Λίστα αντικειμένων
του Π. Κουμπούρα Φιλολόγου - ποιητή
Να πεθάνει ο χάρος! Αυτή είναι η ιαχή και η κραυγή , που τη λέμε σαν ευχή και προσευχή όλοι – νέοι και γέροι , μανάδες και κόρες – όταν έρχονται τα δύσκολα και η αχγόνη του άγχους μάς σφίγγει την καρδιά . « Ψόφα , χάρε μασκαρά » βρίσκει τη δύναμη να λοιδωρήσει η δόλια μας ψυχή τούτον τον δυνάστη μπαμπέση θάνατο , που εφορμά ύπουλα κάθε ώρα και στιγμή στον ύπνο και στον ξύπνιο μας , φορώντας το ένδυμα του άγους – της αναίσχυντης , δηλαδή , ντροπής – και τη μάσκα του σωτήρα μας , με το δρεπάνι της δολερής τρίαινας των μνημονίων , μάς παίρνει μέτρα για τον τάφο μας αφανίζοντας τις ζωές μας δόση-δόση , εφιάλτη-εφιάλτη. Έγινε μινίστρος στο τροϊκανό υπερυπουργείο Απόγνωσης – Αυτοκτονιών και Αφαιμάξεων ο μασκαράς ο χάροντας . Δεν είναι πλέον εκείνος ο έντιμος μονομάχος που τον πάλευε ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια . Ο διγενής απλός άνθρωπος , δηλαδή αυτός που ως προς το θνητό του σώμα είναι παιδί της μάνας γης και ως προς την αθάνατη ψυχή τού ουρανού πατέρα είναι παιδί του , δεν τον φοβήθηκε ποτές κι ουδέ και τώρα τον φοβάται τον Γολιάθ τον ευγενή τον θάνατο . Στα μαρμαρένια στήθη του θα τον παλέψει κι απά στο μάρμαρο , αν νικηθεί , εκεί και θα θρηνήσει , εκεί και θ’ απαθανατίσει την αιωνία μνήμη της ανδρείας του . Τον ύστατο οβολό του τον είχε πάντα φυλαγμένο , ναύλα αθανασίας για τον ψυχοπομπό βαρκάρη …
Όμως , ετούτο εδώ το καρναβάλι του θανάτου δεν παλεύεται με τίποτε , καλοί μου άνθρωποι . Πώς γέμισε έτσι η ζωή μας με ψυχοβγάλτες μασκαράδες χάροντες ; Το σύγχρονο κυλώνειο άγος , να μας σκοτώνουν ως και μέσα στο άσυλο το ιερό των πλέον ταπεινών των νιάτων μας ονείρων , καταισχύνει τη χώρα της ελιάς , της ελπίδας , της ελευθερίας . Καιρός τον μασκαρά το χάρο , τον μαυραγορίτη τον δοσίλογο , να τον ξεμασκαρέψουμε . Δήλωσες , κυρ χάρε μου , σοσιαλιστής και αποδείχθηκες ληστής ψυχών αθώων ; Επάνω σου το άγος και άγε στην αγχόνη ! Μας παριστάνεις , χάροντα , το θύμα από θύτης και από τοκογλύφος τραπεζίτης παρακάθεσαι , ρε μασκαρά , στο τραπέζι του χαμού και δήθεν συλλυπάσαι κλαψουρίζοντας τον θάνατο του εμποράκου και τη χαροκαμένη μάνα, τόσων θυμάτων σου αδίκων αποδημίες κι εκδημίες ; Επάνω σου το άγος και άγε στην αγχόνη ! Μας σκάβεις κάθε τόσο λάκκο με μέτρα κι άλλα μέτρα , κυρ χάρε κυβερνήτα μου , γκαβέ , χοντρέ κι αφώτιστε , και με ατιμάζεις με τον τρόμο και το άγχος ; Επάνω σου το άγος και άγε στην αγχόνη ! Με το δρεπάνι του γέλιου και της σάτιρας , αδέρφια , εμπρός απάνω του να τον λυγίσουμε τούτον τον μασκαρά τον ψευτοχάρο . Βαρίσκω το σκουτέλι σου , σύντεκνε διγενή αδερφέ μου , κι εσύ αντιστέκεσαί μου . Με το αθάνατο νερό της αντοχής και της υπομονής . Με το κρασί της απαντοχής και της επιμονής ! Στην υγειά μας , αδέρφια ! Να πεθάνει ο χάρος !
Ψόφα Χάρε , μασκαρά .
1. Του Χάρου μου τού χρώσταγα λίγα οστά παΐδια
και κάθε ώρα μ’ έψηνε , τα ίδια και τα ίδια …
2. - Ξόφλα , θνητέ , τα χρέγια σου , τον βίο δεν βαρέθης ;
Μα όλο του ξεγλίστραγα , κυρίως λόγω μέθης …
3. Όσες νυχτιές καρτέρευε στης μπαμπεσιάς το αλώνι ,
εγώ , κρυφά , τού πήδαγα γυναίκα , πού ’ χε μόνη !
4. Μια Τρίτη , που ήταν δεκατρείς , πρήστηκε η κοιλιά μου ,
γρουσούζη τράγο θά ’ φαγα , αφού είπα : - πάω καλιά μου …
5. Με όλο του το κέρατο ποτές δεν ήρθα πάτσι ,
του Χάρου κάθε μπάσταρδο το λέγανε χαράτσι .
6. Ύπνος με δόσεις μ ’ έπαιρνε και τ’ όνειρο εφιάλτης ,
πως με τραβάνε τέσσερις κι ένας κλαψιάρης ψάλτης …
7. Πάνω στο καλοξύπνημα , νάτος , μαύρος βαρκάρης :
- τον οβολό σου ογλήγορα , σε παίρνω να μπαρκάρεις …
8. - Τέτοια μου λες , χαρούλη μου , με φτιάχνεις , με ανάβεις
κι απ ’ το πουγκί , που κρέμεται , έχεις … πολλά να λάβεις !
9. Μαζί , αφού πιούμε τα πιοτά και φάμε τα σφαχτάρια
άμε στο διάολο μοναχός . Εγώ , έχω κλαπατάρια !
10. Σταυραετός γεννήθηκα κι αέρας θ ’ αποθάνω ,
γιατί μαράζι στην καρδιά και ντέρτι , εγώ , δεν βάνω .
11. Εμασκαρεύθης , χάρε μου , μινίστρος γυμνοκώλης ,
άρπαγας ασπροκόρακας και θελκτική πανώλης .
12. Σε κογιονάρει ο ντουνιάς , γιατί τις κατασχέσεις
κωλόχαρτο τις έκαμες , σε όποιον τόπο χέσεις …
13. Γέρος , που χαροπάλευε τρεις χρόνους στο κρεβάτι ,
τώρα , βολεύει τη γριά δυο – τρεις βολές και κάτι …
14. Γειτόνισσα χαρόντισσας , απλήρωτα είχε νοίκια
κι άμα τής ήρθε εξώδικο , τής πήγε … συχαρίκια !
15. Όσων εμπόρων , μαγαζιά λουκέτο τα σφαλίζει …
απ’ το να βράζουν κόλλυβα , κάλλιο να ρίχνουν ρύζι !
16. Τηλεφωνάν οι τράπεζες , ζητούν τον κύριο Χάρο ,
- μμ δεν ξέρω τέτοιο πρόσωπο , λέω σε μια μοσχάρω …
17. Τα προκομμένα Νιάτα μας , προξένεψαν στα ξένα .
Πώς να πλαγιάσεις σε άσχημης σκέλια αραχνιασμένα ;
18. Δρέπει κεφάλια , χάροντα , του δρεπανιού σου η μπλόφα .
Μα , ντόμπρα , η κόψη του μυαλού , σού παραγγέλνει : - Ψόφα !
19. Χορεύει στο κουφάρι σου του γέλιου χαροκόπι ,
παιδούλα στέφεται η Ζωή κι ο Κόσμος παίζει τόπι …
20. Τον διγενή - γη κι ουρανός - δεν στέκει να τον δέσου (ν)!
Κι ως σκουτελοβαρίσκεις του Και αντιστέκεταί σου !