Στην Αγγλία ξεχώρισε απ όλους τους αρχιτέκτονες της γενιάς του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονούς του, απέρριπτε το Διεθνές Στίλ, και ήταν αντίθετος με το σύνολο του μοντέρνου κινήματος. Σεβόμενος τα υλικά και τη παράδοση, αναγνώριζε τη μη πρακτικότητα των άσπρων επιχρισμένων τοίχων και των επίπεδων στεγών τους, που απαιτούσαν διαρκή συντήρηση και επισκευή. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφερόταν για την αρχιτεκτονική της φιγούρας, όπως θεωρούσε το διεθνές στίλ. Ο Λάτυενς ήταν προικισμένος, με ασυνήθιστη για Άγγλο αρχιτέκτονα αίσθηση του όγκου και της γεωμετρίας. Αυτό είναι φανερό ακόμη και στα μικρότερα κτίρια του.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο και μεγάλωσε στην Θώρσλεϊ (Thursley), στην κομητεία Σάρρυ(Surrey) της Αγγλίας. Γιος του Χένρυ Τσάρλς Αύγουστος Λάτυενς ( Henry Charles Augustus Lutyens) και της Μαρίας Τερέζα Γκάλγεϋ(Mary Theresa Gallwey). Του δόθηκε το όνομα Έντουιν Λάνσεερ, από έναν φίλο του πατέρα του, του ζωγράφου και γλύπτη Χένρι Έντουιν Λάνσεερ (Henry Edwin Landseer).
Για πολλά χρόνια εργάστηκε στα γραφεία της πλατείας Μπλουμσμπέρυ (29 Bloomsbury Square), στο Λονδίνο. Ο Λάτυενς σπούδασε αρχιτεκτονική στη σχολή Καλών Τεχνών στη Νότια Κένζινγκτον (South Kensington School of Art), στο Λονδίνο από το 1885 έως το 1887. Μετά από το κολέγιο έκανε πρακτική στο γραφείο των Έρνεστ Τζώρτζ και Χάρολντ Πέτο. Οι επίσημες σπουδές του Λάτυενς ήταν ισχνές, αλλά ή περίοδος 1887-89, πού την πέρασε στο γραφείο του “Ερνεστ Τζώρτζ, ταλαντούχου μαθητή του Nόρμαν Σώ, του έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του σχεδιάζοντας απλωτά σπίτια σε ένα γραφικό εγχώριο στιλ πού καταγόταν από τον Σώ. Τον Αύγουστο του 1987 παντρεύεται με την Λέδη Έμιλυ Λίττον Μπούλβερ (Lady Emily Lytton Bulwer)-(1874-1964), τρίτη κόρη του Edward Bulwer Lytton, πρώην αντιβασιλέως της Ινδίας, στο Κνέμπγορθ (Knebworth, Hertfordshire), με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Ανακηρύχθηκε ιππότης το 1918 και εξελέγη Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας το 1921. Το 1924, διορίστηκε μέλος της νεοσύστατης Βασιλικής Επιτροπής Καλών Τεχνών(Royal Fine Art Commission), μια θέση που κατείχε μέχρι το θάνατό του.
Το 1925 βραβεύτηκε με Χρυσό μετάλλιο από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων ( AIA Gold Metal).
Εργογραφία
1888: Το πρώτο του έργο είναι μία ιδιωτική κατοικία στο Κρούκσμπερυ (Crooksbury,Farnham, Surrey). Κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας του γνώρισε την Γκέρτρουντ Τζέκυλ, τη λαμπρή κηπουρό πού έκανε πολλά για να προωθήσει την καριέρα του.
1896-97: Σχεδίασε την κατοικία Μάνστεντ Γούντ, στο για την Γκέρτρουντ Τζέκυλ, στο Σάρρυ. Αυτή η επαγγελματική συνεργασία καθόρισε τη δημιουργία πολλών εξοχικών σπιτιών του Λάτυενς. Οι κατοικίες αυτές εκφράζουν την ολοένα πιο έντονη νοσταλγία τον κόσμου τής υπαίθρου που χάθηκε, νοσταλγία που κατέληξε επίσης στην ίδρυση του Εθνικού Ιδρύματος Τόπων Ιστορικού Ενδιαφέροντος ή Φυσικού Κάλλούς, το 1895, και δύο χρόνια αργότερα, στην ίδρυση του σημαίνοντος περιοδικού Country Life(Η Ζωή της Υπαίθρου)
1898: Σε περισσότερο καλλιτεχνικό ύφος, σύμφωνα με τα πρότυπα του κινήματος της Κηπούπολης ήταν τα κτίρια Χώλ Νόρφολκ(Hall Norfolk) και Λε Μπουα ντε Μουτιερ(Le Bois des Moutiers) στη Γαλλία.
1899-1902: Το Ντήνρυ Γκάρντεν, στο Μπέρκσερ , χτισμένο για τον Έντουαρντ Χαντσον, ιδρυτή και ιδιοκτήτη του Country Life, κέρδισε τις εντυπώσεις, αφού παρότι ανήκε στα πρώιμα σπίτια του Λάτυενς, απεκάλυπτε την εκπληκτική του ικανότητα στο χειρισμό των μαζών και των όγκων. Στο Ντήνρυ Γκάρντεν προϋπήρχε ένας τοίχος κήπου κατά μήκος του δρόμου• είναι χαρακτηριστικό για τον Λάτυενς ότι τον διατήρησε, τρυπώντας τον με ένα διακριτικό τόξο εισόδου που οδηγούσε σ’ ένα δρομάκι, το οποίο βαίνει κατά μήκος τής άκρης τής περίκλειστης αυλής τής εισόδου. Το δρομάκι αυτό στη συνέχεια μπαίνει μέσα σπίτι, όπου δίνει πρόσβαση στη σκάλα και κατόπιν διαμορφώνεται σε κομμάτι του καθιστικού, το οποίο έχει διπλό ύψος. Τέλος, εμφανίζεται στο νότιο μέτωπο, απ’ οπού συνεχίζει ως μονοπάτι κήπου, έκτός άξονα. Η φήμη του Λάτυενς αναπτύχθηκε σύντομα, καθώς ο Χάντσον, ως μεγάλος θαυμαστής του, δημοσίευε συχνά σχέδια κατοικιών του, στο Country Life. Μάλιστα του είχε αναθέσει πολλά έργα, σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν η ανακαίνιση του Λίντισφαρν Κασλ ( Lindisfarne Castle), 1902 και τον σχεδιασμό των κεντρικών γραφείων του περιοδικού Country Life, στη Τάβισκοκ Στριτ, στο Λονδίνο.
1901-5: Σχεδίασε επίσης το Δικαστήριο Μάρς(Marsh Court), στο Χαμπσάιρ,στην Αγγλία, το οποίο βασίζεται σε μια παραλλαγή των αρχαίων οικοδομικών τεχνικών για βυθισμένο κτίριο στη γη.
1902: Στη κατοικία Λίτλ Θέικαμ, στο Σάσσεξ, γίνεται πάλι έντονη η ιδιαίτερη μεταχείριση των όγκων του Λάτυενς, όπου το διώροφο καθιστικό σμίγει με τη σκάλα και το πλατύσκαλό της που σχηματίζει μπαλκόνι. Ο χώρος ρέει επίσης μέσα στο δωμάτιο από το διάδρομο του πρώτου ορόφου, ο οποίος ανοίγεται στο χολ μέσ’ από έναν εξώστη πάνω από το τζάκι.
1903: Το βασικό σχολικό κτίριο της Σχολής Έιμσμπέρυ Πρεπ (Amesbury Prep), Σάρρυ, σχεδιάστηκε και χτίστηκε ως ιδιωτική κατοικία. Σήμερα, είναι ένα διατηρητέο κτίριο της Εθνικής Σημασίας.
1906: Η θαυμάσια έπαυλη Χήθκοουτ, που χτίστηκε στο προάστιο του Ίλκλυ, στο Γιόρκσερ, για έναν τοπικό επιχειρηματία, ήταν οι πρώτοι καρποί της εκ νέου ανακάλυψης της κλασικής μεσογειακής παράδοσης. Ο Λάτυενς είχε αρχίσει να ανακαλύπτει την κλασική γλώσσα της αρχιτεκτονικής και την ικανότητά της να yεννά αρμονία, δύναμη και γαλήνη.
1910-32: Η ευρηματικότητα του Λάτυενς ως προς το χώρο κορυφώθηκε στο Κάσλ Ντρόγκοου, στο Ντέβον, με το περίπλοκο δίκτυο από πιρανεζικές καμαροσκέπαστες σκάλες, τα μεταβαλλόμενα επίπεδα των ορόφων και τα εσωτερικά παράθυρά του. Χτισμένο από τοπικό γρανίτη ώστε να μοιάζει με φυσικό βράχο πάνω στην απόμακρη και ρομαντική λοφοπλαγιά, το Κάσλ Ντρόγκοου συνδέεται απόλυτα οργανικά με το περιβάλλον του. Η νεοφεουδαλική αυτή φαντασία, που χτίστηκε για τον επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες αλυσίδες παντοπωλείων της Βρετανίας, αλλά δεν αποπερατώθηκε ποτέ, είναι μία από τις εκπληκτικότερες κατοικίες του 20ου αιώνα, παρόλο που η κατασκευή της παρουσίασε σοβαρά προβλήματα από το νερό.
1920-23: Στό Μπριτάννικ (σήμερα Λάτυενς) Χάους του Λονδίνου, για την Αγγλοϊρανική Εταιρεία Πετρελαίου, ο Λάτυενς πήρε «τολμηρές» σχεδιαστικές αποφάσεις. Το μνημειακό αυτό κτίριο γραφείων έχει μία κοίλη πρόσοψη προς το Φίνσμπερυ Σέρκους και ένα ευθύ μέτωπο κατά μήκος του Μούργκεϊτ, που ενσωματώνει μια τράπεζα και έναν υπόγειο σταθμό(του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου). Έχει ατσάλινο σκελετό και είναι ντυμένο με πέτρα Πόρτλαντ,γενοβέζικης ζωηράδας.
1922-26: Στο εξοχικό σπίτι Γκλέντστοονν Χώλ στο Γιόρκσερ, λεπτεπίλεπτες ρυθμίσεις διαφοροποίησης του κατακόρυφου άξονα, χρησιμοποιούνται για να δώσουν στο κτίριο την ευαισθησία ζωντανού οργανισμού: για παράδειγμα, το ύψος του καθενός δόμου από τοπικό υπόλευκο ασβεστόλιθο μειώνεται διαδοχικά. Ακόμα, οι τοίχοι γέρνουν ελαφρώς προς τα μέσα, πράγμα που συμβαίνει σε πολλά κτίρια του Λάτυενς, δημιουργώντας μια αίσθηση αύξησης και ζωής ανάλογης μ’ εκείνην που προξενούν οι οπτικές εκλεπτύνσεις των αρχαίων Ελλήνων. Η αυστηρή διάταξη του σπιτιού και του προαυλίου του με δίδυμα περίπτερα και στέγαστρα είναι αριστοτεχνική, και το ίδιο ισχύει για τον τρόπο που το σπίτι δένει με τον βαθμιδωτό αρχιτεκτονικό του κήπο, όπου ο κεντρικός άξονας συνεχίζεται από ένα μακρύ κανάλι που οδηγεί το μάτι μακριά προς την εξοχή.
1924-37: Στην Τράπεζα Μίντλαντ, στο Ποουλτρυ του Λονδίνου, το κτίριο συρρικνώνεται καθώς υψώνεται, χάρη σε ένα εξαιρετικά λεπτό σύστημα αναλογιών: ο κάθε δόμος έχει 3.2 χιλιοστά λιγότερο ύψος από τον αποκάτω του, ενώ ό αγροτικός ρυθμός διακόπτεται σε διάφορα επίπεδα, προκαλώντας κάθε φορά μια υποχώρηση μιας ίντσας, δηλαδή 25.4 χιλιοστών κατά την κατακόρυφο.
1924:Ολοκλήρωσε την επίβλεψη της κατασκευής του Σπιτιού για τις κούκλες της Βασίλισσας Μαρίας (Queen Mary’s Dolls’ House). Αυτή η τετραώροφη βίλα χτίστηκε σε κλίμακα 1:12 και σήμερα είναι μόνιμο έκθεμα στο δημόσιο χώρο του Ουίντσορ Κασλ(Windsor Castle). Δεν έχει σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί ως ένα παιχνιδάκι για τα παιδιά. Στόχος της ήταν να αποτελεί δείγμα της βρετανικής δεξιοτεχνίας της περιόδου.
1912-31: Το Βάισροϋς Χάους (Viceroy’s House, Οικία του Αντιβασιλέως), και το συνδεδεμένο με αυτήν πολεοδομικό σχέδιο του Νέου Δελχί ήταν η μεγαλύτερη παραγγελία της σταδιοδρομίας του. Η δεξιοτεχνία του να συσχετίζει οργανικά ένα κτίριο με το περίγυρο του, που τη μοιραζόταν με ολόκληρη σειρά από Άγγλους αρχιτέκτονες της παράδοσης του Γραφικού και στη συνέχεια της παράδοσης Άρτς εντ Κράφτς, τον βοήθησε πάρα πολύ να φέρει σε πέρας αυτό το έργο. Αποτελεί ειρωνεία το ότι ένας σχεδόν ασπούδαχτος Άγγλος αρχιτέκτονας υπήρξε ο υπεύθυνος για ένα από τα πιο μνημειώδη κλασικά συγκροτήματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής- ακριβώς του τύπου εκείνου για τον οποίο γενιές Γάλλων και Αμερικάνων αρχιτεκτόνων είχαν καταρτιστεί στην Εκόλ ντε Μπώζ Αρ του Παρισιού. Περαιτέρω ειρωνεία αποτελεί το ότι η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία τερματίστηκε 15 μόλις χρόνια μετά την αποπεράτωση του Βάισρ Χάους. Πάντως το κτίριο, πού τώρα ονομάζεται Ραστραπάτι Μπχάβαν, έχει προσαρμοστεί με επιτυχία στη λειτουργία του ως επίσημης κατοικίας του Προέδρου, και έχει γίνει αποδεκτό ως πειστικό σύμβολο τάξης και σταθερότητας στη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου.
Οι απότομοι τοίχοι του Βάισροϋς Χάούς, με την έντονη κλίση τους προς τα μέσα, είναι κατασκευασμένοι από ροζ και υπόλευκο ψαμμίτη και επιστέφονται από έναν τιτάνιο θόλο. Το σχέδιο έχει έναν αφηρημένο χαρακτήρα πού εντυπωσιάζει όχι με τις πλούσιες κλασικές λεπτομέρειες ή το διάκοσμο άλλά τους όγκους και τη γεωμετρία. Αυτό έχει περιγραφεί μερικές φορές ως ή «στοιχειακή» γλώσσα του Λάτυενς, μια γλώσσα στην οποία το κλασικό λεξιλόγιο τής Ρώμης και τής ‘Αναγέννησης μοιάζει να έχει υποστεί απόσταξη και να έχει περιοριστεί στην καθαρή του ουσία Είναι ή απτή έκφραση των όσων είχε γράψει ό αρχιτέκτονας για τους ρυθμούς: «Πρέπει νά είναι αφομοιωμένοι τόσο καλά ώστε να μην έχει απομείνει τίποτα έκτός από την ουσία… η τελειότητα του Ρυθμού βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη φύση απ’ οτιδήποτε παράγεται παρορμητικά ή τυχαία. Κάθε γραμμή και καμπύλη [πρέπει να είναι] αποτέλεσμα τής δύναμης ενάντια στην παρόρμηση μέσα στους αιώνες»,(David Watkin). Παρότι ό Λάτυενς αντιστάθηκε στις πιέσεις να υιοθετήσει παραδοσιακά ινδικά στιλ, ενσωμάτωσε με λαμπρό τρόπο ορισμένα μογγολικά στοιχεία, όπως τα τσάτρι, επίστεγα περίπτερα, και τα τσουτζα,έντονα προεξέχοντα γείσα, πού δημιουργούν ευπρόσδεκτούς ίσκιους. Το κάτω μέρος του θόλου έχει ορθογώνια σχήματα σε ζώνες, βουδιστικής προέλευσης, πού κατάγονται από μνημεία όπως ό κυκλικός περίβολος της Μεγάλης Στούπας του Σάντσι, στην ‘Ινδία. Αυτό δε το επέλεξε από αυθαίρετο εκλεκτικισμό, άλλά γιατί σαν σχάρα μορφή του βρίσκεται σε βαθιά αρμονία με την όλη γεωμετρική βάση του σχεδίου του. Άλλο κράμα διαφορετικών παραδόσεων αποτελεί ό μεγάλος Μογγολικός Κήπος του Βάισροϋς Χάους όπου ό Λάτυενς, επιστρατεύοντας τη δεξιοτεχνία του στη σχεδίαση αγγλικών κήπων και το έμφυτο αισθητήριο του για την αφηρημένη γεωμετρία, αναδημιούργησε με ζωντάνια τους υδάτινούς κήπους τής ‘Ινδίας. Η κάτοψη του Λάτυενς για την πόλη του Νέου Δελχί εμπνέεται από την κάτοψη της Ουάσινγκτον, βασίζεται σε ένα ισόπλευρο τρίγωνο και είναι το τολμηρότερο δοκίμιο αξονικής Μπώζ Αρ χάραξης που έχει γίνει ποτέ. Κέντρο της είναι η μεγάλη λεωφόρος που οδηγεί στο Βάισροϋς Χάους, αφού περάσει μπροστά από τις Γραμματείες(Secretariats)που είχαν σχεδιαστεί από τον Χέρμπερτ Μπέικερ.Η μνημειακότητα μετριάζεται από τη χαμηλή πυκνότητα και την πλουσιότατη δενδροφύτευση, στοιχεία που κατάγονται από την αγγλική κηπούπολη.
1927-32: Μετά το τέλος του Ά Παγκόσμιου πολέμου, διορίστηκε με άλλους τρεις αρχιτέκτονες για τη δημιουργία μνημείων πολέμου προς τιμήν των θανόντων. Τα μεγαλύτερα νεκροταφεία έχουν πέτρινα μνημεία,σχεδιασμένα από τον Λάτυενς, γνωστότερα από τα οποία είναι το κενοτάφιο στο Γουάιτχωλ (Whitehall, Westminster) και το μνημείο για τους αγνοούμενους της Σόμ, στο Τιεβάλ (Thiepval) κοντά στο Αρράς τής Γαλλίας. Το Τόξο του Τιεβάλ, το επισημότερο και δυνατότερο από τα πολλά μνημεία προς τιμήν εκείνων πού χαράμισαν τη ζωή τους στο Μεγάλο Πόλεμο, μπορεί να ιδωθεί σαν μια σειρά άλληλοτεμνόμενα θριαμβικά τόξα αυξανόμενου ύψους. Αυτά παρέχουν μια σειρά από επιφάνειες, πάνω στις οποίες είναι γραμμένα περισσότερα από ν 70.000 ονόματα άντρών. Το αποτέλεσμα είναι ένα από ή τα πιο συγκινητικά κτίρια του 20ού αιώνα: ένα έργο έξοχης γεωμετρίας, όπου ραδινά τόξα υψώνονται από συνεχώς μεταβαλλόμενα επίπεδα ορόφων και καδράρουν εικόνες ποιμενικής και, σήμερα, ειρηνικής σκηνογραφίας.
1929-41: Στο ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό ναό του Χριστού Βασιλέως στο Λίβερπούλ (Christ the Κing), από τον οποίο το μόνο πού χτίστηκε ήταν ή κρύπτη, ο Λάτυενς μεταχειρίστηκε το Θριαμβικό τόξο έτσι, που αποτέλεσε τη βάση του νότιου μετώπου εισόδου, σχέδιο πού μπορούμε να το θαυμάσουμε στην εξαίσια μακέτα πού έφτιαξε το 1934. Η στενότητα του μεσαίου κλίτους (16 μέτρα) σε σύγκριση με το μεγάλο ύψος του (42 μέτρα) του έδιναν γοτθικές αναλογίες, παρά την κλασική του άρθρωση. Η ένταση του χώρου θα ήταν δραματική, καθώς κάποιος θα περνούσε από το μεσαίο κλίτος στο ευρύ κυκλικό χώρο κάτω από τον τρούλο, ο οποίος θα ήταν ο μεγαλύτερος της χριστιανοσύνης. Το καταπληκτικό αυτό μνημείο από ροδαλά υποκίτρινα τούβλα πλεγμένα με ζώνες ασημογκρίζου γρανίτη όχι μόνο ένωνε τις κλασικές μορφές με τις γοτθικές αναλογίες, αλλά έσμιγε δύο κτιριακούς τύπους που είχαν απασχολήσει τη φαντασία των αρχιτεκτόνων από την εποχή της αρχαίας Ρώμης: το θόλο και το θριαμβικό τόξο.