Επιστολή που δημοσιεύτηκε στην γαλλική αναρχική εφημερίδα Le Libertaire στις 10/07/1949 διαθέσιμη στα αγγλικά από την ιστοσελίδα Kate Sharpley Library. Η Sadako Kuriara (1913-2005) ήταν ποιήτρια, αναρχική και ακτιβίστρια.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Επιστολή της συντρόφισσας Sadako Kuriara (Μέλος του Τοπικού Συμβουλίου της Ιαπωνικής Αναρχικής Ομοσπονδίας)




Η φρικτή έκρηξη της ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945 στις 08.30 π.μ., δημιούργησε μια τρομερή εκατόμβη, μια τρομακτική σφαγή που διαπράχθηκε από τους ίδιους τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τον υπ’ αριθμόν ένα πολιτισμό στον κόσμο.

Για την ανυπολόγιστη αγωνία του πληθυσμού έχει γραφτεί ένα βιβλίο με το τίτλο Χιροσίμα από τον Αμερικανό John Hersey και έχουν δημοσιευτεί άρθρα Ιαπώνων για τις δοκιμασίες που πέρασαν.

Γράφω εδώ κατόπιν αιτήματος κάποιων Γάλλων συντρόφων, βασιζόμενη αποκλειστικά στη μνήμη μου. Δεν μπορώ να μιλήσω για το θέμα αυτό χωρίς να πόνο στην καρδιά μου. Αλλά πρέπει να ενημερώσω όλους τους συντρόφους στη Γαλλία ότι σε αυτές τις τραγικές συνθήκες, ο λαός συμπεριφέρθηκε με αναρχικό τρόπο, σύμφωνα με τη δική του πρωτοβουλία και αυτό όταν περιβαλλόταν από ανυπολόγιστη καταστροφή. Στόχος μου είναι να ενισχύσω τις πεποιθήσεις σας μέσω της επαφής με τις δικές μου στην υλοποίηση του ιδανικού μας.

Στη Χιροσίμα, όσοι κάτοικοι είχαν καταφέρει να βρουν κατάλυμα στην επαρχία για να ξεφύγουν από τις συνθήκες υπερπληθυσμού της πόλης είχαν ήδη φύγει, αφήνοντας τον υπόλοιπο πληθυσμό να περιμένει με φόβο, εκτεθειμένο σε πιθανή αεροπορική επίθεση ανά πάσα στιγμή. Εν τω μεταξύ, λέγαμε στους εαυτούς μας ότι, αφού η σημερινή ημέρα κύλησε ομαλά, η αυριανή θα ήταν λίγο πολύ το ίδιο· και ξεκινήσαμε προς τις δουλειές μας με αυτή την αισιοδοξία στο νου μας.

Εκείνο το πρωί, έφαγα πρωινό στο τραπέζι, καθώς ο καιρός ήταν υπέροχος.

Στην πόλη είχαν ληφθεί προφυλάξεις για τις αεροπορικές επιδρομές που αισθανόμασταν ότι συμβούν και εδώ και εκεί γκρεμίζονταν υπερβολικά πυκνές συστάδες κατοικιών. Στρατιώτες, φοιτητές και κάποιοι αγρότες είχαν επιστρατευτεί και κινητοποιηθεί για το έργο αυτό. Ένα αίσθημα καταπίεσης και καταδίωξης πλανιόταν πάνω τους, ενώ ταυτόχρονα όλοι έβλεπαν ότι υπήρχε μια πιθανότητα να τελειώσει ο πόλεμος.

Το σημείο όπου έπεσε η βόμβα ήταν το κέντρο της πόλης, κοντά στη νομαρχία, τα γειτονικά οικοδομικά τετράγωνα της οποίας ήταν υπό κατεδάφιση. Οι μερικές χιλιάδες άνδρες που εργάζονταν εκεί ήταν τα πρώτα θύματα.

Η δεύτερη φάλαγγα του στρατού του Δυτικού Μετώπου ήταν συγκεντρωμένη στο λεγόμενο «πεδίο παρέλασης» κοντά στο υπόκεντρο της έκρηξης, περιμένοντας τη διαταγή να επιστρέψουν στους στρατώνες. Εξολοθρεύθηκε πριν προλάβει να ξεκινήσει για το μέτωπο· μετά από αυτό, το μόνο που μπόρεσα να βρω στην περιοχή ήταν ένας σωρός από σκουριασμένα σιδερικά.

Ήταν η ώρα του πρωινού διαλλείματος στα σχολεία. Στη συνέχεια, στις παιδικές χαρές, το μόνο που μπορούσε να βρει κανείς ήταν μια γενική εξάπλωση από δύστυχα μικροσκοπικά πτώματα πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, λίγο πολύ σαν τηγανητά ψάρια στο πιάτο. Οι γονείς προσπαθούσαν να βρουν τις μικρές τους αγάπες, που τώρα είχαν γίνει στάχτη. Μια σκηνή τραγωδίας!

Σε όλους τους δρόμους, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά πτώματα σκόρπια στο έδαφος, πεσμένα στην απέλπιδα προσπάθειά τους να ξεφύγουν, παγιδευμένα από τον καπνό και την τεράστια κόλαση.

Σε κάθε πλευρά, σωροί από πτώματα λικνίζονταν στα επτά κανάλια που διέσχιζαν την πόλη, όπου είχαν πεταχτεί από την έκρηξη και έμοιαζαν με απαίσια βαρέλια στα ήρεμα νερά.

Η πιο οδυνηρή περιγραφή ήταν αυτό που έζησαν όσοι βρήκαν ένα μέλος της οικογένειάς τους καθηλωμένο, βογκώντας, κάτω από τα συντρίμμια των σπιτιών τους· δεν υπήρχε τρόπος να απελευθερωθούν τα πτώματα και εν τω μεταξύ η πύρινη λαίλαπα τους πλησίαζε σιγά σιγά. Αλίμονο! Ακούγονταν κραυγές για βοήθεια προς τους πολυαγαπημένους τους, καθώς τα δοκάρια και οι όγκοι της τοιχοποιίας δάγκωναν τη σάρκα των άκρων τους.

Και τότε ήρθε η απέραντη φωτιά, που καταβρόχθισε τα πάντα.

Κανείς δεν μπορούσε να προσφέρει βοήθεια. Η μόνη επιλογή ήταν να πεθάνει εκεί μαζί με τους αγαπημένους του, μέσα στις φλόγες, παρά τις κραυγές των θυμάτων: «Τρέξε! Θα πεθάνω εδώ. Τρέξε να σωθείς!»

Αλλά δεν μπορούσαν να τρέξουν και να εγκαταλείψουν τους αγαπημένους τους. Κάποιοι έκαναν κάποιες προσπάθειες να τρέξουν, αγνοώντας τη συνείδησή τους, αλλά μάταια· σύντομα επέστρεψαν στο σημείο και ρίχτηκαν στην κόλαση, μοιραζόμενοι τη μοίρα των αγαπημένων τους. Άλλοι τελικά έπεισαν τον εαυτό τους και έφυγαν, κουβαλώντας μαζί τους τη φρικτή ντροπή που θα τους κατέτρωγε και θα τους βασάνιζε για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Και έτσι, μέσα σε μια στιγμή, η πόλη της Χιροσίμα μετατράπηκε σε ερείπια. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν έξω από την πόλη γέμισαν με ουρές προσφύγων που έτρεχαν από δω και από κει, αποπροσανατολισμένοι. Όλοι είχαν τραύματα από τα φρικτά εγκαύματα που προκλήθηκαν από την ατομική ακτινοβολία. Όλοι τους έμοιαζαν παράξενοι, με τα δύο χέρια τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι τους, τα πρόσωπα καλυμμένα μέχρι τα μάτια και τα σώματά τους ελάχιστα καλυμμένα.

Στέκονταν σε περίεργες πόζες εξαιτίας του απέραντου τρόμου και του πόνου που τους προκαλούσαν τα εγκαύματα τους.

Έξω από την πόλη, η είδηση έσκασε σύντομα με την εισροή προσφύγων. Όλοι έτρεξαν από τα εργοστάσια και τα χωράφια για να προσφέρουν βοήθεια. Οι πρόσφυγες έγιναν ευπρόσδεκτοι στα σχολεία, τους ναούς, τα εργοστάσια και τα ιατρεία των γιατρών και κατευθύνθηκαν σε κέντρα βοήθειας.

Οι αγρότες έβαλαν το λιθαράκι τους στην ανθρωπιστική προσπάθεια φέρνοντας ρύζι που έπαιρναν από τα δικά τους ανεπαρκή αποθέματα, μαγειρεύοντας το και μοιράζοντας το στα θύματα, για μέρες και νύχτες χωρίς να κουράζονται, φροντίζοντας τους.

Ανταποκρινόμενοι στην έκκληση του πληθυσμού «Σώστε τη Χιροσίμα!», όλοι έφεραν ό,τι ρούχα και κουβέρτες μπορούσαν, χωρίς να τσιγκουνευτούν.

Τα πάντα ήταν κατεστραμμένα: το δημαρχείο, η νομαρχία, τα αστυνομικά τμήματα, τα δικαστήρια, οι επικοινωνίες είχαν καταρρεύσει και η τακτική διανομή των μερίδων τροφίμων είχε σταματήσει. Φυσικά, καμία εντολή δεν ερχόταν και καμία βοήθεια δεν ερχόταν από την κεντρική κυβέρνηση!

Έτσι, ο πληθυσμός έδειξε τεράστια αλληλεγγύη και αυτονομία στις ελεύθερα οργανωμένες δράσεις του.

Απεριόριστη τροφή και φροντίδα διανεμήθηκε στους πρόσφυγες, ενώ όλοι έθεσαν ελεύθερα τον εαυτό τους στην υπηρεσία τους!

Ωστόσο, δεδομένης της πλημμυρίδας των βαριά τραυματισμένων θυμάτων, δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθεί κάθε επιζώντας που έμεινε να βογκάει ανάμεσα στα ερείπια της πόλης, να λειώνει ανάμεσα στα συντρίμμια και τις πλάκες και με τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο πλάτες του. Και έτσι, μετά από λίγες ημέρες, οι λίστες των νεκρών μεγάλωσαν.

Τη νύχτα, η Χιροσίμα φαινόταν ακόμα πιο τρομακτική, περιτριγυρισμένη από φλεγόμενους λόφους που φώτιζαν ολόκληρη την κατεστραμμένη πόλη, ενώ, μέσα στη ζώνη, τα πτώματα καίγονταν σε ένα κολασμένο κρεματόριο που έλαμπε κάθε βράδυ.

Στα νοσοκομεία ή σε άλλα κέντρα παροχής βοήθειας, υπήρχε ένα φρικιαστικό θέαμα για να παρακολουθήσει κανείς. Γκροτέσκοι γίγαντες: νεκροί άνθρωποι των οποίων τα φλεγόμενα πτώματα, διογκωμένα λόγω του οιδήματος σχεδόν στο τριπλάσιο του φυσιολογικού μεγέθους, τα μαλλιά τους καρβουνιασμένα· δεν υπήρχε καν τρόπος να καταλάβει κανείς ποιο ήταν το φύλο τους.

Είχαν τοποθετηθεί σε σωρούς ακόμα και στις παιδικές χαρές, πλαισιωμένοι από τους ετοιμοθάνατους που φώναζαν για πάντα: «Διψάω, δώστε μου λίγο νερό!». Δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθούν: δεν μπορούσαν να τους δώσουν ούτε νερό ούτε φαγητό και, σε παραλήρημα, ούρλιαζαν σαν τρελοί: η ατμόσφαιρα ήταν υπερφυσική και τρομακτική. Οι επιζώντες της Χιροσίμα έζησαν υπό τον φόβο νέων απειλών, περιθάλποντας τους τραυματίες, θάβοντας ή καίγοντας τους νεκρούς μέχρι τις 15 Αυγούστου και τη συνθηκολόγηση της ηττημένης Ιαπωνίας.

Μετά από αυτό, τα όργανα της εξουσίας – η διοίκηση της πόλης, η νομαρχία, τα αστυνομικά τμήματα – ξαναζωντάνεψαν, μην έχοντας πλέον να φοβηθούν τις αεροπορικές επιδρομές. Και τότε η ασφάλεια και η ιδιοκτησία ήταν εγγυημένες και η τάξη, που επέστρεψε και πάλι, επικρατούσε.

Ποια ήταν η διάθεση του πληθυσμού εκείνη την εποχή; Όπως είδαμε, παρατημένες στην τύχη τους, οι μάζες ακολούθησαν το δικό τους παράδειγμα και άσκησαν την αλληλεγγύη. Αλλά μόλις ο κυβερνητικός μηχανισμός επανήλθε στην επιφάνεια, τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία ήταν και πάλι προστατευμένα.

Με την ειλικρίνειά του, ο πληθυσμός έδινε ελεύθερα ό,τι είχε σε είδη ένδυσης ή διατροφής, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα «Σώστε τη Χιροσίμα!». Με την αποκατάσταση της κεντρικής εξουσίας, άρχισε να ψάχνει στα συντρίμμια για αντικείμενα αξίας, μπαίνοντας σε μισοκατεστραμμένα σπίτια για να κλέψει ό,τι είχε ακόμα κάποια χρησιμότητα και μεταφέροντας με θράσος έπιπλα και οικοδομικά υλικά σε καρότσια.

Πράγματι, το παράδειγμα έδωσαν οι γραφειοκράτες και οι στρατιωτικοί, λεηλατώντας τις στρατιωτικές αποθήκες και, με το πρόσχημα της διανομής τους στο λαό, ξεπουλώντας τα και τσεπώνοντας έτσι πολλά χρήματα.

Στον απόηχο αυτών των αδικιών, κυβερνητικά γραφεία, τράπεζες και μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις επανιδρύθηκαν στη Χιροσίμα και ευημερούσαν όπως πριν.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα σχολεία και οι εργατικές κατοικίες παραμελήθηκαν. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στα διάσπαρτα ερείπια της έκρηξης υπήρχαν μόνο μερικές καλύβες, τουλάχιστον πρόχειρες. Παρ’ όλα αυτά, οι ηγέτες, οι καπιταλιστές και οι μεγαλοϊδιοκτήτες χρησιμοποίησαν την κάρτα του «Χιροσίμα, βομβαρδίστηκε με ατομικά», μεταπηδώντας από τον προηγούμενο μιλιταρισμό τους στον ειρηνισμό. Χτυπούσαν το τύμπανο και φυσούσαν τη σάλπιγγα για την «Πόλη της Ειρήνης» ή «Ελάτε να επισκεφτείτε τη Χιροσίμα», με στόχο να αρπάξουν κάποιο ειδικό κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό και προσκάλεσαν ξένες επενδύσεις κεφαλαίου ή φλέρταραν ξεδιάντροπα τη φιλανθρωπία των ξένων τουριστών.

Και έτσι αυτοί οι επιχειρηματίες συγκέντρωσαν χρήματα για την ανοικοδόμηση μιας Χιροσίμα που δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή των απλών ανθρώπων, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την ανοικοδόμηση της καπιταλιστικής αποικίας.

Η ατομική βόμβα χρησιμοποιείται τώρα από τους πολιτικούς και τους αστούς ιδιοκτήτες ως το επιχειρηματικό λογότυπο της Χιροσίμα. Γι’ αυτό, ακόμα και τώρα, οι άνθρωποι της πόλης βρίσκονται σε πόλεμο με τη χρήση της λέξης «Ειρήνη».

Το κίνημα «Η Χιροσίμα δεν υπάρχει πια!» θα ήταν ομοίως απλά ένα ακόμη έξυπνο όχημα πολιτικών φιλοδοξιών, αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι έχει γεννηθεί μέσα από τις τάξεις εκείνων που τραυματίστηκαν ή έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα.

Η οικογένειά μου και εγώ ζούσαμε κάπου έξω από την πόλη της Χιροσίμα. Χάρη σε αυτό, το σπίτι μου κατεδαφίστηκε μόνο εν μέρει από το κύμα πίεσης που δημιουργήθηκε από την έκρηξη: το πάτωμα, οι πόρτες και τα παράθυρα έπαθαν ζημιές αλλά όχι πολύ σοβαρές.

Μετά την ήττα της Ιαπωνίας, πήραμε αμέσως μέτρα για να επικοινωνήσουμε με συντρόφους και να οργανωθούμε, αλλά οι περισσότεροι είχαν εξαντλήσει την ενέργειά τους και δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν πια ενθουσιασμό. Καθώς δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε πλέον ούτε με τους συντρόφους στο Τόκιο, αποφασίσαμε λοιπόν ότι το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να μην αποκαλυφθούμε και πάλι αμέσως ως αναρχικό κίνημα, αλλά να προσπαθήσουμε να σπάσουμε τη φεουδαρχία και τον συγκεντρωτισμό σε τοπικό επίπεδο, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία δράσης ως ελευθεριακοί κομμουνιστές.

Έτσι, τον Οκτώβριο του 1945 ιδρύσαμε την Ιαπωνική Πολιτιστική Ομοσπονδία της Κεντρικής Περιφέρειας και από τον Μάρτιο του 1946 εκδίδουμε μια μηνιαία επιθεώρηση, το Chugoku (Πολιτισμός). Από τότε έχει αλλάξει τον τίτλο της (σε Ελευθερία) και χρησιμεύει ως η φωνή της Ιαπωνικής Αναρχικής Ομοσπονδίας: ταυτόχρονα, εκδίδουμε τη Hiroshima Heimin Shimbum, μια τοπική εφημερίδα. Η πιο πρόσφατη έκδοση ήταν το Νο 48 και βοηθάει το κίνημά μας στην περιοχή της Χιροσίμα με πρακτικούς τρόπους.

Το κίνημά μας είχε υπομείνει ένα πάγωμα 10 ετών. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, εργαζόμαστε εδώ και 4 χρόνια, βαδίζοντας σε έναν πολύ ακανθώδη δρόμο, αλλά αυτή τη στιγμή ο σπόρος του αναρχισμού βλαστάνει ανάμεσα στους νέους – όχι σε πολύ μεγάλο αριθμό αλλά δυναμικά και υγιώς.

Οι ευχαριστίες μου και οι χαιρετισμοί μου απευθύνονται στους Γάλλους συντρόφους που έδειξαν ενδιαφέρον για το κίνημα στη Χιροσίμα και την ατομική καταστροφή.

Και εδώ κλείνω την επιστολή μου.

Υ.Γ. Μαθαίνοντας από την εφημερίδα μας Heimin Shimbum για την αναρχική εκστρατεία στη Γαλλία ενάντια στη ναζιστική βαρβαρότητα στον πρόσφατο πόλεμο, είμαι τόσο συγκινημένη και ενθαρρυμένη από το γεγονός αυτό που δεν μπορείτε να φανταστείτε.

Το πνεύμα μου ανυψώνεται από τη γνώση ότι μας συνδέει τώρα η αδελφική συντροφικότητα καθώς και το σθεναρό μίσος για τις αρχές.

Από τη μακρινή Χιροσίμα,

Συντρόφισσα Sadako Kuriara

Μέλος του Τοπικού Συμβουλίου της Ιαπωνικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (Περιφέρεια Κέντρου)

Ιούνιος 1949


Hiroshima: The Atomic Hecatomb

Letter from comrade Sadako Kuriara (Member of the Local Council of the Japanese Anarchist Federation)

The horrific explosion of the atom bomb dropped over Hiroshima on 6 August 1945 at 08.30 a.m., created a ferocious hecatomb, a terrifying massacre perpetrated by the very people who claim to stand for the world’s number one civilisation.

A book by the name of Hiroshima has been written about the immeasurable distress of the populace by the America John Hersey and articles by Japanese have been published on the ordeals they have been through.

I am writing here at the request of some French comrades, relying solely on memory. I cannot speak of this subject without heartbreak. But I need to let all the comrades in France know that in these tragic circumstances, the people conducted itself in an anarchist manner, in accordance with its own initiative and that when surrounded by boundless devastation. My aim is to reinforce your beliefs through contact with my own in the realisation of our ideal.

In Hiroshima, those residents who had managed to find accommodation in the province in order to escape the cramped conditions in the city were already gone, leaving the remainder of the population to wait in fear, exposed to possible air attack at any moment. In the meantime we told ourselves that, today having gone smoothly, tomorrow would be much the same; and we headed for our workplaces with that optimism in mind.

That morning, I breakfasted at the table, the weather being splendid.

In town, precautions had been put in place against the air raids that we sensed were imminent and here and there overly dense housing clusters were being torn down. Soldiers, students and some peasants had been commandeered and mobilised for this task. A feeling of oppression and persecution hovered over them, whilst at the same time they could all see that there was a chance of an end to the war.

The place where the bomb fell was the city centre, near the prefecture, the blocks adjacent to which were in the process of being demolished. The few thousand men at work there were the first victims.

The second column of the Western Front army was gathered on the so-called “parade ground” near the seat of the explosion, waiting for the order to return to barracks. It was wiped out before it could ever set off for the front; after that, all I could find in the area was a heap of rusted ironmongery.

It was morning break time in the schools. Afterwards, in the playgrounds, all that could be found was a general sprawl of poor tiny corpses slumped across one another, pretty much like fried fish on a plate. Parents tried to find their little darlings, now burnt to cinders. Such a scene of tragedy!

All along the roads, there was nothing but dead bodies sprawled on the ground, felled in their hopeless efforts to escape and trapped by the smoke and the huge inferno.

On every side, heaps of corpses bobbed on the seven canals crossing the city, having been blasted there and looking like ghastly barrels on the tranquil waters.

The most poignant account was what was witnessed by those who came upon a family member pinned, moaning, beneath the debris of their homes; there was no way of freeing the bodies and meanwhile the firestorm was gradually closing in on them. Alas! screams for help for their dearly beloved ones rang out, as the beams and blocks of masonry bit into the flesh of their limbs.

And then came the immense fire, devouring everything.

No one could afford any help. The only option was to die there alongside one’s loved ones, in the flames, despites the victims’ screams of: “Run for it! I’m going to die right here. You run for it!”

But they could not make a run for it and abandon their loved ones. Some made a number of attempts at running, stilling their consciences, but all in vain; they soon returned to the scene and hurled themselves into the inferno, sharing the fate of the beloved victims. Others eventually talked themselves into it and fled, carrying away the ghastly shame that would gnaw at and torment them for the rest of their days.

And thus, in a flash, the city of Hiroshima was reduced to rubble. In a short time, all roads leading out of the city were packed with lines of refugees running around, disoriented. All bearing the wounds of atrocious burns caused by the atomic radiation. Every last one of them looked odd, both arms wrapped around their heads, faces covered to the eyes and their bodies barely clad.

They stood in odd poses because of the boundless terror and the pain inflicted by their burns.

Outside the city, the news soon broke with the influx of refugees. Everyone rushed from factory and field to offer assistance. The refugees were made welcome in the schools, temples, factories and doctors’ surgeries and directed to aid centres.

Peasants did their bit for the humanitarian effort by bringing rice taken from their own inadequate reserves, by cooking it and distributing it to the victims, for days and nights on end without wearying, as others tended to them.

In response to the populace’s appeal to “Save Hiroshima!”, everyone brought whatever clothing and blankets they could, without stinting.

Everything was in ruins: the town hall, the prefecture, police stations, courthouses, communications had broken down and the regular distribution of food rations had ground to a halt. Naturally, no orders came and no help came from central government!

So the populace displayed tremendous solidarity and autonomy in its freely organised actions.

Unlimited food and care was dispensed upon the refugees, everybody freely placing themselves at their service!

However, given the floods of seriously injured victims, there was no way of helping every survivor left groaning amid the rubble of the city, sweltering among the debris and the slates and with the scorching August sun on their shoulders. And so, after a few days, the lists of the dead lengthened.

By night, Hiroshima looked even more terrifying, surrounded by blazing hills lighting the entire ruined city, whilst, inside the cordon, the corpses were being burned in a hellish crematorium that glowed each night.

In the hospitals or other aid centres, there was a ghastly spectacle to be witnessed. Grotesque giants: dead folk whose burning cadavers, swelled due to hydropsy to almost three times the normal size, their hair burnt crisp; there was no way even to telling which sex they were.

They were set out in heaps even in the playgrounds, flanked by the dying who were forever crying out: “Drink, give me some water!” There was no way of helping them: they could be neither given drink nor food and, delirious, they screeched like shrill lunatics: the atmosphere was supernatural and terrifying. The Hiroshima survivors have lived in fear of fresh threats, tending to the injured, burying or burning the dead up until 15 August and the capitulation of a defeated Japan.

After that, the organs of authority – the city administration, prefecture, police stations – sprang back to life, having no more air raids to fear. And then security and property were guaranteed and order, back in the saddle again, prevailed.

What was the mood of the populace at that time? As we have seen, left to their own devices, the masses followed their own lead and practised solidarity. But once the machinery of government resurfaced, private assets were off limits again.

In its candour, the populace had been giving freely of what it had in the way of clothing or food, in response to the call “Save Hiroshima!” With central authority re-established, it started to poke through the debris for items of value, nipping into half-demolished homes to steal anything that still had any use and brazenly ferrying away furniture and building materials in pushcarts.

True, the example was set by the bureaucrats and the military, looting military stores and, on the pretext of distributing them to the people, selling them off and thereby pocketing lots of money.

In the wake of these injustices, government offices, banks and the big capitalist firms were re-established in Hiroshima and prospered like before.

During the period, the schools and workers’ quarters were neglected. In fact, among the scattered ruins of the blast there were only some huts, crude ones, to say the least. Despite that, the leaders, the capitalists and the major landlords deployed the “Hiroshima, atom bombed” business card, switching from their previous militarism to pacifism. They beat the drum and blew the trumpet for “The city of Peace” or “Come visit Hiroshima”, in the aim of screwing some special allocation out of the state budget and invited foreign capital investment or shamelessly courted the charity of foreign tourists.

And so these businessmen raised money for the rebuilding of a Hiroshima that has nothing in common with the life of the ordinary people, but is preoccupied solely with rebuilding the capitalist colony.

The atomic bomb is now being used by the politicians and the bourgeois landlords as Hiroshima’s business logo. Which is why, even now, city folk are at war with their use of the word “Peace”.

The “Hiroshima is no more!” movement would likewise be only another astute vehicle for political ambition, but for the fact that it has grown from the ranks of those injured or who have lost loved ones.

My family and I lived some way outside Hiroshima city. Thanks to that, my home was only partly demolished by the pressure wave generated by the explosion: the floor, doors and windows were damaged but not too badly.

After the defeat of Japan, we immediately took steps to contact comrades and get ourselves organised, but most had run out of energy and could not generate any enthusiasm any more. Unable to communicate with comrades in Tokyo any more either, we therefore decided that the best thing to do was not to reveal ourselves once again as the anarchist movement straight away, but to strive to break up the feudalism and centralism at provincial level, so that we might have more freedom to react as libertarian communists.

So in October 1945 we launched the Central Regional Japanese Cultural Federation and since March 1946 we have been issuing a monthly review, Chugoku (Culture). It has since changed its title (to Freedom) and serves as the mouthpiece of the Japanese Anarchist Federation: at the same time, we publish the Hiroshima Heimin Shimbum, a local newspaper. The most recent edition was No 48 and it helps our movement in the Hiroshima area in practical ways.

Our movement had endured a 10 year freeze. However, since the war, we have been working for 4 years, treading a very prickly road, but right now the seed of anarchism is germinating among the young – not all that prolifically but vigorously and wholesomely.

My thanks and loving greetings go to the French comrades for showing consideration to the movement in Hiroshima and the atomic destruction.

And there I conclude my letter.

P.S. Learning from or paper the Heimin Shimbum of the anarchist campaign in France against Nazi barbarism in the recent war, I am so moved and encouraged by it that you cannot imagine.

My spirit is lifted by the knowledge that we are now bound together by brotherly comradeship as well as by a staunch hatred of the authorities.

From far-off Hiroshima,

Comrade Sadako Kuriara

Member of the Local Council of the Japanese Anarchist Federation (Centre Region)

June 1949

From: Le Libertaire (Paris) of 07.10.49. Translated by: Paul Sharkey.




Δημοσιεύθηκε την
από: https://geniusloci2017.wordpress.com