Πυκνώνουν οι ενστάσεις επιστημόνων και αναλυτών πάνω στη συνολική πολιτική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι ειδικοί θέτουν ζητήματα που αφορούν στον αντικειμενικά μικρό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμό τεστ αλλά και την ελλιπέστατη πληροφόρηση που έχει ο ελληνικός λαός σχετικά με την πορεία της πανδημίας, τη στιγμή μάλιστα που οι πολίτες καλούνται να εφαρμόζουν συνεχώς επικαιροποιημένες απαγορεύσεις και συστάσεις και ταυτόχρονα έχουν να ανταπεξέλθουν στην εξαιρετικά δύσκολη νέα οικονομική συνθήκη.
 
Το “σκοτάδι” στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να κρατά τους πολίτες σχετικά με την πορεία της πανδημίας αποδεικνύεται περίτρανα από τον πίνακα που δημοσίευσε “το Βήμα” και στο οποίο η Ελλάδα φαίνεται να έχει σημαντικά υψηλό το δείκτη της σχέσης θανάτων ανά κρούσμα, υψηλότερο ακόμα και από χώρες όπως η Ιταλία, τη στιγμή που οι θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού παραμένουν, ευτυχώς, σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Η εκτίμηση του καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκη ότι στην Ελλάδα τα κρούσματα είναι πολλαπλάσια των επίσημων, πιθανόν άνω των 1000 ημερησίως, είναι ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος. Όσον αφορά στην πληροφόρηση, ο νέος υγειονομικός χάρτης που τόσο προέβαλε η κυβέρνηση, δίνει πληροφορίες μόνο για τα μέτρα προστασίας και όχι για τα κρίσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.
 
Σε αυτή την εικόνα, έρχεται να προστεθεί και η τοποθέτηση του αναπληρωτή καθηγητή Βιοχημείας στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών Κωνσταντίνου Πουλά, ο οποίος μιλώντας στο Tvxs.gr διαπιστώνει έλλειμμα συγκροτημένης πολιτικής σχετικά με τα τεστ στην Ελλάδα και ζητά από τον ΕΟΔΥ συστηματική πληροφόρηση σχετικά με το θέμα.
 
Ακατάλληλα τα rapid τεστ
 
Από τον περασμένο Μάρτιο που ξεκίνησε η πανδημία, η πολιτική του ΕΟΔΥ κι άρα της κυβέρνησης, απέναντι στη χρήση των τεστ έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις. Στη φάση της καραντίνας καθώς και στην αρχή του καλοκαιριού, ο ΕΟΔΥ είχε υποβαθμίσει τη σημασία των τεστ ως εργαλείο περιορισμού της εξάπλωσης του κορονοϊού. Ήταν μόλις τον Μάιο όταν αναφερόμενος στην επερχόμενη άφιξη των τουριστών, ο Σωτήρης Τσιόδρας υποστήριζε ότι “το testing δεν προτείνεται από τους διεθνείς οργανισμούς, γιατί μπορεί να σου δώσει ψευδή αίσθηση ασφάλειας να σε ωθήσει στο να μην τηρείς τα μέτρα προστασίας τόσο καλά και φυσικά να μην το πιάσεις γιατί θα είναι σε περίοδο επώασης…” Βέβαια από τις 16 Μαρτίου ο ΠΟΥ είχε διαμηνύσει ότι το μήνυμα-κλειδί ήταν “τεστ, τεστ, τεστ”.
 
Με την έλευση του δεύτερου κύματος του κορονοϊού τον Αύγουστο και την ειλημμένη απόφαση για χρήση του lockdown μόνο ως έσχατου μέσου, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αυξήσει τον αριθμό των τεστ, χωρίς όμως να παρουσιάσει κάποιον συγκεκριμένο σχεδιασμό που θα επέτρεπε τον μαζικό εντοπισμό ασυμπτωματικών κρουσμάτων ή την ασφαλή σύγκριση δεδομένων μεταξύ διαφορετικών περιόδων.
 
Στις 11 του Σεπτέμβρη το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε την αγορά 200.000 γρήγορων τεστ αντιγόνου (Covid-19 Ag Rapid Test) της αμερικανικής εταιρείας Αbbott, τεστ δηλαδή που σύμφωνα με τον ΠΟΥ δεν είναι κατάλληλα για χρήση στην κοινότητα, σε ασυμπτωματικά άτομα. Προς επίρρωση αυτού, ήρθε το δημοσίευμα των New York Times σύμφωνα με το οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ και οι συνεργάτες του στον Λευκό Οίκο πλήρωσαν, με την ασθένειά τους, το γεγονός ότι είχαν ποντάρει υπερβολικά στη συχνή χρήση αυτών ακριβώς των γρήγορων τεστ.
 
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα. Τί γίνεται τώρα με τα τεστ;

«Ενδεχομένως να έχουμε ήδη 2.000 ημερήσια κρούσματα»

Πρέπει να γίνουν περισσότερα; Μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα από αυτά που γίνονται; Έχουν γίνει λάθη; Ο Κωνσταντίνος Πουλάς, αναπληρωτής καθηγητής Βιοχημείας στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, θεωρεί ότι η χρήση των γρήγορων τεστ και εν γένει των τεστ δεν μπορεί στις δυτικές κοινωνίες να θεωρείται ως το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ζητά ωστόσο από τον ΕΟΔΥ σαφή ενημέρωση σχετικά με τον αριθμό των τεστ που διενεργείται καθημερινά.
 
Πώς αξιολογείτε την έως τώρα εφαρμοσμένη πολιτική του ΕΟΔΥ και της κυβέρνησης πάνω στα τεστ για τον Covid-19;
 
Οι προσπάθειες ανάπτυξης διαγνωστικών τεστ από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είναι έντονες και διαρκείς και ζητούμενο είναι να έχουμε tests που γρήγορα και αξιόπιστα να μας δίνουν αποτελέσματα. Από τον Μάρτιο που ξεκίνησε η πανδημία πολλοί ερευνητές καλούσαν τις αρχές για μεγάλο αριθμό tests. Αυτό μάλιστα ήταν σε απόλυτη συμφωνία με τον ΠΟΥ που χαρακτηριστικά εκφράστηκε ως: "τεστ, τεστ, τεστ". Η Επιτροπή του ΕΟΔΥ από τότε είχε υιοθετήσει την άποψη ότι τα πολλά τεστ είναι ανώφελα και ότι το Σύστημα Υγείας θα προσφέρει τεστ σε όσους είχαν εμφανή συμπτώματα νόσου. Σε αυτή την άποψη είχε βρει πολλούς συμμάχους, ενώ την πρόταση που έγινε για συνεισφορά πανεπιστημιακών εργαστηρίων και ερευνητικών κέντρων στην προσπάθεια αύξησης των ημερήσιων τεστ την άφησε ανεκμετάλλευτη. Σήμερα η ίδια Επιτροπή αναφέρεται στην εντατικοποίηση των τεστ ως του μόνου μέσου για την καταπολέμηση της πανδημίας. Επίσης πολύ εύκολα αρκετοί ερευνητές άρχισαν να γίνονται υπέρμαχοι των τεστ, ξεχνώντας όλα όσα υποστήριζαν λίγους μήνες πριν.
 
Ποια η γνώμη σας για τα γρήγορα τεστ αντιγόνου; Είναι αξιόπιστα; Ενδείκνυνται για χρήση στην κοινότητα;
 
Τα γρήγορα τεστ πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι το αναμενόμενο ποσοστό των θετικών κρουσμάτων θα είναι πολύ υψηλό, ώστε να υπερκεράσουμε το μειονέκτημα της μειωμένης ευαισθησίας τους. Συνεπώς σε καταυλισμούς και γενικά σε χώρους υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού που έχουν εμφανιστεί κρούσματα είναι πολύ λογικό να επιλέγονται αυτά τα γρήγορα και εύκολα τεστ.
 
Όσο για τα τεστ στην κοινότητα, εδώ η συζήτηση δεν εξαντλείται στο τί είδους τεστ θα κάνουμε. Το αν θα γίνουν πολλά ή λίγα τεστ είναι σε συνάρτηση με την ύπαρξη ξεκάθαρης στρατηγικής της όποιας χώρας για το πώς θα χειριστεί τα θετικά κρούσματα. Στις χώρες της Ασίας, όταν βρίσκουν σε μια πόλη ή περιοχή κρούσματα, ακολουθεί εξαντλητικός αριθμός τεστ γιατί έχουν αποφασίσει ότι τους θετικούς θα τους απομονώνουν και με αυτό τον τρόπο θα σπάνε την αλυσίδα μετάδοσης. Στις Ευρωπαϊκές χώρες που έχουμε τελείως διαφορετικούς κώδικες συμπεριφοράς, δεν μπορούμε να επιβάλλουμε υποχρεωτική απομόνωση με κυρώσεις στους πολίτες. Συνεπώς τα τεστ είναι ένα διαγνωστικό εργαλείο που δεν μπορεί πλέον, υπό τις παραπάνω παραδοχές, να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της πανδημίας.
 
Κατά τη γνώμη σας, ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική του ΕΟΔΥ σχετικά με τα τεστ;
 
Νομίζω ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη για διαμόρφωση ξεκάθαρης πολιτικής αποκέντρωσης των τεστ. Η αυξημένη ζήτηση διαγνωστικών ελέγχων καθιστά απαραίτητη τη δημιουργία μονάδων διάγνωσης σε πολλές δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Υπάρχει, επίσης, σαφής ανάγκη αναλυτικότερης ενημέρωσης της ερευνητικής κοινότητας με επιδημιολογικά στοιχεία από την πλευρά του ΕΟΔΥ. Ο ΕΟΔΥ πρέπει να δίνει όσο πιο αναλυτικά δεδομένα για τα τεστ, ώστε οι ερευνητές να μπορούν να βγάζουν πολύτιμα συμπεράσματα για την πορεία της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θυμόμαστε ότι μεγάλο ποσοστό των τεστ που ανακοινώνονται κάθε μέρα (περίπου 12-14.000 συνολικά) γίνονται στις πύλες εισόδου (υπολογίζω τα μισά περίπου). Άρα στην κοινότητα γίνονται 6-8.000 τεστ. Όσο αυτός ο αριθμός παραμένει σταθερός είναι πολύ δύσκολο να δούμε αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων. Πολλοί προβλέπουν 1000 ή 2000 ημερήσια κρούσματα σύντομα, αλλά παραγνωρίζουν το ενδεχόμενο αυτό το νούμερο να υπάρχει ήδη ανάμεσά μας.
 
Η Πολιτεία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι από όλα όσα συζητούνται στην ερευνητική κοινότητα, τίποτα δεν μοιάζει ικανό να μας επαναφέρει στην κανονικότητα. Οι προβλέψεις για γρήγορη εξαφάνιση του ιού διαψεύδονται. Τα ακριβά μονοκλωνικά αντισώματα (όπως αυτά που χορηγήθηκαν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ), τα εμβόλια με 40-50% αποτελεσματικότητα και τρίμηνη ίσως διάρκεια ανοσίας, τα νοσοκομειακά φάρμακα για τα σοβαρά περιστατικά που νοσηλεύονται στις μονάδες κλπ δυστυχώς δεν μπορούν να μας επαναφέρουν στον Φεβρουάριο του 2019. Οι συνέπειες της πανδημίας είναι πολύ σοβαρές και θα μας ακολουθούν για χρόνια. Απαιτείται προγραμματισμός και συστράτευση δυνάμεων.
 13:11 | 17 Οκτ. 2020
πηγη:https://tvxs.gr