Μπορεί ο Πούτιν να στηριχθεί στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας ή/και στο πεδίο της διπλωματίας στο Πεκίνο ώστε να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας; Και σε ποιο βαθμό η Κίνα είναι διατεθειμένη να στηρίξει άνευ όρων τη Μόσχα στο κοινό τους μέτωπο κατά της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας;

Τα ερωτήματα αυτά, που απασχολούσαν διπλωμάτες και αναλυτές από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, αναζητούν πλέον συγκεκριμένες απαντήσεις μετά την πρόσφατη επίσκεψη του κινέζου προέδρου στο Κρεμλίνο.

Ο Πούτιν δεν χάνει ευκαιρία για να υπογραμμίσει την άνευ όρων στήριξη της Κίνας σε όλα τα επίπεδα. Και το δηλώνει ευθέως, όπως θέλει να το δείχνει με κάθε τρόπο ακόμη και συμβολικά. Σε αντίθεση με τους ευρωπαίους ηγέτες που τους κρατά σε απόσταση όταν τον συναντούν στο Κρεμλίνο, έστρωσε το κόκκινο χαλί για να υποδεχθεί τον κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στις 20 Μαρτίου, τον «αγαπητό φίλο», όπως τον χαρακτήρισε, ο οποίος ανταπέδωσε, υπογραμμίζοντας μπρος στις κάμερες ότι «βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγές που δεν έχουμε δει εδώ κι ένα αιώνα… και τις οποίες εμείς διαμορφώνουμε».

Την ίδια εκτίμηση, καθόλου περίεργα, περί απόλυτης στήριξης του Πεκίνου προ τη Μόσχα, διότι αυτή εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς και την προπαγάνδα της Ουάσινγκτον, έχει και ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών. Ο Άντονυ Μπλίνκεν, στις 20 Φεβρουαρίου, είχε δηλώσει ότι πολύ σύντομα το Πεκίνο θα παρέχει όπλα στη Μόσχα για να διαψευστεί μόλις τέσσερις μέρες αργότερα, όταν η κινεζική κυβέρνηση παρουσίασε ένα ειρηνευτικό σχέδιο δώδεκα σημείων με στόχο να βρεθεί μια πολιτική λύση ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος.

Το σχέδιο βεβαίως απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους δυτικούς συμμάχους τους, αλλά εκ των πραγμάτων σε μια στιγμή που η Βρετανία στέλνει πυρομαχικά με απεμπλουτισμένο ουράνιο στην Ουκρανία και το ΝΑΤΟ εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο στον πόλεμο, σηματοδοτεί τις προθέσεις του Πεκίνου. Και στέλνει ένα μήνυμα με αποδέκτες τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Ρωσία: η συνεργασία του Πεκίνου με τη Μόσχα δεν θα είναι χωρίς όρια, όπως υποστήριζαν πολλοί δυτικοί αναλυτές μόλις λίγους μήνες πριν. Απλούστατα διότι αυτή η προοπτική δεν (φαίνεται να) εξυπηρετεί τους Κινέζους.

Πράγματι, ο Σι Τζινπίνγκ πρέπει να κρατήσει πολύ λεπτές ισορροπίες ώστε να μην διαταράξει τις σχέσεις του με το Κρεμλίνο, αλλά με την προσοχή του στραμμένη προς τη Δύση. Κι αυτό δεν είναι εύκολο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κινέζος πρόεδρος επιδιώκει να εμφανιστεί ως το αντίπαλο δέος, ο πόλος γύρω από τον οποίο θα συσπειρωθούν όσες χώρες αμφισβητούν την παγκόσμια κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Και σ΄ αυτό έχει σύμμαχο, στρατηγικό εταίρο τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι ο Ρώσος πρόεδρος δημιουργεί προβλήματα στην κινεζική διπλωματία με τις συνεχείς απειλές του για χρήση πυρηνικών όπλων τη στιγμή που το Πεκίνο θέλει να εμφανίζεται ως ουδέτερη ειρηνευτική δύναμη, ο Σι «έκλεισε τα αυτιά του» σε αυτές τις απειλές, δεν άσκησε καμία κριτική, αδιαφόρησε για τη δίωξη ως εγκληματία πολέμου του Πούτιν και τον επισκέφτηκε λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα λες και δεν τρέχει τίποτε. Από μια πρώτη ανάγνωση, συνεπώς, φαίνεται ότι ο Σι υποστηρίζει πλήρως τον Πούτιν. Την άποψη αυτή, άλλωστε, υιοθετεί όχι μόνον η Ουάσινγκτον, αλλά και πολλοί δυτικοί αναλυτές, που υποστηρίζουν τις θέσεις της.

Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι λόγοι για αυτή τη στάση του Κινέζου προέδρου. Όπως επισημαίνει ο Yu Jie στην αμερικανική ιστοσελίδα The Wire China, «οι δύο χώρες (Ρωσία και Κίνα) έχουν μια κοινή συνοριακή γραμμή μήκους 4.300 χιλιομέτρων (περίπου όσο το πλάτος ολόκληρης της Ευρώπης) που προσδιορίστηκε επακριβώς μόλις στις απαρχές αυτού του αιώνα μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων και σχεδόν δύο χιλιάδες διμερείς συναντήσεις».

Μη ξεχνάμε επίσης ότι μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι σχέσεις των δύο χωρών (ΕΣΣΔ και Κίνας) κάθε άλλο παρά φιλικές ήταν –θυμηθείτε τις κατηγορίες περί σοσιαλιμπεριαλισμού και τη «θεωρία των τριών κόσμων» των Κινέζων-, όπως και το γεγονός ότι στις μέρες μας πλέον η προσοχή του Πεκίνου είναι στραμμένη στην προσπάθεια της Ουάσινγκτον να διεισδύσει περαιτέρω στην περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού, σε μια περιοχή δηλαδή που η Κίνα θεωρεί «δική της αυλή» (backyard), όπως οι Αμερικανοί θεωρούν το ίδιο τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Για αυτό ο κινέζος πρόεδρος όχι μόνον δεν θέλει να έχει έναν ακόμη πρόβλημα στα σύνορα της χώρας του με τη Ρωσία, αλλά επιδιώκει ευρύτερες συμμαχίες με τρίτους σε Ασία και Αφρική, με χώρες που επίσης δεν συντάσσονται με το αφήγημα της Δύσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία και φέρονται διατεθειμένες να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεμονία.

Πέραν τούτου, στο οικονομικό πεδίο η Κίνα έχει ανάγκη από τα αποθέματα της Ρωσίας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Και η προσπάθεια της Μόσχας να αναζητήσει νέες αγορές, ή/και να ενισχύσει τις ήδη υπάρχουσες στην Ανατολή, μετά τις κυρώσεις της ΕΕ, έπεσε σαν «μάνα εξ΄ ουρανού» στο Πεκίνο. Και η εξαγγελία για την κατασκευή του Siberian Force 2, ενός δεύτερου αγωγού που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στην Κίνα, μέσω Μογγολίας, αφενός θα δώσει ανάσα στη ρωσική οικονομία και αφετέρου δείχνει πώς η Κίνα χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως «πηγή ενέργειας».

Από την άλλη, η Ρωσία έχει ανάγκη να εισάγει προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας από την Κίνα. Ορισμένοι μάλιστα ισχυρίζονται -και ενδέχεται να ισχύει- ότι οι Κινέζοι εξάγουν μεταξύ άλλων ηλεκτρονικά εξαρτήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άρματα μάχης και πυραύλους.

Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις Μόσχας Πεκίνου είναι ετεροβαρείς. Διότι το ΑΕΠ της Κίνας ανέρχεται σε 18.000 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ εκείνο της Ρωσίας σε 1.800 δισεκατομμύρια. Και όπως ανέφερε στους Financial Times πηγή προσκείμενη στο Κρεμλίνο «η κατάσταση μας οδηγεί στο να γίνουμε αργά ή γρήγορα μια αποικία των Κινέζων: οι υπολογιστές μας θα κατασκευάζονται από την Huawei, ενώ εμείς θα είμαστε οι κυριότεροι προμηθευτές τους για όλα. Αυτοί θα παίρνουν το ρωσικό αέριο, αλλά μέχρι το τέλος του 2023 όλες οι διεθνείς συναλλαγές μας θα γίνονται σε γιεν».

Αυτή η ιστορία, όμως, των δύο στρατηγικών εταίρων του αναθεωρητισμού, των δίχως αστερίσκους και υποσημειώσεις φιλικών σχέσεων ανάμεσα σε Ρωσία και Κίνα, όπως  τις προβάλλουν μηχανισμοί προπαγάνδας στη Δύση, έχει ένα μεγάλο «αλλά» για το Πεκίνο. Ένα «αλλά» καθόλου αμελητέο, που αφορά στις εμπορικές σχέσεις της Κίνας πρωτίστως με ευρωπαϊκές χώρες και δευτερευόντως με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεδομένου ότι οι συναλλαγές της με την Ευρώπη ανέρχονται σε 850 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την Corriere della Sera, και με τις ΗΠΑ σε 690 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώ με τη Ρωσία θα φθάσουν μόλις τα 200 δισεκατομμύρια το 2023, ο Σι εκ των πραγμάτων δεν θέλει –και δεν του επιτρέπεται- να δυσαρεστήσει εταίρους από του οποίους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και κατά προέκταση η κινεζική οικονομία.

Το ενδεχόμενο να μειωθούν οι εξαγωγές προς τη Δύση και κυρίως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια περίοδο μάλιστα ανάκαμψης μετά την πανδημία του κορονοϊού είναι κυριολεκτικά ένα σενάριο εφιάλτης για τα οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης στο Πεκίνο.

Για αυτό και ο κινέζος πρόεδρος δεν θέλει να συγκρουστεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε και να συσφίξει περαιτέρω τις σχέσεις του με τη Ρωσία σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον όπως επιδιώκει ο Πούτιν ώστε Πεκίνο και Μόσχα να δημιουργήσουν ένα ενιαίο συνασπισμό εναντίον της Δύσης.

Κοντολογίς, ο Σι κρατά τις αποστάσεις όσο κι αν η Ουάσινγκτον θέλει να τον ταυτίζει με τον Ρώσο πρόεδρο. Εάν βεβαίως τα καταφέρει, παραμένει ζητούμενο.

* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτορας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, και συγγραφέας του βιβλίου «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση.

πηγη: https://tvxs.gr