Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Umanita Nova 137, και περιλαμβάνεται στην ανθολογία Classic Writings in Anarchist Criminology: A Historical Dismantling of Punishment and Domination (AK Press, 2020).
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Εξέφρασα δικαστήριο του Μιλάνου κάποιες ιδέες για την ταξική πάλη και το προλεταριάτο που προκάλεσαν κριτική και έκπληξη. Καλύτερα να επανέλθω σε αυτές τις ιδέες.
Διαμαρτυρήθηκα με αγανάκτηση για την κατηγορία της υποκίνησης σε μίσος· εξήγησα πως στη προπαγάνδα μου προσπαθούσα πάντα να δείξω ότι οι κοινωνικές αδικίες δεν εξαρτώνται από την κακία του ενός ή του άλλου αφέντη, του ενός ή του άλλου κυβερνήτη, αλλά μάλλον από τους αφέντες και τις κυβερνήσεις ως θεσμούς· επομένως, η θεραπεία δεν έγκειται στην αλλαγή των μεμονωμένων ηγετών, αντίθετα είναι απαραίτητο να κατεδαφιστεί η ίδια η αρχή με την οποία οι άνθρωποι κυριαρχούν πάνω σε ανθρώπους· εξήγησα επίσης ότι πάντα τόνιζα πως οι προλετάριοι δεν είναι ατομικά καλύτεροι από τους αστούς, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ένας εργάτης συμπεριφέρεται σαν ένας συνηθισμένος αστός, και ακόμη χειρότερα, όταν φτάνει κατά τύχη σε μια θέση πλούτου και εξουσίας.
Τέτοιες δηλώσεις διαστρεβλώθηκαν, παραποιήθηκαν, κρίθηκαν αρνητικά από τον αστικό Τύπο, και ο λόγος είναι σαφής. Το καθήκον του Τύπου, που πληρώνεται για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της αστυνομίας και των καρχαριών, είναι να αποκρύψει την πραγματική φύση του αναρχισμού από το κοινό και να προσπαθήσει να επικυρώσει το παραμύθι ότι οι αναρχικοί είναι γεμάτοι μίσος και καταστροφείς· ο Τύπος το κάνει αυτό από καθήκον, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συχνά το κάνει καλόπιστα, από καθαρή και απλή άγνοια. Από τότε που η δημοσιογραφία, η οποία κάποτε ήταν κλίση, παρακμάζει σε απλή δουλειά και επιχείρηση, οι δημοσιογράφοι έχουν χάσει όχι μόνο την ηθική τους αίσθηση, αλλά και την πνευματική εντιμότητα να απέχουν από το να μιλούν για όσα δεν γνωρίζουν.
Ας ξεχάσουμε, λοιπόν, τους γραφιάδες και ας μιλήσουμε για εκείνους που διαφέρουν από εμάς στις ιδέες τους, και συχνά μόνο στον τρόπο έκφρασης των ιδεών τους, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν φίλοι μας, επειδή στοχεύουν ειλικρινά στον ίδιο στόχο που στοχεύουμε κι εμείς.
Η έκπληξη είναι εντελώς παθητική στους ανθρώπους αυτούς, τόσο πολύ που αρχίζω να πιστεύω ότι είναι προσποιητή. Δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι λέω και γράφω αυτά τα πράγματα εδώ και πενήντα χρόνια, και ότι τα ίδια πράγματα έχουν ειπωθεί από εκατοντάδες και χιλιάδες αναρχικούς, την ίδια εποχή με εμένα και πριν από μένα.
Ας μιλήσουμε αντίθετα για τη διαφωνία.
Υπάρχουν οι «εργατολάγνοι», που θεωρούν ότι το να έχεις ροζιασμένα χέρια είναι θεϊκά διαποτισμένο με όλα τα προτερήματα και όλες τις αρετές· διαμαρτύρονται αν τολμήσεις να μιλήσεις για ανθρώπους και ανθρωπότητα, λησμονώντας να ορκιστείς στο ιερό όνομα του προλεταριάτου.
Τώρα, είναι αλήθεια ότι η ιστορία έχει κάνει το προλεταριάτο το κύριο όργανο της επόμενης κοινωνικής αλλαγής και ότι όσοι αγωνίζονται για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και εφοδιασμένοι με όλα τα μέσα για την άσκηση της ελευθερίας τους, πρέπει να στηρίζονται κυρίως στο προλεταριάτο.
Καθώς σήμερα η συσσώρευση των φυσικών πόρων και του κεφαλαίου που δημιουργήθηκε από την εργασία των προηγούμενων και των σημερινών γενεών είναι η κύρια αιτία της υποταγής των μαζών και όλων των κοινωνικών αδικιών, είναι φυσικό αυτοί που δεν έχουν τίποτα και επομένως ενδιαφέρονται πιο άμεσα και ξεκάθαρα να μοιραστούν τα μέσα παραγωγής, να είναι οι κύριοι φορείς της αναγκαίας απαλλοτρίωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απευθυνόμαστε με την προπαγάνδα μας πιο ειδικά στους προλετάριους, των οποίων οι συνθήκες ζωής, από την άλλη πλευρά, καθιστούν συχνά αδύνατο γι’ αυτούς να ανυψωθούν και να συλλάβουν ένα ανώτερο ιδεώδες. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος για να μετατρέψουμε τον φτωχό σε φετίχ μόνο και μόνο επειδή είναι φτωχός· ούτε λόγος για να τον ενθαρρύνουμε να πιστέψει ότι είναι εγγενώς ανώτερος και ότι μια κατάσταση που σίγουρα δεν προέρχεται από την αξία του ή τη θέλησή του του δίνει το δικαίωμα να κάνει κακό στους άλλους, όπως οι άλλοι έκαναν κακό σ’ αυτόν. Η τυραννία των ροζιασμένων χεριών (που στην πράξη εξακολουθεί να είναι η τυραννία των λίγων που δεν έχουν πλέον ροζιασμένα χέρια, ακόμη και αν είχαν κάποτε), δεν θα ήταν λιγότερο σκληρή και κακή και δεν θα έφερνε λιγότερα διαρκή δεινά από την τυραννία των γαντοφορεμένων χεριών. Ίσως θα ήταν λιγότερο φωτισμένη και πιο βάναυση: αυτό είναι όλο.
Η φτώχεια δεν θα ήταν το φρικτό πράγμα που είναι, αν δεν παρήγαγε ηθική κτηνωδία καθώς και υλική ζημιά και σωματική υποβάθμιση όταν παρατείνεται από γενιά σε γενιά. Οι φτωχοί έχουν διαφορετικά ελαττώματα από εκείνα που παράγονται στις προνομιούχες τάξεις από τον πλούτο και την εξουσία, αλλά όχι καλύτερα.
Αν η αστική τάξη παράγει τύπους σαν τον Giolitti και τον Graziani και όλη τη μακρά διαδοχή των βασανιστών της ανθρωπότητας, από τους μεγάλους κατακτητές μέχρι τους αδηφάγους και αιμοβόρους μικροαφεντάδες, παράγει επίσης τύπους σαν τον Cafiero, τον Reclus και τον Kropotkin, και τους πολλούς ανθρώπους που σε κάθε εποχή θυσίασαν τα ταξικά τους προνόμια για ένα ιδανικό. Αν το προλεταριάτο έδωσε και δίνει τόσους πολλούς ήρωες και μάρτυρες της υπόθεσης της ανθρώπινης λύτρωσης, δίνει επίσης τους λευκούς φρουρούς, τους σφαγείς, τους προδότες των ίδιων των αδελφών του, χωρίς τους οποίους η αστική τυραννία δεν θα μπορούσε να αντέξει ούτε μια μέρα.
Πώς μπορεί το μίσος να ανυψωθεί σε μια αρχή δικαιοσύνης, σε ένα φωτισμένο πνεύμα διεκδίκησης, όταν είναι σαφές ότι το κακό είναι παντού και εξαρτάται από αιτίες που υπερβαίνουν την ατομική βούληση και ευθύνη;
Ας υπάρξει όσος ταξικός αγώνας επιθυμεί κανείς, αν με τον όρο ταξικός αγώνας εννοεί τον αγώνα των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές για την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Αυτός ο αγώνας είναι ένας τρόπος ηθικής και υλικής ανύψωσης και είναι η κύρια επαναστατική δύναμη στην οποία μπορεί να βασιστεί κανείς.
Ας μην υπάρχει όμως μίσος, γιατί η αγάπη και η δικαιοσύνη δεν μπορούν να προκύψουν από το μίσος. Το μίσος φέρνει την εκδίκηση, την επιθυμία να είναι κανείς πάνω από τον εχθρό, την ανάγκη να εδραιώσει την υπεροχή του. Το μίσος μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο νέων κυβερνήσεων, μόνο αν κάποιος νικήσει, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο της αναρχίας.
Δυστυχώς, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς το μίσος τόσων πολλών άθλιων, των οποίων τα σώματα και τα συναισθήματα βασανίζονται και σχίζονται από την κοινωνία: ωστόσο, μόλις η κόλαση στην οποία ζουν φωτιστεί από ένα ιδανικό, το μίσος εξαφανίζεται και αναλαμβάνει μια φλογερή επιθυμία να αγωνιστούν για το καλό όλων.
Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούν να βρεθούν αληθινοί μισητές ανάμεσα στους συντρόφους μας, αν και υπάρχουν πολλοί ρήτορες του μίσους. Είναι σαν τον ποιητή, που είναι ένας καλός και ειρηνικός πατέρας, αλλά τραγουδάει το μίσος, γιατί αυτό του δίνει την ευκαιρία να συνθέσει καλούς στίχους… ή ίσως κακούς. Μιλούν για μίσος, αλλά το μίσος τους είναι φτιαγμένο από αγάπη.
Για το λόγο αυτό τους αγαπώ, ακόμα κι αν με βρίζουν.
Δημοσιεύθηκε την
από: https://geniusloci2017.wordpress.com