Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Journal of Contemporary History 6. Η Temma Kaplan είναι καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Μία από τις κύριες ιδεολογικές διαμάχες μεταξύ των Ισπανών αναρχικών και των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ήταν η επιμονή των αναρχικών ότι η κοινωνική επανάσταση δεν έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να κερδηθεί ο πόλεμος. Χωρίς την κοινωνική επανάσταση (με την οποία εννοούσαν την ήττα του αυταρχισμού και τον μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και θεσμών ώστε να επιτρέψουν τη μέγιστη ατομική ελευθερία, την αυτοέκφραση και τον αυθορμητισμό), ο πόλεμος θα ήταν απλώς άλλη μία αλλαγή φρουράς, κάτι πολύ συνηθισμένο στην ισπανική ιστορία.
Ιστορικά, οι Ισπανοί αναρχικοί είχαν ασχοληθεί με τις αλλαγές στην εκπαίδευση και τις γαμήλιες σχέσεις ως μέσα κοινωνικής αλλαγής. Αντιτάχθηκαν στην αυταρχική, πατριαρχική οικογένεια, υποστηρίζοντας ότι βασιζόταν στην ατομική ιδιοκτησία, στην ιδιοκτησία του πατέρα επί της γυναίκας και των παιδιών του. Ήλπιζαν να τερματίσουν την καταπίεση των γυναικών της ισπανικής εργατικής τάξης, τερματίζοντας τον επίσημο γάμο και αντικαθιστώντας τον με ελεύθερες συμμαχίες ατόμων, και να εξαλείψουν την πορνεία παρέχοντας προγράμματα κατάρτισης, ιατρική περίθαλψη και στέγαση για τις πρώην πόρνες. Στις πόλεις όπου οι αναρχικοί απέκτησαν τον έλεγχο, έστω και για μικρά χρονικά διαστήματα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, επιχείρησαν αμέσως να καταργήσουν, μεταξύ άλλων, το γάμο ως νομικό θεσμό.
Και πάλι, κατά το πρώτο έτος του εμφυλίου πολέμου, από τον Ιούλιο του 1936 έως τα τέλη της άνοιξης του 1937, οι αναρχικοί μπόρεσαν να εφαρμόσουν στην πράξη ορισμένες από τις θεωρητικές τους ιδέες. Οι επισκέπτες των αναρχικών κολεκτίβων παρατηρούσαν την αποτελεσματικότητα των κοινοτήτων. Αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στους παρατηρητές ήταν η αρχική απουσία καταπιεστικής γραφειοκρατίας σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη και η αίσθηση της κοινότητας σε όλο το δημοκρατικό τομέα. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τον πανηγυρισμό που ακολούθησε την ανάληψη του ελέγχου από τους άνδρες και τις γυναίκες των εργοστασίων ή της γης όπου προηγουμένως εργάζονταν. Όμως μια κοινωνική επανάσταση, σύμφωνα με την ισπανική αναρχική θεωρία, μετασχηματίζει επίσης τις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις και γεννά «ένα ορισμένο επίπεδο κουλτούρας, συνείδησης της εξουσίας και ικανότητας αυτοδιοίκησης», σε όλα τα μέλη της κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Ωστόσο, αν και θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι θα ήταν διαφορετικά, η κατάσταση και η μεταχείριση των γυναικών στις αναρχικές περιοχές συνέχισε να είναι περίπου όπως ήταν πριν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Το παρόν άρθρο ασχολείται με τις προσπάθειες των αναρχικών να βοηθήσουν τις γυναίκες της εργατικής τάξης κατά την περίοδο μεταξύ του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του τέλους του Εμφυλίου Πολέμου, χρόνια κατά τα οποία οι Ισπανοί αναρχικοί αφομοίωσαν τις συνδικαλιστικές ιδέες, δημιούργησαν πιο αποτελεσματικές οργανώσεις και κέρδισαν εκτεταμένες αν και βραχύβιες νίκες· θα προσπαθήσει να δείξει ότι, παρά τη συνειδητοποίηση της εκμετάλλευσης των γυναικών στην καπιταλιστική κοινωνία, δεν ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα για να αποτρέψουν παρόμοια εκμετάλλευση στην επαναστατική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η κατάσταση των Ισπανίδων γυναικών θα είχε αλλάξει ριζικά αν οι αναρχικοί είχαν κερδίσει τον πόλεμο. Απρόθυμοι να ασχοληθούν με τις έννοιες της τάξης ή των αντιπροσωπευτικών θεσμών, αρνήθηκαν να κάνουν ειδικές προβλέψεις για συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων. Αυτή η αναστολή ήταν ένας κρίσιμος λόγος για τον οποίο οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που πέτυχαν οι αναρχικοί μετά το 1918 και κατά τη διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης του 1936-37 δεν προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τη ζωή των γυναικών της ισπανικής εργατικής τάξης.
Οι αναρχικές γυναίκες συμμετείχαν ελάχιστα ή καθόλου στο κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών στις αρχές της δεκαετίας του ’20, το οποίο ασχολήθηκε κυρίως με την είσοδο των γυναικών στην εργασία. Με εξαίρεση τη σοσιαλίστρια Margarita Nelkin, η οποία στάθηκε μακριά από το φεμινιστικό κίνημα αυτό καθαυτό, κανείς από την αριστερά δεν μίλησε για την ανάγκη ειδικής νομοθεσίας για τις εργαζόμενες γυναίκες.
Η αναρχική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, η CNT, που ιδρύθηκε το 1911, δεν είχε κανένα ελάχιστο πολιτικό πρόγραμμα, αλλά εναπόθεσε τις ελπίδες της σε μια γενική απεργία που θα ανέτρεπε την κυβέρνηση και θα ξεκινούσε μια κοινωνική επανάσταση. Οι αναρχικές γυναίκες αρχικά δεν είχαν προσωρινά αιτήματα, όπως αυτά που τέθηκαν αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου: κέντρα φροντίδας παιδιών στα εργοστάσια και στις αγροτικές κοινότητες για τη φροντίδα των παιδιών των εργαζόμενων μητέρων· απελευθέρωση των νόμων περί πατρότητας και των νόμων που διέπουν την πορνεία, που θα έκαναν τους πατέρες να αναλάβουν κάποια ευθύνη για τα παιδιά τους· και ρύθμιση των επαγγελμάτων σχετικά με το ράψιμο ρούχων, στα οποία η εργασία γινόταν κυρίως από γυναίκες στο σπίτι.
Η μεγαλύτερη πρόοδος στους νόμους που για τις εργαζόμενες γυναίκες σημειώθηκε κατά τη δικτατορία του Primo de Rivera, όταν η CNT τέθηκε εκτός νόμου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ψηφίστηκε νομοθεσία που απαιτούσε άδεια μητρότητας με αποδοχές για τις έγκυες γυναίκες για έξι εβδομάδες πριν και μετά τον τοκετό, και προέβλεπε την απελευθέρωση μιας ώρας από την εργασία κάθε μέρα για να θηλάσει η μητέρα το παιδί της. Μόνο αυτό το δεύτερο μέρος του νόμου εφαρμόστηκε ποτέ. Η νομοθεσία που ψηφίστηκε το 1927 απαγόρευσε τη νυχτερινή εργασία για τις γυναίκες σε εργοστάσια, εργαστήρια και νοσοκομεία μεταξύ των ωρών 9 μ.μ. και 5 π.μ., αλλά δεδομένου ότι οι εργοδότες έκαναν αλλαγές στις βάρδιες και ο νόμος απέκλειε ρητά την κατ’ οίκον εργασία (τις ειδικότητες στην κατασκευή ενδυμάτων) και τις οικιακές υπηρεσίες, η νομοθεσία είχε αμελητέα αξία. Ακόμα και οι νόμοι που ψηφίστηκαν επί Δημοκρατίας, όπως αυτός για την υποχρεωτική ασφάλιση μητρότητας (26 Μαΐου 1931) και το διάταγμα της 1ης Ιουλίου 1931 που καθιέρωσε το οκτάωρο, ελάχιστα άλλαξαν την κατάσταση των εργαζόμενων γυναικών, οι περισσότερες από τις οποίες απασχολούνταν στην οικιακή εργασία. Παρά τις ανεπάρκειες αυτών των νόμων, οι αναρχικές γυναίκες δεν έκαναν εκστρατεία για μεγαλύτερη νομική προστασία, επειδή, όπως και οι άνδρες, ήταν προσηλωμένες στην κοινωνική επανάσταση και όχι στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Η αναρχοσυνδικαλιστική CNT δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να οργανώσει τις βιομηχανίες στις οποίες κυριαρχούσαν οι γυναίκες εργάτριες, όπως η κατασκευή δαντέλας και πούρων, ή τις μικρές κλωστοϋφαντουργίες που έδιναν μεροκάματα σε γυναίκες που δούλευαν στα σπίτια τους, συνήθως σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, με κακό φωτισμό και εξαερισμό. Μια έκθεση του 1918 υποστήριζε ότι από τις 2500 εργάτριες στη Βαρκελώνη που είχαν τύφο, οι 1600 ήταν μοδίστρες. Μεταξύ των εργατριών, η πνευμονική φυματίωση αυξανόταν ως αποτέλεσμα των κακών και ανθυγιεινών οικιακών συνθηκών εργασίας. Οι γυναίκες που εργάζονταν στο σπίτι δεν υπάγονταν στην εποπτεία ούτε καν των ελάχιστων νόμων που ρύθμιζαν την εργοστασιακή εργασία στην Ισπανία. Οι εργάτριες αμείβονταν με χαμηλότερους μισθούς από τους άνδρες και δεν λάμβαναν ούτε τα μικρά επιδόματα που δίνονταν στους άνδρες εργάτες, ακόμη και όταν ήταν οι μόνες που συντηρούσαν τις οικογένειές τους. Αυτό δεν ενοχλούσε τα αναρχικά συνδικάτα, πολλά από τα μέλη των οποίων θεωρούσαν τις γυναίκες ως δυνητικούς απεργοσπάστες, μια έτοιμη πηγή φτηνού εργατικού δυναμικού. Τυφλωμένοι μερικές φορές από τον αντικληρικαλισμό, πολλοί αναρχικοί ήταν εχθρικοί προς τις εργάτριες που εξαρτώνταν από θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, που μόνο αυτά παρείχαν κοινωνικές υπηρεσίες στους φτωχούς.
Η Δημοκρατία ψήφισε λίγους νόμους που ασχολούνταν με τα προβλήματα των γυναικών. Τα ζητήματα της ειδικής προστασίας της εργασίας, της παροχής υπηρεσιών φροντίδας παιδιών στα εργοστάσια που απασχολούσαν γυναίκες, των εκτός γάμου παιδιών, της πορνείας και της σεξουαλικής αγωγής τέθηκαν σπάνια στις συνελεύσεις. Ο νόμος για το διαζύγιο ψηφίστηκε με ψήφους 260 έναντι 23, με 177 αποχές· ο νόμος κατά της πορνείας παρά την διαφωνία από τους φιλελεύθερους, ψηφίστηκε ωστόσο παρά τις αντιρρήσεις τους στις 28 Ιουνίου 1935. Αν και κατάργησε την πορνεία, δεν προέβλεψε εναλλακτική απασχόληση για τις πρώην πόρνες, ούτε δημιούργησε ξενώνες όπου οι γυναίκες αυτές θα μπορούσαν να ζήσουν και να συντηρήσουν τα παιδιά τους. Φαινομενικά ένας νόμος για τις γυναίκες, στην πραγματικότητα ήταν μια τιμωρητική δράση κατά των πιο εξαθλιωμένων ανάμεσά τους.
Η πραγματική αλλαγή στη στάση απέναντι στις ιδιαίτερες ανάγκες και το ρόλο των γυναικών ήρθε μόνο με το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου, με την αυξανόμενη ανάγκη για την εργασία των γυναικών στα εργοστάσια και στις γεωργικές και βιομηχανικές συλλογικότητες. Μετά τον Νοέμβριο του 1936, όταν οι αναρχικοί μπήκαν στην εθνική δημοκρατική κυβέρνηση, μετά από χρόνια αποχής από κάθε είδους πολιτική συμμετοχή, η ιδιαίτερη κατάσταση των γυναικών έγινε πολιτικό ζήτημα, ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της αναρχικής υπουργού Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, Federica Montseny, και της γυναικείας ομάδας Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες). Καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες εισέρχονταν στο εργατικό δυναμικό, οι αναρχικές εφημερίδες, οι οποίες προηγουμένως είχαν δώσει ελάχιστη ή καθόλου προσοχή στις εργαζόμενες γυναίκες, άρχισαν να αφιερώνουν ειδικές στήλες στις δραστηριότητες και τις οργανώσεις τους. Ασχολήθηκαν με πράξεις ατομικού ηρωισμού, αλλά κάλυπταν επίσης τις πιο καθημερινές δουλειές που έκαναν οι γυναίκες σε εργασίες που κυμαίνονταν από τη νοσηλευτική μέχρι την εργασία στη βαριά βιομηχανία.
Την άνοιξη του 1936, οι Mujeres Libres, μια ομάδα γυναικών στη Μαδρίτη που συναντιόταν τακτικά εδώ και μερικούς μήνες, άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό με τίτλο Mujeres Libres, με επικεφαλής τις Lucia Sanchez Saornil, Mercedes Comaposada και Amparo Poch y Gascon, η ομάδα αποτελούνταν από αναλφάβητες γυναίκες αλλά και από γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση. Ίδρυσαν ένα σχολείο για να διδάξουν στις γυναίκες της εργατικής τάξης να διαβάζουν και να κάνουν εξειδικευμένες εργασίες. Η Ομάδα Γυναικείας Κουλτούρας (Centro de Cultura Femmina) της Βαρκελώνης, αποτελούμενη από γυναίκες της εργατικής και της μεσαίας τάξης, πολλές από τις οποίες ανήκαν σε αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, έμαθε για τις γυναίκες της Μαδρίτης, συνδέθηκε μαζί τους και αποτέλεσε παράρτημα των Mujeres Libres. Μέχρι το καλοκαίρι του 1938, η οργάνωση είχε εξελιχθεί σε μια ομοσπονδία 30000 γυναικών. Μέχρι το τέλος του πολέμου, μια μικρή ομάδα που είχε δημιουργηθεί για να διεξάγει εκπαιδευτικό έργο και να διερευνήσει τα προβλήματα των εργαζόμενων γυναικών είχε γίνει μια μαζική οργάνωση αφιερωμένη στην αρχή του δικαιώματος των γυναικών στην εργασία, στην ανάγκη τους να αναπτύξουν δεξιότητες και στο δικαίωμά τους σε κοινωνικές υπηρεσίες.
Για τις γυναίκες των Mujeres Libres, ο Εμφύλιος Πόλεμος έγινε συνώνυμο του αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών από τις απαξιωτικές δουλειές, από την άγνοια, από την εκμετάλλευση στην εργασία και από την άδικη μεταχείριση από τους πατέρες και τους συζύγους. Πίστευαν ότι τα δικαιώματα που είχαν κερδίσει ως αποτέλεσμα της έλλειψης εργασίας κατά τη διάρκεια του πολέμου θα μπορούσαν να διατηρηθούν και να επεκταθούν μόνο μέσω της συνεχιζόμενης κοινωνικής επανάστασης. Επιπλέον, υποστήριζαν ότι για να ολοκληρωθεί η κοινωνική επανάσταση, οι γυναίκες έπρεπε να απελευθερωθούν από την καταπίεση τόσο από τους άνδρες όσο και από τους καπιταλιστές. Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Mujeres Libres, γραμμένο από την Emma Goldman, την Αμερικανίδα αναρχική, «Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική χειραφέτηση όσο ένα άτομο συνεχίζει να κυριαρχεί πάνω σε ένα άλλο ή όσο μια τάξη καταπιέζει μια άλλη. Ακόμα λιγότερο δυνατή είναι η χειραφέτηση της ανθρώπινης φυλής όσο το ένα φύλο κυριαρχεί στο άλλο».
Υπό τη διεύθυνση της Lucia Sanchez Saornil, ακτιβίστριας σε αναρχικούς σκοπούς, η ομάδα Mujeres Libres αναπτύχθηκε ως εθνική ομοσπονδία με τοπικές, περιφερειακές και εθνικές επιτροπές. Στο εθνικό τους συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Βαλένθια τον Αύγουστο του 1937, ανακοινώθηκε ότι υπήρχαν ήδη σαράντα τρία παραρτήματα στην Καταλονία, είκοσι στην Αραγονία, είκοσι πέντε στη Γουαδαλαχάρα, δεκαπέντε στο Λεβάντε και άλλα στην Καστίλη και την Ανδαλουσία. Αν και ονομαστικά διοικούνταν από τη Lucia Sanchez στη Μαδρίτη, οι Mujeres Libres ήταν μια ομοσπονδιακή, αποκεντρωμένη οργάνωση που σύναπτε τοπικές συμμαχίες με άλλες αναρχικές ομάδες. Στην αρχή του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν η καλύτερα οργανωμένη γυναικεία ομάδα της Αριστεράς, αλλά δεν ήταν η μόνη γυναικεία οργάνωση στην Ισπανία. Οι Καθολικές Λίγκες οργάνωναν γυναίκες εργάτριες γεωργίας και βιομηχανίας, και τόσο οι Καρλιστές όσο και η Φάλαγγα είχαν σημαντικά γυναικεία σωματεία. Οι γυναίκες της δεξιάς έπαιξαν ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο ως νοσοκόμες, πλύστρες και μαγείρισσες στο μέτωπο. Οι κομμουνίστριες και οι σοσιαλίστριες έπιασαν επίσης δουλειά στα εργοστάσια, στις φάρμες, στα νοσοκομεία ή στη δημόσια διοίκηση. Και στις δύο πλευρές οι γυναίκες υπηρέτησαν στους στρατούς και τις πολιτοφυλακές.
Οι Mujeres Libres ήταν μοναδική στο ότι ασχολήθηκε επίσης με την προσωπική, ηθική και οικονομική χειραφέτηση των Ισπανίδων καθώς και με τις υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πολλές γυναίκες που είχαν ενδιαφερθεί για την οργάνωση και τις εκδόσεις της ως μέσα ανάπτυξης της δικής τους συνείδησης άρχισαν να οργανώνονται για την πολεμική προσπάθεια. Γυναίκες που δεν είχαν εργαστεί έξω από τα σπίτια τους στο παρελθόν πήγαν να εργαστούν στα εργοστάσια και στις κολεκτίβες. Όπου έπρεπε να γίνει δουλειά, οι Mujeres Libres δημιούργησαν τμήματα για να φέρουν εις πέρας τη δουλειά. Στη Μαδρίτη, η οργάνωση διέθετε τμήματα μεταφορών, υγιεινής, μεταποίησης, μεταλλουργίας και δημόσιων υπηρεσιών, εκτός από κινητές ταξιαρχίες που πήγαιναν όπου υπήρχε δουλειά που έπρεπε να γίνει. Στη Βαρκελώνη δημιούργησαν συλλογικές κουζίνες σε όλες τις συνοικίες, οργάνωσαν τη συλλογή τροφίμων και ιατρικού υλικού για τις νοσοκόμες και τις μαίες. Οι Mujeres Libres έκαναν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός τον Μάρτιο του 1937, όταν τα παραρτήματα της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης ξεκίνησαν ένα συνδικάτο για τις 15000 γυναίκες που εργάζονταν