Η νέα εποχή στη δημοσιογραφία και την ενημέρωση, αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Ο mainstream/παραδοσιακός τρόπος ενημέρωσης “γερνάει” και αντικαθίσταται. Ένα ενδεικτικό τελευταίο παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο έγινε γνωστό το δυστυχές συμβάν της έκρηξης στη Βηρυτό πριν από λίγο καιρο, μέσω δηλαδή διάφορων βίντεο στα Social Media. Είναι ξεκάθαρο πως η σημερινή ενημέρωση και κατ’ επέκταση η σημερινή Δημοσιογραφία, αλλάζουν (και έχουν αλλάξει) ριζικά.

Η δημοσιογραφία του κινητού (Mobile Journalism), έχει αντικαταστήσει όσα γνωρίζαμε έως σήμερα. Ο δημοσιογράφος δεν αποτελεί πλέον ΤΟΝ “πομπό της είδησης” αλλά ΕΝΑΝ από τους πομπούς. Πλέον, οποιοσδήποτε έχει πρόσβαση σε smartphone συνδεδεμένο στο διαδίκτυο, μπορεί να διαμοιράσει μια πληροφορία, αμέσως με το που συμβεί ένα γεγονός. Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει ένας “εν δυνάμει” δημοσιογράφος στη θέση του δημοσιογράφου. Μπορεί όμως πραγματικά;

“Ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας έρχεται όταν η δύναμη βρίσκεται στα χέρια των πολλών αλλά και των καλά πληροφορημένων”

“Η δυναμική, ακαριαία αξιοποίηση των smartphones για βιντεοσκόπηση και άμεση προβολή ορισμένων χρήσιμων πληροφοριών σε site ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) συμπληρώνουν την ενημέρωση, ιδίως όποτε σημαίνοντα γεγονότα συγκαλύπτονται επισήμως. Δεν μπορούν όμως να υποκαταστήσουν συνολικά, επάξια τους λειτουργούς ενημέρωσης (σσ. Τους δημοσιογράφους) ή να τους ανταγωνιστούν” αναφέρει χαρακτηριστικά στο tvxs η καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ.

Και συνεχίζει, θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα: “Μπορούν μη-επαγγελματίες να αξιολογήσουν την ειδησεογραφική αξία εξελισσόμενων συμβάντων και να τα ιεραρχούν; Ξέρουμε αν και πώς επεξεργάζονται τα υλικά; Είναι υπόλογοι; Οι ‘απλοί πολίτες’ είναι ικανοί, πρόθυμοι και διαθέσιμοι για όλα τα παραπάνω; Τι συμβαίνει όταν περιστασιακά απουσιάζουν από μείζονα ή συντριπτικά γεγονότα; Θα εγκαταλείψουμε τότε την ενημέρωση στην ΤΥΧΗ; Κατά τεκμήριο, οι περιστασιακοί ‘εικονολήπτες συμβάντων’ είναι επαγγελματικά αναρμόδιοι να επεξεργάζονται και να διαθέτουν πληροφορίες υπεύθυνα”.

Για την καθηγήτρια, ζωτική για τους πραγματικούς “λειτουργούς της ενημέρωσης” είναι η πανεπιστημιακή δημοσιογραφική εκπαίδευση, η οποία “ εξασκεί κρισιμότατες ικανότητες και δεξιότητες μεθόδου όπως: [α] διάκριση αξιοδημοσίευτων ειδήσεων  (φιλτράρισμα),[β] διασταύρωση πηγών και διασφάλιση εγκυρότητας στοιχείων, [γ] διαπίστωση συνάφειάς τους για συγκεκριμένο κοινό, [δ] υπεύθυνο χειρισμό υλικού με σεβασμό στη νομιμότητα και στα ανθρώπινα δικαιώματα”, ενώ αντίθετα, δίχως την απαραίτητη εκπαίδευση, σύμφωνα πάντα με την κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, “οι «απλοί πολίτες» δεν κατέχουν αυτομάτως ανάλογα εφόδια. Άρα, περιστασιακοί φωτογράφοι, video-λήπτες μπορούν συμπληρωματικά μόνο να συμβάλλουν ίσως στην κάλυψη και τεκμηρίωση συμβάντων. Η ενημέρωση αποτελεί καίρια και προνομιακή επαγγελματική ενασχόληση”.

 

Στο σημείο αυτό όμως, λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό ρόλο των δημοσιογράφων στον οποίο αναφέρεται η κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, τίθεται ένα ενδιαφέρον ερώτημα: “ Μόνο και μόνο η αύξηση των πομπών της ενημέρωσης, δεν οδηγεί σε έναν εκδημοκρατισμό της (επι)κοινωνίας, με περισσότερες “φωνές” να ακούγονται, αντί για το κλασικό σχήμα της ενημέρωσης ( πομπού- δέκτη); Επί αυτού, η καθηγήτρια, μας απαντά πως  “ο εκδημοκρατισμός στην επικοινωνία σχετίζεται, πρωτίστως, με το δικαίωμα έκφρασης των πολιτών με κρίσεις, γνώμες, αντιρρήσεις, αντιπροτάσεις. Καίρια ‘ειδοποίηση’ μπορούν και πρέπει να ασκούν οι πολίτες όποτε οι δημοσιογράφοι εγκαταλείπουν, ή ασκούν πλημμελώς, το λειτούργημά τους, δηλαδή, σε έκρυθμες καταστάσεις, σε περιόδους παρακμής ή δικτατοριών”.

Βέβαια, το κατά πόσο η παρούσα περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως “περίοδος (και δημοκρατικής) παρακμής” , ποικίλει, ανάλογα με την οπτική και τη διακριτική ευχέρεια του καθενός. Όμως, είναι σαφές πως “ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας έρχεται όταν η δύναμη βρίσκεται στα χέρια των πολλών αλλά και των καλά πληροφορημένων σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να λάβουν”, όπως αναφέρει στο tvxs η, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννα Κωσταρέλλα.

Η καθηγήτρια Κωσταρέλλα μάλιστα, συνεχίζει, δηλώνοντας σχετικά με τα νέα τεχνολογικά εργαλεία της ενημέρωσης πως “δεν κάνουν τα εργαλεία τη διαφορά. Τα εργαλεία απλά διευκολύνουν και επιταχύνουν την μετάδοση των ειδήσεων. Βέβαια, και τα νέα εργαλεία, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινωνία, αρκεί να μην μείνουμε στον κλικ-ακτιβισμό και μετατραπούμε σε ειρωνικούς θεατές, κατά την Χουλιαράκη. Να μην θεωρήσουμε δηλαδή ότι κάνουμε αρκετά υπογράφοντας απλά και μόνο σε μια ηλεκτρονική διαμαρτυρία”.

Με άλλα λόγια, η ουσία της Δημοσιογραφίας του Κινητού, στην εποχή της κυριαρχίας του Διαδικτύου, δεν έγκειται στα τεχνολογικά Μέσα, αλλά στη σωστή χρήση τους. Άλλωστε, όπως δηλώνει και πάλι η κυρία Κωσταρέλλα, “το θέμα δεν είναι οι πολίτες να γίνουν παραγωγοί ειδήσεων, αλλά να είναι σε θέση να κατανοήσουν σε βάθος τα γεγονότα και να ανατρέξουν σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης. Δυστυχώς, η πληροφόρηση πέρασε σταδιακά από τα χέρια ανθρώπων που βρίσκονταν παραδοσιακά στο χώρο της δημοσιογραφίας στα χέρια επιχειρηματιών που δεν νοιάζονται καθόλου, αλλά και «τυχάρπαστων» που δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ σημαντικής είδησης και είδησης που πουλάει”.

“Οι δημοσιογράφοι απώλεσαν τον.. λόγο ύπαρξης τους”

Σημαντικό ρόλο βέβαια σε όσα αναφέρει η κυρία Κωσταρέλλα, διαδραμάτισε το διαδικτυακό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, την ώρα που επιχειρηματίες σε πολλές χώρες του Δυτικού Κόσμου εισχωρούσαν ολοένα και περισσότερο στο μιντιακό πεδίο επηρεάζοντας την (όποια) ανεξαρτησία της Ενημέρωσης, την ώρα που εφημερίδες όπως οι New York Times εισάγονταν στο χρηματιστήριο, οι “δέκτες” της ενημέρωσης, έβρισκαν την ελευθερία τους στο διαδίκτυο.

Πιο συγκεκριμένα, η κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ αναφέρει: “οι σχέσεις εξουσίας και οι ρόλοι ανάμεσα στους πάλαι ποτέ «δέκτες» και τα ΜΜΕ ανατράπηκαν άρδην . Οι πολίτες μεταλλάχθηκαν πλέον σε «πομπούς» αφότου ‘μετακόμισαν’ αθρόα προς το διαδίκτυο, που απελευθέρωσε την έκφρασή τους επαναστατικά. Μοιραία, μετακόμισαν μαζί τους και οι διαφημιστές, καταφέροντας θανατηφόρο πλήγμα στα ΜΜΕ. Άρα, σε συνδυασμό με την αυτό-υπονόμευσή τους, ΜΜΕ-δημοσιογράφοι, δεν απώλεσαν απλώς το ‘ρόλο πυλωρών (σσ. Της ενημέρωσης’, αλλά κυριολεκτικά: τον λόγο ύπαρξης τους. Διότι, προηγουμένως, αχρήστευσαν αρχές και κώδικες του επαγγέλματος, εργαλειοποιώντας τα, προπαγανδιστικά, υπέρ ιδιοτελών συμφερόντων, (ενώ ανήκουν στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος)”.

Η κρίση εμπιστοσύνης λοιπόν προς τα Μέσα, τα οποία και σήμερα, όπως αναφέρει η κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, “αποτελούν μέρος του προβλήματος και συντελεστές της αύξουσας διαφθοράς, αφού ταυτίζονται με ελίτ και κυβερνώντες, αντί να τους ελέγχουν”, σε συνδυασμό με την ελευθερία του διαδικτύου, οδήγησαν σε μια ριζική αλλαγή στον τομέα της ενημέρωσης.

Η καθηγήτρια, ερμηνεύει τη συγκεκριμένη αλλαγή ως “την ακύρωση του Τύπου, που αποτελεί μείζονα κίνδυνο για τη δημοκρατία καθώς βιώνουμε την «έρρηξη της δημοσιογραφίας»: την κατάρρευσή της, αφού οι πολλαπλοί κίνδυνοι δεν εκπορεύονται μόνο από την ψηφιακή διαδραστικότητα και τους ελεύθερους σκοπευτές-‘δημοσιογράφους” αλλά και από τα βασικά προβλήματα του ίδιου του διαδικτύου, τα σοβαρότερα εκ των οποίων, σύμφωνα με την καθηγήτρια είναι: “η εξατομίκευση και η εγεννής “διάσπαση των κοινών”. Καθώς, “αν το διαδίκτυο (των 5 δισεκατομμυρίων χρηστών) συνεχίσει ως αχανές, άναρχο πεδίο και δεν μετεξελιχθεί σε ‘παγκόσμιο δημόσιο αγαθό’, αντί για σπουδαίο βήμα εκδημοκρατισμού, κινδυνεύει να καταλήξει σε έναν καταστροφικό κυκεώνα ανωνυμίας, ευνοώντας φασίζουσες τάσεις”.
                                                                                                                                               
Δημοσιογραφία και δημοκρατία, στην εποχή της “δικτατορίας του ολιγοπωλίου στο διαδίκτυο”, έρχονται λοιπόν αντιμέτωπες με την “εμπορευματοποίηση του δημόσιου δημοκρατικού αγαθού της ενημέρωσης μέσω των ιδιωτικοποιήσεων των Μέσων”, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ.

Υπάρχει επιστροφή για τη Δημοσιογραφία;

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η σημερινή δημοσιογραφία αναζητά τη “χαμένη της τιμή”, όπως είναι και ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη. Είναι αξιοσημείωτο βέβαια πως, αμφότερες του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, θεωρούν πως η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας, μπορεί να ανακτηθεί, δίνοντας όμως έμφαση στη δημοσιογραφία της έρευνας, ή αλλιώς, στην ερευνητική δημοσιογραφία.

Πιο συγκεκριμένα, η καθηγήτρια Κωσταρέλλα τονίζει ότι “όσοι έχουμε την τύχη και το προνόμιο να εκπαιδεύουμε νέους δημοσιογράφους, είναι εξαιρετικά σημαντικό να δίνουμε προτεραιότητα στην ηθική τους προετοιμασία, επικεντρώνοντας στο νόημα της είδησης και στα ηθικά της συμφραζόμενα. Παρά, λοιπόν, τα όσα έχουν αλλάξει, τόσο από πλευράς πολιτικής οικονομίας όσο και από πλευράς τεχνολογίας της επικοινωνίας, η δημοσιογραφία στον πυρήνα της παραμένει ίδια και αφορά την υποχρέωσή της να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Κάτι τέτοιο γίνεται μόνο όταν καταφέρνει να κρατά ψηλά υποθέσεις και θέματα που έχουν σημασία για τις ζωές όλων.
Κι αυτό μόνον οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι μπορούν να το εγγυηθούν, βάζοντας μπροστά τη συνείδησή τους”.

Για να αποσαφηνίσει την φράση “βάζοντας μπροστά τη συνείδηση τους”, η καθηγήτρια χρησιμοποιεί μια φράση ενός ανταποκριτή, του Καπίνσκι: “Όπως έλεγε ένας από τους επιφανέστερους ανταποκριτές, ο Καπισίνσκι «πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα, τις αιτίες που ενυπάρχουν στον πολιτισμό. Πρέπει να μπούμε στα βαθιά νερά». Σε αυτά τα νερά μπορεί να μας βοηθήσει να κολυμπήσουμε μόνο ένας δημοσιογράφος-ρεπόρτερ που μπορεί να συνδέσει το πριν με το τώρα, αλλά και το μετά.  Διαφορετικά έχουμε να κάνουμε με μια απλή περιγραφή γλαφυρών εικόνων από τις οποίες λείπει το πλαίσιο κατανόησης. Κρατώντας ψηλά υποθέσεις που έχουν σημασία για την ζωή των πολλών και εστιάζοντας στην έρευνα, ο Τύπος θα καταφέρει να σταθεί δυναμικά, ως θεσμός, στον «στενό διάδρομο» της ελευθερίας και της δημοκρατίας ενδιάμεσα σ’ έναν «δεσμώτη Λεβιάθαν» και την κοινωνία των πολιτών”.

Η δημοσιογραφία, υποστηρίζει η κυρία Κωσταρέλλα, πρέπει στη σημερινή εποχή, να “αποτελεί πυξίδα για τον προσανατολισμό μας σε σχέση με όσα αξίζει να πληροφορηθούμε και τι όχι”.

Βέβαια, για να λειτουργήσει καθ’ αυτόν τον τρόπο η δημοσιογραφία, πρέπει να αποκοπεί από ιδιωτικά συμφέροντα. Όπως λοιπόν αναφέρει η κυρία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, “Η μόνη διαφυγή από τα αδιέξοδα της διαφθοράς των διαπλεκόμενων είναι η ανάδυση μιας νέας ΜΗ-ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ Δημοσιογραφίας. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει κατάργηση της εμπορευματοποίησης του καίριου δημόσιου αγαθού της ενημέρωσης που συνιστά προϋπόθεση δημοκρατίας”. Άλλωστε, όπως αναφέρει η ίδια, “Όταν/αν καταρρεύσει η ακέραιη δημοσιογραφία αρχών, ‘πεθαίνει’ και η δημοκρατία”.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στο σημερινό “νοθευμένο” δημοκρατικό σύστημα, η ερευνητική δημοσιογραφία, σύμφωνα με την καθηγήτρια Καϊτατζή-Γουίτλοκ, “αποκαλύπτει πολυδαίδαλα συγκαλυμμένα φαινόμενα διαφθοράς, στο παγκόσμιο χωριό και αποτελεί ζωτική πτυχή της δημοσιογραφίας”. Όμως, όπως δηλώνει και πάλι η καθηγήτρια, η ερευνητική δημοσιογραφία, παρά την πολύτιμη συμβολή της, δεν αποτελεί τη μόνη αποστολή της δημοσιογραφίας: “η ‘δημοσιογραφία’ συνολικά εμπεριέχει περισσότερες αποστολές: ενημέρωση επικαιρότητας, διαρκή ανάλυση και ερμηνεία σύνθετων γεγονότων, δημοσιολογία και υπεράσπιση ιδεών και αρχών διαφάνειας και υπολογότητας. Εκτός από τη ‘γνώση’ κρίσιμα αναγκαία είναι και η ‘γνώμη’”.

Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ραμονέ (2011, 68) , “Εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, το περιεχόμενο της τέταρτης εξουσίας (σσ. Της δημοσιογραφίας), έχασε σιγά σιγά το νόημα του. Η δημοσιογραφία, έχασε τη βασική της λειτουργία ως αντεξουσία” με αποτέλεσμα πλέον να μην αποτελεί “ τη φωνή όσων δεν έχουν φωνή” (Ραμονέ, 2011, 68).
                                                                              
Όμως, αν λάβουμε υπόψη τη φράση από το Great Gatsby του Φράνσις Σ. Φίτζεραλντ που χρησιμοποιεί ο Τζέραλντ Κοέν (2016, 17) και πιο συγκεκριμένα, πως “κι έτσι συνεχίζουμε, βάρκες ενάντια στο ρεύμα, που ακατάπαυστα μας ρίχνει πίσω στο παρελθόν”, θα ήταν ενδεχομένως εύλογο να αναρωτηθούμε: σε ποιο παρελθόν μας ρίχνει το ρεύμα της τεχνολογίας; Στο παρελθόν του 20ου αιώνα με τη δημοσιογραφία ως βασικό φορέα εκδημοκρατισμού ή.. πολύ παλαιότερα;

Βιβλιογραφία:
1. Ramonet Ignacio. ( 2011 ) . Η έκρηξη της δημοσιογραφίας : Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη μαζικότητα των μέσων ενημέρωσης. ( μτρφ. Θ. Τσαπακίδης )Αθήνα : Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
2. Κοέν Τ. Α. (2016). Αν θέλεις την ισότητα γιατί είσαι τόσο πλούσιος; . Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

πηγη:https://tvxs.gr