Κυβερνητική αδιαφορία προκύπτει από το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που παραδόθηκε στον υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη και στην αναπληρώτρια υπουργό Υγείας Ασημίνα Γκάγκα στις 24 Ιανουαρίου 2022, αναφορικά με την ετοιμότητα των δημόσιων νοσοκομείων για την αυξημένη ζήτηση κλινών εντατικής θεραπείας το 2020 εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού.

Ο έλεγχος επικεντρώθηκε σε δέκα νοσοκομεία σε μεγάλα αστικά κέντρα και σε περιοχές που επλήγησαν βαριά από την πανδημία. Όπως αναφέρει σε σχετικό ρεπορτάζ το Documento, προκύπτει πως τα επιχειρησιακά πρωτόκολλα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, οι κλίνες ΜΕΘ πριν από την αρχή της πανδημίας ήταν ελάχιστες, στα περισσότερα νοσοκομεία ποτέ δεν έφτασαν τον αριθμό που προβλεπόταν, ενώ ο αριθμός ειδικά του εξειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού ήταν πολύ μικρός, με αποτέλεσμα τη μη εύρυθμη λειτουργία των ΜΕΘ.

 

Επίσης, με βάση τα ευρήματα, ένα τεράστιο ποσοστό όσων πέθαναν την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2020 –ειδικά στα νοσοκομεία εκτός Αττικής– κατέληξε εκτός ΜΕΘ. Γεγονός που σύμφωνα με το πόρισμα δεν μπορεί να μην οφείλεται και στη μη επαρκή αύξηση των κλινών ΜΕΘ.

Οπως σημειώνεται στο πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αποκαλύπτει το Documento, ο επίμαχος έλεγχος εντάχτηκε στο ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων για το 2021, εγκρίθηκε από την ολομέλεια του δικαστηρίου και παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 17 Δεκεμβρίου 2020. Σκοπός της έρευνας ήταν να διαπιστωθούν ο βαθμός ετοιμότητας και η απόκριση των νοσοκομείων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξημένη ζήτηση κλινών εντατικής θεραπείας για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19.

Τα νοσοκομεία που εξετάστηκαν βρίσκονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα και πληγείσες περιοχές από την πανδημία και ήταν τα εξής: το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», το Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Σωτηρία», το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, το Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγιά η Βοήθεια», το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, το Γενικό Νοσοκομείο Πτολεμαΐδας «Μποδοσάκειο», το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας.

Όπως αναφέρεται στο πόρισμα, έγκριση των επιχειρησιακών σχεδίων από τις διοικητικές υγειονομικές περιφέρειες (ΔΥΠΕ) «δεν διαπιστώθηκε για κανένα από τα νοσοκομεία που ελέγχθηκαν». Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι «περιφερειακά, για την περιοχή αρμοδιότητας κάθε ΥΠΕ, επιχειρησιακά σχέδια δεν προέκυψε από τον έλεγχο ότι είχαν εκπονηθεί». Στο πόρισμα επισημαίνεται πως παρ’ όλα αυτά η αρμόδια για το εκάστοτε νοσοκομείο ΔΥΠΕ επέβλεπε την απόκριση στην πανδημία, ενώ υπήρχε και επικοινωνία, φυσική, τηλεφωνική και μέσω τηλεδιασκέψεων, με τις διοικήσεις των νοσοκομείων. Αυτό που επίσης τονίζεται όμως είναι πως «παρά τη σχετική οδηγία του ΕΟΔΥ, τα επιχειρησιακά σχέδια των νοσοκομείων δεν επανεξετάσθηκαν, προς τον σκοπό της επικαιροποίησής τους, με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα».

Τα επίμαχα επιχειρησιακά σχέδια αφορούσαν μάλιστα «οργανωτικού και υγειονομικού χαρακτήρα θέματα, όπως η διαχείριση των ύποπτων κρουσμάτων της νόσου που θα προσέφευγαν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, η συγκρότηση ομάδων συντονισμού και εργασίας ή οι οδηγίες χρήσης των μέσων ατομικής προστασίας». Ακόμη, δεν γινόταν καμία αναφορά στα επιχειρησιακά σχέδια σχετικά με τη «στοχοθεσία για την ανάπτυξη συγκεκριμένου αριθμού κλινών εντατικής θεραπείας για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19», αλλά και ούτε «καταγραφή των προϋφιστάμενων ελλείψεων και αναλυτική προεκτίμηση των αναγκών σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους που θα απαιτούντο, προκειμένου να καταστούν λειτουργικές οι κλίνες αυτές, ούτε χρονοδιαγράμματα για την κάλυψή τους περιλαμβάνονταν στα επιχειρησιακά σχέδια».

