Λίστα αντικειμένων
(ΠΕΖΟΓΡΆΦΗΜΑ)
Άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Ήρθε για μένα η ώρα της περισυλλογής και του πόνου. Βάλσαμο ψυχής το μοναχικό περπάτημα, εκεί όπου ο Κράθης χύνει αενάως τα νερά του στην ελαφροκυματούσα θάλασσα.
Παράξενη τούτη η φθινοπωρινή βραδυά... Άφθονα τα δάκρυα τής ψυχής, η θλίψη με τυλίγει επίμονη και βασανιστική. Πολλά γιατί περιμένουν απάντηση, μα νιώθω αδύ-ναμος να βγάλω έστω και μια κουβέντα. Από τότε που εκείνη έφυγε κι έκοψε την κλωστή που μας έδενε, το παράξενο και εκδικητικό μαύρο πουλί, που με συντροφεύει και με κρατεί φυλακισμένο, δεν έχει βγάλει τα γαμψά του νύχια από τα αι-σθήματά μου.
Από μακρυά ακούγεται ο ήχος ενός σαξόφωνου. Χάλασε την ηρεμία της φύσης, μου δημιούργησε παράξενα συναισθήματα. Ποιος να ήταν άραγε, τώρα που ο γιαλός άδειασε από τους νεόπλουτους και βέβηλους παραθεριστές, που όλο το καλοκαίρι μ’ έδιωχναν από τη δική μου κολυμπήθρα του Σιλωάμ…
Ανεπαίσθητα προχώρησα προς το μέρος απ’ όπου έρχονταν οι νότες. Άρχισα να ξε-χωρίζω και μια αντρική φωνή, που τραγουδούσε όταν σταματούσε το όργανο. Ακου-γόταν νεανική αλλά αδέξια, ανίκανη να ενθουσιάσει κάθε μουσικό αφτί. Όμως εξα-κολουθούσε να γεμίζει τη βραδυά με ζωή που πήγαινε να συναντήσει το ποτάμι και τη θάλασσα.
Όσο πλησίαζα, ξεχώριζα και λέξεις. Μιλούσε για μια αγάπη που είχε χάσει, για βροχή στο πρόσωπό του, για τον ήλιο που είχε φύγει. Έψαχνε, λέει, για τ’ όνειρό του που δεν το ’βλεπε γιατί του το ’κρυβαν τα βουνά. Το σαξόφωνο ξανάρχισε κι έβγαζε τον πονεμένο του ήχο.
Κάτι πολύ δυνατό μ’ έκανε να σταματήσω. Δεν ήθελα να προσπεράσω ούτε να κα-μωθώ πως δεν άκουσα τίποτα, πως όλα ήταν μια παραίσθηση, ένα είδωλο της ψυχής και της καρδιάς μου. Αναρωτήθηκα μήπως ό,τι άκουγα προοριζόταν και για μένα. Μήπως ήμουν εγώ αυτός που δεχόταν τη βροχή στο πρόσωπό του και γύρω του τα βουνά τού πλάκωναν την ψυχή… Εκείνη, που ο χρόνος έπρεπε να με είχε κάνει να την ξεχάσω, ξανάρθε σαν ολοζώντανη μπροστά μου. Ένα πλατύ χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό της, στητό το κορμί της, βαθειά η ανάσα της. Μου έτεινε τα χέρια της λες και με προσκαλούσε κοντά της. Την πλησίασα, μα χάθηκε ξαφνικά, και τότε ένιωσα την αρμύρα της θάλασσας να με τυλίγει. Πώς βρέθηκα στο νερό, ποια ξωτικά πήγαν να με παρασύρουν στα σκοτεινά νερά… Δεν το κατάλαβα…
Το σαξόφωνο συνέχιζε πάνω στον ίδιο σκοπό. Θα ξεχάστηκε, είπα, ο πονεμένος μουσικός και παίζει συνέχεια στο ίδιο μοτίβο. Σαν κουρασμένο, τ’ όργανο σιγά-σιγά ξε-πνέωνε. Κι άρχισε πάλι ν’ ακούγεται το τραγούδι.
Μιλούσε -και ρωτούσε- για κάποια νύχτα που έκλεψε την αγάπη του και την είχε κρύψει. Κι αναρωτιόταν για ποια θα τραγουδούσε τώρα πια. Τέλος, με αναφιλητά έβγαλε όλο τον πόνο του: Ξέρω δεν θα γυρίσει, μα θα την καρτερώ.
Το ήξερε, λοιπόν, πως δεν θα ξαναγύριζε, μα είχε την ελπίδα της επιστροφής της άσβηστη μέσα του, ακοίμητη. Θα την καρτερούσε, αλλά για πόσο; Μπορεί και για πά-ντα. Οι πονεμένες ψυχές δεν θέλουν πά-ντα να βρίσκουν αλλού παρηγοριά, κάνουν παρέα με τον πόνο τους, κι έτσι τραβούν βαριά κι αργά την ανηφόρα της ζωής.
Το τραγούδι τελείωσε, το σαξόφωνο σώπασε. Και μια κραυγή τάραξε την ησυχία της νύχτας, μια κραυγή βγαλμένη μέσ’ από τα φυλλοκάρδια του μοναχικού τραγουδιστή: «Ελένη, γιατί μου έφυγες;». Ακολούθησε ένα δυνατό κλάμα, πολύ δυνατό.
Άρχισε να ψιχαλίζει, το ένιωθα κι εγώ το πρόσωπό μου. Έπρεπε να φύγω. Το επόμενο βράδυ, και άλλα πολλά, ξαναπήγα στον Κράθη, αλλά δεν άκουσα ποτέ το σαξόφωνο και τον πονεμένο τραγουδιστή. Κι από τότε κάτι μου λέει επίμονα μέσα μου, λες και τρέφεται από τον πόνο μου, την ίδια πάντα φράση: «Μήπως αυτός ήσουν εσύ ή μήπως θα ήθελες να ήσουν εσύ;».
Ενιπέας