Όλα ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2018 όταν η εισαγγελέας διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη διαβίβασε τη δικογραφία της «Novartis» στη Βουλή και αυτή αποφάσισε με πρόταση της τότε πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και με αποχή της Νέας Δημοκρατίας, την σύσταση προκαταρτικής επιτροπής για την διερεύνηση της πιθανής τέλεσης των  αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος και της παθητικής δωροδοκίας, από δέκα πολιτικά πρόσωπα τέως υπουργούς και πρωθυπουργούς.

Η αντισυνταγματική, (ως αντιφάσκουσα με την αρχή της ισότητας), διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος και ο εκτελεστικός αυτής νόμος  περί -έλλειψης- ευθύνης υπουργών,  είναι σαφείς:  Όταν ο δικαστικός λειτουργός κατά την έρευνά του σε οποιαδήποτε υπόθεση, προσπέσει πάνω σε υπουργό ή πρωθυπουργό για αδίκημα που σχετίζεται με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, πρέπει να απέχει περαιτέρω ενεργειών και να διαβιβάσει αμελλητί τη δικογραφία στη Βουλή για να συνεχίσει αυτή ως μόνη αρμόδια το ανακριτικό έργο.

Η Βουλή συγκρότησε εν συνεχεία την παραπάνω ειδική προκαταρτική επιτροπή, εξοπλισμένη με ανακριτικές εξουσίες, η οποία είχε καθήκον να ολοκληρώσει την προανακριτική διαδικασία και να υποβάλλει το πόρισμα της στην ολομέλεια.

Αν η ολομέλεια μετά το πέρας αυτής της ιδιότυπης προανακριτικής διαδικασίας έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για υπηρεσιακά αδικήματα, ή ότι υπάρχουν μεν αλλά έχουν  υποκύψει στη σύντομη αποσβεστική προθεσμία, που προβλέπεται όφειλε να κλείσει την υπόθεση με την απόφαση της και να μην ασκήσει διώξεις στα πολιτικά πρόσωπα, αναλαμβάνοντας μοιραία και την σχετική ευθύνη απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Σε αντίθετη περίπτωση η ολομέλεια της Βουλής έπρεπε να αποφασίσει την παραπομπή των κυβερνητικών στελεχών και των συμμετόχων τους στο Ειδικό Δικαστήριο, αφού προηγουμένως μεσολαβήσει η ανακριτική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο με το βούλευμα του θα διατυπώσει οριστικά την κατηγορία.

Τον Φεβρουάριο του 2018 η εισαγγελική αρχή (Τουλουπάκη) εφάρμοσε ορθά την παραπάνω νομική τάξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στη Βουλή.

Αμέσως μετά όμως, έγινε ένας πολύ λανθασμένος κατά τη γνώμη μου πολιτικός χειρισμός που εκθέτει την τότε πλειοψηφία: Ενώ ορθά και παρά τις φωνασκίες της αντιπολίτευσης προχώρησε στη σύσταση ειδικής προκαταρτικής επιτροπής, αυτή όμως δεν έκανε ουσιαστική έρευνα και η πλειοψηφία της ολομέλειας κατά ολέθριο τρόπο αποφάσισε  να αναπέμψει τη δικογραφία στην Δικαιοσύνη, αξιολογώντας ότι δεν μπορεί η ίδια να «κάνει τον εισαγγελέα».

Αυτή η επιλογή ήταν και η μόνη που δεν μπορούσε να μπει στο τραπέζι, γιατί με βάση τα παραπάνω, δηλαδή το άρθρο 86 του Συντάγματος και το νόμο «περί ευθύνης υπουργών», μόνο η Βουλή μπορεί να διεξάγει έρευνα σε βάρος αυτών των πολιτικών προσώπων για τα υπηρεσιακά αδικήματα και όχι η Δικαιοσύνη.

Έτσι απέμεινε η πολιτική μομφή, αλλά και μια χαίνουσα «εκκρεμοδικία» που δημιούργησε ένα πρωτοφανές αδιέξοδο περί την απονομή του δικαίου, το οποίο επιμένει να μας απασχολεί ενοχλητικά μέχρι και σήμερα, τουλάχιστον ως προς την περίπτωση του κυρίου Λοβέδρου.

Επί της ουσίας, για λόγους τακτικής, ή ατολμίας, ή ανεπάρκειας διεκπεραίωσης του ανακριτικού έργου, η τότε πλειοψηφία όχι μόνο ευτέλισε με αυτή την επιλογή την ήδη ευτελή διαδικασία του νόμου περί «ασυλίας» υπουργών, αλλά δυστυχώς έθιξε ως παράπλευρη απώλεια και το κράτος δικαίου αλλά και το ίδιο το Κοινοβούλιο, αφού το υποχρέωσε να ακυρώσει τον εαυτό του και να δηλώσει ότι αδυνατεί, ή αρνείται, να ασκήσει μια αρμοδιότητα που το ίδιο αφαίρεσε με συνταγματική διάταξη και εκτελεστικό νόμο από την τακτική δικαιοσύνη.

Μετά η σελίδα γύρισε, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση και μαζί με το ΚΙΝΑΛ, με πρωτοστάτες τους θιγέντες, αδιαφορώντας για τους επιπλέον θεσμικούς τραυματισμούς που θα προκαλούσαν με τις ενέργειες τους, τον Ιούλιο πλέον του 2020 απαίτησαν τη ρεβάνς στο έδαφος που δεν τόλμησαν οι προηγούμενοι, δηλαδή ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.

Στο Δικαστήριο αυτό με την ίδια διαδικασία, του νόμου περί ευθύνης υπουργών, παρέπεμψαν πλέον τον προηγούμενο Υπουργό Δικαιοσύνης κο Παπαγγελόπουλο ως ηθικό αυτουργό και τους εισαγγελείς διαφθοράς που  χειρίζονταν την υπόθεση Novartis, (Τουλουπάκη και βοηθούς εισαγγελείς), ως φυσικούς αυτουργούς για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, με το σκεπτικό ότι έδρασαν με σκοπό την «ενοχοποίηση» των «αθώων» παραπάνω στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝΑΛ, μέσω χειραγώγησης μαρτύρων και χάλκευσης στοιχείων όταν η δικογραφία ήταν στα χέρια των εισαγγελέων διαφθοράς.

Πρόσθεσαν δε και μια άλλη εξωφρενική κατηγορία, για «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης», η οποία ήχησε εξ αρχής σαν φάρσα, γιατί οι κατήγοροι δεν τόλμησαν να την συνδέσουν με τους παραπάνω εισαγγελείς η άλλους δικαστικούς λειτουργούς και ως εκ τούτου, δικαιολογημένα απορεί κανείς, τι είδους εγκληματική οργάνωση μπορεί να είναι αυτή, που ενώ αποσκοπεί σε παράνομα αποτελέσματα με παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, δεν περιλαμβάνει στους κόλπους της εισαγγελείς η δικαστές, παρά  μόνο δημοσιογράφους του δικαστικού ρεπορτάζ όπως τη Γιάννα Παπαδάκου που κλήθηκε σε απολογία.

Η δίωξη αυτή θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα να κατρακυλήσει μερικές θέσεις ακόμη η χώρα μας στην παγκόσμια κατάταξη ως προς την ελευθερία του τύπου.

Το κρίσιμο στην αποκρουστική αυτή ιστορία σχετικά με τη «κατάχρηση εξουσίας» είναι οι καταθέσεις κάποιων στελεχών της Νovartis, προστατευόμενων μαρτύρων, οι οποίοι είχαν καταθέσει πρώτα στις αμερικανικές και μετά στις ελληνικές ανακριτικές αρχές και είχαν κατονομάσει πρόσωπα και παράνομες εταιρικές πρακτικές της Novartis.

Υποτίθεται ότι αυτοί πιέστηκαν από τους εισαγγελείς διαφθοράς με επικεφαλής την κα Τουλουπάκη κατ’ εντολήν του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κου Παπαγγελόπουλου, φερόμενου και ως εγκεφάλου της εγκληματικής οργάνωσης, έτσι ώστε να ενοχοποιήσουν με τις καταθέσεις τους τα στελέχη των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Απ’ ότι φαίνεται όμως, οι μάρτυρες αυτοί δεν κατέθεσαν στις εδώ ανακριτικές αρχές τίποτα περισσότερο απ ό,τι είχαν ήδη πει έξω, στην Αμερική.

Η εξέταση τους από την δεύτερη παραπάνω προανακριτική επιτροπή της Βουλής παρά την άσκηση βασανιστικής πίεσης (όπως δυστυχώς συμβαίνει πάντα σε αυτές τις επιτροπές και καταγράφεται στα πρακτικά τους), δεν απέδωσε τίποτα. 

Έτσι στους νέους κατηγόρους μένουν μόνο οι αντιφατικές μαρτυρίες της εισαγγελέως εφετών κας Ράϊκου και του αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κου Αγγελή.

Δύο δικαστικών λειτουργών που συντάχθηκαν πολιτικά και επιχειρησιακά με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ σε αυτή τη  βλαπτική για τη Δικαιοσύνη διαδικασία, που στράφηκαν με φλιναφλήματα εναντίον των συναδέλφων τους, καθώς και του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης,  (πρώην ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού), τον οποίον κατονομάζουν ως κοινά γνωστό σε όλους με το προσωνύμιο «Ρασπούτιν».

Δηλαδή τον ραδιούργο εκείνο κληρικό που κατηύθυνε τη ρωσική προεπαναστατική πολιτική σκηνή μέσα από την κρεβατοκάμαρα της αυτοκράτειρας. 

Τα περί «Ρασπούτιν» όμως είναι αόριστα και ανεπαρκή για να στηρίξουν αυτές τις κατηγορίες και επιπλέον δεν επιβεβαιώνονται από κανένα άλλο δικαστή.

Ο κος Αγγελής υπήρξε αντιφατικός και άσφαιρος.

Η κα Ράϊκου εξ’ άλλου, έχει πολλά άπλυτα της Novartis στο υπόγειό της, (που έμπασε νερά) και καμιά μπουγάδα  δεν είναι εύκολο να τα ξεπλύνει.

Θα γίνει βορά των συνηγόρων υπεράσπισης και μαζί με αυτήν και η κυβέρνηση που την αποζημίωσε με υπηρεσιακή προαγωγή.

Ο άλλος βασικός μάρτυρας κατηγορίας είναι ο ίδιος ο Φρουζής. Δηλαδή το αφεντικό της Novartis στην Ελλάδα και ο βασικός κατηγορούμενος της ανάκρισης στο σκέλος για τα μη πολιτικά πρόσωπα.

Από σπόντα τελευταίος και καταϊδρωμένος, εμφανίστηκε ως μάρτυρας και μια άλλη γκροτέσκα φιγούρα, ο Σάμπυ Μυωνή.

Αλήθεια δε έφταναν οι υπόλοιποι;

Το γεγονός και μόνο όμως, ότι έκανε τελετουργική είσοδο στην υπόθεση, κομίζοντας κασέτες με παράνομες ηχογραφήσεις και σαλιαρίσματα σε βάρος άλλου άσχετου με την υπόθεση Υπουργού, είναι κάτι που θα πρέπει ήδη να έχει προκαλέσει αναγούλα στο δικαστικό σώμα.

Οι προαναφερθέντες θα εξετασθούν στο Ειδικό Δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας, όταν στο σκαμνί θα βρίσκονται έγκριτοι και καθαροί μέχρι τα κρινόμενα δικαστές, για πράξεις που τέλεσαν κατά νομική υποχρέωση, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους...

Όσοι δικηγόροι άσκησαν μάχιμη δικηγορία ξέρουν καλά τι σημαίνει κατάχρηση εξουσίας και κυρίως ξέρουν πόσο μεγάλη κατάχρηση εξουσίας γίνεται σε βάρος των απλών πολιτών από κρατικούς λειτουργούς και πόσο ατιμώρητη μένει σε μια λογική διάσωσης του κύρους της Πολιτείας.

Οι υπηρεσιακοί χειρισμοί που έγιναν από την ηγεσία της τακτικής Δικαιοσύνης σε βάρος της κας Τουλουπάκη (άσκηση πειθαρχικής δίωξης και αντικατάσταση της στην εισαγγελία κατά της διαφθοράς), δεν δικαιολογούν τον ενθουσιασμό των κατηγόρων, γιατί είναι ολοφάνερο ότι έγιναν για λόγους τυπικούς, ύστερα από δυο αλληλοσυγκρουόμενες πορισματικές πειθαρχικές εκθέσεις ανωτάτων εισαγγελέων, εκ των οποίων η παραπεμπτική εκτιμώ ότι έγινε για να μην υπάρξει θεσμικό επεισόδιο μεταξύ νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.

Γυρνώντας στα διαδικαστικά όμως, οι δικογραφίες για την κατάχρηση εξουσίας και την σύσταση εγκληματικής οργάνωσης βαλτώνουν στον προθάλαμο του Ειδικού Δικαστηρίου, δηλαδή στο Ειδικό Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο διεξάγει κυρία ανάκριση.

Η κυρία ανάκριση θα περαιωθεί με την έκδοση «υποχρεωτικά» παραπεμπτικού βουλεύματος.

Και λέω «υποχρεωτικά», γιατί ακόμη και αν το Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει καμία κατηγορία, παραταύτα, δυστυχώς είναι υποχρεωμένο να συντάξει παραπεμπτικό βούλευμα, γιατί οτιδήποτε άλλο θα επικριθεί από την κυβέρνηση σαν δικαστικό πραξικόπημα σε βάρος της εξουσίας αλλά και της πρώιμης, sui generis «ετυμηγορίας» του κοινοβουλίου, δηλαδή της απόφασης του να παραπέμψει τα συγκεκριμένα πρόσωπα για τα συγκεκριμένα αδικήματα, απόφαση όμως που είναι καθαρά πολιτική έστω και με δικανικό ένδυμα.

Αξίζει λοιπόν να δει κανείς, ποιά θεσμική προστριβή σοβεί ως συνέπεια αυτού του απαράδεκτου νομοθετικού συμπλέγματος καθώς  και των χειρισμών πού έγιναν από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.

Και δυστυχώς δεν μπορεί να αποσιωπηθεί ο ευτελισμός και η υπόκλιση της δικαστικής εξουσίας προς την εκτελεστική, που καθιστά τη διάκριση των εξουσιών κενό γράμμα, θυμίζοντας μας τη δίκη - φαρσοκωμωδία του Δαντών στα χρόνια του Ροβεσπιέρου.

Παραταύτα όμως και επειδή ο κατήφορος έχει και κάποιο όριο, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά, οτι δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα, έστω και ένα μέλος από τη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου  να αχθεί σε καταδικαστική κρίση σε βάρος των κατηγορουμένων.

Δυστυχώς όμως, το Εκτελεστικό υποχρεούται να εμμένει με συνέπεια στις προηγούμενες λανθασμένες επιλογές του, ελπίζοντας σε ένα από μηχανής Θεό που θα απαγάγει τα θύματα και θα λυτρώσει τους θύτες από την αναμέτρηση τους με τη Νέμεση.

Αυτά θα συνεχιστούν με διάφορα επεισόδια μέχρι να δώσει τη λύση «ο κυρίαρχος λαός», πριν την ετυμηγορία του Ειδικού Δικαστηρίου με βάση τουλάχιστον τους αρχικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης.

Όπως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε στις εκλογές με σημαία τη «Novartis», έτσι και η ΝΔ θα ήθελε να προχωρήσει σε αυτές με σημαία τον υπόδικο «Ρασπούτιν».

Το σίγουρο είναι ότι οι κατήγοροι παίζοντας με τις καθυστερήσεις έκαναν ο τι μπορούσαν για να μη προηγηθεί η συγκεκριμένη δίκη και να μη συμπεριληφθεί η ετυμηγορία της στην ατζέντα των επόμενων βουλευτικών εκλογών.

Εξ ίσου όμως είναι προφανές ότι η εκκρεμότητα αυτής της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου, που διαρκεί ήδη αναίτια περίπου ενάμισυ χρόνο, αγγίζοντας τα όρια μιάς ιδιότυπης «αρνησιδικίας», δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ ακόμη.

Η δίκη αυτή έπρεπε να έχει αρχίσει προ πολλού και συνιστά πλήγμα για τη δημοκρατία, αλλά και για τη δικαιοσύνη, να εξαρτάται από τον χρόνο προκήρυξης των επόμενων βουλευτικών εκλογών.

Των εκλογών, που όταν αυτές γίνουν, όλοι οι μεγάλοι πομφόλυγες θα έχουν την ευκαιρία να αγορεύσουν ξανά, ανερυθρίαστα και με πάθος, για τη σημασία των θεσμών που ίδιοι ευτελίζουν με τις πράξεις τους…

Ο Γιώργος Σπύρου είναι Δικηγόρος και έχει διατελέσει μέλος του Νομαρχιακού Συμβουλίου Ευβοίας

πηγη: https://tvxs.gr