Ως αποτέλεσμα, το Ελεγκτικό Συνέδριο συμπεραίνει πως «ενώ εξαρχής επιδιώχθηκε τα νοσοκομεία να έχουν καταλλήλως προπαρασκευασθεί, ούτως ώστε να ανταποκριθούν με αποτελεσματικό τρόπο στην πανδημία, ο σχετικός επιχειρησιακός σχεδιασμός δεν ήταν πλήρης».

Όσον αφορά τις κλίνες ΜΕΘ, στο πόρισμα αναφέρεται ότι στα επίμαχα νοσοκομεία που ερευνήθηκαν ο αριθμός «υπολειπόταν κατά πολύ του ελάχιστου ορίου επί της συνολικής τους δυναμικότητας». Οπως στο νοσοκομείο «Αττικόν» που οι κλίνες ΜΕΘ τον Μάρτιο του 2020, αντί να ανέρχονται σε 36-37, ήταν μόλις 19. Αντίστοιχα, στο νοσοκομείο «Σωτηρία» οι κλίνες ΜΕΘ αντί για 35-36 ήταν μόλις 20, στο Ιπποκράτειο αντί οι κλίνες ΜΕΘ να ήταν 39-40 ήταν μόλις 18 και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας οι κλίνες ΜΕΘ αντί να είναι 32-33 ήταν μόλις δώδεκα.

Έτσι, στο πόρισμα σημειώνεται πως η πανδημία «ανέδειξε ένα μονιμότερο πρόβλημα του ΕΣΥ, τα αίτια του οποίου αν συνεκτιμηθεί το πολυδάπανο της ανάπτυξης και λειτουργίας νέων κλινών εντατικής θεραπείας, δεν μπορεί να μη σχετίζονται με την υστέρηση δημοσίων πόρων που διατίθενται για τον σκοπό αυτόν». Επομένως, «η εκκίνηση από τη μειονεκτική αυτή θέση του δημοσίου συστήματος υγείας μόνον εν μέρει θα μπορούσε να καλυφθεί εντός των πρώτων μηνών από την εμφάνιση της Covid-19».

Ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο, σύμφωνα με το πόρισμα, στην αύξηση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ διαδραμάτισαν οι δωρεές, παρότι όπως διαπιστώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις «υπήρχε περιθώριο ταχύτερης αξιοποίησης των δωρεών». Ωστόσο, «η ιδιωτική γενναιοδωρία, όσο κρίσιμη και αν αποβαίνει για την κάλυψη άμεσων και επιτακτικών αναγκών, δεν μπορεί να αναπληρώσει χρόνιες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας», όπως αναφέρεται.

«Ελλειψη νοσηλευτικού προσωπικού»

Σύμφωνα με τον έλεγχο διαπιστώθηκε «εν γένει επάρκεια του ιατρικού προσωπικού που είχε διατεθεί για τις κλίνες εντατικής θεραπείας που αναπτύχθηκαν». Αντιθέτως, «ελλείψεις προέκυψαν από τον έλεγχο όσον αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό». Οπως σχολιάζει το Ελεγκτικό Συμβούλιο, αυτό «ήταν δε μάλλον αναμενόμενο, αν συνεκτιμηθούν η σοβαρή, ήδη από την προηγούμενη περίοδο και ως διαχρονικότερο φαινόμενο, υποστελέχωση των νοσοκομείων σε νοσηλευτικό προσωπικό…».

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «προκειμένου ένας νοσηλευτής να εξειδικευθεί στη ΜΕΘ, απαιτείται εκπαίδευσή του διάρκειας ενός έτους. Πράγμα που σημαίνει ότι, για την άμεση, όπως επέβαλλε η πανδημία, κάλυψη των αναγκών των κλινών εντατικής θεραπείας σε νοσηλευτικό προσωπικό, προϋποτίθετο η ύπαρξη εκ των προτέρων μίας “δεξαμενής” ειδικών εκπαιδευμένων νοσηλευτών, από όπου τα νοσοκομεία θα μπορούσαν να αντλήσουν το προσωπικό αυτό και η οποία, ως φαίνεται, δεν υφίστατο».

Θάνατοι εκτός ΜΕΘ

Σύμφωνα με το πόρισμα, κατά το διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου του 2020, στην πλειονότητα των νοσοκομείων που ελέγχθηκαν το ποσοστό κάλυψης των κλινών ΜΕΘ ανήλθε σε δυσθεώρητα ποσοστά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε και το 100%.

Επιπλέον, το ποσοστό των ανθρώπων που πέθαναν από Covid-19 εκτός ΜΕΘ πολλαπλασιάστηκε. Για παράδειγμα στο ΑΧΕΠΑ «η αναλογία των θανάτων από τη νόσο εκτός ΜΕΘ, σε απλές κλίνες, δηλαδή, ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των θανόντων από την Covid-19, μεταβλήθηκε από (1:17) 6% την πρώτη περίοδο, σε (97:181) 54% τη δεύτερη».

Αντίστοιχα, στο νοσοκομείο Ιωαννίνων οι 14 θάνατοι από Covid-19 «ήτοι ποσοστό 67%, αφορούσαν ασθενείς που δεν νοσηλεύονταν σε κλίνη εντατικής θεραπείας». Στο νοσοκομείο Δράμας την επίμαχη περίοδο, από τους 161 θανάτους συνολικά από Covid-19, οι 133 αφορούσαν ασθενείς που νοσηλεύονταν σε απλές κλίνες.

Η αιτία της θνησιμότητας

Προκειμένου να αποδώσει την αιτία της αυξημένης θνησιμότητας των νοσηλευθέντων σε απλές κλίνες ΜΕΘ το πόρισμα αναφέρει ότι δόθηκαν διάφορες εξηγήσεις. Μια από αυτές ήταν και όσα ανέφερε σε έγγραφο διευθυντής ΜΕΘ ενός εκ των επίμαχων νοσοκομείων, όπου αναγράφεται πως «δεν εισάγονται σε ΜΕΘ όλοι οι ασθενείς που η υγεία τους δεν μπορεί να αποκατασταθεί…».

Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο όμως, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο έχει μια «λογική βάση»,  εντούτοις «δεν μπορεί, ωστόσο, ο έλεγχος να αγνοήσει το γεγονός ότι η αύξηση της θνησιμότητας των ασθενών που νοσηλεύονταν σε απλές κλίνες, όπου συνέβη, συνέπεσε χρονικά με την εξάντληση της διαθεσιμότητας κλινών εντατικής θεραπείας Covid-19 και να μην εντοπίσει στη χρονική αυτή σύμπτωση μια ισχυρή ένδειξη ότι, λόγω της ανεπάρκειας του αριθμού των κλινών εντατικής θεραπείας Covid-19 που διέθεταν τα νοσοκομεία, ασθενείς που έχρηζαν εντατικής θεραπείας παρέμειναν νοσηλευόμενοι σε απλές κλίνες, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για την ασφάλεια της νοσηλείας τους, ασχέτως του ότι, βεβαίως, ουδόλως θα μπορούσε να προδιαγραφεί και η διαφορετική έκβαση των συγκεκριμένων περιστατικών».

Αλλωστε τη συσχέτιση αυτών των δύο παραμέτρων «επιβεβαιώνει το ότι όχι μόνο αντίστοιχη αύξηση της θνησιμότητας των νοσηλευθέντων σε απλές κλίνες περιστατικών δεν παρατηρήθηκε, αλλά και η ποσοστιαία αναλογία προς τον συνολικό αριθμό των επισυμβάντων θανάτων βελτιώθηκε στα εδρεύοντα στην Αττική νοσοκομεία που ελέγχθηκαν, μολονότι και για αυτά θα μπορούσαν εξίσου να ισχύουν οι παράγοντες της εν γένει επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας ή της καθυστερημένης διακομιδής των ασθενών…».

Το τελευταίο αυτό γεγονός, ειδικά εφόσον συνυπολογιστεί «η ανισόμετρη εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα και η βαρύτητα με την οποία επλήγη η βόρεια Ελλάδα, ενδέχεται, ωστόσο, να υποδηλώνει και μια άνιση κατανομή των δυνάμεων του δημόσιου συστήματος υγείας ανάμεσα στην πρωτεύουσα και την περιφέρεια. Την άνιση δε αυτή κατανομή δεν ήραν οι δωρεές που εισέρευσαν στα νοσοκομεία…».

Στο πόρισμα αναφέρεται επίσης ότι «δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι εθνικό πρωτόκολλο προτεραιοποίησης ειδικώς για τη νοσηλεία των ασθενών με Covid-19 σε κλίνες εντατικής θεραπείας δεν είχε τεθεί σε ισχύ κατά την ελεγχθείσα περίοδο». Σημειώνεται επίσης πως «η συνεπής εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που, έστω οι ίδιοι οι ιατροί, θεωρούσαν ως περισσότερο ενδεδειγμένες για τις περιστάσεις της πανδημίας δεν κατέστη εφικτό να επιβεβαιωθεί».

πηγη: https://tvxs.gr