στις υπηρεσίες εστίασης και στις δημόσιες μεταφορές. Ένα από τα πιο σημαντικά και επαναστατικά επιτεύγματά της ήταν η δημιουργία κέντρων φροντίδας παιδιών στα εργοστάσια και στις αγροτικές κολεκτίβες. Παρόλο που κάποιοι στην Ισπανία μπορεί να τα έβλεπαν αυτά ως απειλή για την πυρηνική οικογένεια, οι αναρχικοί δεν είχαν τέτοιους φόβους, καθώς θεωρούσαν από καιρό τον νόμιμο γάμο και την πυρηνική οικογένεια ως επιβλαβείς θεσμούς. Ενώ αποδέχονταν την έννοια της ομαδικής φροντίδας των παιδιών, ιδίως σε καιρό πολέμου, κανένας άνδρας δεν απασχολούνταν στους παιδικούς σταθμούς, ούτε καν εκείνοι που ήταν πολύ μεγάλοι ή πολύ νέοι για να πολεμήσουν ή να εργαστούν στα εργοστάσια.
Στην Ισπανία, όπως και σε άλλα έθνη σε περίοδο πολέμου, οι γυναίκες προσελκύονταν σε νέα επαγγέλματα και τέχνες επειδή υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού. Γυναίκες όλων των πολιτικών πεποιθήσεων απέκτησαν νέα επαγγέλματα, και αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για εκείνες που εκπαιδεύτηκαν στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές των Mujeres Libres. Ειδικές τεχνικές σχολές για γυναίκες ιδρύθηκαν ακόμη και σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές. Πιο σημαντικές αριθμητικά ήταν οι γυναίκες που πείστηκαν να εργαστούν στα εργοστάσια ενδυμάτων τα οποία είχαν κολεκτιβοποιηθεί και μετατραπεί στην παραγωγή στολών και ρουχισμού για τους άνδρες στο μέτωπο.
Στη γη, επίσης, οι γυναίκες βρήκαν νέα επαγγέλματα. Η Amparo Poch y Gascon, μία από τις ιδρύτριες των Mujeres Libres, ταξίδεψε σε διάφορες γυναικείες γεωργικές ταξιαρχίες για να διδάξει προηγμένες πρώτες βοήθειες και να εκπαιδεύσει περισσότερες γυναίκες ως μαίες. Οι πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες στις αγροτικές περιοχές είναι λιγοστές, αλλά γνωρίζουμε ότι στη Σιουδάδ Ρεαλ, τα μέλη των Mujeres Libres οργάνωσαν ουσιαστικά τη γεωργική κολεκτίβα Herencia και δημιούργησαν δημοτικά σχολεία για ενήλικες και παιδιά. Στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές τους, εκπαίδευσαν τις γυναίκες στις πιο προηγμένες πρακτικές της αμπελουργίας και της κτηνοτροφίας. Πίστευαν ότι οι δεξιότητες που δίδασκαν θα παρείχαν στις γυναίκες τα μέσα για τη δική τους κοινωνική απελευθέρωση καθώς και για να βοηθήσουν την πολεμική προσπάθεια. Ήλπιζαν να αλλάξουν τις αντιλήψεις των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και να τους πείσουν ότι, προκειμένου να καταπολεμήσουν τον αυταρχισμό, έπρεπε να εξετάσουν τη δική τους εξουσία επί των συζύγων και των θυγατέρων τους.
Η Federica Montseny, κόρη μιας διάσημης αναρχικής οικογένειας, ενδιαφερόταν για πολλά από τα ζητήματα που έθεταν οι Mujeres Libres. Ως υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, συνέταξε έναν νόμο για τις αμβλώσεις, τάχθηκε υπέρ της διδασκαλίας για τον έλεγχο των γεννήσεων και αγωνίστηκε για τη μεταρρύθμιση των νόμων που διέπουν την πορνεία. Η πρώτη της πράξη στο αξίωμά της ήταν η νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Ακολούθησε παρόμοιος νόμος που θεσπίστηκε στην αυτόνομη περιοχή της Καταλονίας, επιτρέποντας τις νόμιμες αμβλώσεις σε νοσοκομεία, κλινικές και σανατόρια που ιδρύθηκαν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Θεραπευτικοί, ευγονικοί και ηθικοί λόγοι ήταν όλοι αποδεκτοί ως λόγοι για την άμβλωση, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια η γυναίκα ενέκρινε την επέμβαση, ότι αυτή πραγματοποιήθηκε το πολύ τρεις μήνες μετά τη σύλληψη και ότι καμία γυναίκα δεν μπορούσε να κάνει περισσότερες από μία αμβλώσεις το χρόνο. Η Montseny ενδιαφερόταν επίσης για τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με τον έλεγχο των γεννήσεων, μια ανησυχία που συμμερίζονταν οι Mujeres Libres, οι οποίες έδιναν οδηγίες σχετικά με τον έλεγχο των γεννήσεων στις γυναίκες με τις οποίες συνεργάζονταν.
Τόσο οι Mujeres Libres όσο και η Federica Montseny πήραν ισχυρές θέσεις για το ζήτημα της πορνείας και για την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην ύπαρξη και τον έλεγχό της. Πολλοί μεταρρυθμιστές ήθελαν την κατάργηση της πορνείας, όπως είχε γίνει το 1935, με αυστηρές ποινές κατά των ιερόδουλων που συνέχιζαν να ασκούν το επάγγελμά τους. Άλλοι τάχθηκαν υπέρ της νομιμοποίησης και της ρύθμισης της πορνείας, ώστε να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης των αφροδισίων νοσημάτων. Η Montseny, η οποία θεωρούσε το ζήτημα ως αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πρόνοιας και της δημόσιας υγείας, πίστευε ότι δεν μπορούσε να τερματιστεί με διάταγμα: «Η πορνεία παρουσιάζει ένα πρόβλημα ηθικού, οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί νομικά. Η πορνεία θα καταργηθεί όταν οι σεξουαλικές σχέσεις απελευθερωθούν· όταν η χριστιανική και η αστική ηθική μετασχηματιστούν· όταν οι γυναίκες θα έχουν επαγγέλματα και κοινωνικές ευκαιρίες για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην τα δικά τους και των παιδιών τους· όταν η κοινωνία δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μη μένει στο περιθώριο· όταν η κοινωνία μπορεί να οργανωθεί για να εξασφαλίσει τη ζωή και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων».
Η Montseny δημιούργησε καταφύγια ανοιχτά σε όλες τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των ιερόδουλων και των ανύπαντρων μητέρων που χρειάζονταν θεραπεία, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την εισαγωγή της θεραπευτικής ιατρικής και τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Οι Mujeres Libres οργάνωσαν μαθήματα κατάρτισης για την εκπαίδευση γυναικών που διαφορετικά θα μπορούσαν να γίνουν πόρνες. Η Mercedes Comaposada, εκδότρια του Mujeres Libres, υποστήριξε ότι ένα από τα καθήκοντα της επανάστασης ήταν να αλλάξει τους άνδρες και τις γυναίκες και ότι ήταν αδύνατο για τους άνδρες να μεταμορφώσουν τη ζωή τους, ενώ κρατούσαν ένα μέρος της ανθρωπότητας στην πορνεία. «Όσο οποιαδήποτε γυναίκα διατηρείται ως αντικείμενο και εμποδίζεται να αναπτύξει την προσωπικότητά της, η πορνεία, στην πραγματικότητα, συνεχίζει να υπάρχει».
Παρά τις προσπάθειες και τις φιλοδοξίες αυτές, η παραδοσιακή σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών μεταφέρθηκε στην επαναστατική Ισπανία. Στα συνδικάτα και τις συλλογικότητες που κυριαρχούσε η CNT, οι γυναίκες συνέχισαν να εκτελούν τις ίδιες εργασίες – νοικοκυριό, ψήσιμο και πλύσιμο – που εκτελούσαν και πριν από την επανάσταση. Οργανώθηκε μια «Φάλαγγα Mujeres Libres» για να πλένει και να σιδερώνει στο μέτωπο· ούτε οι άνδρες ούτε οι γυναίκες έθεσαν το ζήτημα του διαμοιρασμού των δυσάρεστων εργασιών. Καμία ομάδα εκτός από τις Mujeres Libres δεν αμφισβήτησε ποτέ τον παλιό καταμερισμό εργασίας και την ανάθεση ρόλων. Και, εκτός από το παράδειγμα, ακόμη και οι Mujeres Libres δεν υποστήριξαν ποτέ ότι η δημιουργικότητα, τα ακατέργαστα ταλέντα και οι ηγετικές ικανότητες των γυναικών θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την επανάσταση.
Το ερώτημα παραμένει γιατί οι αναρχικοί δεν έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών. Η CNT βρήκε πολλούς άνδρες που ήταν αναλφάβητοι και ανεκπαίδευτοι και προσπάθησε να τους εκπαιδεύσει και να τους ανεβάσει σε θέσεις ευθύνης· ωστόσο σπάνια έκανε το ίδιο για τις γυναίκες. Μια απάντηση είναι ότι οι ίδιες οι γυναίκες απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του αυταρχισμού των ίδιων των συζύγων και των πατεράδων τους, να το κάνουν αντικείμενο συζήτησης. Οι Mujeres Libres εκπαίδευσαν τις γυναίκες και προσπάθησαν να τις εντάξουν στις κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά δεν αμφισβήτησαν την ιδέα της ανδρικής υπεροχής και εξουσίας σε όλους τους τομείς. Περιστασιακά, σε μια αναρχική εφημερίδα, μπορεί να εμφανιζόταν μια οργισμένη επιστολή ή ένα άρθρο που υποστήριζε ότι οι γυναίκες ήταν ουσιαστικά το ίδιο καταπιεσμένες μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου όπως και πριν. Αλλά αυτές ήταν εξαιρέσεις στο γενικότερο μοτίβο.
Πεπεισμένες από την ιδεολογία του Λαϊκού Μετώπου ότι καμία πραγματική αλλαγή στην προσωπική τους ζωή δεν ήταν δυνατή πριν από την κατάκτηση της νίκης στον πόλεμο, οι γυναίκες αναρχικές οργανώθηκαν για να βοηθήσουν την πολεμική προσπάθεια και υπέταξαν τα δικά τους αιτήματα στο καθήκον της νίκης στον πόλεμο. Οι αναρχικοί ως σώμα δεν πίστευαν ότι η κοινωνική και οικονομική επανάσταση έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να επιτευχθεί η στρατιωτική νίκη. Στην πραγματικότητα, πίστευαν ακριβώς το αντίθετο, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική πηγή της σύγκρουσής τους με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο, οι αναρχικές γυναίκες ήταν πεπεισμένες ότι η απελευθέρωσή τους έπρεπε να περιμένει το τέλος του πολέμου· ότι, ενώ η εξουσία του καπιταλιστή πάνω στον εργάτη του και του ιδιοκτήτη πάνω στον ενοικιαστή του μπορούσε να αμφισβητηθεί, η εξουσία του άνδρα πάνω στη γυναίκα δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέχρι να εξασφαλιστεί η στρατιωτική νίκη. Οι περισσότεροι είχαν πειστεί ή είχαν πείσει τους εαυτούς τους ότι μετά το τέλος του πολέμου, μετά τη νίκη της επανάστασης, κάποια στιγμή στο μέλλον, χωρίς αγώνα, η ζωή των Ισπανίδων θα μεταμορφωνόταν.
από: https://geniusloci2017.wordpress.com