Στόχος του πολέμου είναι
«να αναγκαστεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουμε».
Καρλ φον Κλάουζεβιτς (1780-1831)
Η σχέση του ανθρώπου με το χώρο, την περιοχή, τη γειτονιά συνδέεται με τις αναμνήσεις, τις δραστηριότητες, τις χαρές και τις λύπες. Το ρίζωμα σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο φέρει τα χαρακτηριστικά του «ανήκειν» σε κάτι που μπορεί να αφορά τοπικό-περιφερειακό αλλά και γενικότερο ή ευρύτερο. Η διατήρηση αυτής της ισχυρής σχέσης με το χώρο οφείλει να διατηρεί ορισμένα βασικά στοιχεία σταθερά και στην ίδια σχεδόν κατάσταση. Όμως υπάρχει το ενδεχόμενο της ρευστότητας σε αυτή τη σχέση. Τραγικά γεγονότα και συμβάντα μπορούν να ανατρέψουν άρδην μια σχέση και σύνδεση με ένα τόπο, χώρο, κατοικία… Το παρελθόν μας δεν ορίζει και το μέλλον μας χωροταξικά. Εκεί που είναι διάχυτη η ασφάλεια και η γαλήνη μπορεί να επέλθει ο εφιάλτης μας. Όχι μόνο λόγω αποφάσεων που προέρχονται από εξουσιαστικά μορφώματα ή σχέσεις αλλά και από τυχαία γεγονότα που μας αφορούν ατομικά. Άρα η αποσύνδεση μας από κάπου μπορεί να φέρει την προσωπική μας σφραγίδα, απόφαση και επιλογή. Είναι μια πολυμεταβλητή συνθήκη με πολλαπλές υποπεριπτώσεις που το κάθε άτομο λαμβάνει υπ’ όψη του. Δεν είναι το ίδιο, όμως, με τον ξεριζωμό ενός ατόμου ή ομάδας ατόμων από κάπου που έχουν την αίσθηση του «ανήκειν» και θέλουν να παραμείνουν σε αυτό. Εκεί βίαιες καταστάσεις ή συνθήκες επιβάλλουν τη μετακίνηση του πληθυσμού. Οι αιτίες και αφορμές μπορεί να είναι πολλές, όπως αυτές έχουν καταγραφεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, περιβαλλοντικές, κλιματολογικές, εχθροπραξίες και πόλεμοι. Άρα και στον ξεριζωμό έχουμε τουλάχιστον δυο διαφορετικές καταστάσεις, στη μια είμαστε υποχρεωμένοι να μετακινηθούμε λόγω φυσικών συνθηκών και στη δεύτερη λόγω εξουσιαστικών και κρατικών επιλογών. Δεν θέλουμε να μετακινηθούμε αλλά είμαστε υποχρεωμένοι.
Η μετακίνηση του ανθρώπου συναντάται από την αρχή της ύπαρξης του είτε μετακινούμενος από την Αφρική σε άλλες γεωγραφικές περιοχές είτε ως συμμετέχων σε μια εξέλιξη που διαμορφώνεται με την ανάπτυξη της γεωργίας. Η μετάβαση από τη νομαδική-τροφοσυλλεκτική κοινότητα στην τροφοπαραγωγική επήλθε μέσω πολλαπλών μετακινήσεων. Αλλά και το τροφοπαραγωγικό μοντέλο έχει στοιχεία μετακίνησης, κυρίως, στο κτηνοτροφικό πεδίο. Στον ελλαδικό χώρο, για παράδειγμα, λίγες δεκαετίες πριν, μεταπολεμικά, ομάδες-οικογένειες κτηνοτρόφων κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα πεδινά τον χειμώνα και το καλοκαίρι ανηφόριζαν για τα ορεινά. Τα βοσκοτόπια μπορεί να απείχαν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, όσο η απόσταση από την Πίνδο για τις πεδιάδες της Κωπαΐδας και της Θήβας. Προγενέστερα, αρκετές κοινότητες αποφάσιζαν τη μεταφορά των χωριών τους σε άλλες περιοχές κυρίως πεδινότερες και την ταυτόχρονη μετάβασή τους από κτηνοτροφικές, κυρίως, κοινότητες σε αγροτικές. Αυτό συναντάται σε πάρα πολλές περιπτώσεις στον ελλαδικό και, κατ’ επέκταση, βαλκανικό χώρο. Η αίσθηση του «ανήκειν» ως μια απαραίτητη ανθρώπινη ανάγκη και εμπειρία συναντάται μέσα σε αυτά τα κοινοτικά παραδείγματα, σταθερά ή μετακινούμενα.
Η αίσθηση ασφάλειας είναι μια βασική και κύρια συνθήκη για να «ριζώσουν» οι άνθρωποι σε έναν τόπο και να αναπτύξουν οργανικές και ενεργές δραστηριότητες χτίζοντας κοινοτικούς δεσμούς. Είναι εκείνες οι πολλαπλές σχέσεις για τις οποίες Σιμώνη Βέιλ δήλωνε ότι: «Κάθε ανθρώπινο ον χρειάζεται να έχει πολλαπλές ρίζες. Είναι καλό για αυτό να αντλεί σχεδόν το σύνολο της ηθικής, πνευματικής και ψυχικής του ζωής από το περιβάλλον του οποίου αποτελεί φυσικό τμήμα». Στις κρατικές κοινωνίες με το σφιχτό σύστημα εξουσιαστικής διακυβέρνησης, που διαδέχθηκε εξουσιαστικές μορφές επιβολής με, συχνά, μεγαλύτερη ρευστότητα, το αίσθημα του «ανήκειν» σχετίζεται με την εθνική ταυτότητα. Μια κατασκευασμένη κατάσταση από την Κυριαρχία. Η οποία δεν έχει κανένα πρόβλημα να διατυπώσει σε ανύποπτο χρόνο τις επιδιώξεις της, πιστεύοντας ότι η χειραγώγηση και η πειθάρχηση θα επιτρέψουν να εφαρμόσει τις πολιτικές της. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Χαρίλαος Τρικούπης δήλωνε: «Όταν έρθει ο μέγας πόλεμος, η Μακεδονία θα γίνει Βουλγαρική ή Ελληνική, κατά τον νικήσαντα. Αν την λάβωσι οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμό μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς την λάβωμεν, θα τους κάνωμεν όλους Έλληνας, μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας». Ενώ ο ομόλογος του Μάσσιμο ντ’ Ατζέλιο, πρωθυπουργός στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και πρωταγωνιστής της Ιταλικής Παλιγγενεσίας, λίγα χρόνια πριν δήλωνε: «fatta l’Italia, facciamo gli Italiani» – «Φτιάξαμε την Ιταλία, ας φτιάξουμε και τους Ιταλούς». Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, στο αιώνα της συμπερίληψης για την κατασκευή των εθνών-κρατών. Τότε που διάφορα φύλα και φυλές ομογενοποιήθηκαν, βιαίως ή μέσω εκπαιδευτικών και άλλων μέσων, αποκτώντας ενιαία εθνική συνείδηση. Οι εξουσιαστές το είπαν καθαρά: Έλληνας ή Ιταλός δε γεννιέσαι, γίνεσαι…
Το μωσαϊκό των φυλών και των γλωσσών στα Βαλκάνια, σιγά-σιγά, περιορίστηκε σε λίγα κράτη με λίγες ομιλούμενες γλώσσες και δυο-τρεις θρησκείες. Οι πολιτικές αφομοίωσης που εφαρμόζουν οι κρατιστές είναι κοινές στην επίτευξη του στόχου, στη δημιουργία νέων μηχανισμών εξουσίας, νέων κρατών και εθνικισμών από ετερόκλητους φυλετικούς πληθυσμούς που μέσω αυτών των μηχανισμών ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης αποτέλεσαν το νέο λαό, το νέο έθνος. Ένα νέο «ανήκειν», καθώς και τα φαντασιακά εδαφικά δικαιώματα, κάθε έθνους, κατασκευάζονται. Βάσει των δηλώσεων του Χ. Τρικούπη, ο εξελληνισμός των σλάβων κατοίκων της Μακεδονίας και όχι μόνο, αποδεικνύει ότι το κάθε κράτος έχει φτιαχτεί μέσω των εποικισμών που έχει εφαρμόσει, ταυτόχρονα με τη χειραγώγηση των πολιτών του μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ξεριζωμένοι έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ρίζωσαν ανάμεσα σε σλάβικους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Ο εποικισμός, λοιπόν, είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των κρατών και δεν αποτελεί ένα γνώρισμα ορισμένων μόνο κρατών αλλά δομικό στοιχείο της κατασκευής τους. Το ότι οι σλάβοι της Μακεδονίας αφομοιώθηκαν και δεν ανέπτυξαν «εθνικοαπελευθερωτική αντίσταση», δεν σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος δεν εφάρμοσε πολιτικές εποικισμού. Απλά αυτό αποκρύπτεται όσο ο καταπιεσμένος έχει χάσει την όποια «ταυτότητα» του και δεν «φωτίζει» τα αίσχη του «άλλου».
Ειδικότερα η περιοχή των Βαλκανίων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολλαπλών αφομοιώσεων «εθνοτήτων», κατασκευής κρατών και μετακίνησης πληθυσμών μέσω Συνθηκών. Κυριαρχούνται από εθνικισμούς που καλλιεργήθηκαν μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Οι λαοί των Βαλκανίων εντός των πολυάριθμων μικρών κρατικών οντοτήτων, προωθούν τη δική τους εθνική ιδέα. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξαν κινήματα που αγωνίστηκαν για ομόσπονδα Βαλκάνια. Όμως, σε γενικές γραμμές, το φάσμα διαφορετικών ταυτοτήτων συρρικνώθηκε και τα νέα κράτη, των οποίων οι ελίτ σχηματίζονται συχνά στο Παρίσι ή τη Βιέννη, θα χρησιμοποιήσουν συνειδητά ως πρότυπο τα δυτικά έθνη-κράτη, υιοθετώντας έναν ορισμό του έθνους με στενά εθνοτικά κριτήρια, που προϋποθέτει κοινότητα κοινών θρησκευτικών πεποιθήσεων και την ομογενοποίηση της γλώσσας σε εθνική κλίμακα. Αυτά τα νεοπαγή κράτη θα δημιουργήσουν με το ζόρι έθνη και «εθνική ταυτότητα». Και όσοι πληθυσμοί δεν συμμορφώνονται με το νέο μοντέλο, συνήθως οι μουσουλμάνοι, μετατρέπονται σε μειονότητες. Στην προεπαναστατική Ελλάδα του 1821, ο όρος έθνος δεν δηλώνει τη γλώσσα ή την καταγωγή, αλλά την κοινή συγκρότηση ορισμένου πληθυσμού σε ένα κράτος. Ασφαλώς, προϋπόθεση της ένταξης είναι η πίστη στο χριστιανισμό και στην πολιτική Επανάσταση. Όπως σημείωνε και η Ε. Σκοπετέα: «εύκολα θα διαπιστώσει κανείς τη μετάβαση σε μιαν αποκλειστική θεώρηση που την εκφράζει η εξίσωση: πατρίς-πίστις=ελευθερία-εθνισμός».
Με βάση, λοιπόν, όλα τα παραπάνω μπορεί κάποια ομάδα ανθρώπων να ισχυριστεί ότι έχει αποκτήσει δικαιώματα εγκατάστασης και χρήσης γης λόγω, τυχόν, μονιμότητας ή προγενέστερης παραμονής σε αυτή; Λογικές ιδιοκτησίας και ανταγωνισμών μεταξύ εθνοτικών ομάδων έχουν μια «φυσική και δίκαια βάση»; Ποιος κατοίκησε πρώτα και πότε; Ποιος ανέπτυξε, που και πως, την «ταυτότητα» του; Ποιος είναι αυτόχθονος; Εν τέλει, ποιος εξυπηρετείται από την ανάπτυξη τέτοιων λογικών στις ζωές των ανθρώπων; Ξεκάθαρα ο κρατισμός.
Μπορεί κάποια εθνοτική ομάδα να ισχυριστεί το φαντασιακό του περί «περιούσιου λαού» και να ορίζει τη γεωγραφική περιοχή που θα εγκατασταθεί ή επανεγκατασταθεί; Ας εξετάσουμε την περίπτωση του κράτους του Ισραήλ και του εβραϊκού λαού. Κάθε Ισραηλινός γνωρίζει, ότι η ύπαρξη του εβραϊκού λαού χρονολογείται από τη στιγμή που παρέλαβε την Τορά στο όρος Σινά, καθώς και ότι είναι ο απευθείας και αποκλειστικός απόγονος αυτού. Όλοι πιστεύουν ότι ο εν λόγω λαός, μετά την έξοδό του από την Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε στη «Γη της Επαγγελίας», όπου οικοδόμησε το βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα. Επίσης, κανένας δεν αγνοεί το γεγονός, ότι αυτός ο λαός γνώρισε δύο φορές την εξορία: αρχικά μετά την καταστροφή του πρώτου ναού, τον 6ο αιώνα πχχ, και, αργότερα, μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού, το έτος 70 μχχ.
O Shlomo Sand, ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, συγγραφέας σημαντικών βιβλίων, όπως του «The Invention of the Jewish People – Η εφεύρεση του εβραϊκού λαού», το οποίο τάραξε τα νερά της ισραηλινής κοινωνίας και ήταν best-seller για 19 εβδομάδες το 2008, σημειώνει: «Μπορεί να θεωρηθεί η Βίβλος ιστορικό βιβλίο; Οι πρώτοι σύγχρονοι εβραίοι ιστορικοί, όπως ο Ισαάκ Μάρκους Γιοστ ή ο Λέοπολντ Τσουντς, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δεν την αντιλαμβάνονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο: στα δικά τους μάτια, η Παλαιά Διαθήκη ήταν ένα θεολογικό βιβλίο που έπαιζε το ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις εβραϊκές θρησκευτικές κοινότητες μετά την καταστροφή του πρώτου ναού. Χρειάστηκε να περιμένουμε ως το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα για να συναντήσουμε ιστορικούς, με πρώτο τον Χάινριχ Γκρετς, που να ασπάζονται μια «εθνική» θεώρηση της Βίβλου: αυτοί έδωσαν στη φυγή του Αβραάμ προς τη Χαναάν, την έξοδο από την Αίγυπτο ή ακόμα και στο ενιαίο βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα τη διάσταση αφηγήσεων ενός αυθεντικού εθνικού παρελθόντος. Οι ιστορικοί του σιωνισμού δεν έπαψαν έκτοτε να επαναλαμβάνουν αυτές τις «βιβλικές αλήθειες» που έγιναν ο άρτος ο επιούσιος της εθνικής παιδείας τους. Να, όμως, που τη δεκαετία του 1980 η γη αρχίζει να τρέμει, κλονίζοντας τους αρχέγονους μύθους. Οι ανακαλύψεις της «νέας αρχαιολογίας» έρχονται σε αντίθεση με τη θεωρία μιας μεγάλης εξόδου τον 13ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, ο Μωυσής δεν θα μπορούσε να βγάλει τους Εβραίους από την Αίγυπτο και να τους οδηγήσει στη «Γη της Επαγγελίας», για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνη την εποχή η συγκεκριμένη γη… βρισκόταν στα χέρια των Αιγυπτίων…Οι ανακαλύψεις της προπερασμένης δεκαετίας δείχνουν ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν δύο μικρά βασίλεια: το βασίλειο του Ισραήλ, που ήταν και το ισχυρότερο, και το βασίλειο του Ιούδα, η μελλοντική Ιουδαία. Φαίνεται, μάλιστα, πως ούτε οι κάτοικοι του τελευταίου υπέστησαν την εξορία τον 6ο π.Χ. αιώνα: οι μόνοι που πρέπει να εγκαταστάθηκαν στη Βαβυλώνα ήταν η πολιτική και πνευματική αφρόκρεμα. Από εκείνη την καθοριστική συνάντηση με τις περσικές θρησκείες γεννήθηκε ο εβραϊκός μονοθεϊσμός». Και συνεχίζει: «Άραγε, η εξορία του 70 μ.Χ. συνέβη πραγματικά; Παραδόξως, αυτό το «θεμελιώδες γεγονός» στην ιστορία των Εβραίων, που αποτελεί την απαρχή της διασποράς, δεν αποτέλεσε αντικείμενο κανενός ερευνητικού έργου. Κι αυτό, για έναν πολύ πεζό λόγο: οι Ρωμαίοι κατακτητές δεν εξόρισαν ποτέ κανέναν λαό σε όλο το ανατολικό τμήμα της Μεσογείου. Με εξαίρεση τους αιχμαλώτους που έγιναν σκλάβοι, οι κάτοικοι της Ιουδαίας συνέχισαν να ζουν στη γη τους ακόμα και μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού. Ένα τμήμα τους ασπάστηκε το χριστιανισμό τον 4ο αιώνα, ενώ η πλειονότητα ενώθηκε με το Ισλάμ μετά την κατάκτηση από τους Άραβες, τον 7ο αιώνα. Οι περισσότεροι διανοητές του σιωνισμού τα γνώριζαν όλα αυτά: έτσι, ο Γιτζάκ Μπεν Ζβι, μελλοντικός πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ, όπως και ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του κράτους, τα έγραφαν αυτά ως το 1929, τη χρονιά της μεγάλης εξέγερσης της Παλαιστίνης. Και οι δύο αναφέρουν με διάφορες ευκαιρίες το γεγονός ότι οι χωρικοί της Παλαιστίνης είναι οι απόγονοι των κατοίκων της αρχαίας Ιουδαίας. Εάν, λοιπόν, δεν έγινε ποτέ ο διωγμός του λαού που κατοικούσε στην ρωμαιοκρατούμενη Παλαιστίνη, τότε από πού προέρχονται τα πλήθη των Εβραίων που εποικίζουν τα παράλια της Μεσογείου από την αρχαιότητα; Πίσω από το παραπέτασμα της εθνικής ιστοριογραφίας κρύβεται μια συγκλονιστική ιστορική πραγματικότητα. Από τη στάση των Μακαβαίων, τον 2ο π.Χ. αιώνα, μέχρι την εξέγερση του Μπαρ-Κόχμπα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ο ιουδαϊσμός ήταν η θρησκεία με την εντονότερη προσηλυτιστική δραστηριότητα. Η επικράτηση της θρησκείας του Ιησού στις αρχές του 4ου αιώνα δεν βάζει φρένο στην εξάπλωση του ιουδαϊσμού, ωστόσο απωθεί τον εβραϊκό προσηλυτισμό στις παρυφές του χριστιανικού κόσμου».
Η κατασκευή του εβραϊκού έθνους και κάθε έθνους, είτε είναι ελληνικό είτε παλαιστινιακό, είναι ένα ακόμη «τεχνητό κατασκεύασμα που δημιουργείται από τις πεποιθήσεις, τις εκδηλώσεις πίστης και τις διάφορες μορφές αλληλεγγύης των ανθρώπων» (Έρνεστ Γκέλνερ). Και που, όταν δομηθεί ως κράτος και αποκτήσει την ισχύ του, έχει τη δυνατότητα και την ευχέρεια να αποικήσει και να εποικήσει, να ομογενοποιήσει και να αφομοιώσει με πολλαπλές μορφές καταπίεσης. Είτε χτίσει ένα αφήγημα για θρησκευτικό έθνος είτε αντίστοιχα για πολιτικό έθνος. Έχει ενδιαφέρον στο ζήτημα της Παλαιστίνης ότι, μέχρι το 1943, το Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα απαρτιζόταν από άραβες και εβραίους, και στόχευαν στη σφυρηλάτηση ενός πολιτικού, ουσιαστικά, έθνους και τη δημιουργία ενός κράτους χωρίς θρησκευτική κατεύθυνση. Τη χρονιά εκείνη, όμως, ήταν σαφής η στροφή που είχαν πάρει αρκετοί εβραίοι κομμουνιστές του ΠΚΚ προς την αναγνώριση μιας εβραϊκής εθνικής ταυτότητας, η οποία βρισκόταν υπό διαμόρφωση και σε εξέλιξη. Τα θρησκευτικά έθνη καταγωγής θα θριάμβευαν και από τις δυο πλευρές αργότερα. Και όταν κατασκευάζεται ένα κράτος-έθνος είναι συνώνυμος και ο ξεριζωμός. Αλλά το ξερίζωμα γεννά και άλλο ξερίζωμα. Η δεκαετία 1912-’22, στη βαλκανική και την οθωμανική επικράτεια, το έδειξε ξεκάθαρα αυτό με το ντόμινο ξεριζωμάτων και ανταλλαγής πληθυσμών. Όμως η αφοσίωση του ξεριζωμένου ατόμου σε θρησκευτικές ή εθνικές ομάδες και ταυτότητες τον καθιστά εύκολα ελεγχόμενο και χειραγωγήσιμο. Το ρίζωμα δεν μπορεί να έρθει μέσα από την εκδίωξη ή καταστροφή μιας κυρίαρχης εθνοτικής ομάδας και την ανάδυση μιας νέας, αλλά από την κατάργηση και πλήρη εξάλειψη κάθε μορφής κράτους, κάθε κατασκευής έθνους, κάθε θρησκευτικής εξουσίας. Δυστυχώς οι σύγχρονοι ξεριζωμένοι, όπως και οι προηγούμενοι νεωτερικοί, φέρουν, συχνά, σάπιες ρίζες που έχουν ποτιστεί με ποσότητες εθνικισμού και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Σαν ένα κλειστό κύκλωμα αυτόματου στάγδην ποτίσματος… Όμως το πλούσιο ριζικό σύστημα έρχεται μέσα από τη δημιουργία κοινοτήτων ανθρώπων που με ελεύθερη βούληση και αλληλεγγύη δομούν τις ζωές τους. Δεν έρχεται με το μίσος απέναντι σε μια θρησκευτική-εθνοτική ομάδα που ένα μέρος αυτής μπορεί να εξουσιάζει τους υπολοίπους. Αυτό το μίσος πλάθει τα επόμενα «ελεύθερα» κράτη που οι σκλάβοι απλά θα μιλούν την ίδια γλώσσα και θα προσεύχονται στον ίδιο θεό με τους αφέντες τους. Και τότε δεν θα υπάρχει διεθνές κύμα αλληλεγγύης στο δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα! Όπως οι φιλέλληνες αγωνιστές του 1821 τερμάτισαν τον αγώνα τους με τη δημιουργία του «φιλελεύθερου», με το προοδευτικότερο ευρωπαϊκό Σύνταγμα της εποχής(!), ελληνικού Κράτους. Και οι γηγενείς απλά διατάσσονταν από «ευρωπαϊκά κοστούμια».
Και για να έρθουμε στο σήμερα. Όπως οι εβραίοι, έτσι και κανείς άλλος δεν είναι «περιούσιος λαός» που έχει προβάδισμα στο δικαίωμα, για παράδειγμα, στους «άγιους τόπους», έτσι αντίστοιχα κανένας άλλος λαός δεν μπορεί να επικαλείται ιδιοκτησιακές χρήσεις γης μιας περιοχής, γιατί απλούστατα αυτές και να ήθελαν δεν υπάρχουν. Αυτά είναι απόλυτα κρατικά φαντασιακά κατασκευάσματα. Κάποτε ο Αραφάτ, σε μια επίσκεψη του στην Ελλάδα, είχε δηλώσει ότι: «Εμείς οι Παλαιστίνιοι καταγόμαστε από την Κρήτη. Φύγαμε από την Κρήτη και πήγαμε στην Παλαιστίνη. Ξαναγυρίσαμε στην Κρήτη και ξαναφύγαμε από την Κρήτη και ξαναπήγαμε και εγκατασταθήκαμε μονίμως στην Παλαιστίνη». Οι μετακινήσεις λαών ήταν ένα πολύ συχνό φαινόμενο από αρχαιοτάτων χρόνων όπως δείξαμε και παραπάνω, το να θέτονται ζητήματα πρωτοκατοίκησης ή θεϊκής επίκλησης, είναι σαν οι άνθρωποι να θέτουν το κεφάλι τους στο ντορβά της εξουσίας. Είναι επιχειρήματα που οδηγούν στην αγκαλιά της διαχείρισης και της ιεραρχίας. Αλλά δυστυχώς πρόθυμοι εξουσιαστές υπάρχουν και ανάμεσα στους καταπιεσμένους-ξεριζωμένους. Συχνά είναι αυτοί που «τρέφονται» από την εξαθλίωση και τη μιζέρια των ομοθρήσκων τους. Μια ελεύθερη παλαιστίνη, λοιπόν, είναι εκείνη που δεν έχει κανένα κράτος εντός της, που κατοικείται από όποιον το επιθυμεί ανεξαρτήτως καταγωγής και πεποιθήσεων, μια γη γόνιμη και άγονη συνάμα, που μπορεί να βαδίσει προς το δρόμο της πραγματικής κοινοκτημοσύνης και της Αναρχίας. Οι κάτοικοι της συγκεκριμένης περιοχής ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τα αλισβερίσια της εξουσίας, ένθεν κακείθεν, όπως και το ποιοι ευνοούνται από τις ολοκληρωτικές στρατιωτικές επιδρομές των δεκάδων χιλιάδων νεκρών. Η παραγωγή θανατοπολιτικής, που συνεπάγεται την παραγωγή μίσους, ενισχύει το μύλο της εξουσίας. Όλο γυρίζει-γυρίζει και την ορμή της δεν χάνει… Τα τεχνητά δίπολα, όπως τα κατασκευασμένα έθνη και οι κατασκευασμένες ταυτότητες αποτελούν τα στέρεα θεμέλια του κρατισμού. Αλλά επειδή αγωνιζόμαστε για την προσπάθεια της δημιουργίας μιας ελεύθερης ανεξούσιας κοινωνίας, για εμάς ισχύει αυτό που είχε ειπωθεί από τον Λατίνο ποιητή Μάρκο Πακούβιο (220 – 130πχχ), «όπου καλώς, εκεί η πατρίς» δηλαδή «εκεί που περνάς καλά, εκεί είναι και η πατρίδα σου».
Αλλά όσο υπάρχει κράτος και εξουσία δεν περνάμε καλά…
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.252, Οκτώβριος 2024