Eπιστολή του Joseph Déjacque προς τον Pierre-Joseph Proudhon το 1857, εμφανίστηκε αργότερα στο πρωτότυπο στην αναρχική εφημερίδα Les Temps Nouveaux και σε αγγλική μετάφραση στο αναρχικό περιοδικό Lucifer the Lightbearer διαθέσιμη από την ιστοσελίδα The Libertarian Labyrinth. Ο Joseph Déjacque (1821-1865) ήταν αναρχικός, επαναστάτης, δημοσιογράφος και ποιητής.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Στα βάθη της Λουιζιάνας, όπου με οδήγησαν οι περιπέτειες της εξορίας μου, διάβασα σε μια εφημερίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, την «La Revue de l’Ouest», ένα απόσπασμα της αλληλογραφίας μεταξύ εσένα, του P.J. Proudhon και μιας Madame Hericourt.
Κάποια λόγια της Madam Hericourt, που παρατίθενται σε αυτή την εφημερίδα, με κάνουν να φοβάμαι ότι η θηλυκή ανταγωνίστρια μπορεί να μην έχει τη δύναμη – προπαγανδιστικά μιλώντας – να αντιμετωπίσει τον βάναυσο αρσενικό αντίπαλό της.
Δεν γνωρίζω τίποτε για την κυρία Hericourt ούτε για τα γραπτά της, αν είναι συγγραφέας, ούτε για τη θέση της στο λόγο, ούτε για την προσωπικότητά της. Αλλά για να επιχειρηματολογήσει κανείς καλά όσον αφορά τις γυναίκες, ή για να επιχειρηματολογήσει καλά όσον αφορά τους άνδρες, δεν αρκεί μόνο η σοβαρότητα. Πρέπει κανείς να έχει δει πολλά και να έχει μελετήσει πολλά. Πρέπει, πιστεύω, να έχει βιώσει τα προσωπικά τους πάθη σε όλους τους σταθμούς της κοινωνίας, από τις ασημένιες κορυφές όπου η κακία είναι ευτυχία μέχρι τα βάθη όπου η δυστυχία αναζητά παρηγοριά στην ακολασία. Πάνω στον ανθρώπινο βράχο που έχει χτυπηθεί έτσι από τους κραδασμούς της ζωής, μπορεί να διαβαστεί η λογική, η χαραγμένη αλήθεια.
Θα ήθελα να δω το ζήτημα της χειραφέτησης της γυναίκας να αντιμετωπίζεται από μια γυναίκα που έχει αγαπήσει πολλά και έχει αγαπήσει πολλούς και που στην προηγούμενη ζωή της έχει συναναστραφεί τόσο με τους αριστοκράτες όσο και με τους ταπεινούς· για τη γυναίκα της σοφίτας. Μπορώ να διεισδύσω και να κατανοήσω τις ιδιωτικές ή επίσημες απόψεις και σκέψεις της πλούσιας μεγάλης κυρίας πιο εύκολα από ό,τι η γυναίκα του σαλονιού μπορεί να κατανοήσει τις φανερές ή κρυφές στερήσεις της κόρης της φτώχειας. Ωστόσο, ελλείψει μιας άλλης Μαγδαληνής, που να λούζει τα πόδια της σταυρωμένης ανθρωπότητας με τα γόνιμα δάκρυά της και να προσπαθεί να την ανυψώσει σε έναν καλύτερο κόσμο, ελλείψει αυτής της φωνής της πολιτισμένης μετάνοιας, ελλείψει αυτής της γυναίκας που περήφανα και δημόσια που αποκηρύσσοντας όλες τις προκαταλήψεις του φύλου και της φυλής, νόμων και εθίμων, θα μας φέρει πίσω στον κόσμο αυτό, εγώ, ένα ανθρώπινο ον του αρσενικού φύλου, θα προσπαθήσω να σου απαντήσω, Aliboron-Proudhon (ΣτΜ: ο Αλιμπορόν είναι ο γάιδαρος στο παραμύθι «Οι κλέφτες και ο γάιδαρος» του Jean de La Fontaine). Γιατί η χειραφέτηση της γυναίκας δεν είναι τίποτα άλλο από τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας – και για τα δύο φύλα.
Είναι δυνατόν, μεγάλε δημοσιογράφε, κάτω από το λιονταρίσιο δέρμα σου να κρύβεται τόσο πολύς γάιδαρος; Εσείς που έχετε στις φλέβες σας τόσο ισχυρό επαναστατικό παλμό για όλα όσα αφορούν την εργασία με τα χέρια ή το γέμισμα του στομαχιού, οι μεταφορές σας δεν είναι λιγότερο φλογερές, αλλά είναι ανόητες και αντιδραστικές, όταν έρχεστε να εξετάσετε τις συγκινήσεις της καρδιάς και των συναισθημάτων. Η επιθετική και ατελείωτη λογική σας σε ζητήματα βιομηχανικής παραγωγής και κατανάλωσης είναι χωρίς ισχύ όταν εξετάζετε ζητήματα ηθικής παραγωγής και κατανάλωσης. Η ευφυΐα σας, ζωντανή με το τίποτα όταν αφορά τον άνδρα, φαίνεται ευνουχισμένη όταν πρόκειται για ζήτημα που αφορά τη γυναίκα. Με ερμαφρόδιτο εγκέφαλο οι σκέψεις σας αναδιπλώνονται στον εαυτό τους σε ανίσχυρες προσπάθειες να συλλάβουν και να γεννήσουν την κοινωνική αλήθεια.
Μια αρσενική Ιωάννα της Λωραίνης που, όπως λέγεται, κράτησε τον εαυτό του αγνό για σαράντα χρόνια, το μούλιασμα του έρωτα έχει προκαλέσει έλκος στην καρδιά σας, το μένος της ζήλιας σας έχει γεμίσει αηδία και φωνάζετε «Πόλεμος κατά των γυναικών!» όπως η κόρη της Ορλεάνης φώναζε «Πόλεμος κατά των Άγγλων!». Οι Άγγλοι την έκαψαν ζωντανή. Οι γυναίκες σε έκαναν σύζυγο, ω, άγιε άνδρα, για πολύ καιρό παρθένο και πάντα μάρτυρα.
Πατέρα Proudhon, να το πω; Όταν μιλάτε για τις γυναίκες, μοιάζετε με ένα σχολιαρόπαιδο που μιλάει πολύ δυνατά και σε υψηλούς τόνους, τυχαία και με αυθάδεια, για να φανεί μορφωμένος, όπως κάνετε στους αδαείς ακροατές σας, και που όπως κι εσείς δεν ξέρει το παραμικρό από το θέμα για το οποίο μιλάει.
Αφού βεβηλώσατε τη σάρκα σας επί σαράντα χρόνια, τώρα βεβηλώνετε τη νοημοσύνη σας, και περνώντας από μόλυνση σε μόλυνση ξεχύνετε τις ακαθαρσίες σας για να σπιλώσετε τις γυναίκες.
Αυτό είναι που αποκαλείς ανδρική και τίμια ευγένεια, Νάρκισσε-Proudhon; Παραθέτω τα λόγια σου:
«Όχι, κυρία, δεν ξέρετε τίποτα για το φύλο σας· δεν ξέρετε το παραμικρό για τα ζητήματα που εσείς και οι έντιμοι συνεργάτες σας προπαγανδίζετε με τόσο θόρυβο και με τόσο μικρή επιτυχία. Και αν δεν καταλαβαίνετε αυτό το ερώτημα, αν στις οκτώ σελίδες της απάντησης που δώσατε στην επιστολή μου υπάρχουν σαράντα παράλογα συμπεράσματα, αυτό δείχνει την αλήθεια όσων είπα για την αδυναμία του φύλου σας. Εννοώ με αυτά τα λόγια – η ακρίβεια των οποίων μπορεί να μην είναι άψογη – την ποιότητα της κατανόησής σας που δεν σας επιτρέπει να αντιληφθείτε τη σημασία του πράγματος που εμείς οι άνδρες έχουμε στα χέρια μας. Στο κρανίο σας, όπως και στην κοιλιά σας, υπάρχει ένα συγκεκριμένο όργανο που δεν είναι σε θέση να νικήσει την ίδια την αδράνειά του· το οποίο απαιτεί από το αρσενικό να το κάνει να εκτελέσει τις λειτουργίες του. Και ακόμη και τότε δεν είναι πάντα επιτυχές. Αυτή είναι η γνώμη μου, κυρία μου, αποτέλεσμα των άμεσων και θετικών παρατηρήσεών μου. Αφήνω στη μαιευτική σας οξυδέρκεια να υπολογίσετε από αυτό για τη διατριβή σας τις ανυπολόγιστες συνέπειες».
Εσύ αγριογούρουνο – που είσαι απλά ένα μη εξημερωμένο γουρούνι – αν είναι αλήθεια, όπως λες, ότι η γυναίκα δεν μπορεί να γεννήσει τίποτα ούτε από το μυαλό ούτε από την κοιλιά χωρίς τη βοήθεια του άνδρα – και είναι αλήθεια – είναι εξίσου αλήθεια και το αντίστροφο· είναι αμοιβαίο· ούτε ο άνδρας μπορεί να γεννήσει από τη σάρκα του ή από το μυαλό του χωρίς τη βοήθεια της γυναίκας. Αυτή είναι η λογική και η καλή λογική, Madelon-Proudhon (ΣτΜ: η Μαντελόν είναι χαρακτήρας του κουκλοθεάτρου Γκινιόλ), που ένας μαθητευόμενος που ήταν πάντα υπάκουος υπηρέτης σου μπορεί να αρπάξει από τα χέρια σου και να σου την πετάξει στα μούτρα.
Χειραφέτηση ή μη χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση ή μη χειραφέτηση του άνδρα – τι σημαίνει αυτό; Είναι ότι από τη φύση του ο ένας να έχει δικαιώματα και η άλλη να μην έχει δικαιώματα; Είναι ότι η ανθρωπότητα είναι ενικός και όχι πληθυντικός, αρσενική και όχι θηλυκή! Είναι ότι η διαφορά των φύλων είναι διαφορά στη φύση της ανθρωπότητας. Οι σταγόνες της βροχής που πέφτουν από τα σύννεφα δεν είναι ίδιες είτε είναι λίγες είτε πολλές, είτε είναι μεγάλες είτε μικρές;
Τοποθετήστε το ζήτημα της χειραφέτησης της γυναίκας στο ίδιο επίπεδο με τη χειραφέτηση του δουλοπάροικου – τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα· ή για να πούμε το ίδιο πράγμα διαφορετικά, του ανθρώπινου δούλου – είτε στο σαράι είτε στο εργαστήριο. Έτσι κατανοητό είναι επαναστατικό. Αλλά από τη σκοπιά του ανδρικού προνομίου στην κοινωνική πρόοδο, είναι παράλογο και αντιδραστικό. Για να αποφύγουμε τις αμφισβητήσεις και τις αμφιταλαντεύσεις πρέπει να απαιτήσουμε τη χειραφέτηση του ανθρώπινου όντος. Με τέτοιους όρους το ζήτημα είναι ολοκληρωμένο.
Μέρα με τη μέρα η ανθρωπότητα βαδίζει από επανάσταση σε επανάσταση προς την ιδανική της τελειότητα – την ελευθερία. Ο άντρας και η γυναίκα θα προχωρήσουν με το ίδιο βήμα, με την ίδια καρδιά ενισχυμένη από την αγάπη, προς το φυσικό τους πεπρωμένο, την κοινότητα της αναρχίας. Ο άνδρας και η γυναίκα θα βαδίσουν έτσι χέρι με χέρι, με το πρόσωπο του ενός ρίχνει τη λάμψη του στο πρόσωπο του άλλου, μέχρι να φτάσουν στον κήπο της Κοινωνικής Αρμονίας. Η ομάδα του Ανθρώπινου Όντος όμως, το όνειρο της ευτυχίας που πραγματοποιείται, η ζωντανή εικόνα του μέλλοντος, οι αρμονικοί τόνοι και η ακτινοβόλα δόξα της ισότητας προσβάλλουν τα αυτιά σας και θαμπώνουν τα μάτια σας. Η αντίληψή σου, διαστρεβλωμένη από μικροπρεπή ματαιοδοξία, σας κάνει να βλέπετε στην υστεροφημία ένα ανδρικό άγαλμα στημένο πάνω σε ένα γυναικείο βάθρο, έναν άνδρα-πατριάρχη και μια γυναίκα-υπηρέτρια.
Μαστιγωτή της γυναίκας και απόλυτε υπηρέτη του άνδρα, Proudhon-Magnan (ΣτΜ: ο Magnan ήταν Γάλλος ψυχίατρος του 19ου αιώνα), χρησιμοποιείς τις λέξεις σου σαν μαστίγιο. Σαν επιστάτης δούλων φαίνεται να απολαμβάνεις να ξεγυμνώνεις τα όμορφα θύματά σου (στο χαρτί) και να τα μαστιγώνεις με ύβρεις. Μετριοπαθής αναρχικός, φιλελεύθερος, αλλά όχι ελευθεριακός, θες την ελεύθερη ανταλλαγή βαμβακιού και κεριών και επιδιώκεις να προστατέψεις τον άνδρα από τη γυναίκα στην ανταλλαγή τρυφερών ανθρώπινων παθών. Κραυγάζεις ενάντια στους μεγάλους βαρόνους του κεφαλαίου και θα ξαναχτίσεις μια περήφανη βαρονία του άνδρα πάνω στην υποτελή-γυναίκα. Λογικός με λάθος γυαλιά, δεν είσαι σε θέση να διαβάσεις τα διδάγματα του σήμερα ή του χθες· δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτα που είναι υπερυψωμένο ή σε απόσταση ή στην προοπτική του μέλλοντος.
Θα πρέπει να γνωρίζεις ότι η γυναίκα είναι η κινητήρια δύναμη του άνδρα, όπως ο άνδρας είναι η κινητήρια δύναμη της γυναίκας. Δεν υπάρχει ούτε μια ιδέα στον παραμορφωμένο εγκέφαλό σου, όχι, ούτε στον εγκέφαλο οποιουδήποτε άλλου άνδρα, που να μην της έδωσε ζωή η γυναίκα· ούτε μια εκούσια κίνηση των μυών σου ή της νοημοσύνης σου, που να μην έχει ως στόχο να προσελκύσει την προσοχή της γυναίκας και να την ευχαριστήσει, ακόμη και αυτό που φαίνεται το πιο αντιφατικό, οι προσβολές σου. Ό,τι όμορφο έχει φτιάξει ο άνδρας, ό,τι σπουδαίο έχει παράξει ο άνδρας, όλα τα αριστουργήματα της τέχνης και της βιομηχανίας, όλες οι ανακαλύψεις της επιστήμης, τα τιτάνια βήματα που έχει κάνει ο άνδρας στα πεδία του αγνώστου, όλες οι κατακτήσεις και όλες οι φιλοδοξίες του άνδρα είναι χάρη σε μια γυναίκα που του αναθέτει τα καθήκοντα όπως η βασίλισσα ενός τουρνουά αναθέτει ένα καθήκον σε έναν ιππότη και τον ανταμείβει με ένα χαμόγελο όταν το έχει φέρει εις πέρας. Όλος ο ηρωισμός του άνδρα, όλη η σωματική και ηθική ανδρεία του προέρχεται από την αγάπη. Χωρίς τη γυναίκα θα εξακολουθούσε να σέρνεται με την κοιλιά ή στα τέσσερα και να τρέφεται με βότανα και ρίζες. Θα ήταν ίσος με το βόδι σε εξυπνάδα. Είναι ανώτερος από το θηρίο μόνο και μόνο επειδή η γυναίκα είπε: «Να είσαι έτσι». Είναι η θέλησή της που τον δημιούργησε και τον έκανε άνθρωπο αντί για κτήνος. Είναι για να ικανοποιήσει τις υπέρτατες απαιτήσεις της γυναικείας ψυχής που έχει επιχειρήσει μεγαλειώδη πράγματα.
Δείτε τι έχει κάνει η γυναίκα για τον άνδρα, και στη συνέχεια δείτε τι έχει κάνει ο άνδρας για τη γυναίκα!
Αλίμονο! για να ικανοποιήσει τον κύριο και αφέντη της δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει μεγάλη ευφυΐα και ηθική δύναμη. Αρκεί να μιμηθεί τη μαϊμού σε κόλπα και γκριμάτσες, να κρεμάσει στο λαιμό και τα αυτιά της μερικά κομμάτια γυαλιού, να ντυθεί με γελοία φινέτσα, να γεμίσει τους γοφούς της μέχρι να μοιάσει με την Αφροδίτη των Χοντετοτων (ΣτΜ: Sarah Baartman, μέλος της φυλής Κόικοϊ, που εκείνη την εποχή την επιδείκνυαν ως αξιοθέατο στην Γαλλία λόγω της στεατοπυγίας της) με τη βοήθεια της μπαλένας και του κρινολίνου. Αν ξέρει να χειρίζεται μια βεντάλια σαν σκούπα, ή μπορεί να φτιάξει χυλό ή να παίξει πιάνο, αυτό είναι το μόνο που απαιτεί ο Σουλτάνος της από αυτήν, το μόνο που είναι απαραίτητο για να δώσει χαρά στην αρσενική ψυχή – το άλφα και το ωμέγα των επιθυμιών και των προσδοκιών του. Αν μπορεί να κάνει αυτά τα πράγματα, ανταμείβεται με ένα δαντελένιο μαντήλι.
Εκείνη που θεώρησε έναν τέτοιο ρόλο ως ντροπή και έδειξε την καλή της λογική βρίσκοντας την ομορφιά στην αξιοπρέπεια και με την ανεξάρτητη συμπεριφορά της έδειξε την υγιή της νοημοσύνη, στήθηκε και λιθοβολήθηκε ανελέητα από το πλήθος των Proudhon, του παρελθόντος και του παρόντος, ονομάστηκε «μπλε κάλτσα» (ΣτΜ: προέρχεται από την Blue Stockings Society και σήμαινε αρχικά μορφωμένη διανοούμενη γυναίκα και απέκτησε αργότερα αρνητική χλευαστική σημασία) και καταδιώχθηκε με ηλίθιο σαρκασμό και αναγκάστηκε να πνίξει την ατομικότητά της. Για το πλήθος των άκαρδων και ανεγκέφαλων ανθρώπων αμάρτησε με το να έχει πολύ μεγάλη καρδιά και πολύ μεγάλη ευφυΐα. Της έχουν πετάξει πέτρες και σπάνια έχει την τύχη να συναντήσει έναν άνδρα που θα την πάρει από το χέρι και θα της πει: «Γυναίκα, σήκω· είσαι άξια αγάπης· είσαι άξια ελευθερίας».
Όχι· αυτό που θέλει ο άντρας – δηλαδή, αυτό που θέλει αυτός που σφετερίζεται το όνομα του άντρα – δεν είναι η γυναίκα σε όλη της τη φυσική και ηθική ομορφιά, η γυναίκα της φυσικής και καλλιτεχνικής μορφής, που το πρόσωπό της να λάμπει από την αύρα της χάρης, που η καρδιά της να είναι συμπαθητική και τρυφερή, που οι σκέψεις της ενθουσιώδεις, που η ψυχή της ερωτευμένη με ποιητικά και ανθρώπινα ιδανικά. Όχι, αυτός ο ανεγκέφαλος βλάκας, σαν λακές σε πανηγύρι, θέλει μια χρωματιστή και φουσκωμένη κέρινη φιγούρα. Όπως ένας λαίμαργος σε έκσταση μπροστά σε ένα κρεοπωλείο, θέλει ένα τέταρτο μοσχαριού γαρνιρισμένο με δαντέλα.
Αηδιασμένη με τον άνδρα που βρίσκει τόσο ηλίθιο, κουρασμένη από αυτόν στον οποίο μάταια αναζήτησε τη συμπάθεια του συναισθήματος, μας λέει η ιστορία – δυστυχώς! Μακάρι να ήταν μόνο ένας μύθος, ένας θρύλος, μια ιστορία της Βίβλου – η γυναίκα περνάει από δίποδο σε τετράποδο. Κτήνος για κτήνος. Είναι φυσικό τελικά να επιτρέπει στον εαυτό της να παρασυρθεί από ένα μεγαλύτερο θηρίο από την ίδια. Τότε, τελικά, αφού η φύση την έχει προικίσει με παρορμήσεις και συναισθήματα πολύ ισχυρά για να εξαλειφθούν με την καταστολή και την αποχή, αποστρέφεται αηδιασμένη από την ανθρωπότητα και αναζητά στους ναούς της δεισιδαιμονίας, στις εκτροπές του νου και των παρορμήσεων των πιστών, την τροφή για την παθιασμένη πείνα της φύσης της. Αποτυγχάνοντας να βρει τον άντρα των ονείρων της, σπαταλά την αγάπη της σε έναν φανταστικό θεό, και ο ιερέας έχει αντικαταστήσει το συζυγικό θηρίο.
Αχ! αν υπάρχουν τόσες πολλές άθλιες γυναίκες και τόσες λίγες πραγματικές γυναίκες, ποια είναι η αιτία γι’ αυτό; Τι έχεις να παραπονεθείς Dandin-Proudhon (ΣτΜ: ο Νταντέν, είναι ο πρωταγωνιστής της κωμικής όπερας του Μολιέρου, «Ζωρζ Νταντέν ή Ο αμήχανος σύζυγος»); Εύχεσαι να είναι έτσι.
Παραδέχομαι ότι εσύ προσωπικά αγωνίστηκες γενναία για την επανάσταση· έχεις αφανίσει το μεδούλι και τον κορμό της ιδιοκτησίας και έχεις κάνει τον θόρυβο της εξέγερσης να αντηχήσει μακριά. Έχεις απογυμνώσει τον φλοιό της και την έχεις αφήσει εκτεθειμένη στο βλέμμα του λαού· έχεις τινάξει σαν ξερά κλαδιά και φύλλα τους ανίσχυρους εξουσιαστικούς ανταγωνιστές σου και έχεις δείξει το κενό των ανανεωμένων ελληνικών θεωριών των κρατιστών σοσιαλιστών, συμπεριλαμβανομένων και των δικών σου. Παρέσυρες μαζί σου μέσα από τις ελικοειδείς λεωφόρους της μεταρρύθμισης το σύνολο των ορέξεων, σωματικών και ηθικών. Ταξίδεψες το δρόμο και πήρες μαζί σου και τους άλλους. Είσαι κουρασμένος. Θα ήθελες να ξεκουραστείς, αλλά η φωνή της λογικής σε παροτρύνει να ακολουθήσεις τα επαναστατικά σου συμπεράσματα και να προχωρήσεις μπροστά, πάντα μπροστά, για να μην σε προλάβουν εκείνοι που έχεις παραπλανήσει.
Γίνε λοιπόν ένας πράγματι ολόκληρος αναρχικός και όχι ένας αναρχικός του ενός τετάρτου, του ενός όγδοου ή του ενός έκτου αναρχικού, όπως είναι ένας συνέταιρος του ενός τετάρτου, του ενός όγδοου ή του ενός έκτου. Προχώρα πέρα από την κατάργηση της σύμβασης στην κατάργηση όχι μόνο του σπαθιού και του κεφαλαίου, αλλά και της ιδιοκτησίας και της εξουσίας σε όλες τις μορφές της. Τότε θα έχεις φτάσει στην αναρχική κοινότητα, δηλαδή στην κοινωνική κατάσταση όπου ο καθένας είναι ελεύθερος να παράγει ή να καταναλώνει σύμφωνα με τη θέληση ή τη φαντασία του, χωρίς να ελέγχει ή να ελέγχεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπου η ισορροπία της παραγωγής και της κατανάλωσης εγκαθιδρύεται φυσικά, και όχι από τους περιοριστικούς νόμους και την αυθαίρετη δύναμη των άλλων, αλλά από την ελεύθερη άσκηση της εργατικότητας που παροτρύνεται από τις ανάγκες και τις επιθυμίες του κάθε ατόμου. Η θάλασσα της ανθρωπότητας δεν χρειάζεται αναχώματα. Άσε τις παλίρροιές της να κινηθούν ελεύθερα και κάθε μέρα θα βρίσκουν το επίπεδό τους.
Χρειάζομαι, για παράδειγμα, έναν ήλιο για μένα, ένα ποτάμι για μένα, ένα δάσος για μένα ή όλα τα σπίτια σε όλους τους δρόμους για μένα; Έχω το δικαίωμα να γίνω ιδιοκτήτης τους αποκλείοντας τους άλλους, ειδικά όταν δεν τα χρειάζομαι; Αν δεν έχω αυτό το δικαίωμα, είναι πιο δίκαιο για μένα να επιθυμώ, όπως στο πλαίσιο του συστήματος των συμβολαίων, να αποδίδω στον καθένα – σύμφωνα με την τυχαία ικανότητά του να παράγει – την ακριβή αναλογία που θα πρέπει να λάβει από όλα τα πράγματα· πόσες από τις ακτίνες του ήλιου δικαιούται, πόσα κυβικά μέτρα αέρα και νερού θα του παραχωρηθούν, ή την έκταση των περιπάτων του στα δάση· ποιον αριθμό ή τα μέρη των σπιτιών μπορεί να καταλάβει, σε ποιους δρόμους μπορεί να περπατήσει και από ποιους δρόμους πρέπει να μείνει μακριά;
Με ή χωρίς συμβόλαιο, θα καταναλώσω περισσότερο από ό,τι μου κάνει καλό; Θα παίρνω όλο το φως του ήλιου, όλο τον αέρα, όλο το νερό; Θα μονοπωλήσω όλη τη σκιά των δέντρων, όλους τους δρόμους της πόλης, όλα τα σπίτια ή όλα τα δωμάτια των σπιτιών; Και αν έχω δικαίωμα στα προϊόντα της φύσης, όπως το φως και ο αέρας, δεν έχω επίσης δικαίωμα στα κατασκευασμένα προϊόντα, όπως ο δρόμος ή το σπίτι; Ποια είναι λοιπόν η χρησιμότητα ενός συμβολαίου που δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα στην ελευθερία μου, αλλά αντίθετα είναι σίγουρο πως θα την περιορίσει;
Και όσον αφορά την παραγωγή, η δραστηριότητα της φύσης μου θα αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο με τον περιορισμό μου; Είναι παράλογο να λέγεται κάτι τέτοιο. Ο λεγόμενος ελεύθερος εργάτης, ακόμη και στην παρούσα κατάσταση της κοινωνίας, παράγει περισσότερο και κάνει τη δουλειά του καλύτερα από τον νέγρο σκλάβο. Πώς θα ήταν αν ήταν πραγματικά και καθολικά ελεύθερος; Η παραγωγική του δύναμη θα αυξανόταν εκατονταπλάσια.
Οι τεμπέληδες όμως, όπως λες; Οι τεμπέληδες παράγονται από τις ανώμαλες συνθήκες της κοινωνίας. Δηλαδή, όταν η απραξία θεωρείται τιμή και η εργασία ταπείνωση, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι διστάζουν να ασχοληθούν με μια εργασία που τους το ανταποδίδει με πικρούς καρπούς. Αλλά σε μια αναρχική κοινότητα, με τις τέχνες και τις επιστήμες ανεπτυγμένες όπως θα αναπτυχθούν στις μέρες μας, δεν θα μπορούσε να παρατηρηθεί τίποτα τέτοιο. Φυσικά θα υπήρχαν, όπως και σήμερα, κάποιοι που θα ήταν μεγαλύτεροι παραγωγοί από άλλους, και κάποιοι που θα ήταν μεγαλύτεροι καταναλωτές από άλλους, αλλά αυτοί που είναι πιο δραστήριοι στην παραγωγή θα ήταν επίσης πιο δραστήριοι στην κατανάλωση. Η εξίσωση είναι φυσική. Απαιτείς αποδείξεις; Πάρε εκατό εργάτες στην τύχη και θα διαπιστώσεις ότι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί είναι και οι μεγαλύτεροι καταναλωτές.
Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι εφοδιασμένος με ορισμένα πολύτιμα εργαλεία, η χρήση των οποίων αποτελεί πραγματική ευχαρίστηση. Υπάρχουν τα χέρια, τα χέρια, η καρδιά, ο εγκέφαλος – όλα φτιαγμένα για χρήση – και μπορείς να φανταστείς ότι ένας άνθρωπος θα αφήσει οικειοθελώς τέτοια πολύτιμα εργαλεία να σκουριάσουν; Στην ελεύθερη κατάσταση της φύσης με τα θαύματα της βιομηχανίας και της επιστήμης όπου όλα καλούν σε δραστηριότητα και χαρούμενη ζωή, σε μια τέτοια κατάσταση φαντάζεσαι ότι ένα ανθρώπινο ον θα αναζητούσε την ευτυχία του στην ανόητη απραξία; Ανοησίες. Θα ήταν αδύνατο.
Στο έδαφος της αληθινής αναρχίας, της απόλυτης ελευθερίας, θα υπήρχε τέτοια ποικιλομορφία μεταξύ των ανθρώπων – ποικιλία ηλικίας, φύλου και γούστου – ώστε κανείς δεν θα στερούνταν συγγενικής κοινωνίας. Η ισότητα δεν είναι ομοιομορφία. Αυτή η ποικιλομορφία των ανθρώπων και της κάθε διαδοχικής χρονικής στιγμής είναι ακριβώς αυτό που κάνει όλες τις κυβερνήσεις, όλα τα συντάγματα και όλες τις συμβάσεις καταστροφικές για την ελευθερία. Πώς μπορείς να δεσμευτείς για ένα χρόνο, για μια μέρα, για μια ώρα, όταν σε μια ώρα, μια μέρα ή ένα χρόνο μπορεί να σκέφτεσαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι σκεφτόσουν τη στιγμή που έκανες το συμβόλαιο;
Κάτω από τις συνθήκες της ριζοσπαστικής αναρχίας θα υπάρχουν κάποιες γυναίκες, όπως θα υπάρχουν και κάποιοι άνδρες, με μεγαλύτερη σχετική αξία από άλλες. Θα υπάρχουν παιδιά και θα υπάρχουν ηλικιωμένοι, αλλά όλοι, χωρίς διάκριση, θα είναι το ίδιο άνθρωποι και θα πρέπει να είναι εξίσου ελεύθεροι να κινούνται στους κύκλους των αμοιβαίων έλξεων τους, ελεύθεροι να παράγουν και να καταναλώνουν όπως κρίνουν σκόπιμο, χωρίς καμία γονική, συζυγική ή κυβερνητική εξουσία, χωρίς καμία νομική ρύθμιση να τους περιορίζει ή να τους εμποδίζει.
Σε μια κοινωνία που συγκροτείται κατ’ αυτόν τον τρόπο – και θα έπρεπε να το γνωρίζεις, εσύ αναρχικέ που υπερηφανεύεσαι για τον εαυτό σου ως λογικό – τι θα είχες να πεις για τη σεξουαλική αδυναμία είτε του θηλυκού είτε του αρσενικού ανθρώπινου όντος;
Άκου, Δάσκαλε Proudhon! Πριν μιλήσετε για τη γυναίκα, μελετήστε την· πηγαίνετε στο σχολείο. Πάψε να αποκαλείς τον εαυτό σου αναρχικό ή να είσαι αναρχικός με όλη την έννοια. Μιλήσε μας, αν θες, για το άγνωστο και το γνωστό, για τον Θεό που είναι κακός, για την ιδιοκτησία που είναι κλοπή· αλλά όταν μιλάς για τον άνδρα μην τον μετατρέπεις σε μια αυταρχική θεότητα, γιατί θα σου απαντήσω ότι ο άνδρας είναι κακός. Μην του αποδίδεις ένα απόθεμα νοημοσύνης που του ανήκει μόνο χάρη στο δικαίωμα της κατάκτησης, στο εμπόριο του έρωτα, στην τοκογλυφία του κεφαλαίου που προέρχεται εξ ολοκλήρου από τη γυναίκα και είναι προϊόν της ψυχής μέσα της. Μην τολμήσεις να του αποδώσεις αυτό που έχει προέλθει από άλλον, αλλιώς θα σου απαντήσω με τα δικά σου λόγια: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»
Ύψωσε τη φωνή σου, αντίθετα, ενάντια στην εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άνδρα. Διακήρυξε στον κόσμο με το σθένος της επιχειρηματολογίας που σε έκανε διάσημο ως διανοητικό αθλητή, ότι ο άνδρας, χωρίς τη βοήθεια της γυναίκας, δεν είναι σε θέση να βγάλει την επανάσταση από το βάλτο, να την ξεκολλήσει από το βρώμικο και αιματοβαμμένο τέλμα στο οποίο έχει πέσει· πως μόνος του είναι ανίσχυρος· ότι πρέπει να έχει την υποστήριξη της καρδιάς και του μυαλού της γυναίκας· ότι στο μονοπάτι της προόδου θα πρέπει να βαδίζουν μαζί, δίπλα-δίπλα, χέρι-χέρι· ότι ο άνδρας δεν μπορεί να επιτύχει το στόχο του και να αντέξει την κούραση του ταξιδιού χωρίς την υποστηρικτική συμπάθεια και τα ενθαρρυντικά χάδια της γυναίκας.
Πες στον άνδρα και στη γυναίκα ότι το πεπρωμένο τους είναι να πλησιάσουν περισσότερο μεταξύ τους και να κατανοήσουν καλύτερα ο ένας την άλλη· ότι έχουν ένα και το αυτό όνομα, όπως είναι ένα και το αυτό ον – το ανθρώπινο ον· ότι είναι, ο καθένας με τη σειρά του, το δεξί και το αριστερό χέρι και ότι στην ανθρώπινη ταυτότητα οι καρδιές τους είναι σαν μια καρδιά και οι σκέψεις τους είναι αδιαχώριστες.
Πες τους ότι μόνο σε αυτή την κατάσταση μπορούν να στηρίξουν και να υποστηρίξουν ο ένας την άλλη στο ταξίδι και το φως της αγάπης τους θα διαπεράσει τις σκιές που χωρίζουν το παρόν από το μέλλον ή την πολιτισμένη κοινωνία από την εναρμονισμένη κοινωνία. Πες τους ότι το ανθρώπινο ον, στη σχετική του αναλογία και στις εκδηλώσεις του, είναι σαν τη πυγολαμπίδα, που λάμπει μόνο από την αγάπη και για την αγάπη.
Πες αυτό. Να είστε πιο δυνατοί από τις προκαταλήψεις σας· πιο γενναιόδωροι από κακεντρεχείς. Διακηρύξτε την Ελευθερία, την Ισότητα, την Αδελφοσύνη, το αδιαίρετο του ανθρώπινου όντος. Κάντε το· είναι για τη σωτηρία του κοινού. Πες ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κίνδυνο· κάλεσε τον άνδρα και τη γυναίκα να διώξουν τους προκατειλημμένους εισβολείς από τα σύνορα της κοινωνικής προόδου· δημιουργήστε μια 2α και ένα 3η Σεπτεμβρίου ενάντια σε αυτή την άλλη αρρενωπή αριστοκρατία, αυτή την αριστοκρατία του φύλου που θα μας καθηλώσει στα έθιμα του παρελθόντος. Κάνε το· είναι απαραίτητο. Διακήρυξε το με πάθος, με ιδιοφυΐα, με θόρυβο, κάνε το βροντή… και θα έχετε κερδίσει για τα καλά την εκτίμηση των άλλων και του εαυτού σου.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com
Joseph Déjacque, “The Human Being” (1857)
April 4, 2011Shawn P. WilburFrom the Archives
I’ve been working to track down the various feminist critiques of Proudhon by his contemporaries, and translate those which have not been translated. I was actually about half-way through a translation of Déjacque’s “On the Human Being, Male and Female,” when I stumbled across this translation that appeared in Lucifer the Lightbearer. I’ll try to post my own translation later , but Jonathan Mayo Crane rendering of the French certainly captures the spirit of Déjacque’s assault. Mayo’s translation appeared in two sections, and I’m posting them separately.
THE HUMAN BEING.
(Letter written to P. J. Proudhon by Joseph Déjacque in 1857. Translated from Les Temps Nouveaux by Jonathan Mayo Crane).
In the depths of Louisiana, whither I have been driven by the vicissitudes of my exile, I have read in a United States paper, “La Revue de l’Ouest,” a fragment of correspondence between you, P. J. Proudhon, and a Madam Hericourt.
Some words of Madam Hericourt, cited in that paper, cause me to fear the feminine antagonist may not have the strength—polemically speaking—to cope with her brutal masculine adversary.
I know nothing of Madam Hericourt nor of her writings, if she is a writer, nor of her position in the word, nor of her personality. But to argue well concerning women, or to argue well concerning men, earnestness is not all that is necessary. One must have seen much and studied much. One must, I believe, have experienced their personal passions in all stations of society, from the silver-tipped summits where vice is happiness to the depths where misery seeks solace in debauchery, Upon the human rock thus battered by the shocks of life, the logic, the stenciled truth, may be read.
I should like to see the question of the emancipation of woman treated by a woman who has loved much and has loved many, and who in her past life has associated with both the aristocratic and the lowly; for the woman of the garret. I can penetrate and understand the private or official views and the thoughts of the luxurious grand dame more easily than the woman of the salon can comprehend the open or hidden privations of the daughter of poverty. However, in default of another Magdalen, bathing the feet of crucified humanity with her fecund tears and striving to lift it to a bettor world, for lack of this voice of civilized repentance, for lack of this woman who proudly and publicly abjuring all prejudices of sex and race, of laws and customs, will bring us back to the former world, I, a human being of the male sex, will endeavor to answer you, Aliboron-Proudhon. For the emancipation of woman is nothing else than the emancipation of humanity—both sexes.
Is it possible, great publicist, that under your lion’s skin so much of the ass may be found? You who have in your veins such powerful revolutionary pulsations for all that pertains to labor with the arms or filling the stomach, your transports are no less fiery, but are stupid and reactionary, when you come to consider the emotions of the heart and of the sentiments. Your nervous and unending logic in questions of industrial production and consumption is without force when you consider questions of moral production and consumption. Your intelligence, virile for nil that concerns man, seems emasculated when it is it question concerning woman. With hermaphrodite brain your thoughts recoil upon themselves in powerless efforts to conceive and give birth to social truth.
A masculine Joan of Arc who, it is said, has kept himself chaste for forty years, the maceration of love has ulcerated your heart, the rancor of jealousy has filled you with disgust and you cry “War against women!” as the maid of Orleans cried “War against the English!” The English burnt her alive. The women have made you a husband, oh, holy man, long time a virgin and always a martyr.
Father Proudhon, shall I say it? When you talk of women you appear like a college boy who talks very loudly and in a high key, at random and with impertinence, in order to appear learned, as you do to your callow hearers, and who like you knows not the first thing of the matter he is talking about.
After having profaned your flesh for forty years you now profane your intelligence, and passing from pollution to pollution you pour forth your impurities to besmirch women.
Is that what you call manly and honest civility, Narcissus-Proudhon? I quote your words:
“No, Madam, you know nothing about your sex; you know not the first thing about the questions you and your honorable associates agitate with so much noise and so little success. And if you do not understand this question, if in the eight pages of the response which you have made to my letter there are forty illogical conclusions, that shows the truth of what I have said of the infirmity of your sex. I mean by these words—the exactness of which may not be irreproachable—the quality of your understanding which will not permit you to seize the significance of thing:; which we men have at our fingers’ ends. In your skull, as in your abdomen, is a certain organ which is incapable of conquering its own inertia; which requires the male to make it perform its functions. And even then it is not always successful. Such madam, is my opinion, the result of my direct and positive observations. I leave it to your obstetrical sagacity to calculate from it for your thesis the incalculable consequences.”
You wild boar—which is merely an undomesticated hog—if it is true, as you say, that woman can give birth to nothing from either the brain or the abdomen without man’s assistance—and it is true—it is equally true the other way; it is reciprocal; neither can man produce from his flesh or his brain without woman’s assistance. That is logic and good logic, Madelon-Proudhon, that an apprentice who has always been your obedient servant can snatch from your hands and throw in your face.
Emancipation or non-emancipation of woman, emancipation or non-emancipation of man—what does it mean? Is it that by nature one has rights and the other has no rights? Is it that humanity is singular and not plural, masculine and not feminine! Is it that the difference in the sexes is a difference in the nature of humanity. Are the drops of rain which fall from the clouds not the same whether they are few or many, whether they are large or small?
Place the question of the emancipation of woman in line with the emancipation of the serf—woman as well as man; or to say the same thing differently, the human slave—whether in the seraglio or the workshop. This understood and it is revolutionary. But from the privileged man’s point of view of social progress, it is senseless and reactionary. To avoid quibbling and equivocation we must demand the emancipation of the human being. In such terms the question is complete.
From day to day humanity gravitates from revolution to revolution towards its ideal of perfectibility—liberty. But the man and the woman will advance with the same step, the same heart fortified by love, toward their natural destiny, the community of anarchy. But man and woman enter thus arm in arm, the face of one shedding its radiance on the face of the other, until they reach the garden of Social Harmony. But the group of the Human Being, the dream of happiness realized, the animated picture of the future, the harmonic tones and the radiant glory of equality offend your ears and dazzle your eyes. Your understanding, distorted by petty vanity, makes you see in posterity a man-statue erected on a woman-pedestal, a man-patriarch and a woman-servant.
Flogger of woman and absolute serf of man, Proudhon Magnan, you use your words for a lash. Like a slave-driver you seem delighted to disrobe your beautiful victims (on paper) and flagellate them with invectives. Moderate anarchist, liberal, but not libertarian, you want free exchange of cotton and candles and you seek to protect man against woman in the exchange of affectional human passion. You cry against the great barons of capital, and you would rebuild a proud barony of man on vassal-woman. Logician with misfit eyeglasses, you are unable to read the lessons of the present or the past; you can discern nothing that is elevated or at a distance or in the perspective of the future.
You should know that woman is the mover of man, as man is the mover of woman. There is not an idea in your deformed brain, no, nor in the brain of any other man, that was not given life by woman; not one voluntary motion of your muscles or of your intelligence but what its object has been to attract the attention of woman and to please her, even including that which seems the most contradictory, your insults. Everything beautiful that man has made, everything grand that man has produced, all the masterpieces of art and of industry, all the discoveries of science, the titanic steps which man has taken into the fields of the unknown, all conquests and all aspirations of man are duo to woman who imposes the tasks upon him as a queen of a tournament assigns a task to a knight and rewards him with a smile when he has accomplished if. All man’s heroism, all his physical and moral valor comes from love. Without woman he would still crawl on his belly or on all fours and browse on herbs and roots. He would equal the ox in intelligence. He is superior to the beast only because woman has said, “Be so.” It is her will that has created him and made him man instead of brute. It is to satisfy the supreme exigencies of the feminine soul that he had attempted sublime things.
See what woman has done for man, and then see what man has done for woman!
Alas! to please her lord and master it is not necessary for her to possess great intelligence and moral force. If she will only mimic the she monkey in antics and grimaces, hang a few bits of glassware to her neck and ears, dress herself in ridiculous finery, pad her hips until she resembles a Hottentot Venus with the aid of whalebone and crinoline, if she knows how to handle a fan like a skimmer, or can make porridge or strum on the piano, that is all her Sultan demands of her, all that is necessary to bring joy to the masculine soul—the alpha and omega of his desires and aspirations. If she can do these things she is rewarded with a lace handkerchief.
She who has regarded such a role as shameful and has shown her good sense by finding beauty in worthiness and by her self-reliant conduct testified to her sane intelligence has been set upon and pitilessly stoned by the multitude of Proudhons, past and present, called a blue stocking and persecuted with imbecile sarcasm and forced to stifle her individuality. For the crowd of heartless and brainless men she has sinned by having too much heart and too much intelligence. They have thrown stones at her and rarely has she the good fortune to meet a man who will take her by the hand and say: “Woman, rise; you are worthy of love; you are worthy of liberty.”
No; what man wants—that is, what he who usurps the name of man wants—is not woman in all her physical and moral beauty, the woman of natural and artistic form, her face beaming with the aureole of grace, her heart sympathetic and tender, her thoughts enthusiastic, her soul enamored of poetic and humane ideals. No, that brainless booby, like a footman at a fair, wants a colored and beplumed wax figure. Like a glutton in an ecstasy before a butcher shop, he wants a quarter of veal garnished with lace.
Disgusted with the man she finds such an idiot, weary of him in whom she has sought in vain for sympathy of sentiment, history tells us—alas! I wish it were only a fable, a legend, a Bible story—the woman passes from the biped to the quadruped. Beast for beast. It is natural after all that she should permit herself to be seduced by a greater beast than herself. Then, at last, nature having endowed her with impulses and affections too robust to he extinguished by repression and abstinence, she turns disgusted from humanity and seeks in temples of superstition, in the devotees’ aberrations of mind and impulse, the food for the passional hunger of her nature. Failing to find the man of her dreams, she lavishes her affection on an imaginary god, and the priest has replaced the beast of a husband.
Ah! if there are so many abject females and so few real women, what is the cause of it? What have you to complain of Dandin-Proudhon? You wish it to be so.
I admit that you personally have fought valiantly for the revolution; you have gashed the marrow and the trunk of property and have made the noise of tumult resound afar. You have stripped off its husk and left it exposed to the gaze of the populace; you have shaken down like dead branches and leaves your powerless authoritarian antagonists and have shown the emptiness of the revamped Greek theories of the state socialists, your own included. You have drawn with you through the sinuous avenues of reform all the pack of appetites physical and moral. You have traveled the road and took the others with you. You are tired. You would like to rest, but the voice of logic urges you to follow up your revolutionary deductions and march onward, always onward, lest you be overtaken by those whom you have deluded.
Be then frankly an entire anarchist and not a quarter anarchist, an eighth anarchist, or one-sixteenth anarchist, as one is a one-fourth, one-eighth or one-sixteenth partner in trade. Go beyond the abolition of contract to the abolition not only of the sword and of capital, but also of property and of authority in all its forms. Then you will have arrived at the anarchist community; that is to say, the social state where each one is free to produce or consume according to his will or his fancy without controlling, or being controlled by any other person whatever; where the balance of production and consumption is established naturally, no longer by the restrictive laws and arbitrary force of others, but lb the free exercise of industry prompted by the needs and desires of each individual. The sea of humanity needs no dikes. Give its tides full sweep and each day they will find their level.
Do I need, for example, one sun for myself, one river for myself, one forest for my own, or all the houses in all the streets for my own? Have I the right to become the proprietor of them to the exclusion of others, especially when I do not need them? If I have not that right, is it any more just for me to wish, as under the system of contracts, to measure to each one—according to his accidental ability to produce—just what proportion he should receive of all things; how much of the sun’s rays he is entitled to, how many cubic feet of air and of water shall he allotted to him, or the extent of his promenades in the forests; what number or the parts of the houses he may occupy, what streets he may walk in and what streets he must keep out of?
With or without contract, will I consume more than is good for me? Will I take all of the sunlight, all of the air, all of the water? Will I monopolize all of the shade of the trees, all of the streets of the city, all of the houses or all of the rooms of the houses? And if I have a right to the productions of nature, such as the light and the air, have I not also a right to manufactured products, such as the street or the house? Of what use then is a contract that can add nothing to my liberty, but on the contrary most certainly will restrain it?
And as for production, will the activity of my nature be developed all the more by being restrained? It is absurd to assert such a thing. the so-called free workman even in the present state of society, produces more and does his work better than the negro slave. How would it be if he were really and universally free? His productive power would increase one-hundred fold.
But the idlers? you say. Idlers are produced by the abnormal conditions of society. That is to say, when idleness is held in honor and labor in contempt it is not surprising that men are reluctant to engage in labor which repays them in bitter fruit. But in an anarchist community, with the arts and sciences developed as they will be developed in our days, nothing of the kind could he seen. Of course there would be, as there are today, some who would be greater producers than others, and there would he some who would be greater consumers than others, but those most active in producing would also be most active in consuming. The equation is natural. Do you demand proof? Take one hundred workmen at random and you will find the greatest producers are the greatest consumers.
The human organism is supplied with certain precious implements the use of which is genuine pleasure. There are the arms, the hands, the heart, the brain—all made for use—and can you imagine a man voluntarily will let such precious tools rust? In the free state of nature with its marvels of industry and science where all calls to activity and joyous life, in such a state do you imagine a human being would seek for happiness in imbecile idleness? Nonsense. It would be impossible.
On the soil of true anarchy, of absolute freedom, there would be such diversity among the people—diversity of age, of sex and of tastes—that none would he without congenial society. Equality is not uniformity. That diversity of people and of each succeeding moment of time is just what makes all governments, all constitutions and all contracts destructive of liberty. How can you bind yourself for a year, for a day, for an hour, when in an hour, a day or a year you may think entirely different from the way you thought at the time of making the contract?
Under the conditions of radical anarchy there will be some women, as there will he some men, of more relative worth than others. There will be children and there will be old folks, but all, without distinction, will be none the less human beings and they should he equally free to move in the circles of their mutual attractions, free to produce and consume as they see fit, without any parental, marital or governmental authority, without any legal regulations to restrain or to hinder them.
In a society thus constituted—and you ought to know it, you anarchist who pride yourself as a logician—what would you have to say of the sexual infirmity of either the female or male human being?
Listen, Master Proudhon! Before you talk of woman, study her; go to school. Stop calling yourself an anarchist, or be an anarchist clear through. Talk to us, if you wish to, of the unknown and the known, of God who is evil, of property which is robbery; but when you talk of man do not make him an autocratic divinity, for I will answer you that man is evil. Attribute not to him a stock of intelligence which belongs to him only by right of conquest, by the commerce of love, by usury on the capital that comes entirely from woman and is the product of the soul within her. Dare not to attribute to him that which he has derived from another or I will answer you in your own words: “Property is robbery!”
Raise your voice, on the contrary, against the exploitation of woman by man. Proclaim to the world with that vigor of argument which has made him famous as an intellectual athlete, that man, without the aid of woman, is unable to drag the revolution out of the mire, to pluck it out of the filthy and bloodstained rut into which it has fallen; that alone he is powerless; that he must have the support of woman’s heart and brain; that in the path of progress they should march forward together, side by side, hand in hand; that man can not attain his goal and endure the fatigue of the journey without the sustaining sympathy and the encouraging caresses of woman.
Say to the man and to the woman that their destinies are to draw nearer together and to understand each other better; that they have one and the same name as they are one and the same being—the human being; that they are, each in turn, the one right and the other the left hand and that in the human identity their hearts are as one heart and their thoughts are inseparable.
Say to them that in this condition only can they he able to sustain and support each other in the journey and the light of their love shall pierce the shadows that separate the present from the future, or civilized society from harmonized society. Tell them the human being, in its relative proportion and manifestations, is like the glow-worm, which shines only by love and for love.
Say that. Be stronger than your prejudices; more generous than spiteful. Proclaim Liberty, Equality, Fraternity, the indivisibility of the human being. Do it; it is for the salvation of the public. Declare humanity in danger; call on man and woman to cast prejudiced invaders out of the frontier of social progress; create a second and a third of September against that other masculine nobility, that aristocracy of sex which would rivet us to customs of the past. Do it; it is necessary. Proclaim it with passion, with genius, trumpet-tongued, make it thunder . . and you will have well won the esteem of others and of yourself.