Αμερικανός βιομήχανος, στην υπηρεσία της νοικοκυράς και της οικογένειας. Από μικρός έβαλε στόχο της ζωής του να γίνει διάσημος εφευρέτης και εκατομμυριούχος. Τα κατάφερε και τα δύο.
Ο Ερλ Τάπερ (Earl Tupper) γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1907 στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και μόλις και μετά βίας τα έφερναν βόλτα στη μικρή τους φάρμα. Ο νεαρός Ερλ βοηθούσε όσο μπορούσε την οικογένειά του, πουλώντας τα προϊόντα της φάρμας από πόρτα σε πόρτα. Η ιδέα του να δημιουργήσει ένα φυτώριο με καλλωπιστικά φυτά βοήθησε στη βελτίωση των οικονομικών των Τάπερ.
Παράλληλα, είχε πάθος με τις εφευρέσεις και ήθελε να γίνει ένας σύγχρονος Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Επινόησε τη σύγχρονη καλτσοδέτα, μια τσατσάρα που μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζώνη του κατόχου της, τη βάρκα σε σχήμα ψαριού, το παντελόνι που δεν τσαλάκωνε και μια πτυσσόμενη θέση για καμπριολέ αυτοκίνητα. Ο Ερλ τελείωσε μετά κόπων και βασάνων το γυμνάσιο (1925) και συνέχισε την οικογενειακή επιχείρηση με τα καλλωπιστικά φυτά. Έκανε δική του οικογένεια και η γυναίκα του Μαρί Γουίτκομπ έφερε στον κόσμο τα πέντε παιδιά τους. Οι δουλειές πήγαιναν καλά μέχρι το μεγάλο Κραχ της δεκαετίας του '30, όταν η επιχείρησή του κατέρρευσε.
Ο Ερλ ήταν τυχερός που βρήκε δουλειά στη χημική βιομηχανία DuPont, αφού δεν κατάφερε να πουλήσει ούτε μία από τις εφευρέσεις του. Γρήγορα ξεχώρισε για το κοφτερό του μυαλό και τις ιδέες του. Χρησιμοποιώντας άκαμπτα κομμάτια πολυαιθυλενίου δημιούργησε άθραυστα πλαστικά δοχεία, κύπελλα και πιάτα, καθώς και μάσκες αερίου, που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1938, ο Ερλ Τάπερ δημιούργησε τη δική του εταιρεία, την Tupperware Plastics Company και το 1946 παρουσίασε το δημιούργημά του για το οποίο έμεινε στην ιστορία: το αδιάβροχο και αεροστεγές πλαστικό δοχείο φαγητού, που τον έκανε διάσημο και πλούσιο. Το γνωστό στη χώρα μας ως «ταπεράκι» πλεονεκτούσε έναντι όλων των άλλων δοχείων φαγητού, καθώς ήταν ελαφρύτερο, δεν έσπαγε όπως τα γυάλινα ή τα κεραμικά και κυρίως γιατί συνοδευόταν από ένα υδατοστεγές και αεροστεγές κάλυμμα, που βοηθούσε το φαγητό να μην ξεραίνεται και να μην χάνει τη γεύση και το άρωμά του μέσα στο ψυγείο.
Το 1946 τα «ταπεράκια» έκαναν την εμφάνισή τους στα μαγαζιά με σχετική επιτυχία. Τις πωλήσεις τους απογείωσε στις αρχές της δεκαετίας του '50 μια απλή υπάλληλος της εταιρείας, η Μπράουνι Γουάιζ, με μια πρωτοποριακή μέθοδο μάρκετινγκ που εφάρμοσε: την επίδειξη κατ' οίκον. Η Γουάιζ διαπίστωσε ότι οι καταναλωτές δίστασαν να αγοράσουν τα προϊόντα της Tupperware, επειδή αγνοούσαν τα προτερήματά τους.
Οι επιδείξεις κατ' οίκον μόνο από γυναίκες βοήθησαν δραματικά την αύξηση των πωλήσεων, αφού ήταν πλέον εύκολο για τις νοικοκυρές να αντιληφθούν τα πλεονεκτήματα των προϊόντων της εταιρείας. Ήταν μάλιστα τόσο πετυχημένες, που το 1951 η Tupperware απόσυρε τα «ταπεράκια» από τα ράφια των σούπερ μάρκετ και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να τα διαθέτει μόνο με κατ' οίκον επιδείξεις.
Η Γουάιζ ανήλθε ταχύτατα τα σκαλιά της ιεραρχίας κι έγινε αντιπρόεδρος της Tupperware. Γρήγορα, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με το αφεντικό της, λόγω των διαφορετικών τους χαρακτήρων. Η Γουάιζ ήταν εξωστρεφής και επικοινωνιακή, ακριβώς το αντίθετο από τον Τάπερ, που την απέλυσε ξαφνικά και χωρίς καμία δικαιολογία το 1958. Το ίδιο ξαφνικά, λίγους μήνες μετά, ο Τάπερ πούλησε την Tupperware αντί 16 εκατομμυρίων δολαρίων στη φαρμακευτική εταιρεία Rexall.
Αμέσως μετά χώρισε τη γυναίκα του, αποποιήθηκε για φορολογικούς λόγους την αμερικανική υπηκοότητα και μετακόμισε σ' ένα νησάκι της Κόστα Ρίκα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί αναβίωσε το παλιό του πάθος με τις εφευρέσεις, χωρίς καμιά από αυτές να αποκτήσει χρηστική αξία. Δημιούργησε ένα μικροσκοπικό φορητό πλυντήριο για περιοδεύοντες πωλητές, ένα στρογγυλό φούρνο και δεκάδες άλλες, τις οποίες ανακάλυψαν οι γιοι του μετά το θάνατό του στις 5 Οκτωβρίου 1983.
Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που χάρισαν στον Ερλ Τάπερ χρήματα και δόξα, έληξαν ένα χρόνο αργότερα, αλλά οι ιδέες του επηρεάζουν και σήμερα τη βιομηχανία πλαστικών.