Πριν από χρόνια, ένας φοιτητής ρώτησε την ανθρωπολόγο Margaret Mead ποιο ήταν το πρώτο σημάδι πολιτισμού στην ιστορία του ανθρώπου. Κι εκείνη, αντί να απαντήσει οι χαραγμένες απεικονίσεις της προϊστορικής ζωής στους τοίχους των σπηλαίων ή τα ιερογλυφικά, περιέγραψε ως το πρώτο δείγμα πολιτισμού ένα σπασμένο μηριαίο οστό που είχε θεραπευθεί.

Όπως εξήγησε, στο ζωικό βασίλειο, όπου επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας, το κάταγμα στο μηριαίο οστό ισοδυναμεί με θάνατο. Διότι όταν ένα ζώο σπάσει το πόδι του αδυνατεί να δραπετεύσει από τους εχθρούς του, όπως αδυνατεί να βρει τροφή και νερό, καταλήγοντας αργά ή γρήγορα βορά των θηρίων.

 

Αντίθετα, ένα πόδι σπασμένο που έχει θεραπευθεί, είναι απόδειξη ότι για όσο χρόνο χρειάστηκε για την αποθεραπεία, κάποιος άλλος αφιέρωσε χρόνο για να μεταφέρει τον τραυματία σε ασφαλές κρησφύγετο, να του φροντίσει την πληγή, να του βρεί τροφή και να τον βοηθήσει να αναρρώσει.

Η Margaret Mead κατέληξε ότι το σημείο από το οποίο ξεκίνησε ο πολιτισμός του ανθρώπου, συμπίπτει με την πρώτη έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τη φροντίδα ενός τραυματία.

Αυτή η ιστορική στιγμή ισοδυναμεί με τη γέννηση αυτού που αργότερα γνωρίσαμε σαν οργανωμένη και αλληλέγγυα κοινωνία.

Το να εκδηλώνει λοιπόν κάποιος τα αισθήματα αλληλεγγύης του σε όσους το έχουν ανάγκη επειδή πάσχουν, υποφέρουν ή δοκιμάζονται, είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μιας ομάδας ή μιας κοινωνίας, είναι και η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πολιτισμού.

Καθώς λοιπόν η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού προχωρούσε, η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης άρχισε να αποκτά πιο οργανωμένη μορφή. Τα κλασσικά ακόμη χρόνια της αρχαίας Ελλάδας, η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης εκφράστηκε μέσα από τον θεσμό της χορηγίας, που ήταν τότε πολύ διαδεδομένος. Σύμφωνα με αυτόν, οι άρχοντες, οι προύχοντες και οι οικονομικά ισχυροί προσέφεραν ένα μέρος από την περιουσία τους συμβάλλοντας στην επίτευξη κοινών στόχων, που ξεκινούσαν από τον εξοπλισμό και την επάνδρωση πλοίων σε περιόδους πολέμου, μέχρι την κατασκευή κοινωφελών έργων, όπως ναών, δρόμων, σχολείων ή θεάτρων, σε περιόδους ειρήνης.

Στη συνέχεια ήρθε ο Χριστιανισμός, ο οποίος συμπεριέλαβε την κοινωνική αλληλεγγύη στους βασικούς θρησκευτικούς κανόνες, ανάγοντας την αρετή της αλληλοβοήθειας σε κεντρικό μήνυμα της Χριστιανικής θρησκείας και σε υποχρεωτική αποστολή της εκκλησίας, μέσα από το ρητό: «Αγαπάτε αλλήλους».

Τέλος, στα δύσκολα για τον ελληνισμό χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι εθνικοί ευεργέτες, ευκατάστατοι Έλληνες που είχαν προκόψει στο εξωτερικό, ήταν εκείνοι που, μέσα από τις μεγάλες χορηγίες τους σε σχολεία, δημόσια κτίρια και ευαγή ιδρύματα, συνέβαλαν στο να διατηρηθεί όρθιος ο υπόδουλος ελληνισμός.

Η αλληλεγγύη διατηρήθηκε στη σφαίρα της ηθικής, θρησκευτικής ή εθνικής υποχρέωσης που ένιωθαν απέναντι στους άλλους, στον Θεό ή στην πατρίδα αντίστοιχα ενάρετοι και φωτισμένοι πολίτες, οι οποίοι συνέβαλαν από το πλεόνασμα ή το υστέρημά τους στην επίτευξη κοινωνικών σκοπών ή και εθνικών στόχων, μέχρι που προϊόντος του χρόνου, η κοινωνική αλληλεγγύη μετεξελίχθηκε σε βασική θεσμική πλέον υποχρέωση του κράτους.

Για να φτάσουμε στην παραδοχή του κοινωνικού κράτους, όπως αυτή εκφράστηκε από τους θεωρητικούς του σοσιαλισμού τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτή, το κράτος έχει την υποχρέωση να ρυθμίζει την αγορά και να αναδιανέμει το εισόδημα των πολιτών, μέσα από τη φορολόγηση, κατά τρόπο κοινωνικά δίκαιο, προκειμένου να χρηματοδοτούνται κατά προτεραιότητα οι τομείς της υγείας, της παιδείας και της ασφάλειας.

Σήμερα, ακόμη και νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, που υποστηρίζουν την πλήρη ελευθερία της αγοράς και θεωρούν τους τομείς της υγείας και της παιδείας όχι ως θεσμικές υποχρεώσεις ενός κράτους πρόνοιας, αλλά σαν μια ακόμη οικονομική δραστηριότητα που εντάσσεται και υπακούει τους νόμους της αγοράς, ακόμη και αυτοί οι πολέμιοι του κοινωνικού κράτους, σε έκτακτες συνθήκες, όπως η σημερινή, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την υποστήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας τους, ως βασική υποχρέωση της πολιτείας απέναντι σε σοβαρές απειλές για την υγεία και τη ζωή των πολιτών.

Έτσι, βλέπουμε σήμερα, στην εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού, νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, με κορυφαίες της Γερμανίας της Μέρκελ, της Γαλλίας του Μακρόν και του Ηνωμένου Βασιλείου του Τζόνσον, άλλη περισσότερο και άλλη λιγότερο, να υποστηρίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας τους αναδιαρθρώνοντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς, προκειμένου να επενδύσουν σημαντικά ποσοστά του ΑΕΠ τους για την ενίσχυση των συστημάτων υγείας τους.

Εκείνο που πραγματικά είναι πρωτοφανές και δεν έχει καταγραφεί ποτέ ούτε στα ιστορικά, ούτε και στα πολιτικά χρονικά όμως, είναι ένας πρωθυπουργός, αντί να κάνει αυτό που οφείλει, ως ο κύριος εκπρόσωπος του κράτους, νομοθετώντας γενναία μέτρα για την υποστήριξη του καταρρακωμένου δημόσιου συστήματος υγείας της χώρας του εν μέσω πανδημίας, εκείνος να εγκαταλείπει αυτή τη στοιχειώδη του υποχρέωση και να καταφεύγει στην επίκληση των φιλάνθρωπων αισθημάτων των μελών της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Και να ζητά προαιρετικά από τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και τα μέλη της κυβέρνησης να συνεισφέρουν στην κοινή προσπάθεια, αφιερώνοντας το μισό της μηνιαίας αποζημίωσής τους για δύο μόλις μήνες. Εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν το ασήμαντο, δεδομένων των αναγκών της συγκυρίας, ποσό του 1 εκ. Ευρώ.

Κι αυτά να συμβαίνουν την ίδια ώρα που ο ίδιος «φιλάνθρωπος» πρωθυπουργός, αντί να κινητοποιεί τους φίλους και υποστηρικτές του επιχειρηματίες να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να συνδράμουν στη μεγάλη προσπάθεια στήριξης του δημόσιου συστήματος υγείας, να τους «δωρίζει» 41 εκατομμύρια Ευρώ, είτε για να υποστηρίξουν την κυβερνητική προπαγάνδα, είτε για να κάνουν το έργο που προσφέρθηκαν, χωρίς δυστυχώς ανταπόκριση, να παρέχουν δωρεάν τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας.

Κι ακόμη, αυτά να συμβαίνουν την ίδια ώρα που ο ίδιος ο «φιλάνθρωπος» πρωθυπουργός έχει μόλις διπλασιάσει τους μισθούς των διορισμένων από τον ίδιο διοικήσεων των οργανισμών.

Η φιλανθρωπία, ως πρωτοβουλία κοινωνικής αλληλεγγύης από πολίτες είναι όχι μόνο χρήσιμη και θεμιτή, αλλά και απαραίτητη για την επιβίωση σε δύσκολους καιρούς.

Η φιλανθρωπία όμως, όταν εκδηλώνεται από έναν πρωθυπουργό σε αντικατάσταση της κορυφαίας δυνατότητας που έχει, μόνος αυτός και ως εκ του θεσμικού του ρόλου, να δώσει με πολιτικές του αποφάσεις μόνιμη και σταθερή λύση στην απειλή της πανδημίας, μέσα από την υποστήριξη του υπό κατάρρευση δημόσιου συστήματος υγείας, είναι πρωτοφανής και απολύτως απαράδεκτη ενέργεια, που επιστρέφεται στον «φιλάνθρωπο» ως ειρωνική για το κοινωνικό σύνολο.

Γιατί ένας πρωθυπουργός δεν κρίνεται από την τυχόν εκδήλωση ιδιωτικών αρετών που σκοπό έχουν τη δημιουργία εντυπώσεων.

Κρίνεται κυρίως από τις πράξεις ή και τις παραλείψεις του όσον αφορά στη λήψη των κατάλληλων πολιτικών αποφάσεων που θα του επιτρέψουν να λύσει μεγάλα προβλήματα και να κυβερνήσει με δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα.

*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι Καθηγητής ΑΠΘ, Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία»