Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 25 Φεβ 2022
Ογκίστ Περέ, ο αρχιτέκτονας
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
Ο Ογκίστ Περέ (Auguste Perret, 12 Φεβρουαρίου 1874- 25 Φεβρουαρίου 1954) ήταν Γάλλος αρχιτέκτονας, που έμεινε γνωστός για τη συνεισφορά του στην καινοτόμα κατασκευή κτιρίων από οπλισμένο σκυρόδεμα.
 
Ο Περέ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του Μοντερνισμού στη Γαλλία, καθώς ήταν από τους πρώτους που τόλμησε να εγκαταλείψει τα μεταλλικά πλαίσια, τα οποία αποτελούσαν την επιτομή της νεωτερικότητας στην εποχή του. Το όνομά του συνδέθηκε με το σκυρόδεμα -που είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται πειραματικά στις κατασκευές- , καθώς προσπάθησε να συνδυάσει τη νέα αυτή τεχνολογία με την καλαισθησία της αρχιτεκτονικής. Αντιλαμβανόταν το υλικό αυτό ως ένα μέσο σύνδεσης των παραδόσεων του παρελθόντος και των μεταβολών του παρόντος, και το χρησιμοποίησε σαν να επρόκειτο για τις πέτρες μιας κατασκευής. Ο εμφανής δομικός σκελετός από οπλισμένο σκυρόδεμα αποτέλεσε χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του.
 
Πιστός στις αρχές του Ρασιοναλισμού, ο Περέ κατέκρινε την «επίσημη» αρχιτεκτονική, η οποία διαχώριζε το σχεδιασμό από την υλοποίηση του κτηρίου. Αντιμετώπιζε την αρχιτεκτονική ως τέχνη που υπηρετεί την μηχανική, ενώ προσέγγιζε και την κοινωνική της διάσταση.
 
 
 
Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1874 στις Ixelles, στο Βέλγιο. Ήταν γιος του Κλωντ-Μαρί Περρέ, ενός λιθοξόου, ο οποίος μετά την επιστροφή του στο Παρίσι το 1881, ίδρυσε την οικογενειακή κατασκευαστική εταιρεία Perret et Fils (Περρέ και Υιοί). ‘Ετσι, ο Περρέ από νεαρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τις σύγχρονες κατασκευαστικές διαδικασίες, και εξοικειώθηκε με τα υλικά και τις τεχνικές.
 
Ο Ογκίστ Περέ σπούδασε αρχιτεκτονική στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (École des Beaux-Arts) και υπήρξε μαθητής του θεωρητικού αρχιτέκτονα Julien Guadet, ο οποίος του εμφύσησε τις αντιλήψεις του για την άρρηκτη σχέση αρχιτεκτονικής και κατασκευής. Την πεποίθησή του στις θεωρητικές αρχές του κλασσικισμού, ενίσχυσε το έργο του Eugène–Emmanuel Viollet-le-Duc “Dictionnaire raisonneé de l’architecture française de XI au XVI siècle”, στο οποίο η αρχιτεκτονική προσεγγίζεται ως πειθαρχία στην κατασκευαστική λογική. Επιπλέον, δέχτηκε ερεθίσματα από το βιβλίο του Auguste Choisy Histoire de l’ architecture (1899) και από το κείμενο του Paul Cristophe Le béton armé et ces applications (1902), σχετικά με το σύστημα κατασκευής του François Hennebique, που βασιζόταν στο σκυρόδεμα. Έτσι, μετά το 1903, ο Perret, όπως και ο Choisy, θεώρησε ως πεμπτουσία της χτισμένης μορφής τον ξυλότυπο ή το δομικό πλαίσιο.
 
Εγκατέλειψε τη σχολή το 1897, πριν πάρει πτυχίο, για να εργαστεί στην επιχείρηση του πατέρα του, προτιμώντας την πρακτική από την ακαδημαϊκή αρχιτεκτονική. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1905, ίδρυσε μαζί με τα αδέρφια του, Γκιστάβ και Κλοντ, την εταιρεία Perret Frères (Αδελφοί Περέ), την οποία περιέγραφαν με την φράση «αρχιτέκτονες, κατασκευαστές, οπλισμένο σκυρόδεμα». Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του constructeur (κατασκευαστή), ερμηνεύοντας το ρόλο του αρχιτέκτονα όχι μόνο ως σχεδιαστή, αλλά και ως υλοποιητή της κατασκευής.
 
 
 
Tα πρώτα γνωστά σε μας έργα του είναι ένα καζίνο στο Σεν-Μαλό το 1899 και μια πολυκατοικία στην Avenue Wagram, στο Παρίσι. Η πολυκατοικία αυτή είναι οκταώροφη, από λαξευτή πέτρα. Παρατηρείται μια προεξοχή με παράθυρα που ξεκινούσε από το ισόγειο μέχρι την κιονοστοιχία του 6 ορόφου.
 
 
Με τα αδέρφια του Γκιστάβ και Κλοντ έχτισε το 1903 στην 25 bis Rue Franklin στο Παρίσι μια πολυκατοικία, που πιθανώς ήταν η πρώτη πολυκατοικία που σχεδιάστηκε για να κατασκευαστεί από οπλισμένο σκυρόδεμα. Ο τοίχος δεν είναι πια φέρων, καθώς αυτή η λειτουργία αναλαμβάνεται από το σκελετό του κτηρίου. Η πολυκατοικία της οδού Franklin αντιπροσωπεύει τη γέννηση της ελεύθερης κάτοψης: το οικοδόμημα στηρίζεται σε μπετονένια υποστυλώματα.
 
Όπως και στην Avenue Wagram, η όψη στο δρόμο είναι διαιρεμένη σε πέντε εναλλασσόμενες εσοχές-εξοχές που φτάνουν τους 5 ή 6 ορόφους και χαρακτηρίζεται από την επένδυσή της με πίνακες από ψαμμίτη, σχεδιασμένους από τον κεραμοποιό Alexandre Bigot. Αυτοί οι πίνακες τοποθετήθηκαν επειδή, την εποχή εκείνη, θεωρούσαν ότι ήταν απαραίτητοι για την προστασία του οπλισμένου σκυροδέματος από τις κακές καιρικές συνθήκες. Ο σκελετός παραμένει πάντα εμφανής, χάρη στη διαχείριση των πινάκων: τα δομικά στοιχεία υπογραμμίζονται από πλακίδια λευκά και λειασμένα, που αντιτίθενται στα χρωματιστά μοτίβα των πινάκων της πρόσοψης.
 
Οι όροφοι εξυπηρετούνται από έναν ανελκυστήρα, ένα κύριο κλιμακοστάσιο ορατό από τα γυάλινα ανοίγματα, και από ένα βοηθητικό κλιμακοστάσιο. Η οργάνωση του οικοπέδου εμφανίζει μια αντιστροφή: η παραδοσιακά εσωτερική αυλή έχει μετακινηθεί στο δρόμο, υπό τη μορφή μιας ανοιχτής αυλής 12 τ.μ..
 
Γκαράζ Marbeuf
Το γκαράζ του 1905 στη Rue de Ponthieu –ένα από τα πρώτα στο είδος του- ήταν ένα τετραώροφο κτίριο που έδειχνε πως το εσωτερικό μπορεί να είναι φωτεινό και ανοιχτό, όταν η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος ελαχιστοποιεί την ανάγκη για στηρίγματα. Μέσω του εκτεθειμένου σκελετού, το γκαράζ εκφράζει την ανησυχία του Perret για κατασκευαστική ειλικρίνεια και την αναζήτηση στοιχειωδών γεωμετρικών μορφών και κλασικιστικών γραμμών.
 
Το εσωτερικό του ήταν «μηχανοποιημένο», με την χρήση ενός ανελκυστήρα για να ανεβάζει καθέτως και στη συνέχεια να μεταφέρει τα οχήματα σε πλατφόρμες, πάνω σε οριζόντιες τροχιές, τοποθετώντας τα στην ακριβή τους θέση.
 
Εξωτερικά, το γκαράζ προσαρμοζόταν σε μια μεγάλη, διακοσμητικής φύσης φόρμα από σίδηρο, γυαλί και ατσάλι, η οποία επιβαλλόταν στην απλότητα του σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα, ως εστίαση στην είσοδο, δημιουργώντας μια οπτική μετάβαση ανάμεσα στην κλίμακα του ανθρώπου και σ’αυτήν της μηχανής. Το γκαράζ καταστράφηκε το 1970.
 
Théâtre des Champs-Élysées
 
Ένα ορατό πλαίσιο ήταν επίσης χαρακτηριστικό και του εσωτερικού του Théâtre des Champs-Élysées (Παρίσι, 1911 – 1913). Το σχεδιασμό του θεάτρου είχε αρχικά αναλάβει ο Ανρί Βαν Ντε Βέλντε. Ωστόσο οι συνθήκες του εδάφους και το μέγεθος του οικοπέδου καθιστούσαν επιτακτική τη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος. Έτσι το έργο ανέλαβαν οι αδελφοί Περέ.
 
Η κύρια πρόσοψη είναι κλασσική και επενδεδυμένη με πέτρα, ενώ παρατηρούμε και τα ανάγλυφα του Αντουάν Μπουρντέλ. Παρ’ ότι το αμφιθέατρο στο εσωτερικό είναι κυκλικό, το εξωτερικό δεν αντανακλά αυτή τη δομή. Το κτήριο δεν είναι συμμετρικό. Η δεξιά γωνία είναι στρογγυλεμένη, με τρεις ανάγλυφες παραστάσεις πάνω από τις πλευρικές πόρτες, ενώ η αριστερή πλευρά συνεχίζει την οικοδομική γραμμή του κέντρου, με δύο ανάγλυφες παραστάσεις αντί για τρεις.
 
To πρόγραμμα απαιτούσε τρεις αίθουσες συναυλιών και βοηθητικούς χώρους. Το σχέδιο ανάρτησε την κύρια κυκλική αίθουσα από οκτώ κολόνες και τέσσερις τοξωτές γέφυρες, στοιχεία που ενσωματώνονταν σε ένα συνεχή μονολιθικό σκελετό, βασισμένο σε γερά θεμέλια. Αυτός ο βασικός σκελετός ενισχυόταν με ατσάλινα δοκάρια και φορούσια. Ο Ογκίστ Περέ σχεδίασε ακόμη και τις κουπαστές, τα φωτιστικά και την επίπλωση, με επιρροή από τη μυθολογική αρχαιότητα.
 
Notre-Dame du Raincy
 
Το 1922-24 σχεδιάζει και χτίζει μαζί με τον αδερφό του Γκιστάβ το ναό Notre-Dame du Raincy, έξω από το Παρίσι, χρησιμοποιώντας οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ, ως τότε, το βασικό υλικό για τους γοτθικούς ναούς ήταν η πέτρα. Είναι η πρώτη εκκλησία από οπλισμένο σκυρόδεμα που κατασκευάστηκε ποτέ.
 
Η κάτοψη είναι ένα απλό ορθογώνιο: 185 επί 63 πόδια. Ο κυρίως ναός έχει ένα θόλο από σκυρόδεμα, ενώ τα στενότερα πλευρικά κλίτη είναι μόνο ελάχιστα χαμηλότερα από τον κυρίως ναό, και διαθέτουν μικρούς εγκάρσιους θόλους. Τέσερεις σειρές από 28 κολώνες υποστηρίζουν τη θολωτή κατασκευή: δύο βρίσκονται στην κάθε πλευρά του κυρίως ναού, ενώ δύο αγκαλιάζουν τους πλευρικούς τοίχους. Αυτές οι ραδινές κολώνες ενώνονται απ’ευθείας με την οροφή, και δεν έχουν ούτε κιονόκρανα ούτε βάσεις.
 
 
 
Palais de Bois & Θέατρο στην Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών
 
Αμέσως μετά, ανατέθηκαν στον Περέ δύο λυόμενες κατασκευές: μια αίθουσα τέχνης, το Palais de Bois, που κατασκευάστηκε το 1924 και το μικρό θέατρο στην Έκθεση των Διακοσμητικών Τεχνών του 1925. Η αίθουσα τέχνης κατασκευάστηκε από τυποποιημένες ξύλινες σανίδες, που μπορούσαν να λυθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν.
 
Ενώ η αίθουσα τέχνης, όπως και η εκκλησία le Raincy ήταν μία από τις πιο αρθρωτές κατασκευές του, η λυόμενη ελαφριά κατασκευή του θεάτρου είχε σχεδιαστεί ώστε να δίνει την εντύπωση ογκώδους μονολιθικού σκελετού. Τον σκελετό του αποτελούσαν ξύλινες κυκλικές κολόνες, που έφεραν ένα πλέγμα ελαφρών μεταλλικών δοκαριών ενισχυμένων με χάλυβα. Τα οκτώ ελεύθερα υποστυλώματα στο εσωτερικό στήριζαν το δοκάρι-δαχτυλίδι της οροφής και αυτό με τη σειρά του, με ευρηματικούς μετασχηματισμούς των τεσσάρων αντιδιαμετρικών γωνιών του, έφερε έναν μεγάλο φεγγίτη που τον αποτελούσε πλέγμα τετραγώνων πάνω από τη σταυροειδή αίθουσα. Τα εγκάρσια φορτία αυτής της εσωτερικής κατασκευής παραλαμβάνονται από ένα περιμετρικό δοκάρι, που στηριζόταν σε ένα σύστημα υποστυλωμάτων, τοποθετημένων κατά κανονικά διαστήματα έξω από το χώρο της αίθουσας.
 
Στη δεκαετία μετά το 1913 οι αδελφοί Περέ ασχολήθηκαν με σημαντικά κοινωφελή δημόσια έργα από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως αποθήκες στην Καζαμπλάνκα και διάφορα εργαστήρια κοντά στο Παρίσι. Χρησιμοποίησαν λεπτά κελύφη για την οροφή στις αποθήκες στην Καζαμπλάνκα (1915) και κομψά τόξα από μπετόν για το εργοστάσιο ρούχων στο Παρίσι (1919). Ο Περέ αντιμετώπισε τα βιομηχανικά έργα σαν μια αρχιτεκτονική άσκηση: αποτελούσαν για αυτόν το έδαφος για να εφαρμόσει τις κατασκευαστικές του ιδέες, που έπρεπε να συνδυάζουν την οικονομία με την εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική μορφή και τον κατάλληλο φέροντα οργανισμό.
 
Το 1925 ο Ογκίστ Περέ σχεδίασε ένα πύργο για την υδροηλεκτρική ενέργεια στη Διεθνή Έκθεση Τουρισμού στη Γκρενόμπλ. Ανάμεσα στις πολλές αξιοσημείωτες κατασκευές μεταξύ 1920 και 1930 ήταν και η École Normale de Musique στο Παρίσι, το 1929, που θεωρείται από πολλούς ακουστικό αριστούργημα. Ο Ογκίστ Περέ συνέχισε το σχεδιασμό βιομηχανικών κτιρίων και καλλιτεχνικών στούντιο όπως αυτό για τη Marguerite Huré το 1931. Το 1936 άρχισε να εργάζεται στο έργο Palais d’Iena (Museum of Public Works, ένα συμμετρικό κτίριο με τρεις πτέρυγες και μια αυλή στο κέντρο, επηρεασμένο από την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική.
 
Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα ιδανικά του ήταν σε έντονη σύγκρουση με εκείνα πολλών νεότερων αρχιτεκτόνων που ενδιαφέρονταν λιγότερο για την έκφραση των δομικών συστημάτων της κατασκευής σε σχέση με την ποικιλία των χωρικών και γλυπτικών αποτελεσμάτων, που κατέστησαν δυνατές από οπλισμένο σκυρόδεμα.
 
Αστικός Σχεδιασμός: Ανακατασκευή της Χάβρης
 
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κέντρο της πόλης της Χάβρης είχε καταστραφεί ολοσχερώς. ‘Ετσι, το 1944, ανατέθηκε στον Ογκίστ Περέ το σχέδιο της ανακατασκευής της. Δεδομένου του εδάφους της περιοχής και της υψηλής στάθμης των υδάτων, το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την ανέγερση όλης της πόλης σε μία πλατφόρμα από οπλισμένο σκυρόδεμα, περίπου 3.50 μ. πάνω από το ύψος του εδάφους. Ωστόσο, εξαιτίας των ελείψεων σε τσιμέντο και σίδηρο κατα την μεταπολεμική περίοδο, η πρόταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
 
Ο Περέ πρότεινε την ανακατασκευή της πόλης με βάση τους άξονες των κύριων οδικών αρτηριών, έτσι ώστε να διατηρηθεί το ίχνος του παλιού αστικού ιστού. Ο σχεδιασμός των κτισμάτων θα βασιζόταν σε έναν κάναβο, παράλληλο με την ακτογραμμή, συντιθέμενο από τετράγωνα πλευράς 100 μ., ο οποίος θα έδινε ενιαίο ρυθμό στην πόλη. Τα κτήρια που θα ανεγείρονταν σε καθένα από αυτά τα τετράγωνα, θα υπάγονταν σε μια μονάδα 6.24 τ.μ., με αποτέλεσμα κάθε μονάδα ή συνδυασμός μονάδων, να είναι διαιρετέα από τους αριθμούς 6, 8 και 12. Η επανάληψη στις αρχιτεκτονικές μορφές ευνοούσε την επανάχρηση των ίδιων καλουπιών και ξυλοτύπων, δεδομένης της κρίσιμης οικονομικής κατάστασης της περιόδου.
 
Η γενική ιδέα του σχεδίου του ήταν ότι οι δρόμοι θα περιστοιχίζονταν από τα χαμηλότερου ύψους κτήρια, ενώ τα ψηλότερα θα περιέβαλλαν την κεντρική πλατεία, στην καρδιά του οικοδομικού τετραγώνου. Αξιοσημείωτα κτίρια του Ογκίστ Περέ εκεί, είναι το Hôtel de Ville και η εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ. Και τα δύο σχεδιάστηκαν το 1950 και ολοκληρώθηκαν πριν το θάνατο του.
 
Ο Ογκίστ Περέ δίδαξε στην École de Beaux-Arts από το 1940. Δίπλα στον Ογκίστ Περέ είχε εργαστεί στα πρώτα χρόνια σαν ασκούμενος και ο Λε Κορμπιζιέ. Το 1948 κέρδισε το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο και το 1952 το Χρυσό Μετάλλιο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων (ΑIA Gold Medal). Το 2005, η ανακατασκευή της Χάβρης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανακηρύχθηκε από την UNESCO ως ένα από τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου