Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 26 Ιούλ 2016
Το πλαίσιο που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 

1. Γενικά στοιχεία

 

Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη που έχει ορισμένη χρονική διάρκεια η οποία είτε καθορίζεται ρητά από τους συμβαλλόμενους, είτε συνάγεται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και το σκοπό της σύμβασης. Η σύμβαση αυτή υφίσταται όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα συμβαλλόμενα μέρη (εργοδότης και εργαζόμενος) γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή λύνεται αυτοδίκαια, όταν παρέλθει ο συμφωνημένος (ρητά ή σιωπηρά) χρόνος διάρκειάς της, χωρίς να χορηγείται στο μισθωτό αποζημίωση ή άλλης μορφής προστασία. Η σύμβαση θεωρείται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο αν μετά τη λήξη της ο εργαζόμενος εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς την εναντίωση του εργοδότη.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 του Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη βεβαιότητα ότι θα διαρκέσει μέχρις ορισμένου σημείου από του οποίου και θα λήξει αυτόματα, είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επέλευσης μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτέλεσης ορισμένου έργου, με την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδίκαια (Α.Π.1229/1988).

 

2. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο

 

Στο πλαίσιο της εναρμόνισης της κείμενης νομοθεσίας με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα εξέδωσε αρχικά το Π.Δ. 81/2003 και κατόπιν το Π.Δ. 180/2004 με το οποίο επήλθαν τροποποιήσεις στο ανωτέρω αρχικώς εκδοθέν προεδρικό διάταγμα. Σκοπός του Π.Δ. 81/2003 καθώς και του Π.Δ. 180/2004 είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 99/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L. 175/10-7-1999), με την οποία επιδιώκεται η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και θεσπίζονται διατάξεις για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται στα εν λόγω νομοθετήματα εφαρμόζονται επί των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων και των ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

 

3. Παράδοση στον εργαζόμενο της σύμβασης ορισμένου χρόνου

 

Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής για τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών (Άρθρο 41, Ν.3986/2011).

 

4. Αντικειμενικός λόγος σύναψης σύμβασης ορισμένου χρόνου

 

Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως:

 

η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού,

η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα,

η προσωρινή σώρευση εργασίας,

η ορισμένη διάρκεια που βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση,

η ορισμένη διάρκεια που γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση

η ορισμένη διάρκεια που γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος

η ορισμένη διάρκεια που συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν.

 

5. Μη συνδρομή αντικειμενικού λόγου. Σύναψη διαδοχικών συμβάσεων

 

Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται κατά τα ανωτέρω και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης. Διαδοχικές θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου "ίδιου εργοδότη" περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου σύμβασης.

 

Όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.

πηγη :e-forologia.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου