Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 01 Δεκ 2020
Δημοκρατία, καπιταλισμός και δικαιώματα εν μέσω καραντίνας
Κλίκ για μεγέθυνση
ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ EUROKINISSI
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 01.12.2020, 17:10

 

 

Η σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, ανεξάρτητα από τη θεωρητική προσέγγιση, έχει περάσει από διακριτές φάσεις στις διαφορετικές ιστορικές περιόδους και σίγουρα δεν είναι γραμμική. Τα δικαιώματα φαίνεται να αποτελούν μια κρίσιμη παράμετρο, αφού αρχικά διευκόλυναν την εμπέδωση του καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη σταδιακή διεύρυνση της δημοκρατίας.

  1. Δημοκρατία και δικαιώματα. Ωστόσο η δημοκρατία, ιδιαίτερα στο αξιακό/κανονιστικό της πλαίσιο, συνδέεται ευθέως με την ιδιότητα του πολίτη. Σύμφωνα με τον T.H. Marshall, η ιδιότητα του πολίτη συγκροτείται και αναπτύσσεται από τη σταδιακή κατοχύρωση τριών τύπων δικαιωμάτων: ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Σε αυτή την κλασική προσέγγιση η ανάπτυξη και η εξέλιξη των δικαιωμάτων καθόρισε και έδωσε περιεχόμενο στη δημοκρατία και φυσικά καθόριζε και το ανάλογο πλαίσιο της ιδιότητας του πολίτη.
    Ετσι, κανείς μπορεί να παρακολουθήσει τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος μέσα από τα δικαιώματα που κατακτούσαν οι πολίτες. Με τα ατομικά δικαιώματα να είναι τα πρώτα που κατοχυρώνονται στον 18ο αιώνα, δηλαδή η ελευθερία της έκφρασης, του λόγου, της θρησκευτικής πίστης, της σκέψης, της ιδιοκτησίας και της ισότητας ενώπιον του νόμου. Τα πολιτικά δικαιώματα (τέλος του 19ου) περιγράφονται από το δικαίωμα της ψήφου, του συνέρχεσθαι, του εκλέγειν και του εκλέγεσαι.
    Τέλος, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που έχουν να κάνουν με την παιδεία, την υγεία, τη στέγαση και μια σειρά άλλων προνοιακών καθολικών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα δηλαδή που απολάμβαναν όλοι οι πολίτες στις δημοκρατικές κοινωνίες, ως εκ της ιδιότητάς τους, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φυσικά αργότερα άλλοι συμπλήρωσαν και τα λεγόμενα δικαιώματα τέταρτης γενιάς, που σχετίζονται με εκείνα που έχουν να κάνουν με την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα ζωής.
  2. Δημοκρατία και καπιταλισμός: συμβιβασμός ή ένταση. Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται είναι εάν και σε ποιον βαθμό αλλά και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να υπάρξει, και κυρίως να διατηρηθεί, μια σχέση συμβιβασμού και πώς επηρεάζονται από αυτή τη σχέση τα θεσμισμένα πλέον δικαιώματα.
    Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της ανάπτυξής του ο καπιταλισμός συνδέθηκε με την ανάπτυξη των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό ο Schumpeter από τη δική του θεωρητική προσέγγιση περιγράφει τη δημοκρατία ως «μέθοδο» και όχι ως έναν κανονιστικό σκοπό, μια αξία αυτή καθεαυτή. Ετσι, υποστηρίζει ότι «πρόκειται για μια μέθοδο μέσω της οποίας η αστική τάξη μετασχημάτισε την πολιτική και κοινωνική δομή που προϋπήρχε της εξουσίας της και την οργάνωσε με έναν κατά τη γνώμη της ορθολογικό τρόπο. Η δημοκρατική μέθοδος ήταν το πολιτικό εργαλείο αυτής της αναδιάρθρωσης».
    Με τη διατύπωσή του αυτή ο Schumpeter ουσιαστικά φαίνεται να αποκαλύπτει ότι η πλευρά των κυρίαρχων τάξεων γνωρίζει πως η δυναμική της δημοκρατίας ουσιαστικά θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία της και το κοινωνικό status quo. Με άλλα λόγια η επέκταση της δημοκρατίας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση του καπιταλισμού. Ωστόσο για πολλά χρόνια ο δυτικός κόσμος βίωσε έναν «πετυχημένο» συμβιβασμό. Ξεκινώντας από το «New Deal» και με απόγειο τη χρυσή τριακονταετία του καπιταλισμού, η κομματική δημοκρατία συμβάδισε με το κράτος πρόνοιας (ασχέτως του βαθμού ωριμότητας).
    Ομως οι κρίσεις της δεκαετίας του 1970 αποτελούν την απαρχή των τίτλων τέλους σε αυτή τη συμβίωση. Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του 1980 το επιβεβαίωσε. Ο τελευταίος ανήγαγε κάθε κρίση σε ευκαιρία «ανάκτησης» των παροχών του κοινωνικού κράτους, υπονομεύοντας και αποδομώντας συστηματικά τα κοινωνικά δικαιώματα και τις κατακτήσεις. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι όλα τα κοινωνικά αλλά και τα πολιτικά δικαιώματα δεν προέκυψαν «εν κενώ» αλλά από ατέρμονους αγώνες και μάχες του κόσμου της εργασίας και των συμμάχων της. Η κάθε κρίση από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά έλαβε τον χαρακτήρα ενός πολέμου, κάτι που δικαιολογούσε πάντα την εισαγωγή ενός καθεστώτος εξαίρεσης. Ταυτόχρονα και ως αποτέλεσμα της νέας συνθήκης ήταν να «δοθούν» στην αγορά τα κοινωνικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός προέκρινε την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
  3. Η πανδημία στην Ελλάδα. Μια διπλή «ευκαιρία» για το ελληνικό σύστημα εξουσίας. Ηδη από την εποχή της κρίσης του 2010 και κυρίως με πρόσχημα ή και εξαιτίας αυτής, άλλαξε βίαια η σχέση κράτους- κοινωνίας-αγοράς στη χώρα μας. Η απόσυρση του Δημοσίου από μια σειρά τομείς έγινε σε συνδυασμό με την αποδόμηση της αποτελεσματικότητας του Δημοσίου και των δημόσιων υπηρεσιών. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για τον σταδιακό περιορισμό κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία, την ασφάλιση, τη σύνταξη, αλλά και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Μέτρα και μετασχηματισμοί που βρήκαν όμως την κοινωνία απέναντι και που τελικά άλλαξαν το γενικότερο πολιτικό σκηνικό.

Ωστόσο, για την πανδημία COVID-19 απαιτούνται και πάλι μέτρα, που όμως εκ της φύσης της έχουν την εκ προοιμίου συναίνεση της κοινωνίας. Μέτρα σκληρά γιατί είμαστε σε «πόλεμο». Μέτρα και παρεμβάσεις που όπως είναι φυσικό δεν γίνονται μόνο στον τομέα της υγείας, όπου απουσιάζει και η απαιτούμενη αυτοκριτική. Η παρέμβαση αφορά το σύνολο της οικονομίας. Είτε με την παροχή χρημάτων (επιστρεπτέα κ.λπ.) είτε με την επιβολή απαγορεύσεων. Το κράτος παρεμβαίνει στην αγορά -όπως άλλωστε κάνει πάντοτε, ακόμα και με τη μορφή του «μικρού νεοφιλελεύθερου κράτους αστυφύλακα»- με αποτέλεσμα, όπως θα φανεί πολύ σύντομα, την «αναδιάρθρωση» κλάδων της οικονομίας με τη μορφή όμως της λεγόμενης δημιουργικής καταστροφής.

Αποφασίζει την επέκταση της τηλεργασίας –χωρίς να λάβει καμία πρόνοια αλλά ούτε και ευθύνη για το έλλειμμα που υπάρχει στους εργαζόμενους ως προς τις υποδομές και τις δυνατότητες. Και βέβαια ανατρέπει τις εργασιακές σχέσεις, όπως άλλωστε εισηγείται και η έκθεση Πισσαρίδη, η οποία εξαιρεί τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κοινωνικό διάλογο.

Στην παιδεία είναι βέβαιο ότι οδηγούμαστε σε ένα σύστημα δύο ταχυτήτων. Στην αγορά, η κυβέρνηση, χωρίς διαβούλευση, αποφασίζει ποιος θα παραμείνει ανοιχτός και ποιος όχι, κάτι που σε συνδυασμό με τις νέες μορφές πωλήσεων και διανομής οδηγεί χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις -που ήδη τις κατέτασσαν στην γκρίζα οικονομία- στον αφανισμό. Και στην υγεία είναι σαφής η ταξικότητα πρόσβασης στην υγειονομική φροντίδα.

Για αντικειμενικούς επομένως λόγους -η πανδημία- περιορίζει με ευθύ τρόπο τα κοινωνικά δικαιώματα. Αφού άλλωστε ούτε λόγος για μόνιμη ενίσχυση του συστήματος υγείας. Ελαστικοποιούνται με ακραίο τρόπο οι εργασιακές σχέσεις και πάλι για «αντικειμενικούς λόγους». Εδώ κυρίως τη νύφη την πληρώνουν οι αόρατοι εργαζόμενοι - νοσοκόμες, υπάλληλοι στο σούπερ μάρκετ, ντελιβεράδες, call centers αλλά και σχεδόν όλοι όσοι δουλεύουν εξ αποστάσεως και οι οποίοι είναι απίκο 24 ώρες το 24ωρο.

Αλλά και στον χώρο της επιχειρηματικότητας δεν είναι μόνο ότι μεταφέρονται στους πολύ μεγάλους και χωρίς κόπο μερίδια αγοράς, ενώ συγχρόνως καταστρέφεται η μεσαία τάξη. Είναι και ότι υπόρρητα υπονομεύεται και το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας που με τόσο κόπο κατακτήθηκε στην ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού.

Συμπερασματικά λοιπόν, η πανδημία όχι μόνο αποτελεί μια νέα ευκαιρία για περαιτέρω συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά αποτελεί και ευκαιρία συρρίκνωσης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων πρώτης και δεύτερης γενιάς (λ.χ. δικαίωμα του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, της ελεύθερης διακίνησης, του απαραβίαστου της κατοικίας, αλλά ακόμα και της επιλεκτικής φυσικά ακύρωσης της (μικρο)ιδιοκτησίας. Ο παραμερισμός (και ο περιορισμός) των πολιτικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών φαίνεται να αποτελεί την προϋπόθεση για την πλήρη εκμετάλλευση αυτής της «ευκαιρίας» για την κυρίαρχη ιδεολογία.

* Αν. καθηγήτρια Παν. Κρήτης

πηγη:https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου