί επίσης να ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις αναρχικές εναλλακτικές λύσεις σε άλλες πολιτικές προοπτικές ως ‘αναρχισμό’». Παρόλο που το Le Libertaire είχε μικρή διάρκεια ζωής, καθώς κράτησε από το 1858 έως το 1861, συνεχίζει να αποτελεί πηγή ιδεών και έμπνευσης μέσα στο αναρχικό κίνημα· λόγω του γεγονότος ότι επρόκειτο για ένα γαλλόφωνο περιοδικό που εκδόθηκε στην Αμερική, έχει σε γενικές γραμμές παραμείνει στην αφάνεια, αν και αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για τους περίεργους ριζοσπάστες να ανακαλύψουν μερικές από τις πιο τολμηρές προκλήσεις του αναρχισμού απέναντι στον αυταρχισμό. Στην εφημερίδα δημοσιεύτηκε επίσης για πρώτη φορά το βιβλίο του Déjacque Η Ανθρωπόσφαιρα, το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες μέσα στις σελίδες της, ξεκινώντας από τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας της. Το βιβλίο παρουσιάζεται ως μια προειδοποίηση, μια πρόβλεψη για την επερχόμενη εκδίκηση μιας προλεταριακής τάξης που έχει αφυπνιστεί και έχει αναδιοργανώσει την κοινωνία σε συνεταιριστική βάση.

Ο Déjacque ελάχιστα νοιάζονταν για προλήψεις κάθε είδους· αμφισβήτησε, χωρίς εξαίρεση, τους πιο σημαντικούς και ισχυρούς κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του – και η ιστορία σε συντριπτικό βαθμό να δικαίωσε αυτές τις αμφισβητήσεις. Ο Θεός ήταν, γι’ αυτόν, ένα δηλητήριο για τα ανθρώπινα όντα, ένα «μείγμα νικοτίνης και αρσενικού», που επινοήθηκε από κάποιους ανθρώπους για να ελέγχουν και να κυριαρχούν πάνω σε άλλους ανθρώπους. Ακολουθεί τον Proudhon στη θεώρηση του Θεού (και τη θρησκεία γενικά) ως ένα βαθύτατο κακό που στέκεται εμπόδιο για έναν πιο δίκαιο και ελεύθερο κόσμο για τη συντριπτική πλειοψηφία των πραγματικών ανθρώπων. Ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τη γραμμή άλλων αναρχικών της κλασικής εποχής, ο Déjacque γράφει: «Η θρησκευτική πίστη βύθισε συνειδήσεις, έφερε καταστροφή στα μυαλά και τις καρδιές. Όλες οι ληστείες της βίας νομιμοποιήθηκαν από αυτό το τέχνασμα». Στο δοκίμιό του για τη θρησκεία, που δημοσιεύτηκε το 1861, λέει ότι η θρησκεία είναι «ο καθαγιασμός κάθε αδράνειας στην ανθρωπότητα και την καθολικότητα, η απολίθωση του παρελθόντος, η μόνιμη ακινητοποίησή του». Υποστηρίζει ότι η θρησκεία, όπως και η πολιτική, χρειάζεται μια επανάσταση και ότι αυτή απαιτεί την καταστροφή του Θεού και κάθε εξουσίας εδώ στη γη.

Την άνοιξη του 1861, ήρθε η ώρα για τον Déjacque να επιστρέψει στη Γαλλία. Δεν είναι απολύτως σαφές τι απέγινε ο Déjacque μετά την επιστροφή του, και υπάρχει διαφωνία σχετικά με την ημερομηνία και τις συνθήκες του θανάτου του. Η σταδιοδρομία του ως συγγραφέα και εκδότη είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη αν αναλογιστούμε ότι η επίσημη εκπαίδευσή του είχε σταματήσει πριν την εφηβεία του. Η οπτική του είναι η ωμή και απροκάλυπτη οπτική του εργαζόμενου διανοούμενου, που οξύνεται από την εμπειρία της εργασίας και της ανταλλαγής ιδεών και ενθάρρυνσης με άλλους εργαζόμενους. Ό,τι του έλειπε από την επίσημη εκπαίδευση, το αναπλήρωνε με το παραπάνω με τη φυσική διανοητική του δύναμη και την ικανότητά του να διακρίνει μέσα από τις απάτες των πλουσίων και των ισχυρών. Ήταν ο εφιάλτης της άρχουσας τάξης που είχε έρθει στη ζωή.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιρροή του αναρχικού κομμουνισμού στον μαρξισμό ήταν σαφής, με τα οικολογικά και αποκεντρωτικά ρεύματα να κερδίζουν έδαφος έναντι των πιο κρατικιστικών και αυταρχικών μορφών που κυριαρχούσαν τον προηγούμενο αιώνα. Αν και είναι δύσκολο να πει κανείς πόσο ακριβώς αυτή η επιρροή μπορεί να αποδοθεί σε κάποια μορφή στην ιστορία του αναρχισμού, αυτό που είναι ίσως πιο σαφές είναι ότι η ιστορία έχει δικαιώσει ένα όραμα του κομμουνισμού που ευθυγραμμίζεται περισσότερο με το ριζοσπαστικά ελευθεριακό όραμα του Déjacque. Σε μια εργασία του 2012, ο Βραζιλιάνος γεωγράφος Marcelo Lopes de Souza έγραψε: «[Ε]μείς – οι σύγχρονοι μαρξιστές και οι ελευθεριακοί – κληρονομήσαμε εχθρότητες και κακά συναισθήματα που δεν είναι πλέον χρήσιμα ή δικαιολογημένα». Σημειώνει ότι αυτές τα είδη ταυτότητας είναι ιστορικές πιθανότητες και όχι «αμετάβλητες οντότητες», με τη λαϊκή χρήση να αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Επισημαίνει επίσης ότι αναρχικοί όπως ο Élisée Reclus θεωρούσαν τους κρατιστές σοσιαλιστές ως «αδέλφια», εκτιμώντας τον κοινό στόχο των ομάδων για μια κοινωνία χωρίς τη συστηματοποιημένη εκμετάλλευση των εργαζομένων και την τεράστια ανισότητα και την κοινωνική διάλυση που συνοδεύουν την εκμετάλλευση αυτή.

Ανεξάρτητα από την έκταση της επιρροής του, η σκέψη του Déjacque παραμένει μια ισχυρή και επίκαιρη πρόκληση για τα δύο τερατουργήματα της εποχής μας, το αυταρχικό κράτος και τον καταστροφικό, εκμεταλλευτικό καπιταλισμό. Οι αγώνες του στην πραγματική ζωή ενάντια στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές μορφές κυριαρχίας προβλέπουν και παρέχουν έμπνευση στους σημερινούς αντιφασίστες και τα μαύρα μπλοκ σε όλο τον κόσμο. Ο ίδιος προτρέπει όλους τους αντιεξουσιαστές προς την ενεργό εξέγερση και την άμεση δράση, καταφερόμενος ενάντια στην ήπια παραίτηση και αποδοχή του εκλογικισμού και της ευνουχισμένης πολιτικής συμμετοχής μας. Σε όλο το έργο του, υπάρχει μια σαφής αίσθηση επείγοντος και ευθύνης, μια επιμονή στην αναγνώριση μιας στοιχειωτικής αλήθειας: οι κυβερνώντες κυβερνούν επειδή εμείς τους το επιτρέπουμε. Αν θέλουμε την ελευθερία, πρέπει να την πάρουμε.

Δημοσιεύθηκε την
από: https://geniusloci2017.wordpress.com